Το success story
δεν είναι παρά ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα.
- του Γιάννη Αλμπάνη
Μιλώντας τις προάλλες στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης του Τόκιο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Όπως είναι αναμενόμενο σε μια ομιλία που έχει σκοπό την άγρα επενδύσεων, ο πρωθυπουργός έδωσε μια ωραιοποιημένη εικόνα της οικονομικής πραγματικότητας -το success story στην πιο τραβηγμένη εκδοχή του…
Ωστόσο, ακόμα και σε αυτήν την προπαγανδιστική παρουσίαση, ο κ. Μητσοτάκης δεν μπόρεσε να αρνηθεί το πρόβλημα που υπάρχει με τα εισοδήματα των εργαζομένων. Συγκεκριμένα, ανέφερε: «Η προσοχή μου είναι συνεχώς στραμμένη στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Στα πρώτα τέσσερα χρόνια, ασχοληθήκαμε με τις περικοπές των φόρων. Την επόμενη τετραετία -εάν οι πολίτες μας εμπιστευτούν ξανά- θα προσπαθήσουμε να αυξήσουμε τους μισθούς».
Δεν ξέρω πόσοι-ες πιστεύουν πια τις υποσχέσεις που δίνουν προεκλογικά οι άνθρωποι της εξουσίας, αλλά το σημαντικό με τη συγκεκριμένη αναφορά του κ. Μητσοτάκη είναι πως συνιστά έμμεση παραδοχή όχι μόνο ότι και οι μισθοί είναι χαμηλοί, αλλά και ότι η κυβέρνηση δεν κατάφερε και πολλά για το ζήτημα, αφού το παραπέμπει στην επόμενη τετραετία.
Η σύγκριση
Η πραγματική κατάσταση είναι βέβαια πολύ πιο ζοφερή. Οι εργαζόμενοι-ες είναι πολύ πιο φτωχοί-ες από ό,τι ήταν πριν μπούμε στα μνημόνια. Στην ουσία, οι μισθοί παραμένουν ακόμα σε…Μνημόνιο και δεν υπάρχει προοπτική για να βγουν σε σύντομο διάστημα. Αλλά ας δούμε τα στοιχεία που πιστοποιούν τον ισχυρισμό μας.
Την περασμένη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε το πολύ ενδιαφέρον συνέδριο «Αναζητώντας τον Άλλο Δρόμο: Στρατηγικές Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας» που συνδιοργάνωσε ο όμιλος ΜΕΤΑΒΑΣΗ, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών – ENA και το Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή. Στο πλαίσιο του συνεδρίου ο Χρήστος Πιέρρος, ερευνητής στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ και μετα-διδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, έκανε μια παρουσίαση για τις συλλογικές συμβάσεις και το επίπεδο των μισθών. Σταχυολογώ ορισμένα σημεία της ανακοίνωσής τους που αναδεικνύουν, νομίζω, το μέγεθος του προβλήματος «μισθοί».
Πτώση μισθών
Παρά τη μεγάλη πτώση των μισθών κατά τη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, οι τιμές παρέμειναν σχετικά σταθερές, κάτι που ενδεχομένως αποδίδεται σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους. Αν υπολογίσουμε τώρα τους μισθούς σε συνάρτηση με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, θα διαπιστώσουμε ότι τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων το 2021 βρίσκονταν στο 69% αυτών του 2009.
Η εξέλιξη του μέσου μισθού
2009: 1.542€ (ανά μήνα), 21.595€ (ανά έτος)
2021: 1.134€ (ανά μήνα), 15.879€ (ανά έτος)
Η εξέλιξη του πραγματικού μισθού (αφού δηλαδή λάβουμε υπόψη τη μεταβολή των τιμών)
2009: 1.626€ (ανά μήνα), 22.765€ (ανά έτος)
2021: 1.120€ (ανά μήνα), 15.687€ (ανά έτος)
Έχει επίσης μεγάλη σημασία η μεγάλη αλλαγή στον χαρακτήρα της αγοράς εργασίας.
Το 2021 το σημείο αναφοράς για το ύψος των μισθών ήταν ο βασικός μισθός,
κάτι που δεν ίσχυε το 2010 όταν μπαίναμε στο Μνημόνιο.
Το 2010 (με βασικό μισθό τα 751 ευρώ),
το συγκριτικά μεγαλύτερο σημείο συγκέντρωσης των μισθών
ήταν στα 1.000 – 1.150 ευρώ (4,5% με 5% των μισθωτών)
Το 2021 οι δύο μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ήταν
στα 700-851 (5% των μισθών) και στα 650 ευρώ (7% των μισθών).
Με πιο απλά λόγια, είναι πολύ περισσότεροι οι μισθωτοί-ές
που αμείβονται με τον βασικό μισθό ή λίγο παραπάνω από αυτόν.
Τελευταίοι της ευρωζώνης
Ας δούμε όμως τη σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Σύμφωνα με την Eurostat, βάσει του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), δηλαδή με βάση την αγοραστική δύναμη, η Ελλάδα το 2021 ήταν στην τελευταία θέση της ευρωζώνης και την προτελευταία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνη χειρότερη από εμάς η Βουλγαρία. Για να γίνει κατανοητή η ιστορική οπισθοχώρηση της ευημερίας τα τελευταία χρόνια, να σημειώσουμε ότι το 2009 Ελλάδα ήταν στην 14η θέση της ΕΕ. Δηλαδή μέσα σε 12 χρόνια έχασε 12 θέσεις.
Ως προς την αγοραστική δύναμη, τα πράγματα αντί να βελτιωθούν γίνονται χειρότερα με την πληθωριστική κρίση. Σύμφωνα με το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα λιγότερο από 750 ευρώ, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης φτάνει έως το 40%. Αντίστοιχα για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα λιγότερο από 751 – 1.100 ευρώ, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης είναι από 9% έως 14%.
Φτωχύναμε λοιπόν χωρίς μάλιστα η εργασία να γίνει πιο παραγωγική κι επομένως πιο ανταγωνιστική. Στην παρουσίασή του ο Χρήστος Πιέρρος επισήμανε ότι το 2022 οι ώρες εργασίας ξεπέρασαν το επίπεδο του 2008, την ίδια στιγμή που το ΑΕΠ ήταν 25% χαμηλότερο. Δηλαδή δουλεύουμε περισσότερο για μικρότερο προϊόν και η ελληνική οικονομία μετασχηματίζεται σε οικονομία εντάσεως εργασίας. Αυτό και αν είναι αποτυχία!
Τα στοιχεία αποδεικνύουν λοιπόν ότι είμαστε πιο φτωχοί και λιγότερο παραγωγικοί από ό,τι πριν 13 χρόνια. Το success story δεν είναι παρά ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα.