...
Πάμπλο Πικάσο

| Διέλυσε τη μορφή για να τη φτιάξει ξανά |
Ζωγράφισε τον κόσμο όχι όπως είναι,
αλλά όπως θα μπορούσε να είναι
θραυσματικός, αληθινός, γεμάτος ζωή και πάθος |
Ο Πάμπλο Πικάσο γεννήθηκε μια φθινοπωρινή μέρα στην Ισπανία (25 Οκτωβρίου 1881, η μέρα, η Μάλαγα της Ανδαλουσίας, η γενέθλια πόλη) και μέσα στη σκιά των ταυρομαχιών, των εκκλησιών και της μεσογειακής σκόνης, κρατούσε, από παιδί ακόμα, ένα πινέλο κοιτάζοντας τον κόσμο με τα μάτια του δημιουργού και όχι του θεατή. Από τη Λα Κορούνια στη Βαρκελώνη, κι από τη Μαδρίτη στο Παρίσι, ο νεαρός Πάμπλο την αλήθεια της μορφής. ΚΙα κάπου εκεί… στα 1900, στη Μονμάρτρη, ανάμεσα σε ποιητές, μποέμ και ακροβάτες, έβαλε τις πρώτες πινελιές στο πορτρέτο ενός κόσμου γυμνού, πεινασμένου, τραγικού και όμορφου.
Το πρώτο τραγούδι της θλίψης του, οι μελετητές της τέχνης του, το κωδικοποίησαν στην φράση: Μπλέ περίοδος. Τα πρόσωπα λεπτά σαν σκιά, τα βλέμματα γυρίζουν προς τα μέσα. Το μπλε -το χρώμα της νύχτας, του θανάτου και της εσωτερικής ερημιάς- γίνεται η ψυχή της παλέτας του. Κι ύστερα, καθώς ο έρωτας και το φως διέλυσαν τη μελαγχολία, ήρθε η Ροζ Περίοδος (1905–1907): αρλεκίνοι, τσίρκα, σώματα γεμάτα ζωή και προσμονή, το χρώμα γίνεται πιο θερμό κι ο κόσμος πιο ανθρώπινος. Μέσα σ’ ένα μικρό ατελιέ στη Rue Ravignan, γεννήθηκε η επανάσταση. Με τον Ζωρζ Μπρακ δίπλα του, ο Πικάσο διέλυσε τη μορφή για να τη φτιάξει ξανά. Ο κυβισμός -η μεγάλη τομή της τέχνης- γεννήθηκε από τη σιωπή ενός βλέμματος που ήθελε να δει τα πάντα ταυτόχρονα: μπροστά, πίσω, μέσα και πέρα από το αντικείμενο. Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν (1907) άνοιξαν τις πόρτες της σύγχρονης ζωγραφικής. Ήταν μια κραυγή, ένα ρήγμα, ένα «όχι» στο όμορφο, ένα «ναι» στο αληθινό.
Ο Πικάσο έγινε ο ίδιος μια εποχή. Πέρασε μέσα από τα κινήματα, όπως ο άνεμος μέσα από τα φύλλα. Ερωτεύτηκε, πόνεσε και πολέμησε με τα χρώματα. Όταν η Γκερνίκα βομβαρδίστηκε το 1937, εκείνος δεν απάντησε με όπλα αλλά με χρώμα: με μαύρο, γκρι και άσπρο. Η Γκερνίκα, έργο-κραυγή, είναι η ιστορία της ανθρωπότητας που καίγεται και θυμάται. Είναι το «όχι» του Πικάσο στον φασισμό.
Ακολούθησε η βύθισή του στην πληρότητα του πειραματισμού: γλυπτά, κεραμικά, σκηνικά, ποιήματα. Ο ίδιος έλεγε: «Δεν αναζητώ, βρίσκω». Και πράγματι, κάθε γραμμή του ήταν εύρημα. Ζούσε μέσα στην τέχνη του, και η τέχνη του ζούσε μέσα του. Οι γυναίκες του, οι φίλοι, οι εχθροί, οι εραστές της ζωής του, όλα έγιναν χρώμα. Το 1966, στα 85 του, το Παρίσι τον τίμησε με μια έκθεση που θύμιζε προσκύνημα. Χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν να δουν τα έργα ενός ανθρώπου που ζωγράφιζε «όπως άλλοι αναπνέουν». Κι εκείνος, με το πινέλο στο χέρι, έμοιαζε ακόμα να βρίσκεται στην αρχή.
Ο Πικάσο πέθανε το 1973, αλλά είναι ακόμα εδώ. Γιατί ο Πικάσο δεν ήταν απλώς ένας ζωγράφος· ήταν μια δύναμη της φύσης, μια διαρκής αναγέννηση. Ζωγράφισε τον κόσμο όχι όπως είναι, αλλά όπως θα μπορούσε να είναι -θραυσματικός, αληθινός, γεμάτος ζωή και πάθος. Παρέμεινε γιατί έκανε τη ζωγραφική τρόπο ύπαρξης, και τη ζωή του έργο τέχνης.

Σε πρώτο πρόσωπο
Για την δικτατορία της κοινής λογικής
«Θα πρέπει να υπάρχει μία απόλυτη δικτατορία, μία δικτατορία ζωγράφων, μία δικτατορία ενός και μόνο ζωγράφου, για να εξολοθρεύσει όλους όσους μας πρόδωσαν, όλους τους απατεώνες, όλα τα τρικ και όλες τις μανιέρες, να εξολοθρεύσει τους ψευτομάγους, τον ιστορικισμό κι ένα σωρό άλλα ακόμη. Αλλά η “κοινή λογική” έχει τελικά πάντα το πάνω χέρι. Πρέπει λοιπόν πριν απ’ όλα να κάνουμε μια επανάσταση εναντίον της! Ο γνήσιος δικτάτωρ ηττάται πάντα από τη δικτατορία της κοινής λογικής, μπορεί όμως και όχι!».
«Όλος ο κόσμος, μου ασκεί κριτική, επειδή έχω το θάρρος να ζω τη ζωή μου δημόσια, ίσως με περισσότερη ανατρεπτική διάθεση από ό, τι οι άλλοι, σίγουρα όμως και με περισσότερη ειλικρίνεια και αλήθεια».
Για την τέχνη
«Όλα τα ντοκουμέντα κάθε εποχής είναι πλαστά! Όλα αναπαριστούν την ζωή “με τα μάτια του καλλιτέχνη”. Όλες οι εικόνες που έχουμε για τη φύση τις χρωστάμε στους ζωγράφους. Τη βλέπουμε μέσα από τα δικά τους μάτια. Αυτό και μόνο θα έπρεπε να μας κάνει δύσπιστους. […] Την “αντικειμενική πραγματικότητα” θα’ πρεπε να τη διπλώναμε προσεκτικά σαν σεντόνι και να την κλείναμε σε μία ντουλάπα, μια για πάντα…».
«Πιστεύω μονάχα στη δουλειά. Δεν υπάρχει τέχνη παρά μόνο ύστερα από σκληρή δουλειά, χειρωνακτική και πνευματική».
«Το γεγονός ότι ο Κυβισμός για πολύ καιρό δεν ήταν κατανοητός και ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που δεν αναγνωρίζουν κάτι ιδιαίτερο σ’ αυτόν, δεν σημαίνει τίποτε. Κι εγώ δεν μπορώ να διαβάσω αγγλικά και για μένα ένα αγγλικό βιβλίο δεν αποτελείται παρά μόνο από κενά φύλλα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αγγλική γλώσσα δεν υφίσταται, και γιατί θα έπρεπε να αποδώσω την ευθύνη σε κάποιον άλλον πέρα από τον εαυτό μου, για το γεγονός ότι δεν μπορώ να καταλάβω κάτι για το οποίο δεν γνωρίζω τίποτε;»
«Η ζωγραφική είναι πράγματι ένας τρόπος ζωής. Έχω ανάγκη ν’ απεικονίσω τα πράγματα στους πίνακές μου ή στο χαρτί».

«Οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να μένουν αδιάφοροι μπροστά σε μια διαμάχη κατά την οποία διακυβεύονται οι πιο υψηλές αξίες της ανθρωπότητας και του πολιτισμού».
«Κι αυτοί οι άνθρωποι, τότε, δούλευαν μέσα σε μία ασύλληπτη μοναξιά (σ.σ. Βαν Γκογκ, Σεζάν) η οποία ίσως να ήταν ευλογία, έστω κι αν υπήρξε τότε η δυστυχία τους. Υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος από το να σε καταλαβαίνουν; Και πόσο μάλλον, όταν αυτή η κατανόηση δεν υφίσταται καν. Πάντα μας καταλαβαίνουν στραβά. Νομίζουμε ότι τάχα δεν είμαστε μόνοι. Στην πραγματικότητα όμως είμαστε όλο και περισσότερο μόνοι».
«Αν ο Ραφαήλ εμφανιζόταν ξανά σήμερα με τους ίδιους ακριβώς πίνακες, κανείς δεν θα αγόραζε ούτε ένα έργο του. Και μάλιστα, κανείς δεν θα τους έριχνε ούτε μια ματιά».
«Ζωγραφίζω τ’ αντικείμενα γι’ αυτό που είναι. Είναι στο υποσυνείδητό μου. Όταν οι άνθρωποι τα κοιτάζουν, ο καθένας δίνει ενδεχομένως κι ένα διαφορετικό νόημα σ’ αυτό που βλέπει σ’ αυτά τα αντικείμενα. Εγώ δεν σκέφτομαι να τους δώσω ένα συγκεκριμένο νόημα. Δεν υπάρχει καμία σκόπιμη πρόθεση μέσα στα έργα μου […] Εκτός από τη Γκέρνικα. Εκεί υπάρχει ένα σκόπιμο κάλεσμα στο λαό, μια εσκεμμένη προπαγανδιστική τάση».
«Κάθε πίνακας είναι σαν μια στάλα από το αίμα μου».

«Ένας πίνακας υπάρχει μονάχα γι’ αυτό που είναι και για τίποτε άλλο».
«Γιατί βάζω ημερομηνία σε όλα όσα φτιάχνω; Διότι δεν αρκεί να γνωρίζουμε τα έργα ενός καλλιτέχνη. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε πότε τα δημιούργησε, γιατί, πώς, κάτω από ποιες συνθήκες. Χωρίς αμφιβολία, κάποια μέρα θα υπάρξει μια επιστήμη η οποία ίσως ονομαστεί “Επιστήμη του ανθρώπου” και η οποία θα προσπαθήσει να κατανοήσει βαθύτερα τον άνθρωπο, μελετώντας τον δημιουργικό άνθρωπο. Σκέφτομαι συχνά αυτή την επιστήμη και θέλω ν’ αφήσω στους μεταγενέστερούς μου μια όσο το δυνατόν πληρέστερη τεκμηρίωση του έργου μου. Γι’ αυτό βάζω ημερομηνίες σε ό, τι κάνω».
«Τελικά, ένα έργο τέχνης δεν πραγματοποιείται με τις ιδέες αλλά με τα χέρια».
«Δεν “εγκρίνω” ποτέ τίποτα κατά τον ίδιο τρόπο που δεν συμπαθώ ποτέ τίποτα. Αγαπώ ή μισώ. Όταν αγαπώ μια γυναίκα, η κατάστασή μου αυτή τινάζει στον αέρα τα πάντα, ακόμη και την ίδια μου τη ζωγραφική.»
«Όλοι ξέρουμε ότι η τέχνη δεν είναι αλήθεια. Η τέχνη είναι ένα ψέμα το οποίο μας μαθαίνει να κατανοούμε την αλήθεια, τουλάχιστον εκείνη την αλήθεια την οποία εμείς (ως άνθρωποι) μπορούμε να κατανοήσουμε. Η τέχνη είναι ένα ψέμα που λέει την αλήθεια».
Για τους μανδαρίνους της τέχνης
«Μισώ αυτό το παιχνίδι της αισθητικής με τα μάτια και τις σκέψεις, το παιχνίδι αυτών των ειδημόνων, αυτών των μανδαρίνων, οι οποίοι “εγκρίνουν” την ομορφιά. Τι εστί γενικώς ομορφιά; Στην πραγματικότητα η ομορφιά δεν υπάρχει καθόλου».

Για τον πολιτισμό
«Αν είχαμε κουλτούρα, δεν θα είχαμε τόσο έντονη την αίσθηση ότι μας λείπει (ή απλώς θα τη θεωρούσαμε δεδομένη). Αντί γι’ αυτό, βαυκαλιζόμαστε με την ιδέα της κουλτούρας, αλλά αν γνωρίζαμε την αληθινή αξία αυτής της λέξης, θα διαθέταμε και αρκετή κουλτούρα ώστε να μην της δίνουμε και τόσο πολλή σημασία. Εξίσου γελοίο θεωρώ και όταν θέλουμε να επιβάλουμε την “κουλτούρα μας” σε άλλους, όπως όταν παινεύουμε στο μουσαφίρη τις τηγανιτές πατάτες μας ή όταν τις προσφέρουμε πιεστικά στους γείτονές μας, χωρίς να μας νοιάζει αν τους αρέσουν ή αν θα τους βαρυστομαχιάσουν».
————————————————————————————————————————-
Πηγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο: Pablo Picasso, Σκέψεις για την τέχνη
Επιμ.: Χριστίνα Σακελλίου – Αγγελική Σταθοπούλου εκδ. Printa.
——–————————————————
Επιμέλεια: Lef.T

