Παντελής Μπουκάλας:
«Με μοιρολόγια δεν νανουρίζεται κανείς»
Η παράσταση, του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας «Το σφαγείο του Έρωτα» (Δείτε ΕΔΩ), στάθηκε η αφορμή για την αναδημοσίευση αυτής της αυτοβιογραφίας. Δημοσιεύτηκε πρώτη φιορά στην έντυπη LIFO, το 2014, κάτω από τον τίτλο: «Ο Παντελής Μπουκάλας αφηγείται τη ζωή του στη LIFO» και υπότιτλο: «Σε μια πολύ σπάνια συνέντευξή του μιλά για τη “γεωγραφία της προσωπικής του μικροοδύσσειας”».
Δεν κράτησα τον ίδιο. Διέλεξα μια ολόκληρη παράγραφο από μια άλλη συνέντυξη, που έδωσε στις 20 Σεπτεμβρίου 2017 στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη για το diastixo.gr, γιατί ωοιώθω ότι τιτλοφορεί καλύτερα αυτή την μικροοδύσσεια. Όμως οι λέξεις ήταν πολλές και κάπως αμήχανα στην άρχισε η διαδικασία της συμπύκνωσης – πάει να πει της αφαίρεσης. Και κάπως έτσι μου αποκαλύφθηκε ο πυρήνας της· ο τίτλος: Τραγούδια, «ο αμνιακός [μου] σάκος».
Ορίστε και το «σώμα» του «εγκλήματος»: «Με μοιρολόγια» δεν νανουρίζεται κανείς. Κι η μάνα μου, έτσι ήρθαν τα πράγματα, για πολλά χρόνια μόνο μοιρολόγια επέτρεπε στον εαυτό της, κι αυτά βουβά. Ας θυμηθώ ωστόσο κάποια από τα τραγούδια (ειπωμένα από χείλη αγαπημένων ανθρώπων, από ημιεπαγγελματίες σε γιορτές και πανηγύρια, και βέβαια από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου) που σχημάτισαν για μένα, τέλη της δεκαετίας του ’50 – αρχές της δεκαετίας του ’60, κάτι σαν αμνιακό σάκο: Η “Ρούσα παπαδιά” (ήμουν για χρόνια σίγουρος πως ήταν «του χωριού μου», αλλά αργότερα συνάντησα άλλους, με άλλον γενέθλιο τόπο, που έλεγαν επίσης με σιγουριά πως ήταν “του χωριού τους”, κι αυτό ήταν ένα απτό μάθημα ότι τα δημοτικά δεν έχουν ιδιοκτήτη), η “Λαφίνα”, κάποια για τα πάθη του Μεσολογγίου (“Ένα Σαββάτο αποβραδίς, ανήμερα Λαζάρου”), το μοιρολόι της Παναγίας που βάραινε τη Μεγάλη Παρασκευή (“Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα”), το “Ρηνάκι” (“Κάτου στο ρέμα το βαθύ”), τα “Παιδιά της Σαμαρίνας”, “Ποιος είν’ άξιος και γλήγορος” (Πηγή:diastixo.gr)
-
- Επιμέλεια Λευτέρης Τηλιγάδας
Γεννήθηκα στο Λεσίνι του Μεσολογγίου, το ’57. Τη Γ’ Γυμνασίου την τελείωσα στην Πάτρα, μεσοσταθμό της οικογενειακής μετανάστευσης προς Αθήνα. Μάνα και τέσσερα παιδιά, εγώ το μεγαλύτερο. Βιαιοθάνατος ο πατέρας, έλειπε από το ’62. Οι δυσκολίες, τυπικές της εποχής για κάθε Βλάχο. Η μνήμη σταύρωσε αυθόρμητα στις ευρωεκλογές τις Κωνσταντίνα Κούνεβα και Δήμητρα Μανώλη, καθαρίστριες όπως κι η μάνα κάποτε. Στην Πάτρα, ένα βράδυ, άρχισε ξαφνικά να βρέχει στίχους στο κεφάλι μου. Ό,τι ήξερα ως τότε, τα σχολικά αναγνώσματα, Σολωμός και Παλαμάς κυρίως, και δημοτικά ακούσματα, σε γλέντι ή πένθος.
Γαύρος είναι το ζώδιό μου, αλλά τα πρώτα μου στιχάκια ήταν αφιερωμένα στην ΑΕΚ –παραγγελιά του Ενωσίτη αδερφού– και στον Μεγαλέξανδρο, όπως τον φανταζόμουν βάσει του θρύλου που παρουσίαζαν σαν ιστορία τα βιβλία. Με τα χρόνια μαθαίνεις πως η «σχολική ιστορία» είναι τόσο συμβατική όσο και η «σχολική ορθογραφία». Μας φυτεύει από την αρχή την ιδέα πως είμαστε φυλή περιούσια, κι αυτό φταίει για πολλά. Μαθαίνεις ακόμα πως, τελικά, ο καθένας είναι η βιβλιογραφία του. Όσο διαβάζεις, αλλάζεις, αμφισβητείς, επανελέγχεις όσα «ξέρεις». «Γηράσκω αεί αναθεωρών» είπε ο Αναγνωστάκης.
Στην Αθήνα ήρθα το ’72. Φιλόλογος ήθελα να γίνω, κατέληξα να δώσω στην Ιατρική, βρέθηκα όμως στην Οδοντιατρική γιατί κατάφερα να αποτύχω στην έκθεση, 23 με άριστα το 40. Ντροπής πράμα. Αλλά σ’ αυτή την «αποτυχία» χρωστάω τους φίλους μου. Πρωτοδούλεψα μαθητής στις εκδόσεις Παπαζήση, ύστερα στις εκδόσεις Ολκός. Πρώτα παιδί για όλες τις δουλειές, έπειτα διορθωτής. Στον Ολκό και τον «Πολίτη», που ίδρυσαν ο Αντώνης Καρκαγιάννης κι ο Δήμος Μαυρομμάτης ως περιοδικό μιας νέας Αριστεράς με ρίζες στο «χάος» της εξορίας, έμαθα την αλφαβήτα της βιβλιοπαραγωγής και της πολιτικής σκέψης. Φοιτητής δούλευα διορθωτής στην «Πρωινή Ελευθεροτυπία», στην Άγρα, στον «Πολίτη». Μια μέρα ο Άγγελος Ελεφάντης μου ζήτησε να γράψω κάτι για το περιοδικό. «Τι»; «Να, για το βιβλίο του Αλτουσέρ που διόρθωσες». «Εγώ; Για τον Αλτουσέρ»; «Ναι, μπρε!». Έτσι πέρασα τον Ρουβίκωνα της δημόσιας γραφής. Έκτοτε, κοντά 35 χρόνια, μεροδούλι-μερογράφι. Σχόλια, βιβλιοκριτικές, δοκίμια, στίχοι, μεταφράσεις. Σε ένα από τα δεκαπέντε βιβλία μου, το Ενδεχομένως, έβαλα μότο το «Ραφή / η γραφή / Πώς γίνεται λοιπόν / και μένεις πάντα ξηλωμένος». Αυτό ορίζει και τώρα τη σχέση μου με το γράψιμο.
Όχι, δεν βαρέθηκα ποτέ να διορθώνω και να επιμελούμαι κείμενα τρίτων. Είχε, βέβαια, δίκιο ο Φίλιππος Ηλιού σαν έλεγε πως οι επιμελητές δημιουργούν μια ψεύτικη εικόνα για τη συγγραφική ικανότητα του κάθε ατάλαντου, όμως τη δουλειά σου πρέπει να την κάνεις τίμια! Πολλές φορές βλέπεις εξαιρετικά μαργαριτάρια, κυρίως σε μεταφράσεις, που σε προκαλούν να τα αφήσεις αδιόρθωτα ώστε να περάσουν στην αθανασία. Αλλά όχι, δεν ενδίδεις.
Τα δημοτικά τραγούδια υπέστησαν ό, τι και η αρχαιοελληνική κληρονομιά. Κινδύνεψαν να μαγαριστούν από τους ελληνοκάπηλους κιβδηλοποιούς, των δικτατορικών καθεστώτων συμπεριλαμβανομένων. Τα προστάτεψε όμως η υψηλή ποιητική τους αξία, το εσώτερο ήθος τους. Η ανάκτησή τους με τους τρόπους της ανοιχτόκαρδης αγάπης, αλλά και με τους όρους της ανοιχτόμυαλης ανάγνωσης, στηριγμένης στις μεθόδους και τα πορίσματα της επιστήμης, μόνο να μας ωφελήσει μπορεί. Και να μας τέρψει.
Να πω ιστορίες, αυτό θέλω: την ιστορία μιας λέξης (όπως ή λέξη αγαπώ και η μεταβολή της από ρήμα σε ουσιαστικό: η αγαπώ / ο αγαπώς), ενός μοτίβου (και το μουστάκι του έστριφτε…), ενός λογοτεχνικού τεχνάσματος (λ.χ. οι αδύνατες ευχές), συμβόλων που υπηρετήθηκαν συστηματικά από την ανώνυμη ποίηση (το μαντίλι, η ελιά σαν σημάδι του σώματος, ο αριθμός εννιά), ενός πάθους (το ενεπίγνωστο οιδιπόδειο στα δημοτικά), ενός τραγουδιού (“Κόκκιν’ αχείλι φίλησα”, “Η μάνα η φόνισσα” ή “Ο γυρισμός του ξενιτεμένου”) ή μιας κατηγορίας τραγουδιών (της αγάπης, της ξενιτιάς ή των μοιρολογιών) τέλος, την ιστορία της σχέσης ορισμένων ποιητών μας (η συγκεκριμένων ποιημάτων τους) με τη δημοτική ποίηση.
Και να πω τις ιστορίες αυτές περίπου κατά τον τρόπο των παραμυθιών: με κλαδιά και κλαδάκια να ξεφυτρώνουν σχεδόν ατιθάσευτα πάνω στον κορμό, και δίχως τον φόβο της επανάληψης. Αλλά και με την παράθεση όσο το δυνατόν περισσότερων ακέραιων τραγουδιών, ώστε να αναμοχλεύεται αποτελεσματικότερα η μνήμη του αναγνώστη. Και να φανερώνεται πλήρης στα μάτια του η ποιητική ωραιότητα.
Το ’87 άρχισα να γράφω στην «Πρώτη» μία επιφυλλίδα και το κύριο άρθρο, συν μία εβδομαδιαία σελίδα βιβλίου. Όταν έκλεισε, το ’90, πήγα στην «Καθημερινή», κι εκεί με σελίδα βιβλίου, σποραδικά το κύριο άρθρο και, στην πορεία, ένα κείμενο ημερησίως. Δύσκολα θα έβρισκα αλλού την ελευθερία που έχω εκεί. Δυστυχώς, στα ΜΜΕ η ελευθερογραφία δεν είναι αυτονόητη αλλά απλώς μπαχαρικό που χρησιμοποιείται με φειδώ. Δίχως όμως αυτήν κατρακυλούν σε έναν τάφο που τον άνοιξαν τα ίδια. Δες πόσο απαξιώνεται ένα μέσον όταν η στρατευμένη μεροληψία του μεταφράζεται σε προσβολή προσωπικότητας στο μυαλό του «καταναλωτή». Το είδαμε αυτό στη ραγδαία μείωση της αξιοπιστίας του δελτίου του Mega αλλά και στο στραπάτσο του ANT1 μετά τη βάναυσα αντιδεοντολογική παρέμβασή του την προηγουμένη των εκλογών. Έχει πολλές αρρώστιες η δημοσιογραφία μας, από τον νεποτισμό μέχρι τις εξαρτήσεις της.
Η ποίηση είναι κυρίως νυχτερινό φαινόμενο. Κι έχει τους δικούς της νόμους. Η μουσική, το μέτρο και ο ρυθμός δεν είναι δεσμά, όπως πιστέψαμε σβήνοντας μονοκοντυλιά την παράδοση, ούτε καν η ομοιοκαταληξία, κι ας τη χλεύαζαν Κοραής και Κάλβος. Μεταφράσαμε λαθεμένα τον «ελεύθερο στίχο» σε στίχο οκνηρό και άνευ υποχρεώσεων, μορφικών και ρυθμικών. Λάθος επίσης είναι να τον θεωρούμε εισαχθέντα τον 20ό αιώνα. Ο Παλαμάς είχε ήδη «πειράξει» τα κληρονομημένα μέτρα, ενώ πάμπολλα δημοτικά είναι ανομοιοκατάληκτα. Προτιμώ να γράφω πρώτα με τη φωνή, δηλαδή περπατώντας κι απαγγέλλοντας ή τραγουδώντας σιωπηρά, γιατί η ποίηση δεν νοείται δίχως τη φωνή της. Αν θες να γίνεις ποιητής, διάβαζε κι άκουγε πολύ, γράφε πρώτα με το αυτί. Και να γράφεις σβήνοντας και σχίζοντας.
Δεν έμαθα ποτέ καλά μια ξένη γλώσσα. Αυτό, ενώ μου στερεί κόσμους ολόκληρους, γίνεται επίσης κίνητρο. Γιατί προσπαθώ να μεταφράσω αρχαία από τα αρχαία, όχι από τα αγγλικά ή τα γερμανικά. Στους ξένους, πάντως, χρωστάμε το 80% των γνώσεών μας για την αρχαιότητα, κι ας κοκορευόμαστε πως την καταλαβαίνουμε αυτόματα χάρη στα γονίδιά μας. Η ιδεοληψία αυτή είναι μία από τις πολλές που γεννοβόλησαν τη Χρυσή Αυγή. Ωστόσο, ο ελληναρισμός δεν είναι νέο φαινόμενο. Ρατσιστές, σοβινιστές, φασίστες και μισαλλόδοξους είχαμε πάντα. Και φιλοτύραννους επίσης, είτε Μεταξάς λεγόταν ο τύραννος είτε Παπαδόπουλος είτε Χίτλερ.
Η νέα Ελλάδα δημιουργήθηκε μέσα από ποτάμια αίματος ποικίλων προελεύσεων και αποχρώσεων. Ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Ελύτης μάς έχουν δείξει ποιητικά πόση ξενότητα έχουμε μέσα μας – καμία φυλή, άλλωστε, δεν είναι «καθαρή». Κάθε λαός αρέσκεται να κατασκευάζει ένα σχήμα που να τον κολακεύει. Εδώ το σχολείο, η Εκκλησία, ο στρατός, μας μαθαίνουν ότι ο Θεός είναι Έλληνας, ότι δεν κάναμε ποτέ επιθετικό πόλεμο, ότι πολεμούσαμε πάντα λίγοι εναντίον πολλών, ότι ήμασταν μονίμως οι αδικημένοι κ.λπ. – η αίσθηση της αδικίας μάς κυνηγάει από την εποχή του Τρωικού Πολέμου. Ψέματα αχρείαστα είναι όλα αυτά. Η δυσκολία να αναμετρηθούμε με την πραγματική μας ιστορία, εκλογικεύοντας τη σχέση μας μαζί της, θολώνει μονίμως την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και τους άλλους.
Με την Αριστερά έμπλεξα από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Σαν παιδί του «Πολίτη», είχα ψήσει κάμποσους συμμαθητές να φτιάξουμε οργάνωση του Ρήγα. Όμως στο κρίσιμο ραντεβού δεν ήρθε κανείς, γιατί τους «έψησε» καλύτερα συμμαθητής που τους στράτευσε στην ΚΝΕ. Βρέθηκα απομονωμένος, και παρά να χάσω τους φίλους μου, μπήκα κι εγώ στην ΚΝΕ. Παρέμεινα εκεί έως το φοιτητικό κίνημα των καταλήψεων του ’79, οπότε στην Οδοντιατρική φτιάξαμε μια ωραία ομάδα Αυτόνομων κι εκδώσαμε κι ένα καλό περιοδικό, το «Σύμπτωμα». Ήταν η μικρογραφία του δικού μας Μάη. Διαβάζαμε αχόρταγα τα πάντα – Καστοριάδη, Πουλαντζά, Μπρετόν, Μπατάιγ, Κάφκα, αντιψυχιατρική… Ναι, εξακολουθώ να πιστεύω στην Αριστερά, όχι όμως στη «σοφία του λαού», τον οποίο αυτή η Αριστερά αγιογράφησε, και με την ποίησή της. Δεν υπάρχει ένας λαός αλλά ομάδες ανθρώπων με συγκρουόμενα συμφέροντα. Ενωμένοι δεν υπήρξαμε ούτε στην Κατοχή. Η Αριστερά οφείλει να πολιτικοποιήσει τον κόσμο της, μεγάλο μέρος του οποίου ταυτίστηκε ευκαιριακά ή συναισθηματικά μαζί της τα χρόνια της κρίσης. Έτσι θα κερδίσει τη μάχη, όχι ανεχόμενη το πατροπαράδοτο σύστημα, που δημιουργεί γενιές εθελόδουλων, ηττημένων πριν καν πολεμήσουν. Χρειάζεται να σπάσει τη «συνέχεια», να προκαλέσει ένα βαθύ πολιτικό και πολιτισμικό σοκ κι ας χάσει τις εκλογές. Πρέπει να βρει το δικό της ομηρικό «μώλυ» για να πολεμήσει το φαρμακοζούμι της εξουσίας, το ισχυρότερο αναβολικό και ψυχοτρόπο.
Άφθονο και ακατάσχετο ρέει το αίμα στην επικράτεια του έρωτα, όπως τη γεωγραφεί η δημοτική ποίηση, από τις παραλογές έως τα καθαυτό ερωτολογικά τραγούδια, εκτενή ή δίστιχα. Της αγάπης τα αίματα, στη μεταφορική ή την κυριολεκτική τους χρήση, λειτουργούν σαν απόλυτο τεκμήριο της ψυχικής συγκίνησης, σαν ακράδαντο πειστήριο της πίστης και της αφιέρωσης. Και σαν αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του ερωτικού πάθους, και των παθημάτων που αναπόφευκτα συνεπάγεται.
Ένα κόκκινο ποτάμι διασχίζει την επικράτεια της αγάπης, και με τη ροή του υπηρετεί τον μέγα στόχο: Να γίνει νόημα το αίμα. Να ειπωθούν καθαρά και να ακουστούν δίχως παρερμηνείες ιστορίες κορυφωμένων αισθημάτων, ακόμα και καταστροφικών ή αυτοκαταστροφικών. Τα υψηλά -και τι υψηλότερο από την αγάπη- θίγονται με τον τρόπο του απλού και του ταπεινού, που έχει την ισχύ να καθιερώνει και τη φαινομενική υπερβολή, εντάσσοντάς τη στον κόσμο της φυσικότητας. Τον εσωτερικό, τον ηθικό ρυθμό στα τραγούδια τον προσφέρει το αμέριστο σέβας στην ιερότητα της αγάπης.
“Πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται”. Πρώτος σταθμός, στα τέλη του 2016, η ΑΓΑΠΩ, όπου μελετήθηκε η γλώσσα των δημοτικών, οι νοηματικά καίριες επινοήσεις της, τα τερπνά παιχνίδια, η φυσική ελευθερία της. Ο δεύτερος σταθμός, ο παρών τόμος, υποδέχεται το αίμα της αγάπης, που ρέει πλούσιο και κατακόκκινο, αποτελώντας την επαλήθευση και την επικύρωσή της.
Οι Αθηναίοι σεβόμαστε την πόλη μας όσο ακριβώς την ξέρουμε: λίγο. Γενικεύω αυθαίρετα, αλλά τέτοια αίσθηση δημιουργούν οι ρυπαροί δημόσιοι χώροι και τα πολλά άδεια μπαλκόνια. Την Αθήνα την κατοικούν αναρίθμητα γοητευτικά φαντάσματα, αφού συνοψίζει τρόπον τινά την ελληνική ιστορία κι ένα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας. Επινοήσεις καθοριστικές για τα ανθρώπινα, η δημοκρατία π.χ., εδώ κατορθώθηκαν. Εδώ, επίσης, συνέβησαν πνευματικές και πολιτικές συγκρούσεις, πρότυπα των σημερινών: δημοκρατικοί και συντηρητικοί, ελευθερόφρονες και δεισιδαίμονες, ιδεαλιστές και υλιστές κ.λπ. Μια βόλτα αρκεί να φτιάξεις τη γεωγραφία της προσωπικής σου μικροοδύσσειας – εδώ πρωτοφίλησα, εκεί ερωτεύτηκα, παραπέρα μέθυσα, πιο κάτω τσακώθηκα, στο παγκάκι αυτό διάβαζα ένα δωδεκάωρο Σεφέρη, από δω περνούσε συχνά ο Μιχάλης Κατσαρός που δεν του μίλησα ποτέ κι ας αγαπούσα την ποίησή του, απέναντι έφαγα το πρώτο δακρυγόνο, εδώ βάφτισα, εδώ ξαναβάφτισα, εδώ, στην Αγία Φωτεινή, πήραν φωτιά τα μαλλιά της μπροστινής από την πασχαλιάτικη λαμπάδα μου, εδώ παίχτηκε ο Αγαμέμνων, εδώ οι Τρωάδες, εδώ η μαύρη οπή· χιλιάδες σημαδάκια… Καλλιθέα, Αμπελόκηποι, Πλάκα, Κουκάκι και τώρα Νέος Κόσμος. Η πολύγλαστρη ταράτσα μού εξασφαλίζει τη «ζουγκλώδη αρμονία» που λέει ο σοφός Μπαλού και θέα σε μια γωνίτσα της Ακρόπολης. Την κοιτάζω συχνά σαν να προσεύχομαι σε κάποιον άγνωστο θεό.
Αν πιστεύω; Αν αυτό σημαίνει ότι πολεμάω διαρκώς με κάτι μέσα μου, τότε ναι. Δεν μαθαίνουμε τον εαυτό μας δίχως τη σύγκρουση με το αγνώριστο θείο. Και δεν αξίζει να γίνεις «καλύτερος» επειδή φοβάσαι την εξ ύψους τιμωρία. Αν μπορείς, κάν’ το εξερευνώντας τον αχανή εαυτό σου. Στον δρόμο της αυτογνωσίας καλύτερος άνθρωπος σημαίνει να θυμώνεις πιο αραιά. Τότε θα δεις ότι δεν έχεις πάντα εσύ το δίκιο, δεν είσαι εσύ ο διαρκώς αδικημένος.
Ναι, διαβάζω πολύ. Για να διαβώ κάπου αλλού, όπως το λέει η λέξη διάβασμα. Ποίηση, αρχαιογνωστικά κι ό,τι αφορά το δημοτικό. Φέτος ελπίζω να εκδώσω τη Βατραχομυομαχία, το Αγών Ομήρου και Ησιόδου και τον πρώτο τόμο δοκιμίων μου για το δημοτικό τραγούδι, με τίτλο Πιάνω γραφή να γράψω. Γιατί το δημοτικό; Για τη μέθοδό του να λέει το καίριο με άκρα απλότητα, γνώρισμα της υψηλής ποίησης.