.
Νικόλας Άσιμος
«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος»
«Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος.
Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα»
Σαν κεραυνός έσκασε εκείνο το πρωινό του Μάρτη στην Καλλιδρομίου η είδηση της αυτοκτονίας του Νικόλα. Τι κι αν κάποιοι συνειδητοποιούσαν το αδιέξοδο μιας ζωής που αμφισβητούσε τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και τις ίδιες τις σταθερές της, τι κι αν κάποιοι ήλπιζαν ότι ποτέ δεν θα αποτολμούσε, όσο κι αν ζοριζόταν, το «απονενοημένο», τι κι αν κάποιοι άλλοι αυτό το τέλος το θεωρούσαν προδιαγεγραμμένο, όλοι σταμάτησαν ότι έκαναν και έφεραν στο μυαλό τους την εικόνα του σε μια προσπάθεια διατηρήσουν για λίγο ακόμα αυτόν τον βαθιά συνειδητοποιημένο άνθρωπο, που είχε επιλέξει στη ζωή του να παίξει το ρόλο του «Μπαγάσα», ενός «Μπαγάσα» που είχε επιλέξει στη ζωή του να αγωνίζεται για τα στοιχειώδη του βίου του με την πολυτέλεια μιας επιλεγμένης μοναχικότητας και μιας απύθμενης και ανατρεπτικής ευαισθησίας.
«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα. Ουχί Ασίμος, ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμωφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το “Άσιμος” με γιώτα. Γιατί, όταν λέμε “ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής”, η λέξη “άσημος” παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη “τραγουδιστής” και γράφεται με ήτα. Ενώ το “Άσιμος” είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου».
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου του 1949. Οι γονείς του ήταν από την Κοζάνη, όπου περνά τα παιδικά του χρόνια ασχολούμενος, κυρίως, με τον αθλητισμό. Στην εφηβεία του γοητεύεται από τα ποιήματα του Γεώργιου Σουρή και αρχίζει να σκαρώνει στιχάκια, διασκεδάζοντας του συμμαθητές του, ενώ μετά το σχολείο, φεύγει για τη συμπρωτεύουσα, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Χρησιμοποιεί, για πρώτη φορά, το ψευδώνυμο «Άσιμος» κάτω από κάτι στιχάκια που έχουν αναφορές στο γαλλικό τραγούδι Monsieur Cannibale του 1966.
Παράλληλα την «πέφτει» στο θέατρο. Με μια ομάδα συμφοιτητών του φτιάχνουν ένα θεατρικό εργαστήρι, στο οποίο ανεβάζουν Αριστοφάνη, Μένανδρο και Μολιέρο. Τα παρατάει όλα και μια μόνο βαλίτσα και την κιθάρα του στον ώμο κατεβαίνει το 1973 στην Αθήνα και παίρνει σβάρνα όλες τις μπουάτ της Πλάκας. Συναντιέται μουσικά με τον Πάνο Τζαβέλα, τον Θανάση Γκαϊφύλλια, το Γιάννη Ζουγανέλη, τον Σάκη Μπουλά τον Θάνο Ανδριανό, και τον Παπακωσταντίνου. Αγνοεί όλες τις προειδοποιήσεις της λογοκρισίας και ξεκινά τις πρώτες του ηχογραφήσεις μέσω ανεξάρτητων δισκογραφικών εταιρειών, συνδυάζοντας στα κομμάτια του το ροκ, το λαϊκό και το ρεμπέτικο – πάντα με προκλητικό στίχο, σαρκαστική και αυτοσαρκαστική διάθεση. Κυκλοφορεί τις «παράνομες κασέτες» του, τις οποίες ηχογραφεί και διακινεί μόνος του στα Προπύλαια, το Πολυτεχνείο, τα Εξάρχεια και το Μοναστηράκι.
Σε μια από τις βόλτες του πέφτει πάνω σε μια παρέα που έπινε μπύρες σε ένα καφενείο της Σόλωνος. Είναι όλη αυτή η παρέα που εκείνη την εποχή έστηνε ένα καφωδείο στα Εξάρχεια, ο Κηλαηδόνης, ο Παπακωσταντίνου, ο Ζουγανέλης κ.α. Ο Παπακωσταντίνου τον βλέπει και τον ρωτάει:
– Νικόλα στήνουμε ένα μαγαζί και ψάχνουμε όνομα. Τι λες;
– Έχω ένα, του απαντάει.
– Για πες.
– «Αχ Μαρία τα μπούτια σου» του λέει και απομακρύνεται.
Κράτησαν το πρώτο μισό της φράσης: «Αχ Μαρία», και απέκτησε ονοματεπώνυμο μία από τις ιστορικές πια μουσικές σκηνές εκείνης της περιόδου.
Στις 28 Μαΐου του 1976, γεννιέται η κόρη του, Νιουνιού, από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη. Τα προβλήματα είναι πολλά και όχι μόνο οικονομικά. Σσυλλαμβάνεται και φυλακίζεται για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες και συγγραφείς, ως: «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο».
Βγαίνοντας από τη φυλακή χάνει την αστυνομική του ταυτότητα και αποκτάει καινούργια μετά από 18 χρόνια, η οποία στη θέση του επωνύμου δεν γράφει Ασημόπουλος (όπως το πραγματικό του επίθετο), αλλά «Άσιμος» και στη θέση «θρήσκευμα» δεν γράφει «Χριστιανός Ορθόδοξος», όπως η προηγούμενη, αλλά «άνευ θρησκεύματος» και γίνεται ο πρώτος πολίτης-κάτοικος αυτής της χώρας με αυτή την ιδιότητα γραμμένη πάνω στο πιο επίσημο έγγραφο ταυτοποίησης του ελληνικού κράτους.
Το 1980, γράφει το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους», το οποίο τυπώνεται από τον ίδιο. Το 2000 κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος: «Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θά ‘μαι πια εγώ. Θα ‘ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά τον θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ.»
Από το 1981 ξεκινά ένα συνεχές «μπες βγες» στα ψυχιατρεία. Σε ένα από αυτά τα χρονικά διαλείμματα μου είχε πει: «Εγώ το είπα στους γιατρούς, Αγρινιώτη, την ώρα που μου έδιναν το εξητήριο. Δώστε μου την κιθάρα μου, μαζέψτε τα σύνεργα σας, κλειδώστε την πόρτα ,για να κοιμάστε κι εσείς ήσυχοι ότι δεν θα το σκάσουμε και γυρίστε μετά από πέντε μήνες! Θα τους έχω κάνει όλους καλά! Κι όταν με το καλό γυρίσετε, θα δείτε που θα μας διώξετε όλους από δω μέσα! Αλλά δεν με άκουσαν».
Τον Νοέμβρη του 1982 κυκλοφορεί τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ο Ξαναπές». Σε δυο τραγούδια συμμετέχει, η Χαρούλα Αλεξίου (Άμα σε λέγαν Βάσω, Το παπάκι), σε άλλα δύο ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (Της Επανάστασης, Πιάστηκα σκοινί κορδόνι) πέντε τα τραγουδάει ο ίδιος με την ροκ μπάντα του (Βαρέθηκα, Σχιζοφρενοβλαβίωση, Ένας Απάτσι στα pubs, Κάνε μου μπα, Θα το δείξει κι ο καιρός), καθώς και ένα ακόμα με τον τίτλο «Σεισμός» στο οποίο συμμετέχει η Αθηναϊκή Κομπανία, το όνομα της οποίας δεν γράφτηκε ποτέ στο εξώφυλλο.
Περίπου έναν χρόνο μετά ανοίγει ένα μαγαζάκι στην οδό Καλλιδρομίου. Εκεί γράφει και συνθέτει τα τραγούδια του και πουλά βιβλία και παιχνίδια για παιδιά μέχρι και το 1987.
Το 1987 είναι η χρονιά που για τον Νικόλα κόβονται όλες οι γέφυρες. Οι συνεχείς εγκλεισμοί του στα ψυχιατρεία σε συνδυασμό με την αβάσταχτη σε πολλά επίπεδα καθημερινότητά του τον οδηγούν στην προσωπική του απομόνωση από το περιβάλλον. Αυτό τον οδηγεί στον «πάτο» του προσωπικού του «βαρελιού» Σε ένα διαμέρισμα της Ζαΐμη επιχειρεί μια παρανοϊκή «Τελετή Μύησης». Σε αυτή συμμετέχει οικειοθελώς, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν μετά, μια κοπέλα. Συλλαμβάνεται με τις κατηγορίες: «Βιασμός κατ’ εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση». Κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του η κοπέλα αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, όμως ο εισαγγελέας έχει αντίθετη άποψη. Κλείνεται στον Κορυδαλλό μέχρι τα τέλη Ιουνίου οπότε βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του.
«Βγαίνοντας[1] από το κελί, με τις κατηγορίες να του βαραίνουν την ψυχή, βυθίζεται κυριολεκτικά στην «Σχιζοφρενοβλαβίωσή» του. Οι περίοικοι και ο διαχειριστής του κάνουν τη ζωή δύσκολη, ενώ δεν λείπουν περιστατικά χρήσης βίας εναντίον του. Παλεύοντας με τους εφιάλτες του, σε μια προσπάθεια ψυχικής ανάκαμψης συμμετέχει στην βιντεοταινία «Ανθρωποφάγοι στην Τιβί» του Νίκου Ζερβού. Ίδια πάνω κάτω εποχή κάνει και ένα πέρασμα από την ταινία του Κώστα Φέρρη «Oh Babylon».
»Τον Οκτώβριο και παρά τη θέλησή του, έπειτα από οδηγίες του πατέρα του, οδηγείται διά της βίας στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική «Γαλήνη». Βγαίνοντας από την κλινική, κυριολεκτικά ράκος από τα ψυχοφάρμακα, τον περιμένει η δικαστική εξουσία που σαν στοργική μητέρα με ένα καταπέλτη – βούλευμα 22 σελίδων τον παραπέμπει σε δίκη για βιασμό. Η αφόρητη πίεση της επικείμενης δίκης, το τσεκούρι της έξωσης να ανεμίζει πάνω απ’ το κεφάλι του, η φοβία των ψυχιατρείων και η ρετσινιά του βιαστή που κατακτά το μυαλό του, τον κάνουν κυριολεκτικά κομμάτια. Κρίσεις μελαγχολίας τον σφυρηλατούν, αυτοαπομόνωση, απελπισία και απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθεί… Μάταια όμως.»
Στις 15 του Μάρτη κολλάει στη τζαμαρία του «Χώρου Προετοιμασίας», (έτσι αποκαλούσε το μαγαζί- σπίτι της Καλλιδρομίου), που έγραφε: «Θα περιμένω τρεις μέρες για να γίνει το θάμα».
Τρεις μέρες αργότερα, στις 17 Μαρτίου του 1988, βρίσκεται κρεμασμένος από έναν σωλήνα ύδρευσης. Ήταν μόλις 39 ετών. Εκείνο το πρωινό, όπως μου είπε μετά από μερικές μέρες ο περιπτεράς της Καλλιδρομίου, βρέθηκε ένα σημείωμα που έγραφε: «Κι όμως το θάμα δεν έγινε!»
————————————————————————————————————————-
1. Νικόλας Άσιμος, Δίχως καβάτζα καμιά. ανακτήθηκε από: https://www.kar.org.gr/
——–————————————————
Κείμενο – επιμέλεια: Λευτέρης Τηλιγάδας