«Το τραίνο που έφθασε στο σταθμό,
έφερε μαζί με άλλους επιβάτες και ένα λόχο Ράλληδες»
Ήταν Φλεβάρης του 1943.
Είχα πάει με έναν φίλο και γείτονά μου στο σταθμό του τραίνου
και παρακολουθούσαμε χαζεύοντας τις μανούβρες,
που έκαναν οι μηχανοδηγοί με τις μηχανές και τα βαγόνια
για να φτιάξουν τους συρμούς.
- του Χρήστου Χατζηαγάπη -
Ήταν απόγευμα, ο ήλιος πήγαινε να βασιλέψει, όταν το τραίνο που έφθασε στο σταθμό, έφερε μαζί με άλλους επιβάτες και ένα λόχο Ράλληδες (όπως έλεγαν τότε τους ταγματασφαλίτες, απ’ το όνομα του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη, πατέρα του Γεωργίου Ράλλη, μετέπειτα υπουργού, αρχηγού της Ν.Δ. και πρωθυπουργού). Όταν κατέβηκαν απ’ το τραίνο, συντάχθηκαν σε τριάδες και ο επικεφαλής αξιωματικός έδωσε το παράγγελμα να ξεκινήσουν για να πάνε στο στρατώνα, που ήταν οι αποθήκες Παναγοπούλου.
Ξεκίνησε, λοιπόν, ο λόχος για το στρατώνα, τραγουδώντας τον εξής παιάνα: «την ελληνική σημαία μάνα μου την αγαπώ | στον εχθρό δεν την αφήνω, προτιμώ να σκοτωθώ…». Ακούγοντας το πολεμικό αυτό τραγούδι, το παιδικό μου μυαλό αμέσως επεσήμανε την αντίφαση και σκέφθηκε: Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι που συνεργάζονται με τους κατακτητές και εχθρούς της χώρας μας, να αγαπούν τη σημαία μας που είναι σύμβολο του έθνους;
Επίσης αργότερα, στη διανομή συσσιτίου του Ερυθρού Σταυρού, κάπου κοντά στις αποθήκες Παναγοπούλου, άκουσα από το στόμα ταγματασφαλίτη τσολιά, που έβαζε τον κόσμο στη σειρά, το εξής αμίμητο, σε στιχομυθία που είχε με μια γυναίκα, η οποία περίμενε κι αυτή στη σειρά να πάρει συσσίτιο.
– Γυναίκα: Δικαιολογημένα να συνεργάζεστε με τους Γερμανούς, αφού είστε φίλοι.
– Τσολιάς: Εμείς δεν είμαστε με τους Γερμανούς, είμαστε με τους Άγγλους…
Μου φάνηκε τόσο παράξενο, που δεν το πίστεψα τότε. Ύστερα από πολλά χρόνια κατάλαβα τα παιχνίδια (και τότε όχι όλα) που έπαιζαν και παίζουν οι μεγάλες δυνάμεις στις πλάτες των μικρών χωρών. Συγκρίνοντας σήμερα την άποψη αυτή του Γερμανοτσολιά με τα «πιστεύω» των Χρυσαυγιτών, που δηλώνουν υπερπατριώτες ενώ ομνύουν στο Χιτλερ και το ναζισμό, βρίσκω ταύτιση απόψεων και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι είναι του ιδίου «φυράματος» και έχουν τις ίδιες επιδιώξεις.
Οι Γερμανοί με τους συνεργάτες τους, στις εξορμήσεις που έκαναν στα γύρω χωριά, με τη μαρτυρία των ντόπιων ρουφιάνων, έκαιγαν τα σπίτια αυτών που είχαν ενταχθεί στην Αντίσταση (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ). Επίσης, επιδίδονταν και σε οργανωμένο πλιάτσικο παντός είδους πραγμάτων και ζώων.
Τα ζώα (πρόβατα, γαϊδούρια, άλογα) τα έφερναν στο Αγρίνιο και τα μεν άλογα και τα γαϊδούρια τα είχαν σε περιφραγμένο χώρο στο λιοστάσι του Λιάπη. Εκεί πολλά ψόφησαν απ’ την πείνα και τη δίψα. Όσα απέμειναν, αργότερα οι Γερμανοί τα έβγαλαν στον πλειστηριασμό. Πολλά απ’ αυτά τότε «αγοράσθηκαν» από την οργάνωση του ΕΑΜ, και επεστράφησαν στους ιδιοκτήτες τους. Τα δε αιγοπρόβατα τα είχαν σ’ ένα μαντρί έξω απ’ το νεκροταφείο και τα φύλαγε ένας τσοπάνος απ’ την κατεχόμενη τότε από τους Γερμανούς Ουκρανία, που δεν έδινε και πολλή σημασία αν του έλειπαν και μερικά…
Έτσι, ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Γιάννης, μαζί με άλλους συνομηλίκους του, κάθε φορά που τα πρόβατα βοσκούσαν κοντά στο ρέμα ή πήγαιναν να πιουν νερό στην πηγή που ήταν στα πλατάνια, ξέκοβαν μερικά και τα παρέδιναν στο «σύνδεσμο» της Αντίστασης που τα έστελνε στους αντάρτες.
Φωτογραφία: Πηγή: Ν. Καρκάνη: Οι δοσίλογοι της κατοχής
Δίκες – Παρωδία (Ντοκουμέντα, αποκαλύψεις, μαρτυρίες)
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί ή στο Posted in Μαρτυρίες