Οι μοναδικοί φτωχότεροι σε σχέση με το 2007 σε όλη την Ευρώπη
Τι αναφέρεται στη νέα Έκθεση της ΓΣΕΕ για την Οικονομία
Ακόμη και μετά την ανάκαμψη που ακολούθησε την κρίση του κορονοϊού, οι Έλληνες και το 2021 παρέμειναν σε χειρότερη κατάσταση, όσον αφορά στο κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), από το μακρινό… 2007 διατηρώντας μια μοναδική, «μελανή» πρωτιά στο σύνολο των χωρών και των λαών της ΕΕ
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την ανάλυση της νέας ετήσιας Έκθεσης για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, της ΓΣΕΕ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Έκθεση, «το 2021 η Ελλάδα ανέκαμψε από το σοκ της πανδημίας, αν και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολειπόταν του επιπέδου του 2019 κατά περίπου 1%. Ωστόσο, συνυπολογίζοντας και το κόστος διαβίωσης, η Ελλάδα είχε το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ. Επιπλέον, ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το συγκεκριμένο μέγεθος βρισκόταν χαμηλότερα του αντίστοιχου επιπέδου του 2007. Το εύρημα αυτό αποκαλύπτει τη δραματική συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας των Ελλήνων».
Επίσης, μεταξύ των βασικών συμπερασμάτων της Έκθεσης της ΓΣΕΕ, είναι τα εξής:
- Ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημίας, της ακρίβειας και των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί νέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας. Η ελληνική οικονομία, πριν προλάβει να επιστρέψει στην προ πανδημίας κατάσταση, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα αποσταθεροποιητική διαταραχή με επίκεντρο τις τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών και των βασικών αγαθών διατροφής. Η διαταραχή αυτή πλήττει άμεσα την πλευρά της προσφοράς και έμμεσα, μέσω των διανεμητικών επιδράσεων του πληθωρισμού, την πλευρά της ζήτησης αυξάνοντας τον κίνδυνο σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομίας.
- Παρά το γεγονός ότι τα κέρδη των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν σε σχέση με το 2019, η ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων δεν ήταν της ίδιας τάξης. Το μέγεθος της μεταβολής και η κλαδική διάρθρωσή τους δεν συνθέτουν ισχυρή ένδειξη μακροοικονομικού και παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας.
- Η ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων το γ’ τρίμηνο του 2022 θα καθορίσει τις εξαγωγικές επιδόσεις της οικονομίας, καθώς οι εξαγωγές προϊόντων δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την πανδημική κρίση. Αξιοσημείωτη ήταν όμως η αύξηση των εισαγωγών προϊόντων, και ειδικότερα των εισαγωγών ενδιάμεσων προϊόντων, τα οποία μέχρι και τον Ιανουάριο του 2022 κατέγραφαν έλλειμμα μεγαλύτερο από του 2010 αναδεικνύοντας την αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας και τη μεγάλη εισαγωγική της εξάρτηση.
- Το δ’ τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην ΕΕ. Παράλληλα, για τα τελευταία έτη οι δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας καταγράφουν στασιμότητα ή επιδείνωση. Η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι ένδειξη της ανάγκης για άμεση ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση και αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, με τρόπο που να περιοριστεί η εισαγωγική εξάρτηση της χώρας και να ενισχυθεί η επάρκεια και η αυτάρκειά της σε βασικά ενδιάμεσα και τελικά αγαθά.
- Το 2021 χαρακτηρίστηκε από έντονες δημοσιονομικές πιέσεις που προστέθηκαν σε εκείνες που άφησε πίσω του το πρώτο έτος της πανδημικής κρίσης. Παρά την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, το έλλειμμα του ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε στο 7,4% του ΑΕΠ, το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το ίδιο διάστημα, το πρωτογενές έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 4,9% του ΑΕΠ, το πέμπτο υψηλότερο στην Ευρωζώνη.
Στα ύψη το χρέος
Σύμφωνα με την Έκθεση της ΓΣΕΕ, η μετάβαση της οικονομίας σε καθεστώς υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων τη διετία 2020-2021 επιβάρυνε σημαντικά το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας. Ειδικότερα, το 2021 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε στα 353,4 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 12.256 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2020.
Παράλληλα, ο δείκτης φερεγγυότητας κατήλθε το 2020 και το 2021 στο χρηματοοικονομικά εύθραυστο καθεστώς ultra-Ponzi. Σε αυτό το καθεστώς θα παραμείνει και το 2022, δεδομένης της πρόβλεψης για έλλειμμα του ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης ύψους -4,3% του ΑΕΠ.