Ο Θάνατος του Μέμε, του Χρήστου Χατζηαγάπη

Περνώντας από το σπίτι του Κάππα, βρήκα τον συνομήλικό
και φίλο μου, Αγαμέμνονα (Μέμε)

  • του Χρήστου Χατζηαγάπη

Ήταν Σεπτέμβρης του 1944. Οι Γερμανοί μόλις είχαν φύγει από το Αγρίνιο αφήνοντας την «εξουσία» στους «Τσολιάδες». Ο Διοικητής των ταγματασφαλιτών, Τολιόπουλος, επιστράτευσε όλους τους αρσενικούς από 15 έως 70 χρονών για να πολεμήσουν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που είχαν ζώσει το Αγρίνιο. Πολλοί από τους επιστρατευθέντες για να μη φορέσουν το ντροπιασμένο φέσι του ταγματασφαλίτη, έφυγαν και πήγαν στους αντάρτες. Ένας από αυτούς ήταν ο Γιάννης Κ… που πήγε και κρυβόταν σε ένα αγροτόσπιτο στα «Κουρκουνέικα».

Ο αδελφός του Κώστας Κ… που ήταν και αυτός επιστρατευμένος και φανατικός αντικομμουνιστής, ήρθε στο σπίτι μας τότε (απέναντι μέναμε) και με παρακάλεσε να πάω στα «Κουρκουνέικα» (η απόσταση είναι δυόμισι χιλιόμετρα περίπου) για να πω στον αδελφό του Γιάννη να γυρίσει πίσω, γιατί αλλιώς θα πάρουν τη γυναίκα και τα παιδιά του στη φυλακή και θα του κάψουν το σπίτι.

Οι ταγματασφαλίτες είχαν δύο πολυβολεία, ένα εκεί που είναι σήμερα το περίπτερο απέναντι από το μαγαζί του Νταραντούμη στην «Πεταλούδα» και ένα απέναντι από τα σπίτια Λιάτσου και Ξένου, που πυροβολούσαν ότι κινούνταν περιμετρικά και σε απόσταση 300 μ. περίπου. Τα πολυβόλα αυτά τα χειρίζονταν παιδιά 17-18 χρονών που έριχναν πε-ρισσότερο χάριν παιδιάς, δηλαδή για πλάκα. Είπα τότε στον Κώστα Κ…:

– Μπαρμπα-Κώστα, θα πάω στα Κουρκουνέικα, αλλά θα πεις στα πολυβολεία να μη ρίχνουν μέχρι να γυρίσω.

Ξεκίνησα από το δρομάκι που περνούσε πλάι στον ποτιστή του Άη Γιωργιού, από τα σπίτια του Κουσίαδη, του Παγώνη και του Κάππα για να βγω στον χωματόδρομο προς τη Γιαννούζι. Περνώντας από το σπίτι του Κάππα, βρήκα το συνομήλικό μου και φίλο μου, Αγαμέμνονα (Μέμε) που βοσκούσε στο γρασίδι τη γελάδα του. Αφού τον χαιρέτησα του είπα ότι πάω στα Κουρκουνέικα και αν θέλει να πάμε μαζί. Μου απάντησε ότι δεν μπορούσε να έρθει γιατί ήθελε να φυλάξει τη γελάδα του. Εγώ προχωρώντας βγήκα απ’ το μονοπάτι στο δρόμο που πάει στη Γιαννούζι και εκεί συνάντησα τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερό μου Μήτσο Γ., που πήγαινε κι αυτός στα Κουρκουνέικα. Ξεκινήσαμε λοιπόν μαζί, αλλά δεν προλάβαμε να πάμε μερικά βήματα και άρχισαν τα πολυβόλα να ρίχνουν και οι σφαίρες να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας και να χτυπούν στους κορμούς των ελαιοδένδρων.

Ενστικτωδώς πέσαμε στο χαντάκι που ήταν στην άκρη του δρόμου, σύνορο με το λιοστάσι του Λιάπη και συρθήκαμε μέχρι το καλύβι του μπάρμπα–Γιώργου Σ…, ενώ οι σφαίρες συνέχιζαν να πέφτουν βροχή…

Εκεί μείναμε μέχρι το μεσημέρι, γιατί μόλις βγαίναμε από το καλύβι που το είχαμε για προκάλυμμα, άρχιζαν πάλι τα πολυβόλα να ρίχνουν. Τελικά, αφού φάγαμε και σταφύλια από την κληματαριά του μπάρμπα –Γιώργου γιατί εν τω μεταξύ πεινάσαμε, αποφασίσαμε να φύγουμε για τα σπίτια μας και να μην πάμε στα «Κουρκουνέικα». Μπήκαμε στο ρεμα-τάκι που οδηγούσε στο κάτω μέρος του Νεκροταφείου και αφού κάναμε το γύρω του Νεκροταφείου, βγήκαμε στο δρόμο της Μπούζης.

Στο μεταξύ τα πολυβόλα είχαν σταματήσει να ρίχνουν και προχωρώντας φτάσαμε μπροστά από το σπίτι του Χατζή. Εκεί ήταν μαζί με άλλους τσολιάδες και ο γειτονάς μου Βασίλης Φ… και μας άφησε να περάσουμε τα συρματοπλέγματα για να πάμε στα σπίτια μας. Περνώντας τα σκαλιά της «πεταλούδας» για να βγούμε στο δημόσιο δρόμο είδαμε τέσσερις άνδρες να σηκώνουν μέσα σε μιά κουβέρτα έναν τραυματία, που μάθαμε ότι ήταν ο Μέμες. Τα πολυβόλα που έριχναν σε μας, χτύπησαν το Μέμε που βόσκαγε τη γελάδα του μπροστά στο σπίτι.

Ο Αγαμέμνων (Μέμες), γιος του Αριστείδη Κάππα, ήταν ένα χαρούμενο και γελαστό παιδί που από πολύ μικρός είχε αναλάβει ευθύνες που δεν του αναλογούσαν, γιατί ο μεγάλος του αδελφός είχε σκοτωθεί στο μέτωπο της Αλβανίας πολεμώντας τους Ιταλούς. Είχε ένα ζευγάρι άλογα, τον Καρά και τη Μούρτζα και μ΄αυτά όργωνε τα χωράφια του. Είχε και μια γελάδα και άλλα ζώα, γίδες, κότες κ.ά. Οι αδελφές του, πέντε τον αριθμό, ήταν άλλες υφάντρες, άλλες μοδίστρες και βοηθούσαν και στην καλλιέργεια των καπνών, αλλά η φροντίδα των ζώων ήταν του Μέμε.

Στο Νοσοκομείο όπου τον πήγαν τραυματία από σφαίρα στο μέτωπο, το Αντωνοπούλειο που ήταν δίπλα στη Δημοτική Αγορά, έζησε δεκατρείς μέρες, όσα και τα χρόνια του. Η ειρωνεία της τύχης του ήταν ότι δεν πέθανε από το τραύμα, αλλά από μόλυνση… γιατί δεν υπήρχαν τα μέσα αντισηψίας.

Πήγα και τον είδα στο Νοσοκομείο. Δεν θα ξεχάσω όσο ζω, το πονεμένο βλέμμα του, όσο και το χλωμό του πρόσωπο, ενός παιδιού που έσβηνε, θύμα της ανθρώπινης βαρβαρότητας.

Την ίδια μέρα που τα πολυβόλα έριχναν για πλάκα και «θέριζαν» αθώα παιδιά, η Επιτροπή με τον αείμνηστο Παπαποστόλη μεσολαβούσε και επήλθε η συμφωνία του Τολιόπουλου με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και έτσι απεφεύχθη η αιματοχυσία και η καταστροφή της πόλης του Αγρινίου.

 


AgrinioStories