Την ώρα που κουβέντιαζαν, ο Μάρκες κοίταξε έξω από το παράθυρο.
«Ξέρεις, μερικές φορές με πιάνει κατάθλιψη», είπε.
Ο Μάρτιν τον ρώτησε γιατί.
«Καταλαβαίνω ότι όλα αυτά τελειώνουν», απάντησε εκείνος.
- γράφει ο Άθως Δημουλάς
Τα παιδικά χρόνια στην Αρακατάκα «Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο». Αυτή είναι η περίφημη εναρκτήρια πρόταση του μυθιστορήματος «Εκατό χρόνια μοναξιά», με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες να έχει εξηγήσει ότι «ήταν επιβεβλημένο να χρησιμοποιήσω πάγο για την πρώτη πρόταση, επειδή στην πιο καυτή πόλη του κόσμου ο πάγος είναι κάτι μαγικό».
Ο πάγος παραπέμπει σε μια ιστορία από τα παιδικά του χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, στη μικρή πόλη της Κολομβίας Αρακατάκα, όταν ο παππούς του, ο φιλελεύθερος συνταγματάρχης Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε σε ένα μαγαζί να δει ένα κατεψυγμένο ψάρι. «Το άγγιξα και ένιωσα ένα κάψιμο», είπε κάποτε ο συγγραφέας. Οι καθημερινές βόλτες παππού και εγγονού, οι επισκέψεις στο τσίρκο και στον κινηματογράφο, οι ιστορίες από τον πόλεμο των Χιλίων Ημερών (τον εμφύλιο του 1899) ήταν σπουδαία μαθήματα για τον μικρό Μάρκες.
«Η σχέση μου με τον παππού μου ήταν ο ομφάλιος λώρος που με κράτησε σε επαφή με την πραγματικότητα». Τα βράδια άκουγε τις ιστορίες της γιαγιάς του, με φαντάσματα και νεκρούς, γεμάτες με τις δεισιδαιμονίες της μυθολογίας της Λατινικής Αμερικής. Το υπερφυσικό στοιχείο εισχώρησε στη συνείδησή του· η βάση του «μαγικού ρεαλισμού» που αργότερα θα χαρακτήριζε το έργο του είχε ως αφετηρία τα παιδικά του βιώματα. Αλλωστε η Αρακατάκα είναι το θρυλικό Μακόντο, η φανταστική πόλη από το «Εκατό χρόνια μοναξιά». Οι γονείς του απουσιάζουν. Ζουν σε άλλες πόλεις, με τον πατέρα του, έναν τυχοδιώκτη αυτοδίδακτο ομοιοπαθητικό γιατρό, να προσπαθεί να πετύχει ως φαρμακοποιός. Ο Γκαμπριέλ, το πρώτο από τα έντεκα παιδιά της οικογένειας, μεγαλώνει με τους παππούδες του και την αδερφή του. Με τους γονείς του θα βρεθεί πολύ αργότερα, σε ηλικία έντεκα ετών, αλλά η σχέση του μαζί τους δεν θα είναι ποτέ ιδιαίτερα στενή.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 βρέθηκε στην πόλη Μπαρανκίγια και, καθώς δεν είχε χρήματα να νοικιάσει ένα κανονικό σπίτι, αναγκάστηκε να ζήσει ένα χρόνο στο δωμάτιο ενός οίκου ανοχής – όταν τα χρήματά του δεν έφταναν ούτε γι’ αυτό, έδινε αντί ενοικίου στον θυρωρό ένα αντίγραφο από το τελευταίο του χειρόγραφο. Πλέον εργαζόταν ως αρθρογράφος στην εφημερίδα El Heraldo, καθώς μια καριέρα στη δημοσιογραφία τού φαινόταν πιο συναρπαστική από τα νομικά που είχε σπουδάσει στην Μπογκοτά και την Καρταχένα, χωρίς πάντως να έχει πάρει το πτυχίο του. Οταν ο πατέρας του πληροφορήθηκε ότι δεν σκόπευε να αποφοιτήσει και ότι είχε προτιμήσει το γράψιμο από τη δικηγορία, του είπε εκνευρισμένος: «Θα καταλήξεις να τρως χαρτί!».
Φυσικά δεν ήταν μόνο η δημοσιογραφία που είχε γοητεύσει τον νεαρό Μάρκες, αλλά κυρίως η λογοτεχνία. Είχε ήδη δημοσιεύσει τα πρώτα του διηγήματα, λαμβάνοντας μάλιστα θετικές κριτικές. Παράλληλα συνέχιζε να μελετά τους μεγάλους συγγραφείς της Δύσης, θαυμάζοντας τον Κάφκα (για τη «Μεταμόρφωση» είπε ότι του θύμιζε τον τρόπο που μιλούσε η γιαγιά του), τον Τζόις, τον Χέμινγουεϊ, τη Βιρτζίνια Γουλφ και περισσότερο από όλους τον Ουίλιαμ Φόκνερ. Αργότερα, η περίοδος που εργάζεται για την εφημερίδα El Espectador στην Μπογκοτά συμπίπτει με την κορύφωση της εμφύλιας διαμάχης που έμεινε γνωστή ως «La Violencia» και ο Μάρκες στοχοποιείται από το καθεστώς λόγω της τολμηρής και φιλελεύθερης αρθρογραφίας του. Τελικά φεύγει για την Ευρώπη, όπου εργάζεται ως ανταποκριτής για την El Espectador, προσπαθώντας παράλληλα να γνωρίσει την κουλτούρα της Γηραιάς Ηπείρου. Το συμπέρασμα, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν το εξής: «Οι περισσότεροι Λατινοαμερικανοί ανακαλύπτουν τον πολιτισμό όταν έρχονται στην Ευρώπη, για μένα όμως δεν ίσχυε το ίδιο». Δεν άργησε να επιστρέψει στον τόπο του.
Η γυναίκα της ζωής του
Μια μέρα, ενώ καθόταν ήρεμος στο «Γκραν Καφέ» του Καράκας (όπου ζούσε γράφοντας για την εφημερίδα El Momento), ο Μάρκες κοίταξε το ρολόι του, σηκώθηκε βιαστικά και είπε ότι πρέπει να προλάβει μια πτήση. Τον ρώτησαν πού πηγαίνει έτσι ξαφνικά και αυτός απάντησε: «Να παντρευτώ». Ολοι οι παρευρισκόμενοι σάστισαν, καθώς κανείς τους δεν γνώριζε ότι ο Μάρκες είχε κάποιο δεσμό. Σύμφωνα με τον ίδιο, την πρώτη φορά που είδε τη Μερσέδες Μπάρτσα, αυτός ήταν δεκαέξι ετών κι εκείνη εννέα. Ακολούθησε ένα πολυετές αλλά διακριτικό φλερτ – τα περισσότερα χρόνια η Μερσέδες αγνοούσε την ύπαρξή του. «Ο Γκαμπίτο με περίμενε να μεγαλώσω», είπε πολύ αργότερα.
Οταν η οικογένειά της μετακόμισε στην Μπαρανγκίγια, ο Μάρκες πήγαινε στο φαρμακείο του πατέρα της μήπως και τη συναντήσει, ενώ το 1950 εγκαινίασε στην εφημερίδα El Heraldo μια καθημερινή στήλη με τίτλο «Καμηλοπάρδαλη» – ήταν αφιερωμένη στη Μερσέδες, η οποία είχε μακρύ και λεπτό λαιμό. Τη στήλη υπέγραφε με το ψευδώνυμο Σέπτιμους, εμπνευσμένος από τον Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, χαρακτήρα από το «Η κυρία Ντάλογουεϊ» της Βιρτζίνια Γουλφ. Τελικά, βρήκε το θάρρος να της ζητήσει να τον συνοδεύσει σε ένα χορό και αργότερα συμφώνησαν να παντρευτούν, αφού πρώτα η Μερσέδες θα ενηλικιωνόταν και θα τελείωνε το σχολείο. Μεσολάβησαν τα ταξίδια του Μάρκες στην Ευρώπη και τη Βενεζουέλα, αλλά τήρησε την υπόσχεσή του και επέστρεψε για να την παντρευτεί. Εμειναν μαζί όλη τους τη ζωή. Εκαναν δύο γιους, τον Ροδρίγο και τον Γκονσάλο. Το 1981, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό The Paris Review, ο Μάρκες δήλωσε ότι το μοναδικό πράγμα για το οποίο μετανιώνει στη ζωή του είναι ότι δεν έκανε και μια κόρη.
Ο Μάρκες οδηγούσε το λευκό του Οπελ κάπου ανάμεσα στην Πόλη του Μεξικού και το Ακαπούλκο, εκεί όπου σκόπευε να περάσει λίγες ημέρες διακοπών μαζί με τη Μερσέδες και τα δυο τους παιδιά. Ξαφνικά έκανε αναστροφή και ανακοίνωσε στην οικογένειά του ότι οι διακοπές ακυρώνονται. Τι είχε συμβεί; Αυτό που περίμενε σε όλη του τη ζωή. Είχε σκεφτεί τι ήθελε να γράψει: ένα βιβλίο για τις ρίζες του, το μεγάλο μυθιστόρημα της Λατινικής Αμερικής.
Μια ιδέα που άλλαξε τα πάντα
Η ιστορία αγγίζει τα όρια του μύθου και δεν ξέρουμε αν η «επιφοίτηση» αφορούσε μια γενική ιδέα, ένα ευρύ σκεπτικό ή, απλώς, την πρώτη πρόταση. Οπως και αν έχει, ο Μάρκες πέρασε ενάμιση χρόνο γράφοντας. Ζούσε ήδη από το 1961 στο Μεξικό, δίνοντας σενάρια για τον κινηματογράφο, κάτι που του απέφερε για πρώτη φορά αρκετά χρήματα. Το μικρό διαμέρισμα όπου έμενε αρχικά (είχε μόνο ένα στρώμα στο πάτωμα, ένα τραπέζι και δύο καρέκλες) αντικαταστάθηκε από ένα πολυτελές σπίτι με κήπο, γραφείο και ξενώνα, ενώ αγόρασε αυτοκίνητο και έστειλε τα παιδιά του σε ιδιωτικό σχολείο. Ηταν η εποχή της άνθησης της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και είχαν αρχίσει να ανατέλλουν συγγραφείς όπως ο Φουέντες, ο Κορτάσαρ και ο Λιόσα. Ο Μάρκες είχε μείνει πίσω, το ήξερε και βασανιζόταν.
Επί ενάμιση χρόνο, λοιπόν, μόνο έγραφε και για να συντηρηθεί η οικογένειά του πούλησε το αυτοκίνητο και ό,τι άλλο μπορούσε. Ηταν μια περίοδος μεγάλων στερήσεων, στην οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, είχε καπνίσει 30.000 τσιγάρα και χρωστούσε 120.000 πέσος! Οταν τελικά ολοκλήρωσε το χειρόγραφό του, πήγαν μαζί με τη Μερσέδες να το ταχυδρομήσουν. Το δέμα θα κόστιζε 82 πέσος. Δεν είχαν τόσα κι έτσι έστειλαν μόνο τα μισά φύλλα. Μετά έβαλαν ενέχυρο μία θερμάστρα και ένα μίξερ και έστειλαν και το υπόλοιπο. Βγαίνοντας από το ταχυδρομείο, η Μερσέδες είπε: «Γκάμπο, αυτό που μας λείπει τώρα είναι το βιβλίο να είναι χάλια». Αλλά το βιβλίο ήταν το «Εκατό χρόνια μοναξιά».
Ο Κάστρο και ο Κλίντον
«Οταν πήγα σε ένα πανεπιστήμιο στη Βόρεια Αμερική, με ρώτησαν πώς συμβάδιζαν οι πολιτικές ιδέες του πατέρα μου με τα χρήματά του και τον τρόπο ζωής του. Απάντησα όσο καλύτερα μπορούσα, αλλά δεν υπάρχει ικανοποιητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα». Αυτόν τον προβληματισμό του, ο Ροδρίγο, ο μεγάλος γιος του Μάρκες, τον έθεσε στους γονείς του και στον Φιντέλ Κάστρο τον Αύγουστο του 1979, όταν η οικογένεια επισκέφτηκε την Κούβα. Ο Κάστρο πρότεινε αστειευόμενος στον νεαρό ότι σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να λέει ότι όλα τα χρήματα τα ξοδεύει η μητέρα του.
Η φιλία του Κουβανού ηγέτη με τον Μάρκες άρχισε το 1959, στην πρώτη επίσκεψη του συγγραφέα στην Αβάνα, μετά την άνοδο του Κάστρο στην εξουσία. Πολλά χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του ’90, ο Μάρκες θα προσπαθούσε να μεσολαβήσει ανάμεσα στον Κάστρο και τον Μπιλ Κλίντον, σε μια απόπειρα επικοινωνίας των δύο χωρών. Ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος τον θαύμαζε και ήταν αυτός που ήρε την απαγόρευση της εισόδου του συγγραφέα στις ΗΠΑ (η οποία ίσχυε από το 1961 εξαιτίας της φιλοκουβανικής στάσης του), προσκαλώντας τον μάλιστα αρκετές φορές στον Λευκό Οίκο.
Ο Μάρκες συνδέθηκε φιλικά και με τους γνωστότερους εκπροσώπους των γραμμάτων και των τεχνών της Λατινικής Αμερικής, αλλά και με αρκετούς πολιτικούς της Αριστεράς. Η πιο γνωστή ιστορία, πάντως, αφορά τον πολύ καλό του φίλο Μάριο Βάργκας Λιόσα. Η σχέση τους έληξε άδοξα το 1976, όταν σε μια κινηματογραφική πρεμιέρα ο Περουβιανός συγγραφέας υποδέχτηκε τον Μάρκες με μια γροθιά στο μάτι. «Γι’ αυτό που είπες στην Πατρίσια», του είπε. Εικάζεται πως ο Μάρκες είχε συμβουλεύσει τη σύζυγο του Λιόσα, έπειτα από μια κρίση στο γάμο τους, να ζητήσει διαζύγιο. Οι δύο άντρες δεν ξαναμίλησαν ποτέ.
Η φήμη και τα χρήματα
«Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ έχει κοιμηθεί σε αυτό το κρεβάτι, όπως και ο Τόμας Μαν, ο Νερούδα, ο Αστούριας, ο Φόκνερ», σκέφτηκε και, αναστατωμένος, προτίμησε να κοιμηθεί στον καναπέ – είθισται η Σουηδική Ακαδημία να δίνει το ίδιο δωμάτιο του Grand Hotel στους νομπελίστες συγγραφείς, όταν αυτοί επισκέπτονται τη Στοκχόλμη για να παραλάβουν το βραβείο. Ο Μάρκες τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1982, εκφωνώντας τον περίφημο λόγο «Η μοναξιά της Λατινικής Αμερικής».
Ηταν ήδη αρκετά διάσημος, αν και είχε γράψει μόνο τρία μυθιστορήματα, τρεις νουβέλες και κάποια διηγήματα. Τα χρήματα του βραβείου είπε ότι θα τα χρησιμοποιούσε για να ιδρύσει μια εφημερίδα στην Μπογκοτά και να χτίσει το σπίτι των ονείρων του στην Καρταχένα. Στη συνέχεια, βέβαια, δήλωσε ότι «ξέχασε» αυτά τα χρήματα σε λογαριασμό σε μια ελβετική τράπεζα και τα χρησιμοποίησε 16 χρόνια αργότερα για να αγοράσει το περιοδικό Cambio της Μπογκοτά.
Αν και έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του πολύ φτωχικά, από ένα σημείο και μετά έλυσε το οικονομικό του πρόβλημα για πάντα. Πλέον είχε την άνεση να ζητάει 50.000 δολάρια για μια ημίωρη συνέντευξη, ενώ διέθετε επτά σπίτια σε πέντε διαφορετικές χώρες στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Ταξίδευε πολύ, ζούσε πολυτελώς, ντυνόταν καλά και ξόδευε όσα χρήματα ήθελε. Το 2005 τον επισκέφτηκε στην Πόλη του Μεξικού ο επίσημος βιογράφος του, ο Τζέραλντ Μάρτιν. Την ώρα που κουβέντιαζαν, ο Μάρκες κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Ξέρεις, μερικές φορές με πιάνει κατάθλιψη», είπε. Ο Μάρτιν τον ρώτησε γιατί. «Καταλαβαίνω ότι όλα αυτά τελειώνουν», απάντησε εκείνος. Από το 1999 του είχε διαγνωσθεί καρκίνος στους λεμφαδένες, τον οποίο ξεπέρασε λίγα χρόνια αργότερα, αλλά εν τω μεταξύ εμφάνισε συμπτώματα άνοιας. Πέθανε από πνευμονία την Πέμπτη στις 17 Απριλίου στο σπίτι του στην Πόλη του Μεξικού.
5+1 Βιβλία για να γνωρίσετε τον Μάρκες
Εκατό χρόνια μοναξιά (1967): Η δαιδαλώδης ιστορία τεσσάρων γενεών στη φανταστική πόλη Μακάντο, χαρακτηριστικό δείγμα του ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού. Πούλησε περισσότερα από 30 εκατ. αντίτυπα παγκοσμίως.
Το φθινόπωρο του πατριάρχη (1975): Η ζωή ενός Λατινοαμερικανού δικτάτορα, μιας μυθικής μορφής ακαθόριστης ηλικίας, που κυβερνά μια ανώνυμη χώρα. Σατιρική ματιά για τα καθεστώτα της εποχής.
Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981): Ο Μάρκες το χαρακτήρισε κάτι ανάμεσα σε νουβέλα και ψευδο-ρεπορτάζ, καθώς αναπλάθει την ιστορία μιας αληθινής δολοφονίας. Κυκλοφόρησε λίγο πριν από το Νομπέλ και έγινε αμέσως κλασικό.
Ερωτας στα χρόνια της χολέρας (1985): Η μελαγχολική ερωτική ιστορία δύο νέων και ο παραλληλισμός της ανεκπλήρωτης αγάπης με τη θανατηφόρο ασθένεια. Θεωρείται ότι η βασική ιδέα προήλθε από την ερωτική ιστορία των γονιών του.
Ζω για να τη διηγούμαι (2002): Ογκώδης αυτοβιογραφική αποτίμηση της ζωής του Μάρκες, όπου διαφαίνεται η εμπλοκή του προσωπικού του βιώματος στο συγγραφικό του έργο.
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: η βιογραφία του (2008): Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζέραλντ Μάρτιν παρουσιάζει κάθε πτυχή της ζωής του Μάρκες, δουλεύοντας τη συγκεκριμένη βιογραφία επί 17 χρόνια.