.
Είναι μια ιστορία
Τον έλεγαν Γιούτσοφ· έγινε Γιούτσος και… «έμπαινε»
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 10 Ιανουαρίου 1965, οι Έλληνες φίλαθλοι
τον είδαν για πρώτη φορά να ξεδιπλώνει στον αγωνιστικό χώρο
το πλούσιο και γεμάτο εμπνεύσεις ταλέντο του
Η ιστορία ενός ελληνόπουλου που γεννήθηκε στην Καστοριά μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, μεγάλωσε εξόριστος στην Ουγγαρία λόγω των εμφύλιων παθών και επέστρεψε για να θριαμβεύσει στην Ελλάδα, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει σενάριο για κινηματογραφική ταινία. Είναι όμως μια πραγματικότητα και αποτελεί ιστορία της ζωής ενός από τους κορυφαίους και θεαματικότερους ποδοσφαιριστές των ελληνικών γηπέδων, του θρυλικού Νίκου Γιούτσου, τον οποίο μια ημέρα σαν σήμερα, στις 10 Ιανουαρίου 1965, οι Έλληνες φίλαθλοι είδαν για πρώτη φορά να ξεδιπλώνει στον αγωνιστικό χώρο το πλούσιο και γεμάτο εμπνεύσεις ταλέντο του.
Ως παιδί πολιτικών προσφύγων, με το όνομα Γιούτσοφ, θα χρειαστεί ειδική διαδικασία από το υπουργείο Εξωτερικών προκειμένου να αγωνιστεί στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ωστόσο, τα κατάφερε παίρνοντας τελικά μεταγραφή από την ουγγρική Τσέπελ για τον Ολυμπιακό Πειραιώς. Έκτοτε η φράση «έμπαινε Γιούτσο», που φώναζαν οι φίλαθλοι των «ερυθρόλευκων» στο γήπεδο, έμελλε να μείνει στην ιστορία.
Ο διάσημος ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, Νίκος Γιούτσος, γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1942 στο Μακροχώρι (ως το 1926 ονομαζόταν Κονόμλαντι) της Καστοριάς. Λίγοι βέβαια γνωρίζουν ότι ο Γιούτσος ήταν κάποτε Γιουτσόφ και αν δεν έπαιζε τρομερή μπάλα ίσως να μην είχε καταφέρει να ξαναπατήσει ποτέ ελληνικά χώματα. Γιατί; Για τον λόγο που δεν μπόρεσαν να το κάνουν εκατοντάδες συγχωριανοί του.
Το Μακροχώρι ή Κονόμλαντι (αλλού τονίζεται ως Κονομλάντι) ήταν σλαβικό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου έλαβαν μαζικά μέρος στην αντιοθωμανική εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, έχοντας 26 νεκρούς. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους του 1913 γύρω στους 70 κατοίκους του υποβάλλουν τα χαρτιά τους επίσημα και μεταναστεύουν στη Βουλγαρία όπου εγκαθίστανται στο χωριό Νόβο Κονομλάντι. Πολλοί περισσότεροι θα φύγουν στη διάρκεια του μεσοπολέμου ως μετανάστες. Ο Γιούτσος λοιπόν γεννιέται ως Γιούτσοφ ή Γιουτσώφ σε μια ταραγμένη εποχή.
Όταν το 1946 ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος το χωριό συντάσσεται με τους κομμουνιστές αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, οι οποίοι έχουν ως πρόγραμμα την εθνική ισοτιμία για τη σλαβομακεδονική μειονότητα της περιοχής. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το Μακροχώρι βομβαρδίζεται ανηλεώς από τον εθνικό στρατό και 69 Μακροχωρίτες χάνουν τη ζωή τους. Έτσι, οι αντάρτες του ΔΣΕ σε συνεννόηση με τους γονείς των παιδιών παίρνουν 219 παιδιά απ’ το χωριό και τα μετακινούν στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης όπου θα ήταν ασφαλή. Ο Νίκος Γιούτσος ήταν ένα απ’ αυτά τα παιδιά και βρέθηκε στην Ουγγαρία μαζί με τη μικρή του αδερφή. Ας δούμε πώς περιγράφει ο ίδιος αυτή την εμπειρία στην εφημερίδα «ΦΩΣ των σπορ»:
– Και με το καλό σας πήρανε, ή με παιδομάζωμα;
– Το χωριό μου ήταν έξω από την Καστοριά, το Μακροχώρι. Ήταν ανταρτοκρατούμενα μέρη αυτά. Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν εκεί! Μας πήρανε για να μην σκοτωθούμε γιατί βομβαρδίζανε. Και είπαν ότι πρόχειρα θα φεύγαμε και σύντομα θα γυρίζαμε πίσω… (χαμογελάει). Αλλά δεν γυρίσαμε. Επικρατήσανε οι άλλοι. Ο κυβερνητικός στρατός.
~ Οι γονείς σας ήρθαν μαζί σας στην Ουγγαρία;
– Όχι, με πήρανε μόνο μου, ένα παιδί ήμουν. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει και η μάνα μου είχε ξαναπαντρευτεί. Στην Ουγγαρία πήγα με την αδερφή μου.
~ Και πού πήγατε, τι κάνατε;
– Εσωτερικός σε κολέγιο μέσα.
~ Ορφανοτροφείο;
– Κάτι τέτοιο αλλά σε πολύ υψηλότερα στάνταρτς. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, σχολείο εκεί, μπάλα εκεί. Οργανωμένη εκπαίδευση στη μπάλα. Στην εκπαίδευση στον αθλητισμό έδιναν μεγάλη βάση τα κομμουνιστικά καθεστώτα τότε. Και παίρναμε και πολύ καλά λεφτά!
~ Και με μια Ουγγαρία εκείνη την εποχή μέσα στις καλύτερες εθνικές της Ευρώπης.
– Ήταν μέσα στις καλύτερες Εθνικές του κόσμου όλου! Διεκδικούσε να πάρει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Με παικταράδες που άφησαν εποχή.
~ Πόσο χρονών ήρθατε στην Ελλάδα;
– 22 χρονών.
~ Ελληνικά δεν ξέρατε;
– Όχι, έλεγα μια «καλημέρα» μόνο.
~ Πώς μάθατε;
– Από τις εφημερίδες. Το Αλφάβητο το ήξερα.
Ο Νίκος Γιούτσος ή Miklós Jucsov όπως ήταν το όνομά του στην Ουγγαρία ή Nikolay Jucsov όπως έχει βρεθεί αλλού καταγεγραμμένος στα αρχεία της ουγγρικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, λοιπόν, ξεκίνησε να αγωνίζεται για την ουγγρική ποδοσφαιρική ομάδα Csepel (Τσέπελ) με την οποία κατέκτησε αρχικά το πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής κι αργότερα την οδήγησε σε σημαντικές επιτυχίες στην Α’ Εθνική του ουγγρικού πρωταθλήματος. Τη διετία 1963-64 ο Γιουτσόφ της Τσέπελ θα σκοράρει 11 φορές. Αυτό θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του Έλληνα πρέσβη στη Βουδαπέστη, ο οποίος γνωρίζει την καταγωγή του Jucsov. Τότε αρχίζει μια σειρά επαφών και τελικά το 1964, πραγματοποιείται η μεταγραφή του Jucsov στον Ολυμπιακό με μεσολαβητή τον Μανώλη Γλέζο.
Τα πράγματα όμως αρχικά δεν είναι τόσο ρόδινα γι’ αυτόν. Το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών δυσκολευόταν να δώσει βίζα στον Γιουτσόφ καθώς ίσχυε η απαγόρευση επανόδου στη χώρα πολιτικών προσφύγων και ιδιαίτερα (σλαβο)μακεδονικής καταγωγής. Ως Γιουτσόφ ήταν αδύνατον να του επιτραπεί η είσοδος και παραμονή στην Ελλάδα γι’ αυτό και ο Ολυμπιακός τον έφερε με διαβατήριο μίας χρήσης! Έτσι, ο Γιούτσοφ, έγινε Γιούτσος και έπαιξε και στην Εθνική Ελλάδας.
Άλλο θέμα που αντιμετώπισε αρχικά ο Γιούτσος ήταν η διαφορά οργάνωσης και ποιότητας μεταξύ του ουγγρικού αθλητισμού και του ελληνικού η οποία του έκανε αμέσως άσχημη εντύπωση. Τέλος, το γεγονός ότι κάποιοι παράγοντες του Ολυμπιακού δεν κράτησαν το λόγο τους σε κάποιες υποσχέσεις που του είχαν δοθεί τον οδηγεί στο να αποπειραθεί να φύγει. Φτάνει στο αεροδρόμιο αλλά δεν μπορεί να ταξιδέψει λόγω διαβατηρίου! Όμως ενώ μένει αναγκαστικά στην Ελλάδα, δεν μπορεί ούτε να αγωνιστεί με τον Ολυμπιακό καθώς δεν έχει λυθεί το θέμα της υπηκοότητάς του. Έτσι, περιορίζεται στη συμμετοχή σε φιλικές αναμετρήσεις. Ας δούμε πώς διηγείται τα πράγματα ο ίδιος:
– Είχα μάθει άλλο ποδόσφαιρο, έπαιζα άλλο ποδόσφαιρο. Όταν πρωτοήρθα εδώ έπαθα σοκ…
~ Δηλαδή;
– Είδα ένα χάλι και ήθελα να φύγω! Δεν είχε νορμάλ γήπεδα εδώ. Δεν είχαμε σοβαρό χορτάρι. Δεν είχαμε καλά- καλά νορμάλ ποδοσφαιρικά παπούτσια. Υπήρχαν μεγάλες διαφορές με την Ουγγαρία τότε.”
Σε συνέντευξή του τον Νοέμβριο του 1964 ο Γιούτσος θα δηλώσει: «Θα φύγω οπωσδήποτε από την Ελλάδα. Στην ανάγκη, θα ζητήσω άσυλο στην ουγγρική πρεσβεία των Αθηνών! Τίποτα πια δεν με κρατάει εδώ».
-Τι σε έσπρωξε να πάρεις την απόφαση αυτή και να φύγεις κρυφά την Τρίτη το πρωί;
– Ήθελα να δω τη γυναίκα μου.
-Και πότε αποφάσισες το ταξίδι αυτό;
– Τη Δευτέρα.
-Μα τη Δευτέρα το πρωί είχες δηλώσει στην «Ομάδα» ότι θα έπαιζες την Κυριακή!
– Ξέρετε, τη Δευτέρα το βράδυ είχα ένα τηλεφώνημα από τη Λιάνα, τη γυναίκα μου. Είναι έγκυος και άρρωστη. Έπρεπε, λοιπόν, να πάω στη Βουδαπέστη. Εξάλλου, μέχρι το Σάββατο θα επέστρεφα εδώ.
-Είσαι βέβαιος πώς ήταν μόνο αυτή η αιτία;
– Τι εννοείτε;
-Μήπως υπάρχει κάποια οικονομική διαφορά με τον Ολυμπιακό;
– Όχι, όχι (γέλια). Αυτό το θέμα έχει κανονιστεί. Μου υποσχέθηκαν όσα τους ζήτησα. (Ανάβει τσιγάρο). Πάντως έχετε δίκιο. Δεν είναι μόνο η κατάσταση της γυναίκας μου που με κάνει να θέλω να φύγω. Με εξαπάτησαν.
-Ποιοι;
– Έχετε λίγη υπομονή. Θα σας τα εξηγήσω όλα, αλλά με τη σειρά. Λοιπόν, πριν από μερικούς μήνες ήρθε στη Βουδαπέστη κάποιος σαν απεσταλμένος του Ολυμπιακού και μου ζήτησε να έρθω στην Ελλάδα. Του απάντησα ότι το ουγγρικό πρωτάθλημα δεν είχε ακόμη τελειώσει και ότι είχα υποχρεώσεις προς την Τσέπελ. Τελικά, πείστηκε και περίμενε.
Το πρωτάθλημα σταμάτησε και θα έπρεπε να πάω με την ομάδα μου στην Γκάνα και στο Μαρόκο για ορισμένα φιλικά ματς. Δήλωσα ότι θα πήγαινα κι εγώ μαζί. Τρεις, όμως, μέρες πριν αναχωρήσουμε για την Αφρική, ύστερα από πιέσεις του απεσταλμένου, αποφάσισα να ξαναγυρίσω στην πατρίδα μου.
Έτσι θα μπορούσα να δω και τη μητέρα μου που είναι στην Καστοριά. Ο προπονητής μου όταν το έμαθε έγινε έξω φρενών. Και δεν τον αδικώ καθόλου. Γιατί τα διαβατήρια μας είχαν ήδη ετοιμαστεί και ήταν δύσκολο στο χρονικό διάστημα που απέμενε να γίνουν τα «χαρτιά» του αντικαταστάτη μου. Τελικά, όμως, και ο προπονητής και οι ιθύνοντες στην ομάδα αντιμετώπισαν το θέμα σαν άνθρωποι και όχι σαν παράγοντες και μου έδωσαν άδεια μερικών ημερών για να πραγματοποιήσω την επιθυμία μου αυτή. Τους υποσχέθηκα πριν φύγω ότι θα επέστρεφα είτε για να πάρω την ελευθέρα μεταγραφή μου είτε για να παραμείνω εκεί.
Άλλωστε, ο απεσταλμένος διαβεβαίωσε τόσο εμένα όσο και το Υπουργείο Εξωτερικών της Ουγγαρίας ότι οποιαδήποτε στιγμή ήθελα, θα μπορούσα να επιστρέψω. Άλλη μια συμφωνία που κάναμε και που ασφαλώς θα την έχει «ξεχάσει».
Μετά απ’ όλα αυτά είχα αποφασίσει να φέρω ο ίδιος στην Αθήνα τη σύζυγό μου από τη Βουδαπέστη. Όταν έφτασα στην Αθήνα μου επανέλαβαν τα ίδια λόγια και πολλοί «υψηλά ιστάμενοι» παράγοντες του Ολυμπιακού: «Μετά από δυο εβδομάδες μπορείς να ξαναπάς πίσω».
Ύστερα, όμως, από λίγες ημέρες, οι ίδιοι αυτοί μου έλεγαν ότι θα έπρεπε να μείνω το λιγότερο έναν μήνα στην Ελλάδα για να μπορέσω να παίξω στο πρωτάθλημα γιατί αν έφευγα πριν από το χρονικό αυτό διάστημα, όταν θα ξαναρχόμουν, θα έπρεπε να περιμένω άλλον έναν μήνα ώσπου να μου δοθεί η άδεια να αγωνιστώ και δεν θα λαμβανόταν υπόψιν η προηγούμενη παραμονή μου εδώ.
Μόνο πριν από μια εβδομάδα μου είπαν ορθά-κοφτά πώς δεν μπορώ να εγκαταλείψω το ελληνικό έδαφος. Δεν τους πίστεψα… Αλλά είχαν δίκιο. Μου την έφεραν λοιπόν ή όχι;
Τελικά, ο Γιούτσος θα μείνει στον Ολυμπιακό και θα τον οδηγήσει στο πρώτο του πρωτάθλημα μετά από έξι χρόνια. Συνολικά αγωνίστηκε σε 499 επίσημα ματς και σημείωσε 211 γκολ, από αυτά τα 101 στο πρωτάθλημα, που τον εντάσσουν στο «κλειστό κλαμπ» των ποδοσφαιριστών που έχουν σημειώσει περισσότερα από 100 γκολ στην Α? Εθνική. Ανάμεσά τους και το «καρέ» που πέτυχε στις 21/12/1969 στη νίκη με 4-2 επί της Παναχαϊκής.
Όταν αποχώρησε ο Γιώργος Σιδέρης, ο Γιούτσος έγινε ο ηγέτης και η «σημαία» του συλλόγου. Και ευτύχησε μαζί με τον Γιάννη Γκαϊτατζή να είναι οι μοναδικοί που έζησαν και τις δύο «χρυσές εποχές» της ομάδας, αυτή του Μάρτον Μπούκοβι τη δεκαετία του ?60 και αυτή του Νίκου Γουλανδρή τη δεκαετία του ?70. Ο Γιούτσος αποτέλεσε τον «συνδετικό κρίκο», καθώς παρέμεινε επί Γουλανδρή βασικό «γρανάζι» της θρυλικής ομάδας, που έσπασε όλα τα ρεκόρ. Και ανάμεσα στα τόσα, πρόσφερε και μια ιστορική πρόκριση στην Ευρώπη.
Το 1972 στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ ο Ολυμπιακός βρέθηκε αντιμέτωπος με την τότε πανίσχυρη Κάλιαρι, που είχε στις τάξεις της «αστέρια» όπως ο Τζίτζι Ρίβα, ο Ντομενγκίνι, ο Τσέρα, ο Μαράσκι, ο Νένε, ο Αλμπερτόζι και ένα χρόνο πριν είχε κατακτήσει το μοναδικό πρωτάθλημα στην ιστορία της. Με γκολ του Γιούτσου και του Υβ Τριαντάφυλλου, ο Ολυμπιακός νίκησε 2-1 στο γήπεδο Καραϊσκάκη. Και στη ρεβάνς μέσα στο καυτό «Σαν Ελία», ο Γιούτσος σε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της καριέρας του, θα σημειώσει το γκολ της ιστορικής νίκης με 1-0, της πρώτης που πετύχαινε ελληνική ομάδα μέσα στην Ιταλία.
Ο Επίλογος
Στο τέλος της σεζόν του 1973-74 ο 32χρονος άσος θα έρθει σε κόντρα με τον προπονητή Λάκη Πετρόπουλο και σε μια συμφωνία κυρίων με τον Νίκο Γουλανδρή θα αποχωρήσει σαν φίλος και θα πάει στον Εθνικό. Θα αγωνιστεί άλλη μια χρονιά εκεί και θα κρεμάσει για πάντα τα ένδοξα ποδοσφαιρικά παπούτσια του.
Ρίζωσε στον Πειραιά και υπήρξε από τους στενούς συνεργάτες του Σωκράτη Κόκκαλη, όταν αυτός πρωτοανέλαβε την προεδρία του συλλόγου. Άλλωστε συνδέονταν οι δυό τους με φιλία ετών. Μάλιστα το 1994, αν και δεν το ήθελε, βρέθηκε για ένα μήνα να εκτελεί και χρέη υπηρεσιακού προπονητή, όταν ο Κόκκαλης ζήτησε από αυτόν και από τον Σιδέρη ως γενικό αρχηγό, να «συμμαζέψουν» την κατάσταση στην ομάδα, μέχρι να προσληφθεί νέος προπονητής. Ασχολήθηκε και με τα κοινά της πόλης, καθώς το 2006 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Πειραιά, με τον συνδυασμό του Παναγιώτη Φασούλα.
Στην πλούσια καριέρα του κατέκτησε 4 Πρωταθλήματα (1966, 1967, 1973, 1974), 4 Κύπελλα (1965, 1968, 1971, 1973) και είναι ο 5ος κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών του Ολυμπιακού, πίσω από τους Σιδέρη, Αναστόπουλο, Αλεξανδρή και Τζόρτζεβιτς. Στα «παράσημά» του και η δήλωση στην «Αθλητική Ηχώ» του μεγάλου Φέρεντς Πούσκας, ενώ ήταν προπονητής του Παναθηναϊκού… Πως ο Γιούτσος μαζί με τον Δομάζο είναι οι καλύτεροι Έλληνες ποδοσφαιριστές!