Το πένθος είναι από μόνο του
ξέχωρη, εξατομικευμένη εμπειρία
Έχεις καλή καρδιά. Μερικές φορές αυτό είναι αρκετό
για να είσαι ασφαλής όπου κι αν πάς. Αλλά κυρίως, δεν είναι.
(Neil Gaiman, Neverwhere)
- της Έλενας Βοσνάκη
Τις στιγμές που άνθρωποι βιώνουν απώλεια, τραύμα και πένθος, που έχουν χάσει οικείους τους, αδόκητα, άδικα, που η αδυσώπητη πραγματικότητα τους κοιτά στο πρόσωπο δηλώνοντας ότι τίποτα πια δεν θα είναι ίδιο, ό,τι κι αν πει κανείς μοιάζει ανούσιο. Μεγαλόσχημες εκφράσεις για να περιγράψουν ένα αόριστο νοητό σχήμα που δεν ξέρεις που αρχίζει και που σταματά. Το τραύμα του θανάτου. Πενθούμε όχι τόσο για κείνους που χάθηκαν αλλά κυρίως για μας που μείναμε πίσω.
Θυμάμαι καλά όταν εμένα μου ανακοίνωσαν μια ξαφνική απώλεια, πως στην αρχή δεν καλοκαταλάβαινα: φαινόταν εντελώς απίστευτο. Αδιανόητο. Μα από τη μια στιγμή στην άλλη; Αφού μέχρι χθες… Παρακολουθούσα τις αντιδράσεις των άλλων με το μάτι του εξωτερικού παρατηρητή. Φωνές, κινήσεις ασυντόνιστες, πανικός. Κι έλεγα μέσα μου μα κοίτα πώς κάνουν, τι υπερβολή, πόσο θεατράλε. Είχα παγώσει.
Το πένθος είναι από μόνο του ξέχωρη, εξατομικευμένη εμπειρία. Πόσο μάλλον άμα πενθεί κανείς για νέους ανθρώπους, που δεν πρόλαβαν να κάνουν όσα ονειρεύτηκαν να κάνουν, άμα πενθείς για τα παιδιά σου. Θάβεις μαζί κι ένα κομμάτι του εαυτού σου. Χωρίς ελπίδα, χωρίς ανάσα.
Πήρε αρκετά λεπτά, ένα ολόκληρο μισάωρο, και πολλές φορές που επανειλημμένα επανέλαβα σαν ρομπότ δυνατά την λακωνική δήλωση (“έφυγε”) για να ξυπνήσω από το trance. Για να συνειδητοποιήσω ότι ο πανικός του περίγυρου ήταν εντελώς πραγματικός κι απτός. Είχε σχισθεί για πάντα “το πέπλο που αυτοί που ζουν αποκαλούν ζωή”. Ο δρόμος της απώλειας είχε μόλις ξεκινήσει.
Ωστόσο μέσα σε καταστάσεις σοκ και δέους, πάντα υπάρχει μια μικρή παρηγοριά στην ανθρώπινη αλληλεγγύη. Δεν θυμάμαι καθόλου ποιούς χαιρέτησα στον γάμο μου. Θυμάμαι όμως ολοζώντανα όσους ήρθαν στην κηδεία της μάνας μου να μου σφίξουν το χέρι. Τα νέα παιδιά που με δική τους αυθόρμητη πρωτοβουλία ύψωσαν το σώμα τους για να βοηθήσουν κι άλλους είναι αυτό που μένει.
Λέμε συχνά, σαν τα γερόντια του Muppet Show, κυνικά κι ομφαλοσκοπικά κουνώντας το κεφάλι ότι όλα έχουν διαλυθεί, όλα έχουν εκμαυλιστεί. Ότι ζούμε τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας, σε έναν πλανήτη που αργοβρυχάται στον επιθανάτιο ρόγχο του. Κι όμως η καλοσύνη φαίνεται ότι δεν χάθηκε ακόμη. Αυτό αρκεί. Για τώρα.