Νίκος Κούνδουρος | Η «Μαγική Πόλις»


...

| Νίκος Κούνδουρος |

Η «Μαγική Πόλις» η σκοτεινή καρδιά
της μεταπολεμικής Αθήνας

| Ο Νίκος Κούνδουρος, ο Χατζιδάκις και η πρώτη μεγάλη κινηματογραφική κατάθεση
για τη φτώχεια, την αλληλεγγύη και τις ανοιχτές πληγές της μετεμφυλιακής Ελλάδας |

 

Κείμενο: Λευτέρης Τηλιγάδας


Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, η Αθήνα μοιάζει να ζει δύο ζωές. Από τη μία, η βιτρίνα της «ανόρθωσης» μετά τον Εμφύλιο, με οικοδομές που ανεβαίνουν, δρόμους που γεμίζουν φορτηγά, υποσχέσεις ευημερίας και «τάξης» κι από την άλλη, η πόλη των συνοικισμών, της προσφυγιάς, των παράγκων, της μαύρης εργασίας και του φόβου. Ένα αστικό τοπίο όπου η φτώχεια δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Εκεί, σε αυτή τη σκιά, ο Νίκος Κούνδουρος θα στήσει τη «Μαγική Πόλι», την πρώτη του ταινία, γυρισμένη το 1954 που προβλήθηκε πρώτη φορά στις 18 Ιουλίου 1955, σαν ένα κινηματογραφικό ρεπορτάζ για όσα δεν χωρούσαν εύκολα στις επίσημες αφηγήσεις της εποχής.

Ο Κούνδουρος κουβαλούσε ήδη μέσα του μια πολιτική και κοινωνική εμπειρία που δεν ήταν θεωρία. Γεννημένος στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης, γιος του Ιωσήφ Κούνδουρου —δικηγόρου και πολιτικού του Βενιζέλου, ανθρώπου που πέρασε από αξιώματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και γνώρισε την εξορία— μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια με αστική άνεση και ισχυρά δημόσια ίχνη. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, αποφοίτησε νέος, με μια καλλιτεχνική παιδεία που τον έκανε να βλέπει το κάδρο σαν πεδίο μάχης: φως, σκιά, σώματα, χώροι. Όμως η μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν συγχωρούσε εύκολα «λάθος» πολιτικές πεποιθήσεις με αποτέλεσμα η Μακρόνησος να γίνει για τον Κούνδουρο σχολείο, όχι μόνο καταναγκασμού, αλλά και παρατήρησης. Εκεί γνώρισε διανοούμενους αντιφρονούντες, έστησε χώρους, έφτιαξε μέχρι και θέατρο από πέτρες και χώμα, έμαθε όμως κυρίως πώς η εξουσία οργανώνει την καθημερινότητα.

Από τη Μακρόνησο απολύθηκε το 1952 και δύο χρόνια αργότερα γύρισε τη «Μαγική Πόλη». Ήταν σαν να γύριζε το βλέμμα από το στρατόπεδο για να δει την πόλη, διατηρώντας την ίδια οξύτητα στην παρατήρηση. Η σπίθα, όπως ο ίδιος αφηγείται, άναψε μέσα από μια απρόσμενη διαδρομή. Αναζητώντας τη μητέρα του Άρη Αλεξάνδρου, βρέθηκε στο Δουργούτι, σε έναν «άθλιο συνοικισμό προσφύγων» από παράγκες και τενεκέδες. Αυτό που για άλλους θα ήταν ντροπή ή «παράπλευρη εικόνα» της πρωτεύουσας, για τον Κούνδουρο έγινε σημείο αναφοράς. Εκεί του «κόλλησε» η ιδέα να καταγράψει έναν κόσμο απόλυτης φτώχειας που του ήταν άγνωστος ως βιωμένη καθημερινότητα, αλλά οικείος ως πολιτική αλήθεια. Κι έτσι, χωρίς σπουδές κινηματογράφου, με συντρόφους από τη Μακρόνησο και με λίγα χρήματα, στήθηκε—όπως λέει—εκείνο το «μαγικό κουτί» από ρολά ζελατίνας, σενάριο, ηθοποιούς, τεχνικούς και ενθουσιασμό.

Κομβικός σε αυτή τη γέννηση ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Η συνεργασία τους στη «Μαγική Πόλι» δεν είναι απλώς μια συνάντηση σκηνοθέτη–συνθέτη. Είναι η σύγκλιση δύο αστικών ευαισθησιών που αποφασίζουν να διασχίσουν το «απαγορευμένο» λαϊκό τοπίο χωρίς τουριστική ματιά. Ο Κούνδουρος αφηγείται πως, όταν του είπε «θέλω να κάνω ταινία», ο Χατζιδάκις απάντησε απλά «να κάνεις». Κι ο μηχανισμός μπήκε μπροστά. Αργότερα, οι διαδρομές τους θα περάσουν και από το ρεμπέτικο σύμπαν της Ομόνοιας, από εκείνες τις νύχτες που το «υπογείως» της πόλης γίνεται πολιτισμός, όχι παρανομία. Στη «Μαγική Πόλη», η μουσική του Χατζιδάκι λειτουργεί σαν δεύτερη αφήγηση, δεν «γλυκαίνει» τη φτώχεια, αλλά την κάνει να ακούγεται, με την ένταση, την τρυφερότητα και την ειρωνεία που έχει μια πόλη όταν επιβιώνει.

Η ίδια η υπόθεση της ταινίας μοιάζει απλή, σχεδόν καθημερινή: ο νεαρός φορτηγατζής Κοσμάς (Γιώργος Φούντας) προσπαθεί να ξεχρεώσει το αμάξι του, μπλέκει με έναν άνθρωπο του υποκόσμου, κινδυνεύει να χάσει τα πάντα, και τελικά σώζεται με τη βοήθεια των γειτόνων του, και κερδίζει την αγαπημένη του Μαρία (Μαργαρίτα Παπαγεωργίου). Όμως εδώ βρίσκεται το πολιτικό υπόστρωμα. Σε μια Ελλάδα που επιμένει να μιλά για «ανάπτυξη» και «κανονικότητα», ο Κούνδουρος επιλέγει έναν ήρωα που δεν έχει καμιά θεσμική προστασία. Το φορτηγό δεν είναι απλώς εργαλείο δουλειάς. Είναι η αξιοπρέπεια, η επιβίωση και η ταυτότητα του. Το χρέος δεν είναι ένα αφηγηματικό πρόσχημα αλλά ο τρόπος με τον οποίο η φτώχεια δένει τον άνθρωπο χειροπόδαρα. Κι ο υπόκοσμος δεν παρουσιάζεται σαν εξωτικό σκοτάδι, αλλά σαν παράλληλη οικονομία που φυτρώνει εκεί όπου το κράτος λείπει ή εμφανίζεται μόνο ως καταστολή.

Σ’ αυτό το σύμπαν, η «γειτονιά» λειτουργεί ως αντίβαρο. Η αλληλεγγύη των πολλών γίνεται ο πραγματικός μηχανισμός σωτηρίας. Και αυτό, στην Ελλάδα της μετεμφυλιακής καχυποψίας, έχει ειδικό βάρος. Η συλλογικότητα είχε στοχοποιηθεί, η κοινωνική συνοχή είχε πληγωθεί, η πολιτική διαφορετικότητα είχε ποινικοποιηθεί και η ταινία, χωρίς να κάνει προπαγάνδα, μοιάζει να λέει, ότι η ζωή των ανθρώπων συνεχίζεται και αντιστέκεται, όχι επειδή «τακτοποιήθηκε» η Ιστορία, αλλά επειδή οι άνθρωποι επινοούν δεσμούς μέσα στα χαλάσματα.

Η «Μαγική Πόλις» υπογράφεται με σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, φωτογραφία του Κώστα Θεοδωρίδη, σκηνικά των Πάνου Παπαδόπουλου και Νίκου Νικολαΐδη, και παραγωγή από τον ίδιο τον Κούνδουρο μαζί με τη Δέσποινα Σκαλοθέου (Αθηναϊκή Κινηματογραφική Εταιρία). Στο καστ ξεχωρίζουν, πέρα από τον Φούντα, ο Θανάσης Βέγγος (σε πρώιμη παρουσία), ο Μάνος Κατράκης ως παρατηρητής–αφηγητής, και μια σειρά μορφών που δίνουν στην ταινία τη «σάρκα» μιας πραγματικής γειτονιάς. Είναι μια ταινία 80 λεπτών, φτιαγμένη με τα λίγα, κι ακριβώς γι’ αυτό είναι γεμάτη από την αλήθεια του δρόμου.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας. Ο Κούνδουρος θα συνδεθεί συχνά (άλλοτε άθελά του, άλλοτε συνειδητά) με ρεύματα όπως ο νεορεαλισμός: όχι ως μίμηση, αλλά ως συγγένεια συνθηκών. Η Ιταλία είχε ήδη βγάλει την κάμερα στις γειτονιές της φτώχειας και η Αθήνα είχε τις δικές της πληγές, τις δικές της σιωπές. Κι ο Κούνδουρος, με το βλέμμα του εικαστικού και την εμπειρία του εξόριστου, έστησε ένα φιλμ που δεν ωραιοποιεί ούτε καταδικάζει… Απλά κοιτάζει.

Το ελληνικό κοινό, πάντως, την αντιμετώπισε μέσα στο κλίμα της εποχής. Τη σεζόν 1954–1955 η ταινία έκοψε 67.770 εισιτήρια, ήρθε 4η ανάμεσα σε 14 ταινίες. Ο αριθμός αυτός δεν είναι απλά μια στατιστική. Δείχνει τα όρια και τις δυνατότητες ενός σινεμά που δοκίμαζε να ξεφύγει από την ηθογραφία και το «ασφαλές» μελό, χωρίς να χάσει την επαφή με τον θεατή. Ο Κούνδουρος θα συνεχίσει σε αυτή τη γραμμή, με έργα που θα ταξιδέψουν διεθνώς: «Ο Δράκος» (1956, Βενετία), «Οι Παράνομοι» (1958, Βερολίνο), «Το Ποτάμι» (1960, βραβεία στη Θεσσαλονίκη και σκηνοθεσίας στη Βοστώνη), και αργότερα το «1922» (1978) με τη μεγάλη του συγκομιδή διακρίσεων. Όμως η «Μαγική Πόλις» θα μένει πάντα στην αφετηρία για να υποδεικνύει το σημείο όπου ο δημιουργός της δήλωσε ότι το θέμα του θα είναι η Ελλάδα, όχι όπως θα ήθελε η ίδια να φαίνεται, αλλά όπως είναι.

Κι αν κάτι κάνει την ταινία να αντέχει ως κοινωνικό τεκμήριο, είναι η διπλή της εντιμότητα. Από τη μία, δεν κρύβει ότι ο δημιουργός της προέρχεται από έναν κόσμο «αρχοντικό», με οικογενειακή ευμάρεια και συστημικές πολιτικές διαδρομές κι από την άλλη, πως δεν χρησιμοποιεί τη φτώχεια ως σκηνικό εξωτισμού. Η κάμερα δεν έρχεται να «λυπηθεί» τους ανθρώπους του Δουργουτίου. Έρχεται να τους αναγνωρίσει και μέσα στο ψυχρό μετεμφυλιακό κλίμα, αυτή η αναγνώριση θα αποτελεί ακόμα και μέχρι σήμερα μια σημαντική πολιτική πράξη αντίστασης.

 

——–————————————————

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *