Ἐν Ἀγρινίῳ τῇ 21 Μαρτίου

Καλεντάρι της 21ης Μαρτίου

1946: «Το Αγρίνι και τα ζητήματά του»

21 Μαρτίου 1946

Σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή στην πόλη δίνει σε ένα πρωτοσέλιδό του άρθρο ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ της 21ης Μάρτη του 1946, δεκατρείς μήνες μετά τη «Βάρκιζα». Ο τίτλος του άρθρου είναι «Το Αγρίνι και τα ζητήματά του». Το κείμενο που υπογράφει ο Ηρακλής Παππάς[1] είναι αποτέλεσμα μιας προσωπικής μαρτυρίας από ένα δημοσιογραφικό ταξίδι του στη Νότια και Δυτική Ρούμελη, το οποίο είχε ως τελευταίο σταθμό το Αγρίνιο (Αγρίνι, στη γλώσσα του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ).

Τρία είναι τα συμπεράσματα, στα οποία καταλήγει ο Παππάς: α) «[…] η περιοχή αυτή προπολεμικά ήταν τέλεια εγκαταλελειμμένη», β) «στην Κατοχή και την Αντίσταση έδωσε τα πάντα και υπέφερε τα πάνδεινα», και γ) «μεταδεκεμβριανά λιώνει από την τρομοκρατία και την οικονομική – επισιτιστική εξαθλίωση».

Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, το γεγονός που χαρακτηρίζει τη μετακατοχική εποχή για το συντάκτη του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ δεν είναι η συμφωνία της Βάρκιζας αλλά τα Δεκεμβριανά.

Το αναφέρουμε αυτό, επισημαίνοντας, ότι ναι μεν τα γεγονότα του Δεκέμβρη του ΄44 στην Αθήνα ανέπτυξαν δυναμικές που διαμόρφωσαν καθοριστικά τους συσχετισμούς των δυνάμεων τα επόμενα χρόνια, αλλά το γεγονός που καθόρισε το πλαίσιο των πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων στο ελληνικό χώρο ήταν οι όροι της συμφωνίας της Βάρκιζας, οι οποίοι αφόπλισαν το μοναδικό τακτικό στρατό της χώρας, εκείνα τα χρόνια, τον ΕΛΑΣ, χωρίς ποτέ αυτός να ηττηθεί, εγκατέστησαν τα αγγλικά στρατεύματα στην Ελλάδα και παρέδωσαν τις πόλεις και τα χωριά στη «λευκή τρομοκρατία» των οπαδών της κυρίαρχης «εθνικόφρονης» μισαλλοδοξίας, κυρίως όμως, εγκατέλειψαν στην τύχη τους τους «ταπεινωμένους πατριώτες της αντίστασης» στους «αχαλίνωτους εθνικόφρονες» των Μονάδων Ασφάλειας της Υπαίθρου (ΜΑΥδες).

Ας δούμε όμως τι αναφέρει ο Ηρακλής Παππάς:

«Μετά το Δεκέμβρη, το Αγρίνι, η πόλη των ανταρτών, φόρεσε το στεφάνι του μαρτυρίου και έγινε η πόλη κατατρεγμένων. Πεντακόσιοι αγωνιστές καταδιωκόμενοι και εκπατρισμένοι της υπαίθρου βρίσκονται στην πόλη.Χάρη στην οργάνωση του λαού του Αγρινίου και στην αυτοάμυνά του οι τρομοκράτες (Θ. Πολίτης, Αν. Νάκος, Μαργιόλης, Μητρόπουλος κ.λπ.) γρήγορα μπήκαν στα καβούκια τους.

Καθοδηγητικός νους και τρομοκρατικό όργανο ταυτόχρονα είναι ο υπενωμοτάρχης της Ασφάλειας Νίκος Κωσταράς. Στην Κατοχή ήταν χωροφύλακας αποσπασμένος στο 2ο γραφείο του εκεί Τάγματος Ασφαλείας. Έπιασε με τα χέρια του και παρέδωσε στους Γερμανούς το δικηγόρο Κυριλή, που εκτελέστηκε. Με κατάθεσή του κρεμάστηκε ο Σαλάκος. Παρέδωσε και εκτελέσθηκαν οι: Πάσχος, Μαυρέλης, Κορόζης, Καρφής, Κατσάμπαλης και Αρ. Καλλίμαχος. Μηνύσεις και εντάλματα εκκρεμούν εναντίον του. Εξακολουθεί όμως να περιφέρεται αναιδέστατα και προκλητικότατα και να τρομοκρατεί τους πολίτες».

Στη συνέχεια υπάρχει μια παράγραφος, που μάλλον δεν αποδίδει τη σκέψη του συντάκτη της και η οποία αναφέρει κατά λέξη: «Η τρομοκρατία στην ύπαιθρο και η καταθλιπτική ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί απ’ τις “αρχές” προβάλλουν σαν βασικό αίτημα όλων των στρωμάτων του λαού για την πρόοδο και ανοικοδόμηση, την αποκατάσταση της τάξης». Υποθέτουμε, ότι αυτό που ήθελε να επικοινωνήσει ο Παππάς ήταν, ότι όλα τα στρώματα του λαού προβάλλουν σαν βασικό αίτημα τη «κατάπαυση» (όπως μπορούμε να εννοήσουμε από τις παρακάτω παραγράφους) της τρομοκρατίας και της καταθλιπτικής ατμόσφαιρας που έχει δημιουργηθεί απ’ τις «αρχές» στην ύπαιθρο, έτσι ώστε να εδραιωθεί η πρόοδος, η ανοικοδόμηση και η αποκατάσταση της τάξης.

Ας δούμε όμως, πώς συνεχίζει το άρθρο και τι καταγράφει:

«Αυτό είναι το βασικό αίτημα της εργατιάς και πλάι του: η απόδοση συνδικαλιστικών και πολιτικών ελευθεριών, ν’ αρχίσει η ανοικοδόμηση, να γίνει αμέσως η συγκέντρωση των καπνών από τις ενώσεις των συνεταιρισμών, με χρηματοδότηση του κράτους, να χορηγηθούν επιδόματα ανεργίας, να επεκταθούν οι Κοινωνικές Ασφαλίσεις, να δοθεί ιματισμός, ν’ αρχίσουν τα έργα οδοποιίας, ν’ αυξηθούν τα τρόφιμα και ο ιματισμός της Ούντρα και να δίνονται δωρεάν στους ανέργους. Με τη συγκέντρωση των καπνών θα ανοίξουν οι δουλειές και θα απορροφηθούν οι καπνεργάτες που κατά 80% είναι σήμερα άνεργοι.Κατάπαυση της τρομοκρατίας ζητούν και οι επαγγελματίες-βιοτέχνες για να μπορούν αν κυκλοφορούν στην ύπαιθρο.

Αλλά και τα υπόλοιπα δικαιότατα αιτήματά τους πρέπει να προκαλέσουν την προσοχή της Κυβέρνησης: Να καταργηθεί η έκτακτη εισφορά μετά το Μάρτη 1946, να δοθούν ανοικτοπρόθεσμα δάνεια με το κατώτατο όριο τόκου, να συμπεριληφθούν στο ενοικιοστάσιο και οι ενοικιαστές από το 1941 και δώθε, ν’ αγορασθούν τα καπνά σε 120πλάσια τιμή απ’ την προπολεμική, να μπουν διατιμήσεις στα προϊόντα της βαριάς βιομηχανίας και στα είδη του μεγάλου εμπορίου, να δοθούν στους παραγωγούς πλασματικά και καλλιεργητικά δάνεια, εργαλεία, ζώα κ.λπ., να αυξηθεί η ποσότητα και να ελαττωθεί η τιμή της μερίδας του σταριού, να καταργηθεί η κυβερνητική διαταγή, που καθορίζει για συντελεστή ευπορίας τις 11.000 δρχ. το μήνα, να σταλεί ο ιματισμός που προορίζεται για την πόλη και που βρίσκεται στην Πάτρα, για να δουλέψουν οι ράφτες κ.λπ..

Μια μεγάλη μερίδα του Αγρινιώτικου λαού είναι πρόσφυγες. Στη χρόνια εγκατάλειψή της  από το Κράτος προστίθενται καθημερινά καινούργιες δυσκολίες. Οι κάτοικοι των συνοικισμών παίρνουν νερό από πηγάδια με αποτέλεσμα την εμφάνιση κρουσμάτων τύφου κ.λπ.. Η ύδρευση απ’ το δίκτυο της πόλης είναι εύκολη και πρέπει να γίνει. Οι δρόμοι είναι απαίσιοι και όταν βρέχει σταματάει κάθε συγκοινωνία. Οι συνοικισμοί Ερυθραία και Καπέλα πλέουν στο σκοτάδι από έλλειψη φωτισμού. Είναι επιτακτική ανάγκη το άνοιγμα ενός τουλάχιστον ιατρείου. Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν (δυσανάγνωστη λέξη) ζητούν παραχώρηση εργαλείων, ζώων και ζωοτροφών. Υπάρχουν πρόσφυγες που ζουν σε ανθυγιεινά και ανήλια δωμάτια.

Στο γήπεδο Καπέλα που απαλλοτριώθηκε μπορούν να ανεγερθούν οικήματα.

Οι τοπικές αρχές στα αιτήματά τους απάντησαν πάντοτε με τη σκόπιμη αδιαφορία. Οι ανάπηροι και τραυματίες 1940 – 1941 και οι ανάπηροι και τραυματίες, θύματα του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 1941 -45 έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους. Ρούχα και επικουρική μερίδα δεν δόθηκαν, οι μισθοί (αναπήρων 40 – 41) είναι πενιχρότατοι, πολλοί δημοκρατικοί ανάπηροι απολύθηκαν από τις θέσεις τους, η επιτροπή “κοινωνικής πρόνοιας” τους χαρακτήρισε όλους σχεδόν εύπορους, στις οικογένειες των εκτελεσθέντων πατριωτών δεν δίνονται συντάξεις, γιατί εκτελέστηκαν από ταγματασφαλίτες και όχι απ’ τον… εχθρό.

Ο Σύλλογος “Γωνιά της γυναίκας” κυνηγήθηκε άγρια απ’ τις αρχές. Οι εφημεριδοπώλες παίρνουν για ποσοστά 10% και όχι το νόμιμο 22%.

Τριάντα δημοκρατικοί δάσκαλοι (φυλακίσθηκαν οι περισσότεροι) μπήκαν σε διαθεσιμότητα πριν τρεις μήνες, χωρίς να εκτελεσθή η ποινή τους.

Σύμφωνα με την πράξη 88, που ισχύει μόνο για εκπαιδευτικούς καλούνται σε απολογία (χωρίς να μπορούν να απολογηθούν) με κατήγορους χύτες και προδότες. Πολλοί απ’ αυτούς απολύθηκαν, γιατί, φοβούμενοι το σπαθί των ληστάρχων, δεν πήγαν στη θέση τους. Όσοι πήγαν,  διώχτηκαν απ’ τους χύτες με απειλή εκτέλεσης. Και ρωτούν την Κυβέρνηση: Να πάνε ή να μην πάνε στις έδρες τους.

Είναι πολλά τα αιτήματα του Αγρινίου. Και πρώτα απ’ όλα να φύγουν οι Άγγλοι, η γάγγραινα της κατάστασης και να διεξαχθούν ελεύθερες εκλογές. Μία είναι η απόφαση των Αγρινιωτών, βγαλμένη απ’ τη ζωή και θεμελιωμένη με αίμα: Να ζήσουν ελεύθεροι αφέντες στον τόπος τους, σαν άνθρωποι που γεννήθηκαν, όχι για να δυστυχούν, μα για να ζουν».

 

 

 

Ηρακλής Παππάς: Από το 1939 και το 1940, εργάστηκε στις εφημερίδες «Αναγέννησις» και «Θάρρος» των Τρικάλων. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εργάζεται στον παράνομο Τύπο και δημοσιογραφεί στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, την εφημερίδα «Λαοκρατία» της περιοχής Τρικάλων. Εκεί τον εντοπίζει ο Κ. Καραγιώργης και τον εντάσσει στην ομάδα των νέων δημοσιογράφων οι οποίοι στα χρόνια της Αντίστασης εργάζονταν στα έντυπα που εκδίδονταν στην Ελεύθερη Ελλάδα, ειδικότερα στα χωριά της Πίνδου. Τον Οκτώβρη του ’44 ήταν από τους πρώτους συντάκτες που ήρθαν στην Αθήνα και δούλεψαν στο «Ριζοσπάστη». Την ίδια περίοδο συνεργάζεται στη «Νέα Γενιά», στην οποία έδινε κείμενα σχετικά με τη νεολαία της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας. Το Δεκέμβρη 1949 επιστρέφει στην εφημερίδα «Αναγέννησις» Τρικάλων για να επανέλθει στις αθηναϊκές εφημερίδες το 1952 και έως τη συνταξιοδότησή του.
Αντιγράφουμε από το 4ο τεύχος του «αρχείον Αγρινίου» (Περίοδος 2η, Απρίλιος  2018, σελ. 40). Τίτλος:«Πλατεία Μπέλλου 1947, Werner Bischof: Το κάδρο από απέναντι». Κείμενο: «Τρία χρόνια μετά την Μεγάλη Παρασκευή του ΄44, φτάνει στο Αγρίνιο ο Ελβετός φωτογράφος και φωτορεπόρτερ Werner Bischof, στήνεται σε ένα μπαλκόνι του «Ακροπόλ» και τραβάει αυτή τη φωτογραφία που βλέπετε… Όσο κι αν η λογική επιμένει να με πείσει για το αντίθετο, τόσο ακόμα πιο πολύ εδραιώνεται η αίσθησή μου, ότι αυτή η φωτογραφία δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, μια τυχαία αποτύπωση της στιγμής από έναν μεγάλο καλλιτέχνη. Είναι κάτι παραπάνω… Είναι η απόλυτη αποτύπωση του ίχνους της ψυχής αυτής της πλατείας και της ιστορίας της.
Ο Werner Bischof γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1916 στη Ζυρίχη. Το 1922 η οικογένειά του μετακομίζει στο Waldshut της Γερμανίας, όπου ο μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα.  Το 1932 εγκαταλείπει τις σπουδές του για να πάρει το πτυχίο του δασκάλου, και γράφεται στο Kunstgewerbeschule (Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών) της Ζυρίχης, από την οποία αποφοιτά το 1936 με έπαινο. Από το 1939 εργάζεται ως ανεξάρτητος φωτογράφος για διάφορα περιοδικά. Από το 1945 έως το 1949 ταξιδεύει συνεχώς σε όλες σχεδόν τις ευρωπαικές χώρες από τη Γαλλία ως τη Ρουμανία και από τη Νορβηγία ως την Ελλάδα. Ο φακός του καταγράφει τα «σπαράγματα» τα ερειπίων της μεταπολεμικής Ευρώπης και καθιερώνεται ως ένας από τους κορυφαίους φωτορεπόρτερ της εποχής του με μια ανοιχτή και ευαίσθητη ανθρωποκεντρική ματιά πίσω από το βιζέρ της μηχανής του.Αποτύπωμα αυτής της ματιάς είναι και η συγκεκριμένη φωτογραφία, την οποία, από την πρώτη στιγμή που την είδα στην ανάρτηση του Αλέξη Κατεφίδη, την θεώρησα και την θεωρώ ως την καλύτερη φωτογραφία της κεντρικής πλατείας του Αγρινίου όλων των εποχών.Είναι μια φωτογραφία ποτισμένη με τη θαμπή υγρασία αυτής της πόλης, η οποία έρχεται να καθρεφτίσει και να αναπλάσει, τρία χρόνια μετά, το απέναντι είδωλο της φωτογραφίας του Ξυθάλη. Εκείνης της φωτογραφίας που πλημμυρίζει τα αγρινιώτικα site αυτές τις μέρες, με το σκυμμένο διαβάτη σε πρώτο επίπεδο, που βιάζεται να ξεμακρύνει από το «κακό» που κρέμεται δίπλα του, με τον κρεμασμένο Αναστασιάδη πιο κει να «λιπαίνει» την ιστορία με το ψιλόβροχο του εαρινού επιτάφιου του όρθρου του και ακριβώς απέναντι, τη σκιά του Χρήστου Σαλάκου να αιωρείται μετέωρη πάνω από το χαώδες κενό των λίγων εκατοστών του μέτρου, που χωρίζουν τις άκρες των ποδιών του από κείνο το αναποδογυρισμένο παραπέρα σκαμνί.Τρία χρόνια μετά, ακριβώς απέναντι…Δεν είναι η τύχη, που ορίζει το κάδρο· ούτε η τέχνη είναι… Είναι η μνήμη του χώρου, που απεχθάνεται τα κενά, ανοίγει το κάδρο και το συμπληρώνει, εντάσσοντας μέσα του και τους τρεις της Μεγάλης Παρασκευής του Αγρινίου».
Φωτογραφία ανάρτησης: «Πλατεία Μπέλλου 1947
Έ
ρευνα – Κείμενα: Λ. Τηλιγάδας
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Ημερολόγιο Αγρινίου