...
Λευτέρης Τηλιγάδας
Χωρίς αξιοπρεπείς τιμές, δεν υπάρχει εμπόριο
Καμία αγοραπωλησία, καμία συναλλαγή, καμία υποχώρηση,
όσο δεν γινόταν πράξη το δικαίωμα των καπνοπαραγωγών σε έναν τίμιο βίο
Οι καπνοπαραγωγοί της Κατούνας, εξαντλημένοι από την κοροϊδία και την καταπίεση, είχαν δηλώσει ανοιχτά ότι δεν εμπιστεύονταν πλέον την κυβέρνηση. Δεν είχαν περιοριστεί σε φωνές και συνθήματα∙ είχαν υπογράψει πρωτόκολλο, συλλογικά και αποφασισμένα, όπου κατέγραφαν ότι ανακαλούσαν την ψήφο που είχαν δώσει στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961. Περίπου τετρακόσιοι παραγωγοί είχαν ήδη βάλει την υπογραφή τους, κι εκείνη υπήρξε η πρώτη φορά που μια κοινότητα, οργανωμένα και δημόσια, αρνιόταν την πολιτική νομιμοποίηση ενός καθεστώτος που στηριζόταν στη νοθεία, στην τρομοκρατία και στη βία.
Την ίδια στιγμή, το κρατικό ραδιόφωνο ΕΙΡ είχε προσπαθήσει να παρουσιάσει την περιοδεία του υφυπουργού Σταυροπούλου ως θριαμβευτική. Όμως η αλήθεια υπήρξε διαφορετική: μόλις τριάντα άνθρωποι τον είχαν ακούσει στην Κατούνα και, μπροστά στη γενική αδιαφορία, ο υφυπουργός δεν είχε τολμήσει να συνεχίσει στα υπόλοιπα χωριά. Η προπαγάνδα της εξουσίας είχε συγκρουστεί ανοιχτά με την πραγματικότητα που ζούσε ο κόσμος.
Ακόμη και παλιοί υποστηρικτές του καθεστώτος είχαν γυρίσει την πλάτη. Ο Σταμούλης Σταματάς, γέροντας που για χρόνια στήριζε τον Στράτο, το είχε παραδεχτεί δημόσια στην πλατεία, μπροστά σε συγχωριανούς: «Ως τώρα ήμουν με τον Στράτο. Από το συλλαλητήριο κι έπειτα, δεν θέλω ούτε να τον δω». Δεν ήταν μόνο προσωπική εξομολόγηση∙ ήταν η φωνή μιας γενιάς που ένιωθε προδομένη και αρνιόταν πια να χρησιμοποιείται ως εκλογικό κοπάδι.
Στο Αγρίνιο, οι ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις παρέμεναν σε επιφυλακή, αποδεικνύοντας τον φόβο του κράτους. Έφταναν στο σημείο να παρακολουθούν ακόμη και τα μνημόσυνα. Στον Στάνο, όπου είχε τελεστεί το εννεάμερο μνημόσυνο για τον Δημήτρη Βλάχο, πρώτο νεκρό του αγώνα, χωροφύλακες ακολουθούσαν κατά πόδας τους εκπροσώπους της Ένωσης Κέντρου. Παρ’ όλα αυτά, οι καμπάνες όλων των χωριών είχαν ηχήσει πένθιμα και οι άνθρωποι είχαν κατέβει στους δρόμους. Στη Λεπενού, ολόκληρο το χωριό, μαζί με αντιπροσωπείες από γύρω περιοχές και εκπροσώπους των επαγγελματικών οργανώσεων του Αγρινίου, είχε δώσει το παρών. Εκεί είχαν ακουστεί λόγια που συνόψιζαν την ουσία του αγώνα: «Δεν θα σε ξεχάσουμε, Δημήτρη. Στην πλατεία του χωριού θα στηθεί ο ανδριάντας σου και στον τόπο της εκτέλεσής σου η στήλη που θα γράφει: ‘Εκτελέστηκε από ελληνικές σφαίρες διεκδικώντας δικαίωμα ζωής’». Ο νεκρός Βλάχος είχε γίνει πλέον σύμβολο, όχι μόνο του αγώνα για τον καπνό αλλά και της αντίστασης απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία και την κοινωνική αδικία.
Την ίδια ώρα, οι πιέσεις για να πουλήσουν οι καπνοπαραγωγοί τα καπνά τους σε εξευτελιστικές τιμές είχαν σκοντάψει πάνω σε μια οργή που είχε ωριμάσει μέσα από δεκαετίες λεηλασίας. Οι αγοραστές και οι μεσάζοντες, μόνιμοι υπηρέτες των μεγάλων εμπορικών οίκων και του κράτους που τους στήριζε, είχαν εμφανιστεί σαν κοράκια έτοιμα να αρπάξουν τον μόχθο μιας χρονιάς με λίγες δραχμές. Μα τότε είχαν βρει μπροστά τους ανθρώπους που δεν άντεχαν άλλο. Γιατί οι παραγωγοί δεν είχαν επαναστατήσει μόνο για τις τιμές: είχαν ξεσηκωθεί ενάντια σε μια ολόκληρη πολιτική που τους κρατούσε δεμένους στη φτώχεια, που τους υποχρέωνε να ζουν με δάνεια, υποθήκες και υποσχέσεις, που τους κορόιδευε με «στηρίγματα» και «εγγυήσεις» την ίδια στιγμή που άνοιγε διάπλατα τον δρόμο στους καπνεμπόρους να πλουτίζουν. Το καπνόφυλλο, καρπός του ιδρώτα και της γης τους, είχε γίνει εργαλείο εκμετάλλευσης, μέσο χειραγώγησης και εκβιασμού. Οι χωρικοί ήξεραν πως, αν υποχωρούσαν, δεν θα έχαναν μόνο τα καπνά τους αλλά και την αξιοπρέπειά τους, την ίδια τους την ύπαρξη ως παραγωγοί. Γι’ αυτό στέκονταν αποφασιστικά: καμία αγοραπωλησία, καμία συναλλαγή, καμία υποχώρηση όσο δεν αναγνωριζόταν στην πράξη το δικαίωμά τους σε έναν τίμιο βίο. Το σύνθημά τους ήταν απλό και αδιαπραγμάτευτο: χωρίς αξιοπρεπείς τιμές, δεν υπήρχε εμπόριο – κι ακόμη πιο βαθιά, δεν υπήρχε κοινωνική ειρήνη.
Στην Αθήνα, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας είχε επιχειρήσει να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, διαψεύδοντας δημοσιεύματα περί διάλυσης ΤΕΑ κάτω της Λαμίας. Κι όμως, πληροφορίες επέμεναν ότι τα ΤΕΑ του Βάλτου και του Αγρινίου παρέδιδαν τον οπλισμό τους. Επισήμως, αυτό είχε χαρακτηριστεί «τυπική επιθεώρηση», ανεπίσημα όμως έδειχνε κάτι βαθύτερο: η κυβέρνηση δεν ήταν σίγουρη ούτε για τη συνοχή των ίδιων των ένοπλων σωμάτων της. Ο υφυπουργός Κούνδουρος, όταν ερωτήθηκε, είχε εμφανιστεί δήθεν αιφνιδιασμένος: «Καμία ενέργεια δεν γίνεται και καμία διαταγή δεν έχει εκδοθεί από πουθενά». Όμως οι πράξεις μιλούσαν από μόνες τους.
Ο αγώνας των καπνοπαραγωγών δεν ήταν πια ζήτημα ενός χωριού. Είχε μετατραπεί σε πολιτική και κοινωνική σύγκρουση με το καθεστώς. Μνημόσυνα είχαν γίνει πολιτικά γεγονότα, πλατείες είχαν γεμίσει με φωνές αμφισβήτησης, και το ρήγμα που είχε ανοίξει βάθαινε. Το κράτος έδειχνε τα δόντια του, αλλά οι καπνοπαραγωγοί έδειχναν το πείσμα τους. Και η σύγκρουση εκείνη δύσκολα θα έκλεινε χωρίς να είχε κριθεί ποιος θα ήταν ο νικητής και ποιος ο ηττημένος.
——————————————————————————————————————————————————————–
Πηγή: Με πληροφορίες από ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 18.9.1962
Φωτογραφία: Φαλίρισμα δέματος καπνού
(Πηγή: Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο)
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν


