Η Δημάδη γεννήθηκε στο Αγρίνιο στις 7 Μαΐου του 1907
και ήταν γόνος μιας αστικής οικογένειας της πόλης του Αγρινίου
Εκτελέστηκε από το Τάγμα Ασφαλείας Αγρινίου
στις 31 Αυγούστου 1944
Ο Τολιόπουλος ήξερε ότι η Μαρία είχε ακούσει πολλά
– του Λευτέρη Τηλιγάδα –
Μετά τη συμμετοχή τους στην επιχείρηση « Έχιδνα» στο Αγρίνιο οι γερμανικές δυνάμεις που στάθμευαν στην πόλη άρχισαν να οργανώνουν την αποχώρησή τους. Στο πλαίσιο αυτής της σύμπτυξης, αφού συγκέντρωσαν το σύνολο των φρουρών τους στο Αγρίνιο ξεκίνησαν να αποχωρούν προς Αμφιλοχία και Άρτα από τις πρώτες κιόλας μέρες του Σεπτέμβρη του ΄44 , αφού πρώτα εφοδίασαν με βαρύ οπλισμό, αρκετά πυρομαχικά και τρόφιμα το Τάγμα Ασφαλείας Αγρινίου, έτσι ώστε να αναλάβει την κάλυψη της υποχώρησής τους ως οπισθοφυλακή.
Κατά τη διάρκεια αυτής της προετοιμασίας ο διοικητής του Τάγματος Γιώργος Τολιόπουλος και το επιτελείο του θέλοντας να διασφαλίσουν την μετέπειτα εξέλιξη και διαδρομή όλων όσων υπηρέτησαν με προθυμία τα συμφέροντα των Γερμανών της περιοχής αποφάσισαν και εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδικασίες, τη μεταφράστρια της Ort Kommandantour, Μαρία Δημάδη, η οποία γνώριζε με αρκετές λεπτομέρειες την κτηνώδη δράση τους.
Η Δημάδη γεννήθηκε στο Αγρίνιο στις 7 Μαΐου του 1907 και ήταν γόνος μιας αστικής οικογένειας της πόλης του Αγρινίου. Πατέρας της ήταν ο σπουδασμένος στο Παρίσι γυναικολόγος , αξιόλογος ποιητής και διηγηματογράφος των Αιτωλικών γραμμάτων, Κώστας Δημάδης, και μητέρα της η Ερασμία Παναγοπούλου, κόρη του μεγαλέμπορα καπνού Αντρέα Παναγόπουλου. Από πολύ μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τις τέχνες και τα γράμματα: έπαιζε πιάνο, ζωγράφιζε, έγραφε ποίηση, μιλούσε αρκετές ξένες γλώσσες, σπούδασε γερμανική φιλολογία στο Αμβούργο, ενώ αρκετά κείμενά της δημοσιεύτηκαν στη «Διάπλαση των Παίδων».
Πριν τον πόλεμο παντρεύτηκε έναν ανώτερο δικαστικό με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, αλλά ο γάμος της αυτός σύντομα διαλύθηκε. Το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πόλεμου την βρίσκει στο Αγρίνιο, όπου δημιουργεί ομίλους γυναικών που πλέκουν για τους στρατιώτες στο Αλβανικό Μέτωπο, ενώ η ίδια εργάζεται ως εθελόντρια νοσοκόμα.
Έρχεται η Κατοχή και η αντίσταση κατά των κατακτητών φουντώνει. Οι γείτονές της, ο αρχιτέκτονας Κώστας Καζαντζής και ο γιατρός Δημήτρης Πανόπουλος, την εντάσσουν, στο ΕΑΜ και γίνεται η πρώτη γυναίκα, που οργανώνεται από την Αιτωλοακαρνανία στις γραμμές της Εθνικής Αλληλεγγύης.
«…Χωρίς κανένα δισταγμό», γράφει ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Παντελής Ρόκος σε επιστολή του που στέλνει στο Φώτη Γελαδόπουλο, «η Μαρία παίρνει τις αποφάσεις της. Συναντιέται με τον εξάδελφό της Νίκο Παπαϊωάννου και τα κουβεντιάζει μαζί του. Συναντάει μετά το γιατρό Δημήτρη Πανόπουλο, που είχε στο ενεργετικό του πλούσια επαναστατική δράση. Ακόμα κατορθώνει κι έρχεται σε επαφή με δύο πρόσωπα που είναι η ψυχή του αγώνα. Το γεωπόνο Δήμο Κρανιά υπεύθυνο του ΕΑΜ και το δάσκαλο Απόστολο Ευθυμιάδη, υπεύθυνο του ΚΚΕ στην περιοχή της Δυτικής Στερεάς, καθώς και το μηχανικό Κώστα Καζαντζή».
Διατηρούσε εξαιρετικές φιλικές και συντροφικές σχέσεις με όλα τα κεντρικά στελέχη της ΕΑΜικής Αντίστασης, όπως ο Γιώργος Καραπαπάς, ο Κώστας Αυγούλης, ο Γιώργος Πανούτσος κ.ά. και όταν οι Γερμανοί την επιστρατεύουν ως διερμηνέα, αφού ήταν από τους λιγοστούς Αγρινιώτες, αν όχι η μοναδική, που γνώριζε τόσο καλά τη γερμανική γλώσσα, εξακολουθεί να συναντιέται μαζί τους.
Η επιστράτευσή της ως διερμηνέα στο γερμανικό φρουραρχείο έγινε το Φεβρουάριο του 1942. Από τη θέση αυτή παρείχε με άκρα επικινδυνότητα πολύτιμες πληροφορίες τόσο για τις ενέργειες των Γερμανών, όσο και για τις δωσίλογες ενέργειες των Ταγμάτων Ασφαλείας, και των συνεργατών τους.
Παρακολουθούσε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, κρυφάκουγε συζητήσεις, άνοιγε βιβλία, διάβαζε απόρρητα έγγραφα και τα αποτύπωνε όλα στο μυαλό της. Χρησιμοποιεί καινούρια καρμπόν για να έχει στα χέρια της λεπτομέρειες των κινήσεων του γερμανικού στρατού, πιάνει γνωριμίες από το φρούραρχο μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη. Δίπλα της ο ιερέας Παπα-Κώστας Βαλής (που παρουσιάζεται στο Φρουραρχείο σαν… θείος της και την «εξομολογεί» όλα τα μυστικά των κατακτητών) καθώς και ο βενζινάς Γιάννης Γιαννούλης, στελέχη και οι δύο του ΕΑΜ. Παράλληλα, με το κύρος της και την πειθώ της κατάφερνε να επιλύει καθημερινά προβλήματα των συμπολιτών της.
«Ως μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής του ΕΑΜ Αιτωλοακαρνανίας», γράφει ο Θανάσης Κακογιάννης, «με τις διάφορες κατά καιρούς υπευθυνότητες, γνώριζα ότι το αρχηγείο στον Άη Βλάση ειδοποιήθηκε και ενημερώθηκε, από πληροφορίες που μεταβιβάστηκαν από το Αγρίνιο. Ποιος και πότε όμως έδωσε τις πληροφορίες και γενικά την πηγή των πληροφοριών δεν την έμαθα τότε. Ήταν τόση η συνωμοτική επαγρύπνηση, ώστε στην προκειμένη περίπτωση της μάχης της Γουρίτσας, μόνο ο Γ. Καραπαπάς και ο Γ. Γιαννούτσος υπήρξαν οι γνώστες του μηνύματος της Μαρίας Δημάδη. Και όχι μόνο αυτό, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν τότε τη δράση της.Οι ακριβείς πληροφορίες της Μαρίας Δημάδη έδωσαν τον χρόνο στον Επαμεινώνδα και στη διοίκηση του ΕΛΑΣ να καταστρώσουν το σχέδιο επίθεσης στη μάχη της Γουρίστας, με τα εκτεθέντα αποτελέσματα, όπως τα περιέγραψαν μαχητές του αρχηγείου Τριχωνίδας.
Εκτός των πληροφοριών που έδωσε για την ετοιμαζόμενη μετακίνηση των Γερμανών προς το Θέρμο η Μ. Δημάδη έδινε κατά καιρούς πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες στις οργανώσεις του ΕΑΜ, της Ε.Α. (Εθνική Αλληλεγγύη) και της ΕΠΟΝ για συλλήψεις που επρόκειτο να γίνουν και ακόμα παρενέβαινε στις γερμανικές υπηρεσίες, προκειμένου να γλυτώσουν πολλοί Αγρινιώτες, που κρατούνταν ως ύποπτοι.
Χάρη στις ενέργειές της κανένας Εβραίος δεν πιάστηκε στο Αγρίνιο. Όλοι ειδοποιήθηκαν εγκαίρως και πήραν τα βουνά, όπου μερικοί εντάχθηκαν στις απελευθερωτικές οργανώσεις, όπως το στέλεχος του ΕΑΜ Αγρινίου, ο παλιός φίλος Ιωνάς Μιονής, δάσκαλος σε ένα δημοτικό σχολείο του Αγρινίου.»
Μαρτυρίες πολλές για τη δράση της Μαρίας Δημάδη καταγράφει στο βιβλίο του ο Φ. Γελαδόπουλος.
Η Μαρία Δημάδη, κόρη ευγενική, μορφωμένη, και καλλιεργημένο πλάσμα, γόνος της εύπορης οικογένειας του γιατρού Δημάδη, στάθηκε για την πόλη και την περιοχή της η αποφασιστική, η ενεργητική συμπαραστάτισσα, η ριψοκίν-δυνη γυναίκα, τότε σε κείνες τις δύσκολες μέρες της Κατοχής.» Μερικές από τις πολλές μαρτυρίες, που έχει δημοσιεύσει ο Γελαδόπουλος για τη δράση της Δημάδη, είναι και οι παρακάτω:
Αντωνία Καρτσακλή: «Η Μαρία ήτανε μεγάλη κυρία. Οι καλοσύνες της δε λέγονται. Μοίραζε το μισθό της. Μοίραζε το συσσίτιό της στα γεροντάκια και στις γριούλες που περίμεναν έξω από το Φρουραρχείο κάθε μεσημέρι. Έτρεχε και βοηθούσε τους αρρώστους. Η Μαρία, με τ’ όνομα ήτανε. Τόσο καλή, τόσο γλυκιά, μα και τόσο άτυχη ήτανε. Ήτανε μια Παναγιά η Μαρία. Ήτανε η Μαρία, η μάνα των φτωχών.»
Γιαγιά Ερασμία (μάνα της Μαρίας): «Μια μέρα η Μαρία, που δικάζανε ένα γέρο αγρότη από το Ξηρόμερο. “Τι έκανε;”, τους ρωτάει και της είπαν ότι “είχε μαχαίρι και ότι ήταν παρτιζάνος”. Τότε η Μαρία μίλησε και είπε: “ότι οι χωρικοί έχουνε το μαχαίρι για να κόβουν το ψωμί τους, ξύλα και χορτάρι και άλλα”. Έτσι κατόρθωσε και τον αθώωσε. Και όταν βγήκε ο γέρος, πήγε και βρήκε τη Μαρία, την αγκάλιασε και της είπε: “Ποια είσαι κόρη μου; Πρέπει να είσαι η Παναγία!”.
Ζακ Βίκτωρ Ελιέζερ: «Υπέστην φρικτά βασανιστήρια. (…) Δε θα ξεχάσω όμως ότι η σωτηρία μου οφείλετο εις τη Μαρία Δημάδη, η οποία είχε εξαφανίσει το φάκελόν μου με το κατηγορητήριο, και έτσι εφόσον πλέον δεν υπήρχε τίποτα το ενοχοποιητικόν, διά καταλλήλων χειρισμών έπεισε τον φρούραρχον, ότι έπρεπε να αφεθώ ελεύθερος.»
Ιερέας Κων/νος Παπαβαλής: «Όπου επρόκειτο οι Γερμανοί να κάνουν επίθεση, η Μαρία μας ειδοποιούσε, για να παίρνουμε τα μέτρα μας. Μια γερμανική αμαξοστοιχία με πυρομαχικά, στις 9 Απριλίου ερχόταν από Κρυονέρι – Αγρίνιο. Και στη θέση Σταμνά, την ανατίναξε ο Ελασίτης Καπετάν Βονόρτας με τα παλικάρια του. Και οι 65 Γερμανοί στρατιώτες νεκροί.»
Γιαγιά Ερασμία: «Όταν ρωτούσαμε τη Μαρία τι κάνει, πού πάει, μας απαντούσε: «τρέχω να σώσω τον κόσμο που κινδυνεύει». Όταν πιάσανε όλους τους Πετροχωρίτες από το χωριό Μακρυνεία (…) τους φυλάκισαν. Κι έγινε η δίκη. Η Μαρία φρόντισε με όλους τους τρόπους και τους αθώωσε. Όταν βγήκανε, πήγανε στη Μαρία και την ευχαριστήσανε, και της είπανε: «Τι θέλεις, τρόφιμα ή χρήματα;» Κι η Μαρία τους είπε: «Δε θέλω τίποτα, μόνον φύγετε αμέσως να μη σας ξαναπιάσουνε». Τότες της είπανε: «Όταν τελειώσει ο πόλεμος θα σου κάνει όλο το χωριό ένα μεγάλο δώρο». Και όταν μάθανε το θάνατό της χτυπήσανε την καμπάνα και πήγε όλο το χωριό και της κάνανε μνημόσυνο.
Ο Τολιόπουλος ήξερε ότι η Μαρία είχε ακούσει πολλά. Ήταν αυτή που μετέφραζε, ήταν η μόνη που γνώριζε όλες τις συνεννοήσεις των δωσίλογων, τις λεηλασίες τα καψίματα, τις δολοφονίες, όλα τα εγκλήματα που είχαν κάνει οι Γερμανοτσολιάδες και τη φοβούνταν. Έπρεπε να βγει από τη μέση πριν να είναι αργά γι’ αυτούς. Έτσι άρχισε το χρονικό ενός προδιαγεγραμμένου θανάτου.
Στις 30 Αυγούστου του ΄44 οι γερμανοτσολιάδες πηγαίνουν στο σπίτι της Μαρίας Δημάδη, κόβουν τα τηλεφωνικά καλώδια και της λένε ψέματα, ότι δήθεν τη ζητάνε επειγόντως στο Φρουραρχείο. Τη συλλαμβάνουν, την ανακρίνουν και ισχυρίζονται ότι θα την οδηγήσουν στη φυλακή προσωρινά μέχρι το πρωί. Ο Τολιόπουλος όμως έχει δώσει το σύνθημα της εκτέλεσής της: «Το πρωί, βγάλτε της και μια φωτογραφία».
Με τη βία την οδηγούν δίπλα από τη φυλακή προς το νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας, στο ίδιο σημείο που, πέντε μήνες πριν, 120 έγκλειστοι αντιστασιακοί της περιοχής εκτελούνται από το τάγμα θανάτου που διοικούσε την πόλη. Εκείνη αντιστέκεται, τη βρίζουν, τη σέρνουν. Ζητά να δει τον Τολιόπουλο. Ο τσολιάς υποκρίνεται ότι θα εκτελέσει την παραγγελία της, αλλά δίνει το παράγγελμα στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Τη δήλωση της Ληξιαρχικής Πράξης θανάτου της, την έκανε ο έμπορος Ιωάννης Ροντήρης στις 16 Μαρτίου 1945, όπου μεταξύ άλλων σημειώνει: «Συλληφθείσα υπό των Γερμανών(sic) την 30ην Αυγούστου 1944 εν τη οικία της, εξετελέσθη την πρωίαν της επομένης»