Μνήμη χρονολογίου της 9ης Αυγούστου

9 Αυγούστου 2024

Είναι η 222η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 144 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:35 – Δύση ήλιου: 20:25
Διάρκεια ημέρας: 13 ώρες 50 λεπτά
🌒  Σελήνη 4.5 ημερών
Χρόνια πολλά στον Ματθία

Γεγονότα

 

1173 – Αρχίζει να κατασκευάζεται, από τον αρχιτέκτονα Μπονάνο Πιζάνο, το καμπαναριό του Καθεδρικού Ναού της Πίζας. Θα ολοκληρωθεί 199 χρόνια αργότερα και θα μείνει στην ιστορία ως ο Κεκλιμένος Πύργος της Πίζας, επειδή από την αρχή της κατασκευής του παρουσίαζε κλίση.
Το «σήμα – κατατεθέν» της Πίζας. Πρόκειται για το καμπαναριό του καθεδρικού ναού της ιστορικής πόλης της Ιταλίας, που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η κλίση του αρχικά κατά 5,5 μοίρες, εξαιτίας της καθίζησης του εδάφους, το κατέστησε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα αξιοθέατα του κόσμου. Ολόκληρη η Πλατεία της Πίζας (Piazza del Duomo), που περιλαμβάνει την εκκλησία, το βαπτιστήριο και το καμπαναριό, ανακηρύχθηκε το 1987 από την ΟΥΝΕΣΚΟ ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Το οικοδόμημα, από πέτρα και μάρμαρο, είναι κυλινδρικό. Αποτελείται από 8 ορόφους με 296 σκαλιά κι έχει ύψος 55,86 μέτρα. Η πρωτοβουλία για την ανέγερσή του ανήκει σε μία πλούσια χήρα της Πίζας, τη δόνα Μπέρτα ντι Μπερνάρντο, η οποία διέθεσε το πρώτο χρηματικό ποσό (60 σόλδια) στις 5 Ιανουαρίου 1172. Ένα χρόνο αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1173, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος και πέντε μέρες αργότερα ξεκίνησαν οι εργασίες, που ολοκληρώθηκαν 199 χρόνια αργότερα, το 1372. Για πολλά χρόνια πιστευόταν ότι οι αρχιτέκτονες του οικοδομήματος ήταν τα αδέλφια Γκουλιέλμο και Μπονάνο Πιζάνο. Πρόσφατες μελέτες, όμως, υποστηρίζουν ότι αρχιτέκτονας του Πύργου της Πίζας είναι ο Ντιοτισάλβι.
Η κλίση του οικοδομήματος προς τα ανατολικά, η οποία άρχισε κατά τον χρόνο κατασκευής του, δεν έπαψε να μεγαλώνει στους επόμενους αιώνες. Ήδη, κατά τον 19ο αιώνα αναλήφθηκαν προσπάθειες για την υποστήριξη του οικοδομήματος και για την ελάφρυνσή του αφαιρέθηκαν οι δύο βαριές καμπάνες που βρίσκονταν στον υψηλότερο όροφο. Στις 27 Φεβρουαρίου 1964, η ιταλική κυβέρνηση ζήτησε διεθνή βοήθεια για την αποφυγή κατάρρευσής του. Ζήτησε, όμως, να διατηρηθεί η κλίση του, που έπαιζε κομβικό ρόλο στην τουριστική βιομηχανία της περιοχής.
Ύστερα από μελέτες δύο και πλέον δεκαετιών, στις 7 Ιανουαρίου 1990 ξεκίνησαν οι εργασίες υποστήριξης του οικοδομήματος. Ο Πύργος έκλεισε για το κοινό και ξανάνοιξε στις 15 Δεκεμβρίου 2001, με τη λήξη των εργασιών. Η κλίση του μειώθηκε στις 3,99 μοίρες και ειδικοί έκριναν ότι θα παραμείνει σταθερός και ασφαλής για τα επόμενα 300 χρόνια.

 

1828 – Υπογράφεται ανάμεσα στην Αγγλία και τον Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου η Σύμβαση της Αλεξάνδρειας, με την οποία καθορίζεται ο τρόπος εκκένωσης της Πελοποννήσου από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Το 1825, μετά τις ένδοξες νίκες των επαναστατημένων Ελλήνων που διαδόθηκαν στην Ευρώπη, οι Τουρκοαιγύπτιοι έστειλαν αιφνιδιαστικά στρατεύματα στον Μόρια προκειμένου να καταστήσουν σαφές ότι ακόμα υπερέχουν, μετά μάλιστα και από την ήττα των Ελλήνων στο Μεσολόγγι.
Όμως το ηθικό των εξεγερμένων αναπτερώθηκε μετά από δυο χρόνια ,στις 8 Οκτωβρίου 1827, όταν ο στόλος του Ιμπραήμ καταστράφηκε ολοκληρωτικά στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου.Ο Ιμπραήμ όμως απτόητος δεν εγκατέλειψε την Πελοπόννησο αμέσως μετά, αλλά προτίμησε να παραμείνει εκεί με ισχυρές δυνάμεις. Οι  αιγυπτιακές δυνάμεις που αποχώρησαν, μεταφέραν μαζί τους ένα μεγάλο αριθμό χριστιανών αιχμαλώτων από την Πελοπόννησο στην πατρίδα τους ως σκλάβους. Το ζήτημα  αυτό έμελλε να απασχολήσει το ελληνικό προξενείο στην Αίγυπτο επί σειρά ετών αλλά και τις μεγάλες Δυνάμεις.
Έτσι ,στις αρχές του 1828 όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ελλάδος ο Καποδίστριας ανάμεσα σε πολλά άλλα, επιθυμούσε να καταληφθεί η Ρούμελη όσο πιο γρήγορα γινόταν και ο Ιμπραήμ να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο  χωρίς να γίνουν νέες μάχες και πολιορκίες στην περιοχή.
Στην αρχή δεν ήθελε να παρέμβουν οι ξένες δυνάμεις για να μην ιδιοποιηθούν τον  «τίτλο»  του ελευθερωτή της χώρας. Όμως μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1828, ο ίδιος έστειλε υπόμνημα στο οποίο ζητούσε να σταλούν στρατεύματα. Έτσι, σε διάσκεψη του Λονδίνου αποφασίστηκε να σταλούν συμμαχικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο., αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο ότι η Ελληνική Επανάσταση  ήταν ζήτημα που καλούσε σε διπλωματικό συντονισμό και στρατιωτική επέμβαση.
Στις 3 Ιουλίου, οι άλλοι δύο νικητές ναύαρχοι του Ναυαρίνου, οι Δεριγνί και Χέιδεν και ο πλοίαρχος Κάμπελ, ως εκπρόσωπος του Κόδριγκτον συναντήθηκαν με τον Ιμπραήμ, ο οποίος τους ανακοίνωσε ότι είναι έτοιμος να φύγει, αλλά μόνο με τουρκικά πλοία. Παράλληλα, ο Καποδίστριας συνάντησε στη Ζάκυνθο στις 6 Ιουλίου 1828 τον Άγγλο ναύαρχο Κόδριγκτον στον οποίο πρότεινε να πάει στην Αλεξάνδρεια για να πείσει τον Μεχμέτ Αλή, να διατάξει την εκκένωση του Μοριά, το οποίο κι έπραξε.

 

1942 – Η ουκρανική ομάδα Σταρτ, που αποτελείται από 8 παίκτες της Δυναμό Κιέβου και τρεις της Λοκομοτίβ Κιέβου, νικά τη Φλάκελφ, μία ομάδα γερμανούς αεροπόρους, με 5-3. Ο αγώνας αυτός θα μείνει στην ιστορία ως «το ματς του θανάτου».
Tην περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Ευρώπη, υπήρξαν περιπτώσεις που οι ναζί ενθάρρυναν τη διοργάνωση αθλητικών διοργανώσεων για τους δικούς τους σκοπούς, την προπαγάνδα, αλλά και την προσπάθεια να “ξεγελάσουν” τους κατακτημένους με “θεάματα”. Ένα περιστατικό που η απόπειρά τους, γύρισε ανάποδα και εξευτέλισε το Γ΄ Ράιχ, συνέβη στην Ουκρανία το 1942. Η ιστορία κατέληξε στο λεγόμενο “ματς του θανάτου” στις 9 Αυγούστου του 1942, που ήταν η απόπειρα να πάρουν τη ρεβάνς μίας “ηχηρής” ήττας που υπέστησαν στις 6 Αυγούστου 1942.

 

 

1945 – Η δεύτερη ατομική βόμβα των Αμερικανών πέφτει στο Ναγκασάκι. Οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά ως όπλο την ατομική βόμβα, που πρώτοι αυτοί είχαν κατασκευάσει τον Ιούνιο του 1945, και σκόρπισαν τον όλεθρο σε δύο ιαπωνικές πόλεις, τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (6 και 9 Αυγούστου 1945). Με την ενέργειά τους αυτή, που βρήκε πολλούς επικριτές, κατόρθωσαν να επισπεύσουν το τέλος του πολέμου στα μέτωπα του Ειρηνικού και να ελαχιστοποιήσουν τις δικές τους απώλειες. Παράλληλα, δήλωσαν με εμφατικό τρόπο ποιος θα είναι το αφεντικό στις παγκόσμιες υποθέσεις μετά τη λήξη του πολέμου.
Το καλοκαίρι του 1945, τα τύμπανα του πολέμου είχαν σιγήσει στην Ευρώπη, ενώ παρά τη συνεχιζόμενη προέλαση των Συμμάχων στον Ειρηνικό, η μιλιταριστική Ιαπωνία αρνείτο να παραδοθεί. Ο αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν ήταν ανήσυχος για τις μεγάλες αμερικανικές απώλειες κατά την κατάληψη της Οκινάβας στις 22 Ιουνίου 1945 (12.000 νεκροί και 38.000 τραυματίες), που δημιουργούσαν το φόβο για μακροχρόνιο πόλεμο και τεράστιο αριθμό θυμάτων, σε περίπτωση που τα συμμαχικά στρατεύματα θα αποβιβάζονταν στα κύρια νησιά της Ιαπωνίας, όπου στάθμευαν 2 εκατομμύρια στρατιώτες. Ο στρατηγός Καρλ Σποτς, αρχηγός της αεροπορίας του Ειρηνικού, πρότεινε στον Τρούμαν τη ρίψη ατομικής βόμβας πάνω από μία πυκνοκατοικημένη ιαπωνική πόλη. Με την πρόταση Σποτς συμφώνησε και ο στρατηγός Ντάγκλας ΜακΆρθουρ, που έχει το γενικό πρόσταγμα στις επιχειρήσεις του Ειρηνικού.
Αφού πήραν το «πράσινο φως» από την πολιτική ηγεσία, οι στρατιωτικοί επέλεξαν την πόλη της Χιροσίμα (στο νότιο άκρο του Χόνσου, του μεγαλύτερου νησιού της μητροπολιτικής Ιαπωνίας), για τη ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας. Την επιχείρηση ανέλαβε ο σμήναρχος Πολ Τίμπετς, ο οποίος είχε εκπαιδευτεί ειδικά γι’ αυτό το σκοπό. Οδήγησε ένα στρατηγικό βομβαρδιστικό τύπου B29, το οποίο έφερε την ονομασία Enola Gay (το όνομα της μητέρας του) και ακριβώς στις 8:15 το πρωί απελευθέρωσε πάνω από την πόλη τη βόμβα ουρανίου, που είχε την κωδική ονομασία Little Boy («Αγοράκι»). 45 δευτερόλεπτα αργότερα, η βόμβα εξερράγη 600 μέτρα πάνω από τη Χιροσίμα. Μία φωτεινή λάμψη τύφλωσε το πλήρωμα του βομβαρδιστικού και κατόπιν σχηματίστηκε πάνω από το σημείο της έκρηξης ένα κόκκινο νεφέλωμα σε σχήμα μανιταριού.
Το ωστικό κύμα της έκρηξης, σε συνδυασμό με τη θερμότητα που εκλύθηκε, κονιορτοποίησε τα πάντα σε μία περιοχή 11 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ποτέ άλλοτε στην παγκόσμια ιστορία μία και μόνη βόμβα δεν προκάλεσε τόσους πολλούς θανάτους. Επί τόπου σκοτώθηκαν πάνω από 20.000 στρατιώτες και 78.000 άμαχοι. Οι αγνοούμενοι ξεπέρασαν τις 13.000 και οι βαριά τραυματίες τις 10.000. Για πολλούς από τους επιζήσαντες η ζωή θα είναι μαρτυρική τα επόμενα χρόνια και αρκετές χιλιάδες θα πεθάνουν από καρκίνους

 

1956 – Απαγχονίζονται στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας από τις αγγλικές αρχές κατοχής οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ Ανδρέας Ζάκος (25 χρονών), Χαρίλαος Μιχαήλ (21 χρονών), και Ιάκωβος Πατάτσος, (22 χρονών).
Ιάκωβος Πατάτσος
Γεννήθηκε την 1/7/1934 στη Λευκωσία. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο «Ελένειο» και ήταν απόφοιτος της Σχολής Σαμουήλ. Με την έναρξη του αγώνα κατατάχθηκε σε ομάδες ρίψης βομβών και αργότερα στο εκτελεστικό Λευκωσίας. Κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης κράτησής του στα κελιά των μελλοθανάτων τόνωνε με τη θρησκευτική του πίστη τους άλλους κατάδικους, δημιουργώντας ατμόσφαιρα κατάνυξης και πνευματικής ανάτασης. Η τελευταία του επιστολή προς τη μητέρα του έγραφε: «Αγαπημένη μου μητέρα, Χαίρε. Ευρίσκομαι μεταξύ αγγέλων. Το πνεύμα μου φτερουγίζει γύρω από το θρόνο του Κυρίου. Θέλω να χαίρεις όπως κι εγώ…».
Ανδρέας Ζάκος
Γεννήθηκε στις 12/11/1931 στο χωριό Λινού της επαρχίας Λευκωσίας. Σε νεαρή ηλικία μετοίκισε με την οικογένειά του στη Λεύκα. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Λεύκας και στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας και αποφοίτησε από την Ελληνική Σχολή Σολέας. Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ με το ξεκίνημα του αγώνα και όργωσε την περιοχή Λεύκας-Πύργου, ετοίμασε κρησφύγετα και στρατολόγησε άνδρες ως μέλη της ΕΟΚΑ. Ως τελευταία χάρη, πριν από τον απαγχονισμό του, ζήτησε και άκουσε μουσική Μπαχ και Μπετόβεν. Γράφει σχετικά στον αδελφό του Γιώργο: «Η ώρα του θανάτου πλησιάζει, μα στην ψυχή μας φωλιάζει ηρεμία. Τη στιγμή αυτή ακούμε την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν. Στη θέση που βρισκόμαστε τώρα ούτε με το μικροσκόπιο δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε πού υπάρχει τραγωδία στο θάνατο…».
Χαρίλαος Μιχαήλ
Γεννήθηκε στις 9/2/1935 στο χωριό Γαληνή της επαρχίας Λευκωσίας. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο Γαληνής και εργαζόταν στην Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία. Εντάχθηκε στον αγώνα της ΕΟΚΑ και υπηρέτησε μαζί με τα αδέλφια του και τον πατέρα του. Είχαν διασυνδέσεις με την  ομάδα του Μάρκου Δράκου.Το βράδυ της Τετάρτης, 8 Αυγούστου, τον επισκέφτηκαν στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας η μητέρα και ο πατέρα του. Τους υποδέχθηκε με το τραγούδι “Ξύπνα καημένε μου Ραγιά” και τους αποχαιρέτησε με αυτά τα λόγια: «Έχω το θάρρος να πατήσω την αγχόνη, πατέρα. Εσύ, μάνα, να το έχεις ευχαρίστηση και να το κρατείς καύχημα που πεθαίνω για την πατρίδα».

 

1996 – Τελετή λήξης των 26ων Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα. Η Ελλάδα κέρδισε 8 μετάλλια. 4 χρυσά (Μελισσανίδης, Καχιασβίλι, Δήμας, Κακλαμανάκης) και 4 αργυρά (Κόκκας, Λεωνίδης, Σαμπάνης, Μπακογιάννη).
Η Ελλάδα διεκδίκησε τους 26ους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996 για να γιορτάσει τα 100 χρόνια από την αναβίωση του θεσμού, αλλά τους έχασε, όχι μόνο από την Κόκα – Κόλα και την Ατλάντα, αλλά και από τη δική της ανετοιμότητα, προς μεγάλη απογοήτευση των Ελλήνων. Στην κρίσιμη πέμπτη ψηφοφορία για την ανάθεση της διοργάνωσης, που έγινε στο Τόκιο στις 18 Σεπτεμβρίου 1990, η Ατλάντα έλαβε 51 ψήφους και η Αθήνα 35.
Η Ελλάδα συμμετείχε στους αγώνες με 121 αθλητές (87 άνδρες και 34 γυναίκες) και κατέκτησε 4 χρυσά μετάλλια (Πύρρος Δήμας και Κάχι Καχιασβίλι στην άρση βαρών, Ιωάννης Μελισσανίδης στη γυμναστική και Νίκος Κακλαμανάκης στην ιστιοσανίδα) και 4 ασημένια (Νίκη Μπακογιάννη στο άλμα εις ύψος, Βαλέριος Λεωνίδης, Λεωνίδας Σαμπάνης και Λεωνίδας Κόκκας στην άρση βαρών), στην πιο πλούσια συγκομιδή της από τους Πρώτους Ολυμπιακούς του 1896.

 

Γεννήσεις

 

1918 – Αλέξης Σολομός (επίσημα: Αλέξανδρος Σολωμός), του Ιωάννη, ήταν Έλληνας θεατρικός σκηνοθέτης, μεταφραστής, και θεωρητικός του θεάτρου. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Αυγούστου του 1918, με καταγωγή από την Κεφαλλονιά. Υπήρξε μαθητής του Καρόλου Κουν στο Κολέγιο Αθηνών, πήρε μαθήματα ζωγραφικής στο ατελιέ Βυζάντιου & Στύλου-Διαμαντοπούλου, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1937-1941) χωρίς να αποφοιτήσει καθώς και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (1939-1942), στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών του Λονδίνου (1945-46), στο Πανεπιστήμιο Γέιλ των ΗΠΑ και στο Δραματικό Εργαστήρι του Πισκάτορ (1946-48). Πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου 2012, σε ηλικία 94 ετών.
Πριν ολοκληρώσει τις θεατρικές σπουδές του, είχε ήδη σχεδιάσει τα κοστούμια για τον Μάκβεθ που ανέβασε η Μαρίκα Κοτοπούλη το 1937. Εκείνη την εποχή άρχισε και η συνεργασία του (με διηγήματα, μεταφράσεις, καλλιτεχνικές ειδήσεις, συνεντεύξεις κ.α) με το περιοδικό “Νεοελληνικά Γράμματα” του Δημήτρη Φωτιάδη. Το 1939 παρουσίασε την πρώτη σκηνοθετική του δουλειά στην Αρκούδα του Τσέχωφ, που ανεβάστηκε από το θίασο του Αγγλοελληνικού Συνδέσμου. Στην Κατοχή εργάστηκε ως ηθοποιός, ενδυματολόγος, μεταφραστής και κριτικός κινηματογράφου. Η επαγγελματική θεατρική του σταδιοδρομία άρχισε ουσιαστικά με τη συνεργασία του στο Θέατρο Αθηνών του Κωστή Μπαστιά στα 1942-43. Έπαιξε ως ηθοποιός στο “Δίλημμα του Γιατρού” του Μπέρναρντ Σω (πλάι στους Παπαδάκη, Παππά και Κωτσόπουλο) στο “Θέατρο Διονύσια”. Παράλληλα σχεδίασε τα κοστούμια της παράστασης Αΐντα του Βέρντι, που παρουσιάστηκε στο Θέατρο Ολύμπια. Το 1943 συνεργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ως ηθοποιός, με το “Θέατρο Τέχνης” του Κ. Κουν και με το Θίασο Μανωλίδου – Βεάκη – Παππά – Δενδραμή. Το 1944 ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης το θεατρικό του έργο “Ο τελευταίος ασπροκόρακας” και το 1945 “Το μονοπάτι της λευτεριάς” από το Θίασο Παππά – Μερκούρη. Επιπλέον το 1944 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού “Τετράδιο”.
Ο Αλέξης Σολομός άρχισε την σκηνοθετική του σταδιοδρομία στη Νέα Υόρκη το 1947 στο Cherry Lane Theatre και στο Province Town Playhouse. Το 1949 ανέβασε τον Καλιγούλα του Καμύ στο Embassy Theatre του Λονδίνου. Το 1949 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου η πρώτη παράσταση που σκηνοθέτησε ήταν η “Κληρονόμος” στο Θέατρο Μουσούρη. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο τις περιόδους 1950-1964, 1968-1985 και το 1992, όπου σκηνοθέτησε περίπου εκατόν δύο (102) θεατρικές παραστάσεις. Εξήντα πέντε (65) περίπου παραστάσεις σκηνοθέτησε σε διάφορους αθηναϊκούς θιάσους, στο Κ.Θ.Β.Ε., στην Ε.Λ.Σ. Το 1964 ίδρυσε το δικό του θίασο, με την επωνυμία “Προσκήνιο” (1967-1978). Επίσης εργάστηκε στο Μίσιγκαν των Η.Π.Α. (1965-1967) ως καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Θεωρείται από τους σκηνοθέτες που συνέβαλαν στην αναβίωση των έργων του Αριστοφάνη, ανεβάζοντας στην Επίδαυρο δέκα από τις ένδεκα κωμωδίες του, με τη χρήση στοιχείων από την ελληνική λαογραφική παράδοση. Επιπλέον μελέτησε και τις αρχαίες τραγωδίες και σκηνοθέτησε έργα και των τριών μεγάλων Ελλήνων Τραγικών. Πλούσιο υπήρξε και το μεταφραστικό έργο του. Για κάποιες από τις μεταφράσεις του χρησιμοποίησε το όνομα Α. Ροσόλυμος. Συχνά μετέφραζε ο ίδιος τα έργα που σκηνοθετούσε ή/και σχεδίαζε και τα κοστούμια.
Επιπλέον χρημάτισε αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Ε.Ι.Ρ.Τ. (1974-1975) και δυο φορές διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1980-1983). Για την προσφορά και το έργο του τού έχει απονεμηθεί ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

1927 – Μάρβιν Μίνσκι (Marvin Lee Minsky, 9 Αυγούστου 1927 – 24 Ιανουαρίου 2016) ήταν Αμερικανός επιστήμονας υπολογιστών και γνωσιακός επιστήμονας, που ασχολήθηκε κυρίως με την έρευνα στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης. Υπήρξε συνιδρυτής του Εργαστηρίου τεχνητής νοημοσύνης του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT) και συγγραφέας πολλών κειμένων που αφορούν την τεχνητή νοημοσύνη και τη φιλοσοφία. Ο Μίνσκυ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από γονείς εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του, ο Χένρυ Μίνσκυ, ήταν χειρουργός οφθαλμίατρος, και μητέρα του ήταν η Φάνι, το γένος Ράιζερ (Fannie Reiser). Παρακολούθησε το Σχολείο Ηθικής Μορφώσεως Fieldston, το Γυμνάσιο Επιστημών του Μπρονξ και ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ακαδημία Φίλιπς, στο Άντοβερ της Μασαχουσέτης. Στη συνέχεια, εξαιτίας του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, υπηρέτησε στο αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό το 1944 και το 1945. Πήρε πτυχίο στα μαθηματικά από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1950 και διδακτορικό, επίσης στα μαθηματικά, από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον το 1954. Η διδακτορική διατριβή του είχε τίτλο Θεωρία νευρικών-αναλογικών συστημάτων ενισχύσεως και εφαρμογή της στο πρόβλημα του εγκεφαλικού μοντέλου.
Ο Μίνσκυ πέρασε όλη τη σταδιοδρομία του ως καθηγητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης (MIT).

 

1938 – Ότο Ρεχάγκελ (ορθή απόδοση Όττο Ρέχαγκελ, γερμ. Otto Rehhagel), γεννημένος στις 9 Αυγούστου 1938 στην πόλη Έσσεν (Essen) της Γερμανίας, είναι Γερμανός διακεκριμένος προπονητής ποδοσφαίρου και παλαίμαχος ποδοσφαιριστής. Ο Ρεχάγκελ συμμετείχε στην τοπική ομάδα Ροτ-Βάις Έσσεν (1960-1963). Μετά το ξεκίνημα της Μπούντεσλιγκα αγωνίστηκε για λογαριασμό της Χέρτα Βερολίνου (1963-1965) και της Καϊζερσλάουτερν (1966-1972). Στη διάρκεια της καριέρας του έπαιξε συνολικά σε 201 αγώνες της Μπούντεσλιγκα.
Ως προπονητής ξεκίνησε την καριέρα του το 1974 στους Κίκερς Όφφενμπαχ. Κατόπιν θήτευσε διαδοχικά στη Βέρντερ Βρέμης (1976), στη Μπορούσια Ντόρτμουντ (1976-1978), στην Αρμίνια Μπίλεφελντ (1978-1979) και στη Φορτούνα Ντύσσελντορφ (1979-1980), προτού επιστρέψει στη Βέρντερ για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια (1981–1995).
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Βέρντερ, η ομάδα καθιερώθηκε ως μια από τις σημαντικότερες του πρωταθλήματος της Μπούντεσλιγκα, κατακτώντας δύο πρωταθλήματα (1988 και 1993) και δύο κύπελλα Γερμανίας, καθώς και ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης.
Στη συνέχεια διατέλεσε προπονητής της Μπάγερν Μονάχου για λιγότερο από ένα χρόνο την περίοδο 1995-1996. Απολύθηκε τρεις εβδομάδες πριν τον τελικό του Κυπέλλου UEFA το 1996, ύστερα από μια απογοητευτική πορεία στο πρωτάθλημα. Ο αντικαταστάτης του, Φραντς Μπεκενμπάουερ, οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του κυπέλλου.
Έπειτα ο Ρεχάγκελ ανέλαβε καθήκοντα τεχνικού στην Καϊζερσλάουτερν (1996-2000), με την οποία κατάφερε την σεζόν 1997-98 το ανεπανάληπτο ως σήμερα γεγονός της κατάκτησης του γερμανικού πρωταθλήματος από ομάδα αμέσως μετά την άνοδο από τη δεύτερη κατηγορία.
Το 2001 έγινε προπονητής της ελληνικής εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου. Η ομάδα προκρίθηκε απευθείας για το Euro 2004, μπροστά από την Ισπανία και την Ουκρανία. Ως μεγάλο αουτσάιντερ με ποσοστό 100 προς 1 στις στοιχηματικές εταιρείες, κέρδισε με συγκλονιστικό τρόπο την Πορτογαλία, τη Γαλλία και την Τσεχία -φαβορί για πολλούς- στο δρόμο για τον τελικό, όπου νίκησε και πάλι την οικοδέσποινα Πορτογαλία και σήκωσε το τρόπαιο. Ο Ρεχάγκελ, ο οποίος ήταν βασικός παράγοντας αυτής της επιτυχίας της Εθνικής Ελλάδας, έγινε ο πρώτος προπονητής που κέρδισε ποτέ ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα με Εθνική ομάδα άλλης χώρας.
Ο Ρεχάγκελ υιοθέτησε μια αμυντική αγωνιστική προσέγγιση στην ελληνική ομάδα, χρησιμοποιώντας ενεργητικούς μέσους για να κουράσει τον αντίπαλο και την πολιτική της άμυνας ίσου αριθμού αμυντικών, με αυτού των επιθετικών του αντιπάλου. Όταν κατηγορήθηκε για βαρετό παιχνίδι, είπε: «Κανένας δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο προπονητής υιοθετεί τις τακτικές που είναι εφαρμόσιμες με βάση τα χαρακτηριστικά των διαθέσιμων παικτών». Αξιοσημείωτο είναι πως η θητεία του στη Βέρντερ Βρέμης φημίζονταν για το γρήγορο και εντυπωσιακό ποδόσφαιρο που προσέφερε η ομάδα.
Μετά την παραίτηση του Ρούντι Φέλερ από την ηγεσία του πάγκου της γερμανικής εθνικής ομάδας έπειτα από την αδυναμία πρόκρισης στα προημιτελικά του Euro 2004, ο Ρεχάγκελ θεωρήθηκε ένας από τους σημαντικότερους υποψηφίους για να αναλάβει το πόστο. Είχε την υποστήριξη του κοινού, παρ’ όλο που θεωρείτο από το ποδοσφαιρικό κατεστημένο ως αντισυμβατικός και ιδιόρρυθμος. Έπειτα από την απόσυρση άλλων τριών υποψηφίων για την θέση, έγινε πρόταση στον Ρεχάγκελ να αναλάβει την ομάδα, κάτι που ο ίδιος επίσημα απέρριψε στις 10 Ιουλίου.
Στην Ελλάδα συχνά αποκλήθηκε «Βασιλιάς Όθων» σε συσχέτιση προς τον Βασιλιά Όθωνα της Ελλάδος, εντούτοις είχε αυτό το ψευδώνυμο ήδη από την προπονητική του καριέρα στη Γερμανία. Ως λογοπαίγνιο αναγραμματισμού με αναφορά στον μυθικό ήρωα Ηρακλή (γερμ. Herakles), βαφτίστηκε από τον γερμανικό Τύπο Rehakles («Ρεχακλής»).

 

Θάνατοι

 

1823 – Μάρκος Μπότσαρης. Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία του και τη σημαντική συμβολή του στον Αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και δίκαια θεωρείται μεγάλος εθνικός ήρωας. Πολλοί Φιλέλληνες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα, θαύμασαν την ανδρεία του Μπότσαρη, ενώ πολλοί ποιητές έγραψαν ποιήματα γι’ αυτόν. Ο Φιτζ-Γκρην Χάλλικ (Fitz-Greene Halleck), Αμερικάνος ποιητής, έγραψε ένα ποίημα με τίτλο “MARCO BOZZARIS”, ενώ ο Ελβετός ποιητής Ζυστ Ολιβιέ έγραψε επίσης ένα ποίημα-έπαινο προς τιμήν του, το 1825. Επίσης ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας, ο Διονύσιος Σολωμός, αφιέρωσε μία από τις ωδές του στον Μάρκο Μπότσαρη. Ο Ζακύνθιος μουσουργός Παύλος Καρρέρ συνέθεσε το 1858 την όπερα Μάρκος Βότζαρης (Marco Bozzari), σε λιμπρέτο του Ιταλού ποιητή Τζιοβάνι Κατσιαλούπι (Giovanni Caccialupi), η οποία παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία σε όλα τα γνωστά ελληνικά θέατρα του 19ου αιώνα, από λυρικά σχήματα όπως ο Ελληνικός Μελοδραματικός Θίασος. Από την όπερα αυτή ιδιαίτερα δημοφιλής έχει καταστεί η άρια του Μάρκου “Εγέρασα, μωρές παιδιά”, ευρύτερα γνωστή και ως “Γερο-Δήμος”. Ένας σταθμός του μετρό του Παρισιού (σταθμός Botzaris) έχει ονομαστεί προς τιμήν του. Αναφέρεται ότι ήδη το 1825 υπήρχε λαϊκό-σχολικό δράμα για τον Μάρκο Μπότσαρη, γραμμένο από την Ευανθία Καΐρη, το οποίο διαρκούσης της επανάστασης διδασκόταν σε όποια σχολεία το επέτρεπαν οι συνθήκες (αναφέρεται η Τήνος) για να τονώνεται το αίσθημα υπέρ της ελευθερίας.

 

1962 – Έρμαν Έσσε (Hermann Hesse, 2 Ιουλίου 1877 – 9 Αυγούστου 1962) ήταν Γερμανός λογοτέχνης. Ο Έσσε γεννήθηκε στο Καλβ της Βυρτεμβέργης στη Γερμανία το 1877, σε αυστηρό προτεσταντικό περιβάλλον. Ο πατέρας του ήταν ιεραπόστολος, ενώ ο παππούς του γνωστός ινδολόγος και ιεραπόστολος. Ξεκίνησε να εργάζεται ως βιβλιοπώλης και, παράλληλα, συνέγραφε. Έγινε γρήγορα γνωστός με τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά του. Το 1904 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Πήτερ Κάμεντσιντ. Το 1946 τιμήθηκε με το βραβείο Γκαίτε και το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και το 1955 με το βραβείο Ειρήνης του Γερμανικού Συνδέσμου Εμπορίας Βιβλίων. Απεβίωσε στις 9 Αυγούστου του 1962.
Κεντρικό θέμα του έργου του είναι η υπαρξιακή θρησκευτική προβληματική του ανθρώπου. Στα έργα του (Ντέμιαν, Σιντάρτα, Ο λύκος της στέππας, κ.α.) συναντώνται συχνά μοτίβα του γερμανικού ρομαντισμού, θέματα από την ινδική και κινεζική φιλοσοφία και ψυχαναλυτικές θεωρίες. Από πολύ νεαρή ηλικία ο Έσσε έρχεται σε επαφή με την ποίηση του Goethe και άλλων σπουδαίων ποιητών του ρομαντισμού (Νοβάλις, Μπρενετάνο, Σλέγκελ κ.α.), που τον επηρεάζουν σημαντικά, αφού είναι από τη φύση του ρομαντική ιδιογκρασία.

 

2019 – Τάκης, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Παναγιώτη Βασιλάκη. Ο Τάκης (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Παναγιώτη Βασιλάκη), υπήρξε παγκοσμίου φήμης γλύπτης, γνωστός διεθνώς ως Takis. Αυτοδίδακτος εκ πεποιθήσεως και πρωτοπόρος της κινητικής τέχνης, κατάφερε να δημιουργήσει μια άρρηκτη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και τις επιστήμες συνδυάζοντας στοιχεία της φύσης και της φυσικής στη γλυπτική του. Από τις αρχές της δεκαετίας ’60 πραγματοποίησε τομή στην πρωτοποριακή γλυπτική. Επηρεασμένος από τον Αλεξάντερ Κάλντερ και τον Ζαν Τενγκελί πειραματίστηκε πάνω σε κινητικές γλυπτικές φόρμες, ηλεκτρομαγνητικούς μηχανισμούς, αυτόματα που παράγουν ήχους, μηχανικά ελάσματα που κινούνται σαν μίσχοι λουλουδιών, σήματα της τροχαίας που αναβοσβήνουν, εξαρτήματα παλιών εργαλείων που επανασυντίθενται μ’ έναν τρόπο αναρχικό.
Ο Παναγιώτης Βασιλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 1925. Η παιδική του ηλικία και η εφηβεία του σημαδεύτηκαν από αλλεπάλληλους πολέμους από τους οποίους η Ελλάδα υπέφερε όπως η Γερμανική και η Ιταλική Κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλεμος. Μεγάλωσε στην Νέα Χαλκηδόνα μέσα στην φτώχεια, καθώς η οικονομική ευμάρεια της πολυμελούς οικογένειάς του, με καταγωγή από την Αλαγονία της Μεσσηνίας, είχε πληγεί ήδη από το 1922 , δηλαδή την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Κατά την διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στον ΕΔΕΣ και μετά την απελευθέρωση στην ΕΠΟΝ. Για την δράση του φυλακίστηκε για ένα εξάμηνο στις αρχές του Εμφυλίου Πολέμου.
Η καλλιτεχνική του πορεία ξεκίνησε σε ηλικία 20 ετών, παρά το γεγονός ότι η οικογένειά του δεν αποδεχόταν την κλίση του προς τις καλές τέχνες, σε ένα υπόγειο εργαστήρι, όταν έρχεται σε επαφή με τα έργα του Πικάσο και του Τζιακομέτι. Το 1952 δημιούργησε το πρώτο του ατελιέ με τους παιδικούς του φίλους και καλλιτέχνες Μίνω Αργυράκη και Ραϋμόνδο (Παναγιώτη Ρεμούνδο) στην περιοχή της Ανάκασας. Τα πρώτα έργα του Τάκη είναι προτομές από γύψο και γλυπτά από σφυρήλατο σίδηρο εμπνευσμένα και από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό αλλά και από καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο και Τζιακομέτι.
Το 1954, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και για λίγους μήνες εντάχθηκε στο ατελιέ του φημισμένου γαλλορουμάνου γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι. Τα επόμενα χρόνια ταξίδεψε και έζησε μεταξύ Παρισίων και Λονδίνου, όπου εμπνεύστηκε και δημιούργησε τα πρώτα του κινητικά έργα. Eντυπωσιασμένος από τα ραντάρ, τις κεραίες και τα τεχνολογικά κατασκευάσματα που κοσμούσαν τον σιδηροδρομικό σταθμό στο Καλέ της Γαλλίας, δημιούργησε τα πρώτα του «Σινιάλα», τα οποία ενώ στην αρχή ήταν άκαμπτα και είχαν φωτεινά σήματα στην κορυφή τους, σταδιακά άλλαξαν μορφή. Στην κορυφή τους τοποθετούνται πυροτεχνήματα μέσω των οποίων ο καλλιτέχνης πραγματοποιεί διάφορα χάπενινγκ στις πλατείες των Παρισίων, αποκτούν ευελιξία, λικνίζονται χάρη στην πνοή του ανέμου ενώ όταν κρούουν μεταξύ τους παράγουν μοναδικούς ήχους δίνοντας την αίσθηση της δόνησης των χορδών και της μελωδίας της άρπας.

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia