Μνήμη χρονολογίου της 6ης Νοεμβρίου


.

Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»

6 Νοεμβρίου 2024

Είναι η 311η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 55 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:56 – Δύση ήλιου: 17:21 – Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 24 λεπτά
🌒  Σελήνη 4.6 ημερών
Χρόνια πολλά στον Λεονάρδο


Γεγονότα

 

1860 – Ο Αβραάμ Λίνκολν κερδίζει τις εκλογές και γίνεται Πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο Αβραάμ Λίνκολν γεννήθηκε στο Χότζβιλ του Κεντάκυ και ήταν γιος του αγρότη Τόμας Λίνκολν και της βαθύτατα θρησκευόμενης Νάνσυ Χανκς. Η μητέρα του πέθανε όταν αυτός ήταν 9 χρονών και γι’ αυτό ο πατέρας του παντρεύτηκε τη Σάρα Μπους Τζόνστον, η οποία ουσιαστικά τον υιοθέτησε. Από μικρή ηλικία άρχισε να εργάζεται ως αγρότης, ενώ ταυτόχρονα διάβαζε εντατικά για να τελειοποιήσει τη μόρφωσή του. Το 1830 εγκαταστάθηκε στη Νέα Ορλεάνη και κατατάχθηκε στο στρατό όπου έφτασε μέχρι τον βαθμό του λοχαγού. Το 1834 εξελέγη μέλος της Βουλής του Ιλλινόις, θέση στην οποία εκλεγόταν μέχρι το 1840. Από το 1837 ασχολήθηκε με τη δικηγορία και σε επαγγελματικό επίπεδο, ενώ το 1844 έγινε αρχηγός του κόμματος των Ουίγων. Δύο χρόνια αργότερα κατάφερε να εκλεγεί στο Κογκρέσο χωρίς όμως να διακριθεί. Επανήλθε στην πολιτική σκηνή το 1854, όταν ιδρύθηκε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τέθηκε επί τάπητος το θέμα της δουλείας. Με πύρινους λόγους κατά της δουλείας κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου και να αναδειχτεί σε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. Το 1858, ο Λίνκολν έβαλε υποψηφιότητα για γερουσιαστής, αλλά τη θέση κέρδισε ο Στίβεν Ντάγκλας του Δημοκρατικού Κόμματος.

 

Το 1860 έθεσε υποψηφιότητα για τον προεδρικό θώκο, τον οποίο και κέρδισε παρ’ όλο που στις νότιες πολιτείες δεν κατόρθωσε να επιβληθεί. Στο μήνυμα προς τον αμερικανικό λαό, τον Μάρτιο του 1861, διακήρυξε πως προσωρινά η δουλεία θα συνεχιζόταν αλλά δεν θα επεκτεινόταν. Οι νότιες πολιτείες όμως είχαν ήδη αποφασίσει για τις επόμενες κινήσεις τους. Οι πολιτείες του Νότου είχαν ήδη σχηματίσει δική τους κυβέρνηση με πρωτεύουσα το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Τον Απρίλιο του 1861 ξέσπασε ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος. Την Πρωτοχρονιά του 1863 υπέγραψε το περίφημο διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων, το οποίο μπήκε ως τροπολογία στο σύνταγμα το 1865. Το 1864, ύστερα και από τις συνεχείς νίκες του στρατού, εκλέχτηκε για δεύτερη φορά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών με ποσοστό 55%.
Γνώριζε τους αντιπάλους και τους εχθρούς του. Είχε κάποτε εκμυστηρευθεί ότι είχε δύο εχθρούς – στο εξωτερικό τον στρατό των Νοτίων και στο εσωτερικό τους τραπεζίτες δανειστές του κράτους. Και όμως στην ομιλία του μετά την ορκωμοσία της επανεκλογής του, στις 4 Μαρτίου 1865, ο Αβραάμ Λίνκολν διακήρυξε ότι δεν τρέφει «κακίες για κανέναν», ότι ζητεί «ευσπλαχνία για όλους» και ότι επιθυμεί πάνω απ’ όλα «ειρήνη ανάμεσά μας».

 

1935 – Ο αμερικανός ηλεκτρομηχανικός Έντουιν Άρμστρονγκ ανακαλύπτει τη ραδιοφωνική μπάντα των FM. Κατείχε 42 διπλώματα ευρεσιτεχνίας και έλαβε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το πρώτο Μετάλλιο Τιμής που απονεμήθηκε από το Ινστιτούτο Μηχανικών Ραδιοφώνου (τώρα IEEE ), τη Γαλλική Λεγεώνα της Τιμής , το Μετάλλιο Φράνκλιν του 1941 και το Μετάλλιο Έντισον το 1942 . Εισήχθη στο National Inventors Hall of Fame και συμπεριλήφθηκε στοΟ κατάλογος των μεγάλων εφευρετών της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών .Ο Άρμστρονγκ γεννήθηκε στην περιοχή Τσέλσι της Νέας Υόρκης, το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά του Τζον και της Έμιλυ (το γένος Σμιθ) Άρμστρονγκ. Ο πατέρας του άρχισε να εργάζεται σε νεαρή ηλικία στο αμερικανικό παράρτημα του Oxford University Press , το οποίο εξέδιδε Βίβλους και τυπικά κλασικά έργα, προχωρώντας τελικά στη θέση του αντιπροέδρου.  Οι γονείς του συναντήθηκαν για πρώτη φορά στη Βόρεια Πρεσβυτεριανή Εκκλησία, που βρίσκεται στην 31η Οδό και την Ένατη Λεωφόρο. Η οικογένεια της μητέρας του είχε ισχυρούς δεσμούς με την Τσέλσι και ενεργό ρόλο στις εκκλησιαστικές λειτουργίες. Όταν η εκκλησία μετακόμισε βόρεια, οι Σμιθ και Άρμστρονγκ ακολούθησαν και το 1895 η οικογένεια Άρμστρονγκ μετακόμισε από το σπίτι της με πέτρινη σειρά στο 347 West 29th Street σε ένα παρόμοιο σπίτι στην οδό 26 West 97th στο Upper West Side .  Η οικογένεια ήταν άνετα μεσαία τάξη.
Σε ηλικία οκτώ ετών, ο Άρμστρονγκ προσβλήθηκε από τη χορεία του Σίντενχαμ (τότε γνωστή ως Χορός του Αγίου Βίτου ), μια σπάνια αλλά σοβαρή νευρολογική διαταραχή που επιταχύνεται από ρευματικό πυρετό. Για το υπόλοιπο της ζωής του, ο Άρμστρονγκ προσβλήθηκε από ένα σωματικό τικ που επιδεινώθηκε από τον ενθουσιασμό ή το άγχος. Εξαιτίας αυτής της ασθένειας, αποσύρθηκε από το δημόσιο σχολείο και δούλεψε στο σπίτι για δύο χρόνια. [ Για να βελτιώσει την υγεία του, η οικογένεια Άρμστρονγκ μετακόμισε σε ένα σπίτι με θέα στον ποταμό Χάντσον, στη λεωφόρο Warburton 1032 στο Yonkers . Η οικογένεια Σμιθ μετακόμισε στη συνέχεια δίπλα.  Το τικ του Άρμστρονγκ και ο χρόνος που έχασε από το σχολείο τον οδήγησαν να αποτραβηχτεί κοινωνικά.

 

1961 – Σφοδρή νεροποντή πλήττει την Αθήνα, με αποτέλεσμα το θάνατο 43 ανθρώπων, ενώ χιλιάδες μένουν άστεγοι. Μία από τις πιο τραγικές και καταστροφικές στιγμές της έζησε η Αθήνα τη νύχτα της 5ης προς την 6η Νοεμβρίου του 1961. Μια άγρια και παρατεταμένη νεροποντή, που ξέσπασε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, προκάλεσε έντονα πλημμυρικά φαινόμενα, που στοίχισαν τη ζωή σε 43 ανθρώπους, ενώ οι καταστροφές ήταν ανυπολόγιστες.
Η καταστροφική πλημμύρα συνέβη δύο ημέρες μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή και μία βδομάδα μετά τις βουλευτικές εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, στις οποίες θριάμβευσε η ΕΡΕ, αλλά έμειναν στην ιστορία ως «εκλογές βίας και νοθείας». Ήδη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Γεώργιος Παπανδρέου, είχε αμφισβητήσει τη νομιμότητά της και προετοίμαζε το έδαφος για τον «ανένδοτο αγώνα».
Κι ενώ αυτό ήταν το πολιτικό κλίμα της εποχής, γύρω στις 11:30 το βράδυ της 5ης Νοεμβρίου άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού και μέσα σ’ ένα τρίωρο η Αθήνα είχε μεταβληθεί σε μια απέραντη λιμνοθάλασσα. Τεράστιοι όγκοι νερού των ποταμών Κηφισού και Ιλισσού είχαν κατακλύσει τις Δυτικές και Βορειοδυτικές χαμηλές περιοχές της πρωτεύουσας. Τεράστιες ζημιές προκλήθηκαν στις περιοχές Μπουρνάζι, Νέα Λιόσια, Νέα Σφαγεία (Ταύρος), Θησείο, Αιγάλεω, Μοσχάτο, Νέο Φάληρο, Νίκαια και Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Στην οδό Πειραιώς το ύψος του νερού έφθασε τα δύο μέτρα και προκάλεσε την καταστροφή μιας γέφυρας. Στο κέντρο της Αθήνας πολλοί δρόμοι μεταβλήθηκαν σε ορμητικούς χειμάρρους, όπως η Σίνα, η Ομήρου, η Βουκουρεστίου, η Πατησίων, η Αλεξάνδρας και η Συγγρού.
Το αποτέλεσμα της θεομηνίας αυτής ήταν να πνιγούν 43 άνθρωποι, να τραυματισθούν γύρω στους 300, να καταρρεύσουν 400 σπίτια, να πλημμυρίσουν πάνω από 4.000 οικήματα και να μείνουν άστεγες πάνω από 500 οικογένειες. Ιδιαίτερα επλήγησαν οι λαϊκές συνοικίες και οι φτωχογειτονιές της λεγόμενης «Δυτικής Όχθης» (Μπουρνάζι, Ανθούπολη, Νέα Λιόσια), όπου καταμετρήθηκαν και τα περισσότερα θύματα. Σύμφωνα με το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, οι υλικές ζημίες που προκλήθηκαν ήταν οι μεγαλύτερες της τελευταίας πεντηκονταετίας.
Όπως είναι φυσικό, η αντιπολίτευση προσέθεσε ένα ακόμα επιχείρημα στην πολεμική της κατά της ΕΡΕ και προσωπικά κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ήταν ήδη πέντε χρόνια πρωθυπουργός και «είχε αφήσει την Αθήνα έρμαιη στο έλεος των στοιχείων της φύσης, χωρίς στοιχειώδη αποχετευτικά και άλλα έργα υποδομής». Από την πλευρά του, ο υπουργός Συγκοινωνιών και Δημοσίων έργων Σόλων Γκίκας, που επισκέφθηκε τις πληγείσες περιοχές, δήλωσε ότι οι κυβερνήσεις της ΕΡΕ «εξετελέσθησαν όσα ουδέποτε έργα» και επέρριψε τυχόν ευθύνες στις προηγούμενες κυβερνήσεις.

 

1985 – Ξεσπά το σκάνδαλο Irangate. Ο αμερικανικός Τύπος αποκαλύπτει ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Ρίγκαν πούλησαν όπλα στο Ιράν και με τα κέρδη χρηματοδότησαν τον αγώνα των Κόντρας στη Νικαράγουα για την ανατροπή της κυβέρνησης των Σαντινίστας. Η αποκάλυψη της πλήρους έκτασης του σκανδάλου τον Νοέμβριο του 1986 επιβεβαίωσε για λίγο τον φόβο του επικεφαλής των μυστικών επιχειρήσεων της CIA, Κλερ Τζορτζ, ότι «αν μαθευτεί, θα είναι χειρότερα από το Γουότεργκεϊτ». Εως τον Ιανουάριο του 1987 η «Washington Post» είχε δημοσιεύσει 555 σχετικά άρθρα, ενώ οι «New York Times» 509. Το περιοδικό «Time» έγραφε ότι «οι νεαροί ρεπόρτερ ονειρεύονταν Πούλιτζερ» και τη δόξα των ηρώων του Γουότεργκεϊτ, Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν, οι μεγαλοδικηγόροι έτριβαν τα χέρια τους αναμένοντας δίκες υψηλόβαθμων στελεχών και οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι μόλις είχαν κερδίσει τη Γερουσία, προετοιμάζονταν για εξεταστικές επιτροπές. Για τον Ρόναλντ Ρίγκαν, και αυτό είναι ενδεικτικό του θυελλώδους κλίματος που επικράτησε τις πρώτες ημέρες, ο αρθρογράφος Χιου Σάιντι σημείωνε ορθά κοφτά ότι «οφείλει να αποδείξει την αθωότητά του πέραν πάσης αμφιβολίας ή να χάσει την εξουσία να κυβερνά, ίσως και τη δουλειά του». Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, ούτε η εποχή προσφερόταν για επανάληψη της παραίτησης Νίξον ούτε οι Ρεπουμπλικανοί είχαν ξεχάσει το μάθημα της ήττας του. Νορθ και Ποϊντέξτερ αποδύθηκαν σε αποτελεσματική καταστροφή ενοχοποιητικών εγγράφων, μια ανεπίσημη έρευνα του υπουργείου Δικαιοσύνης προλείανε το έδαφος εντοπίζοντας ενοχοποιητικά ευρήματα και κλείνοντας τα μάτια μπροστά σε άλλα, η επιτροπή του Κογκρέσου που άρχισε να διερευνά τα δεδομένα τον Μάιο του 1987 απέφυγε να πιέσει τον Ρίγκαν για να μη θέσει σε κίνδυνο την αρχόμενη συνεννόηση με τον Γκορμπατσόφ. Με τη θυσία αποδιοπομπαίων τράγων όπως ο Μακ Φάρλαν και ο Ποϊντέξτερ, οι οποίοι σήκωσαν το βάρος των ευθυνών, οι Ρεπουμπλικανοί στοιχήθηκαν γύρω από τον πρόεδρο. Ο Ολιβερ Νορθ, τέλος, παρουσιάστηκε για την κατάθεσή του ενώπιον της επιτροπής φορώντας τη στολή του πεζοναύτη και υποδύθηκε άψογα τον ένθερμο πατριώτη και απόλυτο στρατιώτη στην υπηρεσία του κοινού καλού.
Ως αποτέλεσμα, οι πάντες τελικά ξεπλύθηκαν. Από όσους κατηγορήθηκαν, ο υπουργός Αμυνας Κάσπαρ Γουαϊνμπέργκερ, ο υφυπουργός Εξωτερικών Ελιοτ Εϊμπραμς και τα ανώτερα στελέχη της CIA Κλερ Τζορτζ και Αλαν Φάιερς πήραν χάρη από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους το 1992. Οι καταδίκες των Ολιβερ Νορθ και Τζον Ποϊντέξτερ ανατράπηκαν έπειτα από εφέσεις. Επιπλέον, οι περισσότεροι επέστρεψαν αργότερα στη δημόσια ζωή με ρεπουμπλικανική σφραγίδα γνησιότητας: ο Μακ Φάρλαν διετέλεσε σύμβουλος της προεκλογικής εκστρατείας του Τζον Μακέιν το 2008· ο Ποϊντέξτερ κλήθηκε το 2001 να αναλάβει τη διεύθυνση ενός αντιτρομοκρατικού γραφείου υπό τον υπουργό Αμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ· ο Ελιοτ Εϊμπραμς υπηρέτησε ως αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Τζορτζ Μπους υιού από το 2005 έως το 2009 και ειδικός απεσταλμένος του Ντόναλντ Τραμπ για τη Βενεζουέλα και το Ιράν από το 2019 έως το 2021· και ο Ολιβερ Νορθ έθεσε υποψηφιότητα για τη Γερουσία το 1994, υπήρξε εκπομπάρχης του Fox News από το 2001 μέχρι 2016 και εξελέγη πρόεδρος της ισχυρής και άκρως συντηρητικής «National Rifle Association», η οποία υπεραμύνεται του δικαιώματος στην οπλοφορία από το 2018 έως το 2019.
Το αποτύπωμα του σκανδάλου Ιράν-Κόντρας υπήρξε μηδενικό. Σε αντίθεση με το Γουότεργκεϊτ, πράγματι, οι λεπτομέρειές του ήταν πολύ πιο περίπλοκες και ο πρόεδρος στο επίκεντρό του πολύ πιο δημοφιλής. Οι Ρεπουμπλικανοί αμύνθηκαν επιδέξια αναδεικνύοντας την εικόνα έναντι της ουσίας: ο Νορθ βρισκόταν στο εδώλιο γιατί εκτελούσε εντολές στην υπηρεσία της πατρίδας – η παρανομία μπορούσε να εμφανιστεί ως καθήκον, η εξαπάτηση των θεσμών ως υπερβολικός ζήλος. Με αυτόν τον τρόπο ένα κόμμα εξουσίας επικύρωνε σιωπηρά αντιδημοκρατικές πρακτικές οι οποίες θα στοίχειωναν μελλοντικά την πολιτική ζωή. Αν αναζητεί κανείς τις ρίζες των λαθροχειριών του αντιπροέδρου Ντικ Τσέινι κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπους υιού ή το προηγούμενο της ευχέρειας κατάχρησης εξουσίας που επέδειξε ο Ντόναλντ Τραμπ, θα τα βρει στην κληρονομιά της ατιμωρησίας του «Irangate».

 

1992 – Η Ελλάδα υπογράφει τη Συνθήκη του Σένγκεν. Συμφωνία του Σένγκεν, γνωστή και ως Συνθήκη του Σένγκεν, καλείται η συμφωνία που υπεγράφη στις 14 Ιουνίου 1985 στην κωμόπολη Σένγκεν του Λουξεμβούργου ανάμεσα σε πέντε κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΚ) (Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο και Ολλανδία) και είχε ως στόχο την προοδευτική κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, την καθιέρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας για όλα τα πρόσωπα, υπηκόους των κρατών που υπέγραψαν τη Συμφωνία, καθώς και την αστυνομική και δικαστική συνεργασία. Περαιτέρω, στις 19 Ιουνίου 1990 υπεγράφη εκ νέου στο Σένγκεν η Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, που συμπλήρωνε και εξειδίκευε την αρχική Συμφωνία. Η εν λόγω συνεργασία κινούνταν σε καθαρά διακυβερνητικό επίπεδο και εκτός του θεσμικού πλαισίου των ΕΚ, μέχρι τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ.
Άλλα κράτη μέλη των ΕΚ και της ΕΕ που μεταγενέστερα υπέγραψαν Πρωτόκολλα και Συμφωνίες προσχώρησης στα δύο ανωτέρω διεθνή κείμενα ήταν η Ιταλία το 1990, η Ισπανία και η Πορτογαλία το 1991, η Ελλάδα το 1992, η Αυστρία το 1995 και η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία το 1996. Ταυτόχρονα με τις τελευταίες, η Ισλανδία και η Νορβηγία —δύο κράτη τα οποία, αν και δεν ήταν μέλη των ΕΚ, εντούτοις συμμετείχαν προ πολλού (1957) στη Βόρεια Ένωση Διαβατηρίων (γνωστή και ως Σκανδιναβική Ένωση Διαβατηρίων) με τους λοιπούς σκανδιναβούς γείτονές τους— υπέγραψαν ειδική Συμφωνία με τα υπόλοιπα δεκατρία κράτη μέλη της ΕΕ που συμμετείχαν στο κεκτημένο του Σένγκεν προκειμένου να συνδεθούν και αυτά με τη Ζώνη Σένγκεν.
Στην Ελλάδα η Συνθήκη του Σένγκεν, η Σύμβαση Εφαρμογής της Συνθήκης του Σένγκεν και τα Πρωτόκολλα και οι Συμφωνίες προσχώρησης των νέων κρατών (μεταξύ 1990 και 1996) κυρώθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων με το Νόμο 2514/1997[1].
Η Συμφωνία του Σένγκεν τέθηκε σε ισχύ στις 26 Μαρτίου 1995, δημιουργώντας έτσι τη Ζώνη Σένγκεν, που ενσωματώθηκε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999, με εξαίρεση την Ιρλανδία. Έκτοτε το κεκτημένο του Σένγκεν (Schengen acquis) εφαρμόζεται και αναπτύσσεται περαιτέρω εντός του θεσμικού και νομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[2]. Η Ισλανδία και η Νορβηγία υπέγραψαν το 1999 ειδική Συμφωνία με το Συμβούλιο της ΕΕ για τη σύνδεσή τους με το κεκτημένο του Σένγκεν.
Κατά την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησής τους στην ΕΕ το 2003, η Τσεχία, η Εσθονία, η Κύπρος, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβενία και η Σλοβακία προσχώρησαν παράλληλα και στο κεκτημένο του Σένγκεν. Το ίδιο συνέβη και κατά την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας το 2005. Το 2004 υπεγράφη Συμφωνία με την Ελβετία και το 2008 Πρωτόκολλο με το Λίχτενσταϊν για τη σύνδεση και αυτών των κρατών με το κεκτημένο του Σένγκεν, χωρίς τα ίδια να αποτελούν μέλη της ΕΕ. Τέλος, με τη Συνθήκη Προσχώρησής της στην ΕΕ το 2011 η Κροατία ανέλαβε την υποχρέωση να εφαρμόσει και αυτή πλήρως το κεκτημένο του Σένγκεν.

 

Γεννήσεις

 

1861 – Τζέιμς Νάισμιθ. Το 1891 προσελήφθη ως επικεφαλής γυμναστής στο Κολέγιο της YMCA (Χριστιανική Αδελφότητα Νέων, γνωστό και ως Χ.Α.Ν.) στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί διαπίστωσε την ανάγκη άθλησης σε κλειστούς χώρους, λόγω και των σκληρών καιρικών συνθηκών τον χειμώνα. Έτσι αποφάσισε να εισαγάγει ένα νέο παιχνίδι, παίρνοντας στοιχεία από όλα τα έως τότε δημοφιλή αγωνίσματα (ράγκμπι, μπέιζμπολ, ποδόσφαιρο, χόκεϊ κ.ά.). Τον Δεκέμβριο του 1891 έγινε το πρώτο παιχνίδι του νέου αυτού αθλήματος, του «Μπάσκετμπολ», με 9 έναντι 9 παικτών, οι οποίοι χρησιμοποίησαν μία μπάλα ποδοσφαίρου, την οποία έπρεπε να βάλουν μέσα σε δύο καλάθια φρούτων που είχε καρφώσει σε τοίχους στις δύο άκρες του γυμναστηρίου.
Το νέο αυτό σπορ άρχισε σταδιακά να γίνεται δημοφιλές ανάμεσα σε φοιτητές και μαθητές της περιοχής. Η εξάπλωση του ήταν ραγδαία και έτσι το 1893 το «Μπάσκετμπολ» άρχισε να παρουσιάζεται επίσημα από τα σχολεία της Χριστιανικής Αδελφότητας σε όλο τον κόσμο.
Το 1898 ο Νάισμιθ προσελήφθη στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας, όπου ανέπτυξε περισσότερο το νέο άθλημα, παράλληλα με άλλες δραστηριότητές του. Με την είσοδο του νέου αιώνα, το καινούριο σπορ είχε ήδη αποκτήσει πολλούς φίλους και στις ανατολικές ΗΠΑ άρχισε το πρώτο ανεπίσημο κολεγιακό πρωτάθλημα.
Η ομάδα του Πανεπιστημίου του Κάνσας το 1899. Πάνω δεξιά διακρίνεται ο Τζέιμς Νάισμιθ.
Το 1904 το άθλημα παρουσιάστηκε ως επίδειξη στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σεντ Λούις, αλλά τελικώς χρειάστηκε να περάσουν 32 ακόμα χρόνια για να αναγνωρισθεί ως Ολυμπιακό άθλημα το 1936 στους Αγώνες του Βερολίνου. Εκεί ο Νάισμιθ αναγορεύθηκε Επίτιμος Πρόεδρος από τη Διεθνή Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης.
Πάντα χαμηλών τόνων και χωρίς ο ίδιος να επιθυμεί την προβολή, ο Νάισμιθ αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1937 σε ηλικία 76 ετών. Δύο χρόνια αργότερα, στις 28 Νοεμβρίου του 1939, απεβίωσε μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο., σε ηλικία 78 ετών. Η κηδεία του έγινε στο Λώρενς του Κάνσας.
Έχοντας λάβει το όνομά του από τον άνθρωπο που δημιούργησε το μπάσκετ καθηγητή Τζέιμς Νέισμιθ, το “Naismith Memorial Basketball Hall of Fame” είναι οργανισμός που εδρεύει στη Μασσαχουσέτη των Ηνωμένων Πολιτειών. Μεταξύ άλλων, επιλέγει κάθε χρόνο με σκοπό να τιμήσει, κορυφαίους παίκτες και προπονητές που άφησαν το στίγμα τους στο άθλημα, ενώ περιλαμβάνει στις λίστες του και μη Αμερικανούς αθλητές.

 

1939 – Μάρθα Καραγιάννη. υπήρξε μια από τις πιο δημοφιλείς και ξεχωριστές σταρ της χρυσής εποχής του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Οι γονείς της ήταν ποντιακής καταγωγής. Συγκεκριμένα η μητέρα της Δόμνα γεννήθηκε στο Μπακού και ο πατέρας της Χαρίλαος στο Αικατερινεντάρ. Η ίδια γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στο Κερατσίνι.
Σπούδασε χορό και από τα οχτώ της χρόνια άρχισε να δίνει παραστάσεις στη Λυρική Σκηνή συμμετέχοντας στο παιδικό μπαλέτο της Λουκίας Σακελλαρίου-Κωτσοπούλου, μαζί με την Ελένη Προκοπίου.
Το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο το έκανε το 1955, σε ηλικία 17 ετών, στην ταινία της Φίνος Φιλμς Η άγνωστος, σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου. Το δοκιμαστικό στα στούντιο του Φίνου το έκανε με τον Αριστείδη Καρύδη-Φουκς και τον Ντίνο Κατσουρίδη.
Το θεατρικό της ντεμπούτο έγινε το 1957 στην επιθεώρηση Ελέφαντες και ψύλλοι εκεί όπου γνωρίστηκε με το Γιάννη Δαλιανίδη. Προηγουμένως την είχε δει ο Ναπολέων Ελευθερίου να χορεύει στο κέντρο «Σε λα πεν» και της έκανε την πρόταση να παίξει στη συγκεκριμένη επιθεώρηση. Αργότερα συνεργάστηκε με τον επιχειρηματία του μουσικού θεάτρου Βασίλη Μπουρνέλη στο Θέατρο Ακροπόλ.
Στην τηλεόραση εμφανίζεται πρώτη φορά στη σειρά Ο Δρόμος το 1977, το σενάριο της οποίας υπέγραφε αρχικά και μέχρι το θάνατό του ο Κώστας Πρετεντέρης.
Απεβίωσε στις 18 Σεπτεμβρίου του 2022, σε ηλικία 82 ετών, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.

 

1970 – Ίθαν Χοκ. Ο Ίθαν Γκριν Χοκ γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1970 στο Όστιν του Τέξας, αλλά μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϊ με τη μητέρα του και των πατριό του, μετά τον χωρισμό των γονέων του. Η ενασχόλησή του με την υποκριτική άρχισε από τα μαθητικά του χρόνια, συμμετέχοντας στις θεατρικές παραστάσεις του σχολείου του. Στα 15 του έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην ταινία επιστημονικής φαντασίας του Τζον Ντάντε «Οι Εξερευνητές» («Explorers», 1985), στο ρόλο ενός νεαρού που κατασκευάζει ένα διαστημόπλοιο.
Το 2001 προτάθηκε για το Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου για το ρόλο του ως νεοσύλλεκτου αστυνομικού στην ταινία Training Day.
Μεταξύ άλλων πρωταγωνίστησε στις εξής ταινίες: Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών (Dead Poets Society) (1989), Γκάττακα (Gattaca) (1997), Άμλετ (2000), Επίθεση στο σταθμό 13 (Assault on Precinct 13) (2005) και Πριν ο Διάβολος Καταλάβει ότι Πέθανες (Before the Devil Knows You’re Dead) (2007).
Στην τριλογία στον ρόλο του ως Jesse Wallace στις ταινίες Πριν το Ξημέρωμα (1995), Πριν το Ηλιοβασίλεμα (2004), Πριν τα Μεσάνυχτα (2013). Επίσης, έχει παίξει στις ταινίες: Sinister (2012), The Purge (2013), Boyhood (2014), The Magnificent Seven (2016). Το 1988 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Κάρνεγκι Μέλον για να σπουδάσει την υποκριτική τέχνη, αλλά ύστερα από λίγους μήνες εγκατέλειψε τις σπουδές του για να παίξει στη ταινία του Πίτερ Γουίαρ «Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» («Dead Poets Society», 1989), που σημείωσε μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως με πρωταγωνιστή τον Ρόμπιν Γουίλιαμς στο ρόλο ενός χαρισματικού δάσκαλου Αγγλικών.
Η ταινία αυτή αποδείχθηκε κομβική για την καριέρα του, γιατί η μετέπειτα εξέλιξή του ήταν ραγδαία. Στην ηλικία των 26 ετών είχε ήδη παίξει σε 15 ταινίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται «Ο Ασπροδόντης» («White Fang», 1991), μία προσαρμογή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τζακ Λόντον, «Οι Επιζήσαντες» («Alive», 1993), ένα δράμα που βασίζεται στην αληθινή ιστορία μιας ομάδας ράγκμπι και τον αγώνα επιβίωσης μετά τη συντριβή του αεροπλάνου της στις Άνδεις, και «Νέοι, Ωραίοι και Άνεργοι» («Reality Bites», 1994), που επικεντρώνεται σε μια ομάδα αποφοίτων κολεγίου που προσπαθούν να ορίσουν το μέλλον τους.

 

Θάνατοι

 

1796 – Αικατερίνη Β’ Η Σοφία Φρειδερίκη Αυγούστα γεννήθηκε στην πόλη Στεττίνο της Πομερανίας (σήμερα Στσέτσιν της Πολωνίας) το 1729. Πατέρας της ήταν ο Χριστιανός Αύγουστος του Άνχαλτ-Τσερμπστ που ανήκε στον ηγεμονεύοντα οίκο του Άνχαλτ, στρατηγός της Πρωσίας και κυβερνήτης του Στέττιν. Η μητέρα της Ιωάννα Ελισάβετ του Χόλσταϊν-Γκόττορπ ήταν κόρη του Χριστιανού Αυγούστου του Οϊτίν, και θεία του Πέτρου Γ΄. Η εκπαίδευση της Σοφίας ήταν αρκετά καλή, με Γαλλίδα παιδαγωγό και οικιακούς διδασκάλους.
Το 1744, σε ηλικία 15 χρονών, προσκλήθηκε από την Ρωσίδα Αυτοκράτειρα Ελισάβετ στην Αγία Πετρούπολη με σκοπό να παντρευτεί τον διάδοχο του ρωσικού θρόνου Πέτρο Φιοντόροβιτς. Η επιλογή της Σοφίας ως υποψήφιας νύφης του διαδόχου ήταν αποτέλεσμα των διπλωματικών ενεργειών του Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας.[1].Το 1744 η Σοφία φτάνει στη Ρωσία και ξεκινά την εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας με τέτοιο ζήλο που τα βράδια μένει ξύπνια για να διαβάζει τα μαθήματά της. Ενσωματώνεται σχετικά γρήγορα στην κοινωνία της ρωσικής αριστοκρατίας. Στις 28 Ιουνίου 1744 βαπτίζεται Χριστιανή Ορθόδοξη και της δίνεται το όνομα Αικατερίνη Αλεξέγιεβνα, παρόλο που ο πατέρας της, φανατικός Λουθηρανός, αντιτάσσεται σθεναρά στην απόφασή της να αλλάξει δόγμα. Στις 21 Αυγούστου παντρεύεται τον Μεγάλο Δούκα Πέτρο Φιοντόροβιτς. Ο γάμος της σταδιακά αποδείχτηκε ανεπιτυχής, αφού ο Πέτρος ασχολούταν μόνο με το κυνήγι και παραμελούσε τη σύζυγό του. Το χάσμα ανάμεσά τους ήταν τόσο μεγάλο που επί 9 χρόνια δεν είχαν σεξουαλικές σχέσεις. Για εννιά χρόνια η Αικατερίνη ήταν υποχρεωμένη να παραμένει κλεισμένη στα ανάκτορα ενώ δεν της επιτρεπόταν η αλληλογραφία με τους συγγενείς της. Αναγκάστηκε λοιπόν, προκειμένου να βρει μια συντροφιά, να καταφύγει στην ανάγνωση βιβλίων. Ιδιαίτερα επηρεάστηκε από τον Βολταίρο και τις ιδέες του περί του Διαφωτισμού. Το 1754 η Αικατερίνη έμεινε έγκυος και γέννησε έναν γιο, τον Παύλο. Βέβαια οι φήμες οργίαζαν σχετικά με την πατρότητα του παιδιού αφού κανείς δεν πίστευε ότι πατέρας του παιδιού ήταν ο Πέτρος.
Με τον καιρό η Πριγκίπισσα Αικατερίνη άρχισε να δικτυώνεται στο παλάτι και να συνάπτει φιλικές σχέσεις με αυλικούς και υπουργούς όπως ο καγκελάριος Αλεξέι Μπεστούζεφ-Ρυούμιν. Μαζί με τον Καγκελάριο οργάνωσαν αυλική συνωμοσία, η οποία απέτυχε το 1758 και είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του ο Καγκελάριος Μπεστούζεφ-Ρυούμιν ενώ η Αικατερίνη μόλις που κατάφερε να γλιτώσει τη δυσμένεια.
Μετά τον θάνατο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ στις 5 Ιανουαρίου του 1762 τη διαδέχτηκε ο ανεψιός της Πέτρος Γ΄. Η Αικατερίνη είχε οργανώσει γύρω της έναν κύκλο αυλικών και στρατιωτικών που ήταν έτοιμοι να την υποστηρίξουν σε οποιαδήποτε κίνησή της. Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου της, δηλαδή στην άνοδο της στο θρόνο, διαδραμάτισε ο εραστής της, αξιωματικός του ιππικού, Γκριγκόρυ Ορλώφ, αλλά και οι λανθασμένες κινήσεις του Πέτρου Γ΄, ο οποίος δεν δίστασε να παραιτηθεί από τις κατακτήσεις που είχε πετύχει σε βάρος της Πρωσίας στον Επταετή πόλεμο, να ασπαστεί τον Λουθηρανισμό και να δεχτεί Πρώσους αξιωματούχους στο ρωσικό στρατό. Οι κινήσεις αυτές επέδρασαν καταλυτικά στην άνοδο της Αικατερίνης στον θρόνο αφού μια μεγάλη μερίδα αριστοκρατών και στρατιωτικών δυσαρεστημένοι από τον Πέτρο Γ΄ προσχώρησαν στο κίνημα της Αικατερίνης.
Στις 28 Ιουνίου 1762 με τη βοήθεια της φρουράς ανέβηκε στον θρόνο και φυλάκισε τον άντρα της, τον Πέτρο Γ΄. Λίγες μέρες αργότερα ο Πέτρος Γ΄ δολοφονείται με στραγγαλισμό κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στην Κροστάνδη και εκείνη ανακηρύσσεται Αικατερίνη Β’, Αυτοκράτειρα πασών των Ρωσιών.
Η Αικατερίνη Β΄ ήταν μελαχρινή, μέσου ύψους. Συνδύασε την υψηλή νοημοσύνη, την εκπαίδευση και την πολιτική ικανότητα. Η Αικατερίνη Β΄ είχε πολλούς εραστές, των οποίων ο αριθμός έφθανε στα 23 άτομα. Οι πιο διάσημοι από αυτούς ήταν ο Σεργκέι Σάλτυκοφ, ο Γκριγκόρυ Ορλόφ, ο υπολοχαγός Βασίλτσικοφ και ο Ποτέμκιν με τον οποίον σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, παντρεύτηκε κρυφά.
Η Αικατερίνη πέθανε στις (6) 17 Νοεμβρίου 1796 από εγκεφαλική αιμορραγία (The Story of Civilization, Will and Ariel Durant).

 

1925 – Σίντνεϊ Ράιλι. Ρωσοεβραίος τυχοδιώκτης και κατάσκοπος, το πρότυπο του Ίαν Φλέμινγκ για τον Τζέιμς Μποντ. Ο «Άσσος των Κατασκόπων», όπως ονομάσθηκε, προσέφερε τις υπηρεσίες του σε τουλάχιστον τρία κράτη, κυρίως, όμως, στη Μεγάλη Βρετανία. Όλη η ζωή του κινήθηκε μεταξύ ιστορίας και μύθου.
Ο Σίντνεϊ Ράιλι (Sidney Reilly) γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου 1874 στην Οδησσό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (νυν Ουκρανίας). Το πραγματικό του όνομα, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, ήταν Σολομόν (Σλόμο) Ρόζενμπλουμ και ήταν νόθος γιος ενός εβραίου γιατρού. Σε ηλικία 19 ετών συλλαμβάνεται από την «Οχράνα» (τη μυστική αστυνομία του Τσάρου) για συμμετοχή στην επαναστατική οργάνωση «Οι Φίλοι του Διαφωτισμού». Δραπετεύει και αφού σκηνοθετεί το θάνατό του, μπαρκάρει σε ένα πλοίο με προορισμό τη Βραζιλία.
Στη νέα του πατρίδα κάνει διάφορες δουλειές με το όνομα Πέδρο. Η ζωή του αλλάζει, όταν βοηθά μια ομάδα βρετανών αξιωματικών να βγουν σώοι από μια αποστολή τους στον Αμαζόνιο. Αυτοί αναγνωρίζουν τις ικανότητές του και τον προτείνουν στις μυστικές υπηρεσίες της πατρίδας τους. Παίρνει βρετανικό διαβατήριο με το όνομα Σίντνεϊ Ρόζενμπλουμ. Το 1896 εγκαθίσταται σε μια ακριβή γειτονιά του Λονδίνου και ιδρύει τη δικά του επιχείρηση με τον τίτλο «Ozone Preparations Company» και παρέχει θεραπευτικές υπηρεσίες στους πελάτες του με το όνομα Ζίγκμουντ Ρόζενμπλουμ. Παράλληλα, κατασκοπεύει τους ρώσους εμιγκρέδες στο Λονδίνο για λογαριασμό της Σκότλαντ Γιαρντ.
Το 1897 γνωρίζεται με μια πανέμορφη νεαρή κυρία, τη Μάργκαρετ Τόμας, σύζυγο ενός γηραιού και πάμπλουτου ιερωμένου. Την ερωτεύεται σφόδρα κι ένα χρόνο αργότερα την παντρεύεται, αφού στο μεταξύ ο σύζυγός της έχει πεθάνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Κουμπάροι στο γάμο του ήταν δύο ανώτατοι υπάλληλοι των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανίας. Ο Σίντνεϊ Ρόζενμπλουμ είναι τώρα πλούσιος, όπως το επιθυμούσε, και εμφανίζεται με νέο όνομα, το αριστοκρατικό Σίντνεϊ Τζορτζ Ράιλι.
Η νέα του ταυτότητα του δίνει την ευκαιρία να επισκεφθεί μαζί με τη γυναίκα του τη Ρωσία το 1899. Τα επόμενα χρόνια ο Ράιλι έδωσε πολύτιμες πληροφορίες στους Άγγλους για το πετρελαϊκό πρόγραμμα της τσαρικής Ρωσίας και της Περσίας, την πρόοδο κατασκευής του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου και τα ναυτικά οχυρωματικά έργα της Ρωσίας στη Μαντζουρία. Με το αζημίωτο έθεσε στη διάθεση των Ιαπώνων τα σχέδια για τα οχυρωματικά έργα της Ρωσίας, κατά τη διάρκεια του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου (1904-1905).
Το 1905 βρίσκεται με αποστολή στη Γαλλία για τα πετρέλαια της Περσίας και του Ιράκ, που τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μεταμφιεσμένος σε παπά ανέβηκε ως φιλοξενούμενος στο γιοτ του Ροτσίλντ στην Κυανή Ακτή και έπεισε τον άγγλο επιχειρηματία Γουίλιαμ Νοξ Ντ’ Αρσί, που είχε τα δικαιώματα εξόρυξης πετρελαίου στις ανωτέρω περιοχές, να τα πουλήσει στη Βρετανία, προς μεγάλη απογοήτευση των Γάλλων και των Ροτσίλντ, που είχαν σχεδόν συμφωνήσει.
Στη συνέχεια ανέλαβε ειδικές αποστολές στην Αυτοκρατορική Γερμανία, που είχε αποδυθεί σε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα εξοπλισμών. Αποκάλυψε στους προϊσταμένους του τα τεχνολογικά της επιτεύγματα στον τομέα της αεροπλοΐας και ολόκληρο το πενταετές ναυπηγικό της πρόγραμμα, τρία χρόνια πριν από την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου πήρε μέρος σε πολλές αποστολές στα μετόπισθεν του εχθρού.
Η πιο παράτολμη αποστολή που ανέλαβε ήταν η ανατροπή των Μπολσεβίκων στη Ρωσία και η δολοφονία του Λένιν. Το Μάιο του 1918 βρέθηκε στη Μόσχα για να οργανώσει την επιχείρηση, σε συνεργασία με ντόπιους αντικαθεστωτικούς. Αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, όταν θα συνεδρίαζε το Συμβούλιο των Λαϊκών Κομισαρίων υπό τον Λενιν στο θέατρο Μπαλσόι. Όμως, τους πρόλαβε η σοσιαλίστρια Φάνια Καπλάν στις 30 Αυγούστου 1918, όταν αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Λένιν. Η «Τσεκά» (η μυστική υπηρεσία των Μπολσεβίκων) εξαπέλυσε πογκρόμ συλλήψεων («Ερυθρά Τρομοκρατία») και η επιχείρηση του Ράιλι ματαιώθηκε.
Ο Ράιλι αποκαλύφθηκε έπειτα από δημοσιεύματα του Τύπου και μόλις που πρόλαβε να εγκαταλείψει τη Ρωσία. Τις επόμενες μέρες καταδικάσθηκε σε θάνατο από επαναστατικό δικαστήριο. Κάποιοι συγγραφείς επιμένουν ότι ο Ράιλι συνεργάστηκε με τις ρωσικές αρχές για να εξασφαλίσει τη φυγή του, αποκαλύπτοντας ονόματα συνεργών του. Τον Σεπτέμβριο του 1925, σοβιετικοί πράκτορες της OGPU (διαδόχου της «Τσεκά»), παριστάνοντας τους αντικαθεστωτικούς, τον κάλεσαν να επισκεφθεί τη Σοβιετική Ένωση για να οργανώσει ένα νέο αντάρτικο κατά του καθεστώτος. Τον παγίδευσαν μόλις πέρασε τα σύνορα και τον συνέλαβαν. Με βάση τη θανατική ποινή του 1918 εκτελέστηκε σε ένα δάσος κοντά στη Μόσχα στις 6 Νοεμβρίου 1925.
Ο Ράιλι αναμίχθηκε και στα πολιτικά πράγματα της Μεγάλης Βρετανίας. Το 1924 χάλκευσε μια επιστολή του Ζινόβιεφ (ηγετικού στελέχους του ΚΚΣΕ), με την οποία δήλωνε την υποστήριξη της Μόσχας προς το κυβερνών Εργατικό κόμμα. Η επιστολή δημοσιεύτηκε στη «Ντέιλι Μέιλ» τέσσερις μέρες πριν από τις εκλογές και συνέβαλε καθοριστικά στην ήττα των Εργατικών και στην άνοδο στην εξουσία των Συντηρητικών.
Ο Ράιλι ήταν πολύγλωσσος (γνώριζε επτά γλώσσες), αγαπούσε την καλή ζωή, τον τζόγο και ήταν λάτρης του ωραίου φύλου. Παντρεύτηκε τρεις φορές και είχε αμέτρητες ερωμένες. Πολλά στοιχεία από την προσωπικότητά του χρησιμοποίησε ο Ίαν Φλέμινγκ για να διαμορφώσει τον μυθιστορηματικό του ήρωα Τζέιμς Μποντ ή πράκτορα 007. Αυτός που του διηγήθηκε αμέτρητες ιστορίες για τον «Άσσο των Κατασκόπων» ήταν ο κοινός τους φίλος, διπλωμάτης και δημοσιογράφος σερ Ρόμπερτ Μπρους Λόκχαρτ.

 

1989 – Μαρία Ιορδανίδου. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1897, κόρη του Υδραίου Νικόλα Κριεζή, μηχανικού του εμπορικού ναυτικού και της Πολίτισσας Ευφροσύνης Μάγκου. Έμεινε για 8 χρόνια στον Πειραιά για να επιστρέψει πάλι στην Κωνσταντινούπολη όπου και φοίτησε στο Αμερικάνικο Κολέγιο. Το 1914 βρέθηκε στο Βατούμ της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας καλεσμένη από ένα θείο της για διακοπές, αλλά αποκλείστηκε εκεί με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την Οκτωβριανή Επανάσταση στη συνέχεια. Έμεινε πέντε χρόνια εκεί και σ΄αυτό το διάστημα φοίτησε στο Γυμνάσιο της Σταυρουπόλεως.
Το 1919 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε σε αμερικανική εμπορική εταιρεία. Το 1920 πήρε μετάθεση για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ήρθε σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους, έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος Αιγύπτου και το 1923 παντρεύτηκε τον εκπαιδευτικό Ιορδάνη Ιορδανίδη, καθηγητή στο «Βικτόρια Κόλετζ». Μετά το γάμο της εγκαταστάθηκε με το σύζυγο και τη μητέρα της στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1931 χώρισε από τον Ιορδανίδη, με τον οποίο είχε στο μεταξύ αποκτήσει δυο παιδιά. Το 1939 απολύθηκε από την πρεσβεία και ξανάρχισε να ασχολείται με τα μαθήματα ξένων γλωσσών. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής καταστράφηκε το σπίτι της και η ίδια διώχτηκε και κλείστηκε σε διάφορα στρατόπεδα.
Εξαιτίας των συνθηκών της ζωής της η Ιορδανίδου απέκτησε μεγάλη γλωσσομάθεια και εργάστηκε ως ιδιωτική υπάλληλος. Έγινε γνωστή στο λογοτεχνικό χώρο με το έργο Λωξάντρα, που έγραψε σε ηλικία 65 χρονών, το 1962, και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Η Λωξάντρα περιγράφει με μεγάλη ζωντάνια και χιούμορ τα έθιμα και τη ζωή των Ελλήνων της Πόλης και βασίζεται στις αναμνήσεις της Ιορδανίδου πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ουσιαστικά η ιστορία της γιαγιάς της. Τη ζωή της στη Ρωσία περιγράφει η Ιορδανίδου στο βιβλίο της Διακοπές στον Καύκασο (1965), στο Σαν τα τρελά πουλιά (1978) μιλά για τα χρόνια στην Αλεξάνδρεια ενώ στο βιβλίο της Στου κύκλου τα γυρίσματα (1979) μιλά για την Αθήνα κατά το Μεσοπόλεμο. Τελευταίο της έργο είναι Η αυλή μας (1981).
Τα έργα της γνώρισαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Βραβεύτηκε το 1978 από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με τον Χρυσό Σταυρό και το Οφίκιο της Αρχόντισσας του Οικουμενικού Θρόνου. Πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 1989 και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης.

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia