Μνήμη χρονολογίου της 30ης Οκτωβρίου



Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»

30 Οκτωβρίου 2024

Είναι η 304η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 62 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:49 – Δύση ήλιου: 17:28 – Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 39 λεπτά
🌘  Σελήνη 27.6 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Απολλωνία, Αστέριο, Αστέρη, Αστρινό, Αστερινό, Αστέρω, Αστερία,
Ζηνοβία, Ζήνα, Τζήνα, Τζίνα,  Ζηνόβιος, Ζηνοβή, Ζήνο, Κλεόπα, Πάκη, Κλεόπιο,
Κρόνο, Κρονία Μαρκιανό, Μαρκίνο, Τέρτιο, Τέρτο, Τέρτη, Τερτίνο, Τέρτα, Τέρτη, Τερτίνα


Γεγονότα

 

1908 – Εμφανίζονται στους δρόμους της Αθήνας τα πρώτα ηλεκτρικά τραμ, τα οποία αντικαθιστούν σταδιακώς τα ιππήλατα. Λόγω του ότι δεν έχει εγκριθεί ακόμα ο περί στάσεων κανονισμός, τα τραμ επί του παρόντος θα σταματούν εκεί που το ζητούν οι επιβάτες. Τα πρώτα τραμ έκαναν την εμφάνισή τους στους δρόμους της Αθήνας το 1882. Ήταν ελαφρά οχήματα, κλειστά το χειμώνα με 16 θέσεις και ανοιχτά το καλοκαίρι με 20 θέσεις, τα οποία έλκονταν από τρία άλογα. Τα 800, συνολικώς, άλογα ήταν μικρασιάτικα, μικρόσωμα και νευρώδη, αλλά κατάλληλα για τις επικλινείς οδούς της Αθήνας και τις συνεχείς στάσεις.
Αυτές οι πρώτες γραμμές συνέδεσαν το κέντρο της Αθήνας με τα τότε προάστια, δηλαδή τα Πατήσια, τους Αμπελοκήπους και την Κολοκυνθού, καθώς και την Πλατεία Ομονοίας με το Σύνταγμα, το Γκάζι και τον Κεραμικό Δίπυλο, ενώ αργότερα, το 1902, εξυπηρέτησαν τις οδούς Ιπποκράτους, Μητροπόλεως και Αχαρνών.
Το ατμήλατο τραμ του Φαλήρου ξεκίνησε να λειτουργεί το 1887. Με αφετηρία μπροστά στην Ακαδημία Αθηνών, διέσχιζε τις λεωφόρους Πανεπιστημίου, Αμαλίας και Θησέως, έφτανε στις Τζιτζιφιές, κι από εκεί, μέσω της παραλιακής λεωφόρου, κατέληγε στο Φάληρο, όπου υπήρχαν τότε παραθαλάσσια κέντρα αναψυχής και θαλάσσια λουτρά.
Στις 30 Οκτωβρίου του 1908 κυκλοφόρησαν τα πρώτα ηλεκτρικά τραμ, τα οποία επρόκειτο να αντικαταστήσουν σταδιακώς τα ιππήλατα. Τα επόμενα δύο χρόνια, το δίκτυο του τραμ απέκτησε 257 οχήματα -150 κινητήρια και 107 ρυμουλκούμενα- μαζί με τα παλιά, που επαναχρησιμοποιήθηκαν ως ρυμουλκούμενα.

Τα βαγόνια ήταν βελγικής κατασκευής, κλειστά, με ηλεκτροφωτισμό και πρωτοποριακώς τοποθετημένα αναπαυτικά καθίσματα, με πρόβλεψη για 16 θέσεις καθήμενων και 14 ορθίων, με δύο κινητήρες ιδανικούς για τις κλίσεις των αθηναϊκών γραμμών και με μπεζ χρωματισμό. Τόση ήταν η εντύπωση που προξένησαν τα νέα τραμ στους Αθηναίους, ώστε πολλοί ταξίδευαν ως το τέρμα και επέστρεφαν, χωρίς άλλο σκοπό, μόνο και μόνο για να απολαύσουν την άνεση της διαδρομής, η οποία άλλωστε δεν κόστιζε παρά μια δεκάρα.
Το 1939 εκποιείται μεγάλος αριθμός ρυμουλκούμενων οχημάτων βελγικής κατασκευής, ενώ όλα τα εν χρήσει τροχιοδρομικά οχήματα ανακαινίζονται και το χρώμα τους γίνεται βαθύ πράσινο, εξ ου και η ονομασία «πράσινα». Την επόμενη χρονιά παραλαμβάνονται τα 60 μεγάλα, σύγχρονα τροχιοδρομικά οχήματα που προέβλεπε η συμπληρωματική σύμβαση που είχε συνάψει το Ελληνικό Δημόσιο το 1937. Τα νέα οχήματα, γνωστά ως «κίτρινα», λόγω του χρώματός τους, είχαν κατασκευασθεί από την ιταλική κοινοπραξία ΟΜ/CGE/Breda του Μιλάνου και ξεχώριζαν για τον αεροδυναμικό σχεδιασμό τους, που είχε ως πρότυπο τα τραμ του Μιλάνου.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι τροχιόδρομοι της Αθήνας συμμετέχουν στην επιστράτευση. Είναι κλασικές πλέον οι εικόνες των υπερφορτωμένων τραμ με τους ενθουσιώδεις επίστρατους που έσπευδαν να παρουσιαστούν και να φύγουν για το μέτωπο.
Μετά την Κατοχή αρχίζει η φθίνουσα πορεία των τραμ της Αθήνας, με την κατάργηση ορισμένων γραμμών. Η πραγματική, όμως, κατάργηση συμπίπτει με το θεαματικό ξήλωμα των σιδηροτροχιών στον κόμβο των Χαυτείων, από συνεργεία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Νοεμβρίου 1953, και τον επακόλουθο παροπλισμό των γραμμών Πατησίων – Αμπελοκήπων και Κυψέλης – Παγκρατίου.
Το τελευταίο κουδούνισμα από καμπανάκι αθηναϊκού τραμ ακούστηκε έξω από το αμαξοστάσιο της Αγίας Τριάδας Κεραμικού, τα μεσάνυχτα της 15ης προς 16η Οκτωβρίου του 1960. Τα τραμ, πράσινα ή κίτρινα, που στα 52 χρόνια της ζωής τους διακίνησαν κάπου 3 δισεκατομμύρια άτομα, δεν επρόκειτο να ξαναδούν τους δρόμους της Αθήνας.
Παρέμενε, ωστόσο, η γραμμή του τραμ του Περάματος. Στις 4 Απριλίου 1977, Μεγάλη Δευτέρα απόγευμα, το τραμ του Περάματος, προερχόμενο από το Πέραμα και κατευθυνόμενο στον Πειραιά, στολισμένο με λουλούδια και πανό, κάνει το τελευταίο του δρομολόγιο. Φτάνει στην πλατεία Λουδοβίκου του Πειραιά, έξω από το σταθμό του Ηλεκτρικού. Οι επιβάτες κατεβαίνουν. Ο οδηγός Γιάννης Κωστόπουλος χτυπάει για τελευταία φορά το καμπανάκι και οδηγεί το όχημα 77 στο αμαξοστάσιο της οδού Κόνωνος. Εκείνη τη στιγμή γράφτηκε ο επίλογος της μεγάλης ιστορίας των Ελληνικών τραμ, ή, όπως τουλάχιστον θέλουμε να ελπίζουμε, ο επίλογος της πρώτης περιόδου του ελληνικού τραμ.
44 χρόνια αργότερα, το τραμ επέστρεψε στους δρόμους της πρωτεύουσας, πλήρως εκσυγχρονισμένο. Ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 19 Ιουλίου 2004, ενόψει και των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.

 

1927 – Σημειώνεται αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα κατά του προέδρου της Δημοκρατίας, Παύλου Κουντουριώτη. Το πρωί της 30ης Οκτωβρίου ο απόστρατος ναύαρχος και ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων, Παύλος Κουντουριώτης (1855-1935), που κατείχε το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας από το 1924, είχε μεταβεί στο Δημαρχείο της Αθήνας για να απευθύνει χαιρετισμό στο συνέδριο των Δημάρχων της χώρας. Μετά το πέρας της εναρκτήριας τελετής εξήλθε του Δημαρχιακού Μεγάλου και επιβιβάσθηκε στο προεδρικό αυτοκίνητο που τον ανέμενε μπροστά από τα Προπύλαια του Δημαρχιακού Μεγάρου επί της οδού Αθηνάς.
Τη στιγμή εκείνη ένας νεαρός άνδρας διέλαθε της προσοχής της φρουράς του Προέδρου, έφθασε κοντά στο αυτοκίνητό του από την πίσω δεξιά πλευρά και πυροβόλησε μία φορά με περίστροφο κατά του Κουντουριώτη, που καθόταν στην μπροστινή δεξιά θέση του οχήματος και ανταπέδιδε τον χαιρετισμό στο συγκεντρωμένο πλήθος. Η σφαίρα άνοιξε μία μεγάλη οπή στο τζάμι της πίσω πόρτας, λοξοδρόμησε λίγο και βρήκε ξυστά στη δεξιά κροταφική χώρα τον ανώτατο άρχοντα της χώρας και στη συνέχεια κατέπεσε μπροστά στα πόδια του.
Αμέσως, οι άνδρες της προσωπικής του φρουράς αφόπλισαν τον δράστη και τον συνέλαβαν, ενώ το αγανακτισμένο πλήθος επιζητούσε να τον λιντσάρει. Κάποιοι θερμόαιμοι, μάλιστα, κατόρθωσαν να τον αποσπάσουν για λίγο από τους αστυνομικούς και να τον χτυπήσουν με κλωτσιές και μπουνιές. Ο Κουντουριώτης, παρότι το αίμα έρρεε άφθονο από το κεφάλι του, διατήρησε την ψυχραιμία του και συνέχισε να συνδιαλέγεται με το πλήθος.
Ο Παύλος Κουντουριώτης, φέρων τους επιδέσμους του τραύματός του.
Τάχιστα, όμως, διακομίστηκε στην Πολυκλινική Αθηνών, όπου δέχθηκε τις περιποιήσεις του διευθυντού της και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νικολάου Αλιβιζάτου. Το ιατρικό ανακοινωθέν που εκδόθηκε αργά το απόγευμα ανέφερε: «Ο κ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπέστη τραύμα κατά την δεξιάν κροταφικήν χώραν. Η σφαίρα προκάλεσε κάκωσιν των μαλακών μορίων, ελαφρώς θίξασα το οστούν. Ο κύριος πρόεδρος υπέστη την εγχείρισιν μετά μεγάλης ψυχραιμίας. Κατάστασις Αρίστη».
Αμέσως μόλις έγινε γνωστό το συμβάν έσπευσε στην κλινική σχεδόν ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο για να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι για την υγεία του προέδρου. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κατανοήσει το κίνητρο του δράστη: «Κάποιος ανισόρροπος με χτύπησε. Πρέπει να είναι ανισόρροπος, διότι εγώ γυρίζω όλη την ώρα έξω μόνος μου και μπορούσε να με χτυπήσει όπου αλλού ήθελε. Για μένα είναι ανεξήγητο» έλεγε σε κάποιους υπουργούς από το κρεβάτι της κλινικής.
Εν τω μεταξύ, ο δράστης είχε μεταφερθεί στο Γ’ Τμήμα Ασφαλείας Αθηνών, όπου ανακρινόταν υπό την εποπτεία εισαγγελέα. Στους ανακριτές του δήλωσε αρχικά ότι ήταν κωφός κι επομένως η όλη διαδικασία θα γινόταν με γραπτές ερωτοαπαντήσεις. Στη συνέχεια δήλωσε τα στοιχεία του: ονομαζόταν Ζαφείριος Γκούσιος, ήταν 25 ετών, καταγόταν από τα Αμπελάκια Λάρισας και δούλευε ως σερβιτόρος στο εστιατόριο Αβέρωφ της Λάρισας. Στην Αθήνα είχε έλθει στις 18 Οκτωβρίου και κατέλυσε στο ξενοδοχείο Όλγα στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Σ’ έρευνα που έγινε στο δωμάτιό του βρέθηκε μια βαλίτσα που περιείχε, μεταξύ άλλων, 10 φύλλα της εφημερίδας Ριζοσπάστης και βιβλία των Νίτσε, Σοπεγχάουερ και του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου (γ.γ. του ΚΚΕ από το 1920 έως το 1924).
Από τους μάρτυρες που παρέλασαν κατά την ανάκριση, ουσιώδης κρίθηκε η κατάθεση ενός εκ των συνταξιδιωτών του, ονόματι Γκόλαντα. Αυτός κατέθεσε ότι όταν ο Γκούσιος τον είδε να διαβάζει μία εφημερίδα στο τρένο, του άνοιξε συζήτηση: «Δεν ντρέπεσαι να διαβάζεις αστικές εφημερίδες; Αυτά που γράφουν είναι όλα ψέματα και υποβολιμιαία». Κατόπιν του ανέπτυξε την κομμουνιστική κοσμοθεωρία του και όταν ο Γκόλαντας τον ρώτησε για ποιο σκοπό έρχεται στην Αθήνα αυτός του απάντησε: «Πάω να βρω δουλειά, αλλά έχω να εκτελέσω σοβαράς αποφάσεις μου. Κάποιον θα σκοτώσω». Όπως εξακριβώθηκε από την ανάκριση, ο Γκούσιος, προτού προβεί στην απονενοημένη πράξη του, είχε ζητήσει ακρόαση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να του εκθέσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και να του ζητήσει βοήθεια. Το αίτημά του δεν έγινε δεκτό κι έτσι αποφάσισε να τον σκοτώσει.
Μετά την απολογία του προφυλακίστηκε, με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα. Οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές εξακολουθούσαν να τον θεωρούν κομουνιστή και μάλιστα η ασφάλεια Λάρισας πίστευε ότι ήταν μέλος του ΚΚΕ, που εκείνη την περίοδο άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του στα πολιτικά πράγματα της χώρας, δημιουργώντας πονοκεφάλους στα συστημικά κόμματα. Ο ίδιος στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων που τον επισκέφθηκαν στη φυλακή αρνήθηκε ότι είναι κομμουνιστής ή αναρχικός και περιέγραψε τον εαυτό του ως εξής: «Είμαι ένα ονειροπόλος, ένας απλούς ανθρωπιστής, επιθυμών την ευτυχίαν παντός ανθρώπου». Ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος για την εποχή του (απόφοιτος σχολαρχείου) και με πνευματικές ανησυχίες, όπως έγραψε ο τύπος της εποχής, αλλά αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, εξαιτίας της κωφότητάς του, η οποία προερχόταν από μία παιδική μηνιγγίτιδα κι ενός προβλήματος στη μύτη.
Η δίκη του Γκούσιου άρχισε και τελείωσε μέσα σε μία ημέρα, στις 20 Νοεμβρίου 1928, στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Στην απολογία του, αφού ζήτησε συγγνώμη για την πράξη του, τόνισε ότι «για όλα φταίει η κατηραμένη κώφωσίς μου. Είναι σαν μου τρύπησαν το μυαλό και να μου έχυσαν στο μυαλό λιωμένο μολύβι». Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας Μαλούχος έπαιξε το κομουνιστικό χαρτί: «Ο Γκούσιος υπήρξε το θύμα των νέων ιδεών και της αναγνώσεως των βιβλίων του κομμουνισμού. Εάν δεν τεθεί φραγμός εις τον κομουνισμόν, μετά μίαν πενταετίαν, δύναμαι να σας το βεβαιώσω από της θέσεως ταύτης, ότι δεν θα υπάρχει αστικόν καθεστώς». Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε τον Γκούσιο σε πρόσκαιρα δεσμά 14 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό της μετρίας συγχύσεως. Ακόμη, του επέβαλε ποινές φυλάκισης 3 μηνών για οπλοχρησία και 45 ημερών για παράνομη οπλοφορία.
Ο Γκούσιος θεώρησε την ποινή υπέρμετρα αυστηρή και την επομένη προσπάθησε να αυτοκτονήσει, καταπίνοντας μεγάλη ποσότητα κινίνου. Οι γιατροί κατόρθωσαν να του σώσουν τη ζωή, αλλά από εκείνη την ημέρα τα ίχνη του χάθηκαν.

 

1930 – Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κεμάλ Ατατούρκ υπογράφουν στην Άγκυρα συνθήκη φιλίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Στο ταξίδι του αυτό ο Βενιζέλος συνοδευόταν από τον υπουργό Εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλο. Το Σύμφωνο που υπέγραψαν στην Αγκυρα της 30ής Οκτώβριου 1930 περιείχε τρεις συμφωνίες. Η πρώτη περιλάμβανε τη διάταξη ότι οι δύο χώρες αναλάμβαναν την αμοιβαία υποχρέωση να μη μετάσχουν σε οποιαδήποτε πολιτική ή οικονομική συνεννόηση που θα στρεφόταν εναντίον της μιας εξ αυτών. Η δεύτερη συμφωνία περιείχε ναυτικό πρωτόκολλο που υποχρέωνε τις δύο χώρες να μην προβούν σε παραγγελίες ή κατασκευές πολεμικών πλοίων χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μεταξύ τους. Με τον τρόπο αυτόν θα απέφευγαν ναυτικούς εξοπλισμούς με αρνητική επίπτωση στις σχέσεις τους. Η δεύτερη συμφωνία επέτρεψε στον Βενιζέλο να εγκαταλείψει την παραγγελία ενός θωρηκτού γερμανικής κατασκευής, του «Σαλαμινία», και να επιδιώξει αργότερα την παραγγελία τεσσάρων αντιτορπιλικών σε ιταλικά ναυπηγεία. Η τρίτη συμφωνία περιλάμβανε εμπορική και προξενική σύμβαση για να τονωθούν οι εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες.
Οι δύο χώρες για μεγάλο διάστημα έδρασαν υποβοηθητικά στις διεθνείς επιδιώξεις αλλήλων. Η μεν Τουρκία μεσολάβησε για τον διακανονισμό των ελληνοβουλγαρικών διαφορών, ενώ η Ελλάδα πρωτοστάτησε στην είσοδο της Τουρκίας στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) το 1932. Την επίσκεψη Βενιζέλου – Μιχαλακόπουλου ανταπέδωσαν οι Ισμέτ Πασάς και Ρουσδή Αράς στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 1931.
Στον αρχηγό της αντιπολίτευσης Παναγή Τσαλδάρη, ο οποίος τον επέκρινε στη Βουλή για έλλειψη πρόνοιας προς τους Ελληνες της Κωνσταντινούπολης, ο Βενιζέλος απάντησε: «Πιστεύω ως προς το μέλλον των ομογενών εν Τουρκία ότι προς αυτούς η συμπεριφορά της τουρκικής κυβερνήσεως θα είναι αναλόγως προς την ανάπτυξιν των φιλικών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών. Οι Ελληνες εν Τουρκία, είτε ραγιάδες είτε πολίται της Ελλάδος, θα τύχουν υποστηρίξεως εκ μέρους της τουρκικής κυβερνήσεως αναλόγως προς την ανάπτυξιν των φιλικών και στενών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών».
Το Σύμφωνο αυτό διευκόλυνε τις σχέσεις με άλλες βαλκανικές χώρες της εποχής, ώστε η Ελλάδα να ασχοληθεί απερίσπαστη με τα πολλά εσωτερικά της προβλήματα, όπως ήταν η σταθεροποίηση της δραχμής, η περαιτέρω βελτίωση των όρων ζωής των προσφύγων και η αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας.
Οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες αναπτύχθηκαν ακόμα περισσότερο. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1933 υπέγραψαν σύμφωνο στην Αγκυρα ότι αναλάμβαναν την εγγύηση των κοινών τους συνόρων. Μολονότι η εγγύηση ήταν διπλωματική και όχι στρατιωτική, αποτέλεσε ορόσημο στη χάραξη των συνόρων τους, ώστε το προηγούμενο αυτό να αποτελεί μόνιμο σημείο αναφοράς.
Η σημασία της προσέγγισης βρίσκεται στη συναντίληψη των δύο ηγετών για το κοινό, τότε, συμφέρον. Οι αναθεωρητικές τάσεις της σημερινής τουρκικής κυβέρνησης έναντι όλων των συνθηκών και συμφώνων του Μεσοπολέμου ανοίγουν νέο κεφάλαιο αναθεωρητισμού από την πλευρά του κ. Ερντογάν.

 

1938 – Ο Όρσον Γουέλς δεν δυσκολεύεται να πείσει -μέσω ραδιοφώνου- τους Αμερικανούς ότι η Γη δέχεται επίθεση από Αρειανούς. Στις 30 Οκτωβρίου 1938 ο Όρσον Γουέλς δεν δυσκολεύεται να πείσει τους Αμερικανούς από ραδιοφώνου ότι η Γη δέχεται επίθεση από Αρειανούς. Βρισκόμαστε στη χρυσή εποχή του ραδιοφώνου, όταν το μέσο αυτό αποτελεί τη βασική πηγή πληροφόρησης και ψυχαγωγίας για εκατομμύρια Αμερικανούς.
Ο ιδιοφυής Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός ήταν τότε 23 χρονών, όταν του ζητήθηκε να διασκευάσει για το ραδιόφωνο το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Άγγλου συγγραφέα Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς «Ο πόλεμος των κόσμων», ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά έργα, που περιγράφει με λεπτομέρειες μία σύγκρουση του ανθρώπου με τους εξωγήινους. Παρότι είχε σημαντική προϋπηρεσία στο μέσο, ούτε ο ίδιος δεν φαντάστηκε τον αντίκτυπο που θα είχε η παράστασή του εκείνο το κυριακάτικο βράδυ της 30ης Οκτωβρίου 1938, παραμονή της γιορτής του Χάλογουιν.
Η εκπομπή ξεκίνησε κανονικά στις 8 το βράδυ από το δίκτυο του CBS, σε ώρα υψηλής ακρόασης, με τον εκφωνητή να αναγγέλλει τους τίτλους της παράστασης. Εκείνη, όμως, την ώρα οι πιο πολλοί ακροατές είχαν συντονιστεί με το αντίπαλο δίκτυο του NBC, όπου ο εγγαστρίμυθος Έντγκαρ Μπέργκεν παρουσίαζε ένα κωμικό πρόγραμμα.
Στις 8:12, όταν τελείωσε το σόου του Μπέργκεν και ακολούθησε ένας άγνωστος και αδιάφορος τραγουδιστής, οι ακροατές γύρισαν τη βελόνα του ραδιοφώνου τους στο CBS, όπου εξελισσόταν η παράσταση του Γουέλς με τη μορφή ενός δελτίου ειδήσεων. Εκείνη την ώρα, ο παρουσιαστής διάβαζε το δελτίο καιρού. Στη συνέχεια συνδέθηκε με το ξενοδοχείο Hotel Park Plaza της Νέας Υόρκης, όπου έπαιζε η ορχήστρα του Ραμόν Ρακέλο.
Ξαφνικά, ένας άλλος παρουσιαστής διέκοψε τη ροή του προγράμματος, για να ανακοινώσει, με τη δέουσα σοβαρότητα, ότι ακούστηκαν εκρήξεις στον πλανήτη Άρη. Το πρόγραμμα συνεχίστηκε με την ορχήστρα του Ρακέλο να διασκεδάζει το κοινό με χορευτική μουσική, ώσπου ο παρουσιαστής με νέα διακοπή του ανακοίνωσε ότι ένας μεγάλος μετεωρίτης κατέπεσε σ’ ένα αγρόκτημα του Νιου Τζέρσεϊ. Αμέσως μετά συνδέθηκε μ’ έναν ρεπόρτερ, ο οποίος έντρομος ανέφερε ότι είδε έναν Αρειανό να βγαίνει από ένα μεταλλικό κύλινδρο.
Στη συνέχεια, οι εξωγήινοι όλο και πλήθαιναν και με εξελιγμένα όπλα κατόρθωσαν να εξολοθρεύσουν 7.000 εθνοφρουρούς, ενώ εισέβαλαν στο Σικάγο και το Σεν Λούις. Η ραδιοφωνική παράσταση του Ουέλς ήταν αρκούντως ρεαλιστική, με πρωτοποριακά για την εποχή ηχητικά εφέ και ηθοποιούς που έπαιζαν πειστικά τους ρόλους των δημοσιογράφων. Ένας άλλος ρεπόρτερ ανακοίνωσε εκείνη τη στιγμή ότι η εισβολή των Αρειανών είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση και χιλιάδες κάτοικοι των περιοχών αυτών έσπευδαν να τις εγκαταλείψουν πανικόβλητοι.
Στην πραγματικότητα δεν απείχε και πολύ από την αλήθεια. Αρκετοί ακροατές, από το ένα εκατομμύριο ακροατές που παρακολουθούσαν την παράσταση του Γουέλς, πίστεψαν ότι πράγματι η Αμερική δεχόταν επίθεση από Αρειανούς. Πανικός ξέσπασε σε πολλές περιοχές της χώρας. Στο Νιου Τζέρσεϊ σημειώθηκε μποτιλιάρισμα στους δρόμους από έντρομους κατοίκους, που έσπευδαν να εγκαταλείψουν την περιοχή για να μην πέσουν στα χέρια των εξωγήινων εισβολέων. Πολίτες ζητούσαν μάσκες οξυγόνου από την αστυνομία για να σωθούν από τα τοξικά αέρια που υποτίθεται ότι εκτόξευαν οι Αρειανοί, ενώ άλλοι ζητούσαν από την ηλεκτρική εταιρεία να τους διακόψει την παροχή ρεύματος για να μην εντοπιστούν από τους εισβολείς. Μία γυναίκα έντρομη μπήκε σε μια εκκλησία της Ινδιανάπολης, όπου γινόταν βραδινή λειτουργία και άρχισε να κραυγάζει: «Η Νέα Υόρκη καταστράφηκε. Είναι το τέλος του κόσμου. Πηγαίνετε στα σπίτια σας και ετοιμαστείτε να πεθάνετε!». Οι πληροφορίες ότι υπήρξαν αυτοκτονίες δεν επιβεβαιώθηκαν.
Μόλις τα νέα για τον αληθινό πανικό μαθεύτηκαν στα στούντιο του CBS, ο Γουέλς βγήκε στον «αέρα» και υπενθύμισε στους ακροατές ότι παρακολούθησαν ένα θεατρικό έργο. Η παράσταση του Γουέλς απασχόλησε και το FCC, το ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο των ΗΠΑ, το οποίο δεν διαπίστωσε κάτι το μεμπτό, αλλά συνέστησε στα μέσα να είναι πιο προσεκτικά στο μέλλον. Ο ίδιος ο Γουέλς φοβήθηκε ότι η καριέρα του θα καταστρεφόταν μετά τον θόρυβο που δημιουργήθηκε, αλλά στην πραγματικότητα συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η δημοσιότητα τον βοήθησε να εξασφαλίσει δουλειά στο Χόλιγουντ και το 1941 να γυρίσει την περίφημη ταινία «Ο Πολίτης Καίην», που θεωρείται μία από τις κορυφαίες δημιουργίες στην ιστορία του κινηματογράφου.

 

1961 – Στο πλαίσιο της αποσταλινοποίησης, το ταριχευμένο σώμα του Ιωσήφ Στάλιν απομακρύνεται από το Μαυσωλείο του Λένιν, σύμφωνα με απόφαση του συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Η επίσης ταριχευμένη σορός του Ιωσήφ Στάλιν βρισκόταν δίπλα σε αυτή του Λένιν από τον θάνατο του Στάλιν τον Μάρτιο του 1953 μέχρι τον Οκτώβριο του 1961, οπότε απομακρύνθηκε στα πλαίσια της «αποσταλινοποίησης» και τάφηκε πιο πίσω, στη Νεκρόπολη του Τείχους του Κρεμλίνου, ακριβώς κάτω από το τείχος. Επιπλέον, η σορός του Λένιν επρόκειτο να μεταφερθεί στο Πάνθεο της Μόσχας μετά την ολοκλήρωσή του, αλλά η κατασκευή του ακυρώθηκε μετά την πάροδο της αποσταλινοποίησης.

 

 

 

Γεννήσεις

 

1896 – Κώστας Καρυωτάκης. Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας στις 30 Οκτωβρίου 1896. Ήταν δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, με καταγωγή από την Καρυά Κορινθίας, και της Αικατερίνης (Κατίγκως) Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Στο σπίτι της γεννήθηκε ο ποιητής και εκεί σήμερα στεγάζεται η διοίκηση του εκεί Πανεπιστημίου. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε τον δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913 λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του. Στην εφηβική του ηλικία 1909-1911 βρέθηκε στην Αθήνα και από το 1911-1913 στα Χανιά. Εκεί ερωτεύτηκε την Άννα Σκορδύλη. Αποφοίτησε το 1913 από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων με βαθμό «λίαν καλώς». Από νεαρή ηλικία, περίπου δεκαέξι ετών, δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των παίδων.
Το 1917 ο Καρυωτάκης πήρε το πτυχίο Νομικής με βαθμό “λίαν καλώς”. Το 1918 επισκέφθηκε τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη όπου έμεναν. Το 1919 επιστρατεύθηκε αλλά πήρε ολιγόμηνη αναβολή λόγω υγείας. Το ίδιο έτος έλαβε άδεια δικηγόρου και διορίσθηκε υπουργικός γραμματέας Α’ στη Θεσσαλονίκη, προφανώς για να είναι κοντά στους γονείς του.
Στις 9 Μαρτίου 1919 έστειλε εξώδικο στο περιοδικό Νουμάς γιατί δεν του δημοσίευσε κριτική – ανακοίνωση για την ποιητική του συλλογή Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων. Το 1923 διορίστηκε στο Υπουργείο Υγιεινής Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως, όπου επέδειξε σημαντικό έργο πρότασης νόμων που αφορούν τη δημόσια υγεία. Όμως τίποτε δεν υλοποιήθηκε γιατί ξέσπασε η δικτατορία του Πάγκαλου. Το 1926 ταξίδεψε στη Ρουμανία. Το 1927 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες. Το 1928 αποσπάσθηκε στην Πάτρα, αλλά αμέσως έφυγε για ταξίδι στο Παρίσι και μετά την επιστροφή του μετατέθηκε στη Νομαρχία Πρέβεζας.[4] Για ένα διάστημα ο Καρυωτάκης επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ, μετά την οριστική απαλλαγή του από τον ελληνικό στρατό (παρουσιάσθηκε μόνο για λίγες μέρες), τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Στο τέλος για ν’ αποφύγει τις μεταθέσεις απ’ τη μια νομαρχία στην άλλη, μεταπήδησε στο Υπουργείο Πρόνοιας και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, δημοσιεύτηκε το 1919. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό Η Γάμπα, του οποίου η δημοσίευση όμως απαγορεύτηκε μετά από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902-1930). Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες. Τον Φεβρουάριο του 1928 αποσπάστηκε στην πόλη της Πάτρας και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα.
Η επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη το 1922 στη Νομαρχία Αττικής όπου αμφότεροι εργάζονταν προσωρινά, και τον ερωτεύτηκε, αλλά ο δεσμός τους διήρκεσε για πολύ λίγο. Ο Καρυωτάκης έμαθε ότι νοσεί από σύφιλη, αρρώστια τότε ανίατη η οποία αποτελούσε κοινωνικό στίγμα, και ζήτησε από τη Πολυδούρη να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε γάμο, αλλά ο Καρυωτάκης το απέρριψε. Η Πολυδούρη απολύθηκε το 1924, ήρθε σε ρήξη με τον Καρυωτάκη και αρραβωνιάστηκε με τον δικηγόρο Γεωργίου. Το 1926 στο Παρίσι η Πολυδούρη προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα στο νοσοκομείο Σωτηρία όπου το 1928 την επισκέφτηκε ο Καρυωτάκης.
Ο Κώστας Καρυωτάκης έφτασε στην Πρέβεζα με καράβι στις 18 Ιουνίου 1928, μετά από δυσμενή μετάθεση. Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, όταν ήταν νομάρχης ο Γεώργιος Π. Γεωργιάδης. Ο Κώστας Καρυωτάκης ως δικηγόρος της Νομαρχίας, είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας [εκκρεμεί παραπομπή]). Η τότε Νομαρχία Πρέβεζας στεγαζόταν σε ένα διώροφο μεγάλο «επιβλητικό» κτήριο με κήπο, στην οδό Σπηλιάδου 10, ιδιοκτησίας Πάλιου, που έχει γκρεμισθεί και εκεί ανεγέρθησαν δύο συνεχόμενες πολυκατοικίες. Το σπίτι που νοίκιασε και έμεινε τις τελευταίες μέρες της ζωής του ο Καρυωτάκης το 1928, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Διατηρείται ακόμα ανέπαφο, υπάρχει αναμνηστική πλάκα, και κατοικούταν τη δεκαετία του ’90 από την κυρία Λελόβα, κόρη της κυρίας Καλλιόπης Λυγκούρη (Πόπη), σπιτονοικοκυράς του Καρυωτάκη η οποία έχει πεθάνει και σήμερα κατοικείται από άλλους απογόνους. Η σπιτονοικοκυρά του Καρυωτάκη, Πηνελόπη Λυγκούρη, νεαρή κοπέλα το 1928 δήλωσε στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «στο σπίτι ο Καρυωτάκης δεν είχε καθόλου βιβλία, παρά μόνο χειρόγραφα δικά του, τα οποία μετά το θάνατό του δεν ήξερε ότι ήταν ποιήματα και τα πέταξε»!!!. Επίσης δήλωσε ότι “Είχε τρία κουστούμια γαλλικά, που αγόρασε στο Παρίσι και ήταν πάντα άψογα ντυμένος με γραβάτα”.. Λέγεται επίσης προφορικά, ότι “ο Καρυωτάκης ήρθε σε ρήξη με τον τότε Νομάρχη, ο οποίος πιθανώς χρηματιζόταν με λίρες Μικρασιατών στο θέμα της μη ισότιμης και δίκαιης παροχής αγροτεμαχίων”.
Στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού, ο δήμαρχος Πρέβεζας τη διετία 1977-1978, Ηρακλής Ντούσιας, περιέγραψε ότι, δύο ώρες προ της αυτοκτονίας του, περί τις 2.30 μ.μ., ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στη θέση Βρυσούλα, ιδιοκτησίας τότε Νιόνιου Καλλίνικου, όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί (τετράδιο) όπου έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν. Στο τέλος των σημειώσεων αυτών έγραψε μεταξύ των άλλων: «Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουν να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγομένου». Ο γιος του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, πολιτικός μηχανικός ΤΕ, δηλώνει στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «την προηγουμένη ημέρα τής αυτοκτονίας ο Καρυωτάκης αγόρασε από το κατάστημα του πατέρα του ένα πιστόλι, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια». Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν. Το πιστόλι αυτό είναι τύπου Pieper Bayard 9mm, παραχωρήθηκε από τους απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη και εκτίθεται από το 2003 στο «Μουσείο Μπενάκη» στην Αθήνα (κτίριο Α, Βασ. Σοφίας). Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».

 

1960 – Ντιέγκο Μαραντόνα (ισπανικά: Diego Armando Maradona, 30 Οκτωβρίου 1960 – 25 Νοεμβρίου 2020) ήταν Αργεντινός ποδοσφαιριστής και προπονητής ποδοσφαίρου. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ενώ αρκετοί στο άθλημα και κυρίως φίλαθλοι θεωρούν το Μαραντόνα ως τον καλύτερο όλων. Στις εκλογές της IFFHS ψηφίστηκε 5ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα. Ακόμη, βραβεύτηκε από τη FIFA το 2000 ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα μαζί με τον Πελέ.
Υπήρξε ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του αθλήματος που κατέρριψε το ρεκόρ της πιο ακριβής μεταγραφής δύο φορές, την πρώτη όταν έπαιξε στη Μπαρτσελόνα για 3 εκατομμύρια αγγλικές λίρες και τη δεύτερη, όταν αγωνίστηκε στη Νάπολι για 5 εκατομμύρια λίρες. Είχε αγωνιστεί στους Αρχεντίνος Τζούνιορς, Μπόκα Τζούνιορς, Μπαρτσελόνα, Νάπολι, Σεβίλλη και στο τέλος της καριέρας του, στη Νιούελς Ολντ Μπόις και τελικά μετά από παύση ενός έτους από το ποδόσφαιρο έκλεισε την καριέρα του στην αγαπημένη του Μπόκα Τζούνιορς το 1997. Τα πιο ένδοξα ποδοσφαιρικά του χρόνια τα πέρασε στη Νάπολι, όπου κέρδισε τίτλους και διακρίσεις. Στην καριέρα του με την Εθνική Αργεντινής, σημείωσε 34 τέρματα σε 91 εμφανίσεις.
Αν και ξεκίνησε την καριέρα του ως επιθετικός, καθιερώθηκε ως επιθετικός μέσος. Η διεισδυτικότητα του Μαραντόνα, η εφευρετικότητα, οι πάσες του, οι εντυπωσιακές τεχνικές του ικανότητες, η ταχύτητα, τα αντανακλαστικά και ο χρόνος αντίδρασης συνδυάστηκαν με το μικρό του ανάστημα (1,65 μέτρα). Το χαμηλό κέντρο βάρους τον βοηθούσε στην κατοχή και τον χειρισμό της μπάλας. Γοήτευσε τους οπαδούς σε όλο τον κόσμο σε μια καριέρα δύο δεκαετιών με ένα μαγευτικό τρόπο παιχνιδιού που ήταν καθαρά δικό του. Η παρουσία του στο γήπεδο είχε μεγάλη επίδραση στη γενική απόδοση της ομάδας του. Βάσει του απαράμιλλου ταλέντου του και των ηγετικών του ικανοτήτων, έλαβε το προσωνύμιο El Pibe de Oro (Το Χρυσό Αγόρι). Εξαιρετικά ιδιοφυής, ο αγώνας του Μαραντόνα με τον εθισμό στα ναρκωτικά και το αλκοόλ αμαύρωσε την καριέρα του, αλλά με όλες τις αδυναμίες του, γοήτευσε τους φίλους του αθλήματος για δύο δεκαετίες με τον τρόπο παιχνιδιού του και είναι ευρέως σεβαστός έχοντας προσφέρει στο άθλημα μερικές από τις πιο αξέχαστες στιγμές του.
Έλαβε μέρος σε τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα, συμπεριλαμβανομένου του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986 στο Μεξικό, όπου έλαμψε η χαρισματική προσωπικότητά του και οδήγησε την ομάδα του στην κατάκτηση του τροπαίου με νίκη επί της Δυτικής Γερμανίας στον τελικό. Επίσης κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα ως ο καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης. Στον προ-ημιτελικό απέναντι στην Αγγλία, πέτυχε δύο γκολ, στη νίκη της ομάδας του με 2–1 που γράφτηκε στην ιστορία για δύο διαφορετικούς, μοναδικούς λόγους. Το πρώτο γκολ επιτεύχθηκε με χέρι του Μαραντόνα, γνωστό ως «Χέρι του Θεού», ενώ το δεύτερο υπήρξε προϊόν εκπληκτικής ατομικής προσπάθειας που ξεκίνησε πίσω από το κέντρο του γηπέδου. Αυτό το γκολ, καταγράφηκε ως το «Γκολ του αιώνα» από τους ψηφοφόρους της FIFA το 2002. Το 1998 η FIFA τον εξέλεξε στην καλύτερη ενδεκάδα του 20ού αιώνα.
Έγινε προπονητής της Εθνικής Αργεντινής τον Νοέμβριο του 2008, έχοντας την ευθύνη της ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2010, ενώ συνέχισε την προπονητική του σταδιοδρομία ως το τέλος της ζωής του, το οποίο ήρθε στις 25 Νοεμβρίου του 2020 σε ηλικία 60 ετών.

 

1967 – Λεωνίδας Καβάκος (γενν. 30 Οκτωβρίου 1967, Αθήνα) είναι Έλληνας βιολονίστας της κλασικής μουσικής και διευθυντής ορχήστρας. Ως βιολιστής έχει κερδίσει βραβεία σε αρκετούς διεθνείς διαγωνισμούς και έχει ηχογραφήσει αρκετούς δίσκους των σημαντικότερων δισκογραφικών εταιρειών. Διετέλεσε επίσης καλλιτεχνικός διευθυντής της Καμεράτας του Σάλτσμπουργκ και επισκέπτης μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου και της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης. Το μηνιαίο βρετανικό περιοδικό κλασικής μουσικής εγχόρδων The Strad τον έχει αποκαλέσει «βιολιστή των βιολιστών».
Ο Καβάκος γεννήθηκε στην Αθήνα και έμαθε βιολί σε ηλικία 5 ετών, καθώς ο πατέρας του Κωνσταντίνος και ο παππούς του ήταν επίσης βιολιστές, ενώ η μητέρα του πιανίστα. Αργότερα σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο, όπου είχε δάσκαλο τον Στέλιο Καφαντάρη. Μία υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση του έδωσε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει μαθήματα με τον δεξιοτέχνη Τζόζεφ Γκίνγκολντ στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Η πρώτη συναυλία στην οποία έπαιξε ο Καβάκος ήταν στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών το 1984. Μέχρι την ηλικία των 21 ετών είχε κερδίσει βραβεία στους περισσότερους σημαντικούς διεθνείς διαγωνισμούς βιολιού.
Το 1987 ο Καβάκος έδωσε συναυλίες σε διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ. Σήμερα περιοδεύει κάθε χρόνο στη Βόρεια Αμερική συνεργαζόμενος με αρκετές μεγάλες ορχήστρες, όπως τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Μόντρεαλ.
Στην Ευρώπη η φήμη του Καβάκου απλώθηκε γρήγορα μετά τη νίκη του στον Διαγωνισμό «Γιαν Σιμπέλιους». Σήμερα παίζει σε μεγάλες αίθουσες συναυλιών σε όλη την ήπειρο, συνεργαζόμενος με τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές ορχήστρες, όπως τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, τη Βασιλική Ορχήστρα Concertgebouw της Ολλανδίας και τη Φιλαρμονική της Βιέννης. Ο Καβάκος έχει παίξει σε φεστιβάλ όπως αυτά του Βερμπιέ (Ελβετία), του Σάλτσμπουργκ (πρώτη εμφάνιση το 1994), της Λουκέρνης και των Αστέρων των Λευκών Νυκτών. Το 1991 οι κληρονόμοι του Γιαν Σιμπέλιους επέτρεψαν ειδικά στον Λεωνίδα Καβάκο να εκτελέσει και να ηχογραφήσει την πρωταρχική εκδοχή (1903-1904) του «Κοντσέρτου για βιολί σε ρε μινόρε» του συνθέτη (σχεδόν άγνωστη μέχρι τότε παγκοσμίως) μαζί με την τελική μορφή του έργου, με διευθυντή ορχήστρας τον Osmo Vänskä. Στη Βρετανία ο Καβάκος έχει εμφανισθεί με πολλές ορχήστρες, αρχίζοντας από το 1992, όταν εκτέλεσε το κοντσέρτο του Στραβίνσκι στα The Proms.
Ο Λεωνίδας Καβάκος πραγματοποίησε ένα ιδαίτερα επιτυχημένο ντεμπούτο στην Ιαπωνία το 1988, με ένα ρεσιτάλ στο Casals Hall του Τόκιο συνοδευόμενο και από άλλες εμφανίσεις. Από τότε έχει περιοδεύσει στη χώρα με την Αγγλική Ορχήστρα Δωματίου, ενώ έχει δώσει συναυλίες με τη Μητροπολιτική Συμφωνική Ορχήστρα του Τόκιο και τη Νέα Φιλαρμονική της Ιαπωνίας.
Ο Καβάκος έχει ηχογραφήσεις σε διάφορες εταιρείες δίσκων κλασικής μουσικής, με εκτελέσεις έργων των Ντεμπυσσύ, Παγκανίνι, Σούμπερτ, Τσαϊκόφσκι, Βινιάφσκι, Υζαΰ και άλλων. Από το 2013 συνεργάζεται με την εταιρεία Decca Classics.
Εκτός από τη βραβευμένη ηχογράφηση του κοντσέρτου του Σιμπέλιους, το 2006 ηχογράφησε για λογαριασμό της Sony/BMG τα 5 κοντσέρτα για βιολί και μία συμφωνία του Μότσαρτ, ως σολίστας και διευθυντής της Καμεράτας του Σάλτσμπουργκ. Για την ηχογράφηση, επίσης ως σολίστας και διευθυντής της ίδιας ορχήστρας, του Κοντσέρτου για βιολί σε μι μινόρε του Μέντελσον (op. 64) τιμήθηκε με το βραβείο ηχογραφήσεως «ECHO-Klassik 2009».
Ο Λεωνίδας Καβάκος είναι ενθουσιώδης εκτελεστής μουσικής δωματίου και παρουσίαζε το δικό του ετήσιο φεστιβάλ μουσικής δωματίου στη γενέτειρά του Αθήνα επί 15 χρόνια («κύκλος μουσικής δωματίου» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), ενώ παίζει και σε πολλά διεθνή φεστιβάλ του είδους.
Ο Καβάκος έχει εργασθεί και ως διευθυντής ορχήστρας (μαέστρος). Το 2001 ανακοινώθηκε η πρόσληψή του ως κυρίου guest artist στην Καμεράτα του Σάλτσμπουργκ και από τότε συνεργάσθηκε με αυτή την ορχήστρα επί οκταετία ως σολίστ και μαέστρος. Το 2007 διορίσθηκε και ως καλλιτεχνικός διευθυντής της, διαδεχόμενος τον Σερ Ρότζερ Νόρινγκτον. Την 1η Ιουλίου 2009 ανακοίνωσε την παραίτησή του από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή για το φθινόπωρο. Ο Καβάκος εξήγησε ότι δεν θα μπορούσε να ελπίζει πως θα ασκούσε δημιουργικά τα καθήκοντά του στη θέση αυτή με δεδομένη τη συνεχιζόμενη αναστάτωση στη διοίκηση της ορχήστρας (7 αλλαγές μέσα σε 8 έτη).
Εκτός από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης, ο Καβάκος έχει διευθύνει τη Συμφωνική της Βιέννης, τη Φιλαρμονική του Ρότερνταμ και της Στοκχόλμης, καθώς και στο Φεστιβάλ της Βουδαπέστης. Το 2014-2015 θα διευθύνει για πρώτη φορά τη Ρωσική Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα και τη Maggio Musicale Fiorentino.
Στην Ελλάδα, επί πενταετία, μέχρι το 2000, ο Καβάκος υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης.
Ο Καβάκος παίζει το δικό του βιολί Στραντιβάριους, το «Abergavenny» (κατασκευής του 1724), από τον Φεβρουάριο του 2010. `Εχει πωλήσει το Στραντιβάριους «Falmouth» (κατασκευής του 1692), καθώς και ένα ιταλικό βιολί του 1782, οπότε σήμερα έχει μόνο το «Abergavenny» και 4 σύγχρονα βιολιά, μεταξύ των οποίων ένα του Florian Leonhard, με δοξάρια των F.X. Tourte, D. Peccatte και J.P.M. Persois. Αναφέρεται ότι έχει πάθος με την τέχνη της κατασκευής βιολιών και δοξαριών, τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος, μία τέχνη την οποία θεωρεί «μέγα μυστήριο» και «μυστικό».

 

Θάνατοι

 

1910 – Ερρίκος Ντυνάν. Γεννήθηκε στις 8 Μαΐου 1828, προερχόταν από πολύ αφοσιωμένη οικογένεια καλβινιστών, η οποία ασχολούνταν με φιλανθρωπίες. Μετά από μη ολοκληρωμένες σπουδές στο γυμνάσιο, μαθήτευσε σε μία ελβετική τράπεζα. Το 1853, ταξίδεψε στην Αλγερία για να αναλάβει την ελβετική αποικία του Σετίφ. Άρχισε την κατασκευή ενός αλευρόμυλου, αλλά δεν κατάφερε να του παραχωρηθεί η γη που ήταν ουσιαστική για την επιχείρηση. Αφού ταξίδεψε στην Τυνησία επέστρεψε στη Γενεύη, όπου αποφάσισε να προσεγγίσει τον Ναπολέοντα τον Τρίτο προκειμένου να αποκτήσει τα έγγραφα που χρειαζόταν. Τον καιρό εκείνο, ο αυτοκράτορας διέταζε τους Γαλλο-Σαρδινίους στρατιώτες που μάχονταν τους Αυστριακούς στη Βόρεια Ιταλία, και εκεί αποφάσισε να τον ψάξει. Έτσι συνέβη να είναι παρών στο τέλος της μάχης του Σολφερίνο, στη Λομβαρδία.
Χωρίς να είναι γιατρός, παρακολούθησε τη νοσηλεία των τραυματιών του Ιταλοαυστριακού πολέμου (1859) και παρέστη στο πεδίο της μάχης του Σολφερίνο. Επιστρέφοντας στη Γενεύη, έγραψε το Μία ανάμνηση από το Σολφερίνο, που τελικά οδήγησε στην ίδρυση της Διεθνούς Επιτροπής για Βοήθεια στους τραυματίες, τη μελλοντική Διεθνή Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ). Τόση ήταν η εντύπωση που προκλήθηκε από το βιβλίο ώστε το 1863 να συγκληθεί διεθνής διάσκεψη στη Γενεύη για τη σύναψη διεθνούς σύμβασης για την περίθαλψη τραυματιών. Ένα χρόνο μετά ιδρύθηκε ο Ερυθρός Σταυρός.
Ο Ντυνάν ήταν μέλος και εργάστηκε ως γραμματέας. Ήταν τώρα διάσημος, και γινόταν δεκτός από αρχηγούς κρατών, βασιλείς και πρίγκιπες των Ευρωπαϊκών αυλών. Οι οικονομικές του υποθέσεις όμως παρέπαιαν και κήρυξε πτώχευση το 1867. Εντελώς κατεστραμμένος, είχε χρέη περίπου ενός εκατομμυρίου ελβετικών φράγκων της εποχής εκείνης.
Ως αποτέλεσμα του σκανδάλου που προκάλεσε στη Γενεύη η πτώχευσή του, παραιτήθηκε από τη θέση του ως γραμματέας της Διεθνούς Επιτροπής. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1867 η Επιτροπή αποφάσισε να κάνει δεκτή όχι μόνο την παραίτησή του από γραμματέα, αλλά και ως μέλος. Ο Ντυνάν έφυγε για το Παρίσι, όπου κατέληξε να κοιμάται στα παγκάκια. Την ίδια εποχή, ωστόσο, η αυτοκράτειρα Ευγενία τον κάλεσε στο Παλάτι του Κεραμεικού προκειμένου να τον συμβουλευτεί για την επέκταση της Συμφωνίας της Γενεύης στις θαλάσσιες μάχες. Ο Ντυνάν έγινε τιμητικό μέλος του Ερυθρού Σταυρού της Αυστρίας, Ολλανδίας, Σουηδίας, Πρωσίας και Ισπανίας. Κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου επισκέφθηκε και ανακούφισε τους τραυματίες που είχαν μεταφερθεί στο Παρίσι, και εισήγαγε τη χρήση περιβραχιονίου προκειμένου να αναγνωρίζονται οι νεκροί.
Όταν αποκαταστάθηκε η ειρήνη, ο Ντυνάν ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου επεδίωξε να οργανώσει μία διεθνή διάσκεψη για το πρόβλημα των αιχμαλώτων πολέμου – ο Τσάρος τον ενθάρρυνε, αλλά η Αγγλία ήταν ενάντια στο σχέδιο. Μία διεθνής διάσκεψη για την «ολοκληρωτική και τελική κατάργηση της διακίνησης των Μαύρων και του εμπορίου σκλάβων» ξεκίνησε στο Λονδίνο την 1η Φεβρουαρίου 1875, κατόπιν πρωτοβουλίας του Ντυνάν. Ακολούθησαν χρόνια περιπλάνησης και υπέρτατης φτώχειας για τον Ντυνάν – ταξίδεψε με τα πόδια στην Αλσατία, Γερμανία, και Ιταλία ζώντας με φιλανθρωπίες και φιλοξενούμενος από μερικούς φίλους.
Τέλος, το 1887, κατέληξε στο ελβετικό χωριό Χέυντεν, στη λίμνη Κωνστάνς, όπου και αρρώστησε. Βρήκε καταφύγιο στο τοπικό άσυλο, και εκεί τον ανακάλυψε το 1895 ένας δημοσιογράφος, ο οποίος έγραψε ένα άρθρο για αυτόν, το οποίο μέσα σε λίγες μέρες ξανατυπώθηκε στον τύπο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μηνύματα συμπάθειας έφτασαν στον Ντυνάν από όλο τον κόσμο – σε μία βραδιά ήταν πάλι διάσημος και τιμημένος. Το 1901, έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Ο Ερρίκος Ντυνάν πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1910.
Σήμερα πλείστα νοσοκομεία, Θεραπευτήρια και ινστιτούτα ανά το κόσμο, καθώς και δρόμοι πλησίον αυτών, φέρουν το όνομά του.

 

1988 – Τάσος Λειβαδίτης. Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια, μια αδελφή και τρεις αδελφούς. Αδελφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης. Το 1946 παντρεύεται τη Μαρία Στούπα, κόρη του Γεωργίου Στούπα και της Αλεξάνδρας Λογοθέτη, με την οποία θα αποκτήσει μία κόρη. Θα γράψει για αυτήν το «Ερωτικό» το οποίο είναι από τα λίγα ποιήματα που υπάρχουν ηχογραφημένα σε απαγγελία του ίδιου του ποιητή.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Στα 1943, εν μέσω της Κατοχής, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της αριστεράς. Τον αποκάλεσαν «Ποιητή του Έρωτα και της Επανάστασης». Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών ανήκε σε ομάδα της ΕΠΟΝ που διοργάνωνε εράνους και διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, χωρίς να λάβει μέρος ως μάχιμος. Η δράση του αυτή είχε ως συνέπεια να συλληφθεί και να εξοριστεί. Αφέθηκε ελεύθερος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Το 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στον Μούδρο. Μεταφέρθηκε μετά από ένα χρόνο στη Μακρόνησο όπου ξεκίνησε τη συγγραφή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Μεταφέρθηκε στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απήλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίσθηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάσθηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάσθηκε επίσης ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 – 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».

 

2002 – Αλίκη Διπλαράκου. Γεννήθηκε το 1912 και καταγόταν από την Κρήνη της Μάνης. Ήταν κόρη τού Γεωργίου Διπλαράκου και της Ελένης Νικολέση. Ο πατέρας της είχε το επώνυμο Βαβούλης, αλλά το άλλαξε και έλαβε το επώνυμο της μητέρας του Διπλαράκου· η οικογένεια ζούσε στην Αθήνα. Αδέλφια της Αλίκης ήταν η Νάντα (1912-1966) σύζυγος Ανδρέα Ροδοκανάκη Γάλλου διπλωμάτη, η Χριστίνα (1918-1999) σύζυγος Ανρί Κλωντέλ (γιου του Πωλ και ανιψιού της γλύπτριας Καμίλ Κλοντέλ) και η Εντμέ σύζυγος Σπυρίδωνος Βασιλοπούλου.
Αναδείχτηκε στον τίτλο της ομορφότερης γυναίκας στην Ελλάδα και μετά στην Ευρώπη σε ηλικία 18 ετών, στο Παρίσι το 1930. Όταν ρωτήθηκε πώς ξεκίνησε η συμμετοχή της, είπε: “Ήμουν με τη μητέρα μου στο τσάι της Βρετανικής πρεσβείας, όταν κάποιος πρότεινε να πάμε να δούμε τον διαγωνισμό ομορφιάς σε ένα θέατρο. Κάποια στιγμή οι κριτές φώναξαν το όνομά μου· νόμισα ότι ήταν αστείο. Προσπάθησα να αρνηθώ, αλλά ο Πρόεδρος της Ελλάδας μου είπε, ότι αυτό θα πρόβαλλε την Ελλάδα και να δεχθώ. Τρεις ημέρες μετά βρέθηκα στο Παρίσι, όπου κέρδισα στον Ευρωπαϊκό διαγωνισμό και έπρεπε να συνεχίσω στο Ρίο”. Ήλθε 2η στον διαγωνισμό μις Κόσμος τού Ρίο ντε Ζανέιρο το ίδιο έτος. Περιόδευσε στις ΗΠΑ, δίνοντας διαλέξεις για τον αρχαίο και νέο ελληνικό πολιτισμό. Μιλούσε με ευχέρεια αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.
Το 1930 ντύθηκε με ανδρικά ρούχα και παραβίασε το άβατο του Αγίου Όρους, πράγμα που ήταν η τρίτη παραβίαση από γυναίκα και το συμβάν έγινε πρωτοσέλιδη είδηση. Το περιοδικό Time αναφέρθηκε σε αυτήν και στον ρόλο των γυναικών στην ιστορία, στο τεύχος 13-7-1953. Προσπάθησε να δοκιμάσει το ταλέντο της στο θέατρο και έπαιξε στο έργο “Προμηθεύς”. Έγινε γνωστή διεθνώς εξαιτίας του δεύτερου γάμου της με τον Άγγλο ευπατρίδη Σερ Τζον Ράσελ (1914-1984). Απεβίωσε στις 30 Οκτωβρίου του 2002.
Η Διπλαράκου παντρεύτηκε πρώτα το 1932 τον Πωλ-Λουί Βάιλερ, αεροπόρο και διευθυντή της Gnome et Rhône, βιομήχανο και φιλάνθρωπο, γιο του Λαζάρ Βάιλερ, μηχανικού, βιομήχανου και πολιτικού και της Αλίκης Ζαβάλ. Μαζί απέκτησαν τον Πωλ-Αννίκ Βάιλερ (1933-1998), ο οποίος νυμφεύτηκε την ντόνα Ολυμπία-Εμμανουέλα Τορλόνια ντι Τσιβιτέλα-Τσέζι και απέκτησαν τη Σιβύλλα Βάιλερ, μετέπειτα σύζυγο του Γουλιέλμου των Καπετιδών-Βουρβόνων-Πάρμας πρίγκιπα τού Λουξεμβούργου. Το ζευγάρι χώρισε και το 1945 η Διπλαράκου παντρεύτηκε με τον Βρετανό διπλωμάτη και πρέσβη Τζον Ράσελ, με τον οποίο απέκτησαν άλλα δύο παιδιά: τη Γεωργιάνα-Αλεξάνδρα (1947) και τον Αλέξανδρο-Κάρολο-Θωμά Ράσελ (1950).

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *