Μνήμη χρονολογίου της 29ης Μαρτίου

29 Μαρτίου 2024

Είναι η 89η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 277 ημέρες για τη λήξη του.
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:14 – Δύση ήλιου: 18:45
Διάρκεια ημέρας: 12 ώρες 32 λεπτά
🌖  Σελήνη 18.5 ημερών
Χρόνια πολλά στους:

Γεγονότα

 

1823 – Συνέρχεται στο Άστρος Κυνουρίας η Β’ Εθνική Συνέλευση. Η Β’ Εθνοσυνέλευση Άστρους ή Δεύτερη Εθνική Συνέλευση του Άστρους (29 Μαρτίου – 18 Απριλίου 1823) (π.ημ) ήταν η δεύτερη συνέλευση κατά τα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης.
Ο τόπος της συνέλευσης ήταν στον κήπον του μουσείου Καρυτσιώτου (νυν Αρχαιολογικό Μουσείο Άστρους). Πληρεξούσιοι που ήταν προσκείμενοι στην κυβέρνηση έμειναν στο χωριό Αγιαννίτικα Καλύβια, ενώ όσοι υποστήριζαν τους στρατιωτικούς και όσοι ήταν αντίθετοι με την κυβέρνηση, έμειναν στα Μελιγιώτικα Καλύβια. Στο Άστρος άρχισαν να προσέρχονται τα μέλη της κυβέρνησης από τις αρχές Μαρτίου, αλλά χρειάστηκε ένας περίπου μήνας μέχρι να έλθουν οι πληρεξούσιοι. Η συνέλευση άρχισε στις 10 Απριλίου 1823 στο Άστρος Κυνουρίας και κράτησε μέχρι τις 30 Απριλίου. Η επόμενη εθνοσυνέλευση, η Γ’ Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας έγινε τέσσερα χρόνια μετά, το 1827.
Στις 13 Απριλίου 1823, αναθεωρήθηκε το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, το σύνταγμα το οποίο είχε ψηφιστεί την 1η Ιανουαρίου 1822 από την Α’ Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου. Το νέο Σύνταγμα ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου» (δείχνοντας τη συνέχεια του νέου Συντάγματος με το προηγούμενο). Είχε 99 παραγράφους και έδινε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σε όλα τα άτομα που βρίσκονταν στην Ελλάδα, χωρίς περιορισμό στην ιθαγένειά τους. Το Σύνταγμα αυτό αντικαταστάθηκε το 1827 από το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» που ψηφίστηκε στην Τροιζήνα, κατά τη διάρκεια της Γ’ Εθνοσυνέλευσης. Κατά τη Συνέλευση αποφασίστηκε να καταργηθούν οι τρεις τοπικοί οργανισμοί, η Πελοποννησιακή Γερουσία, ο Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος και ο Άρειος Πάγος, ο Οργανισμός της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος ώστε να υπάρχει ένα μόνο κέντρο εξουσίας και συντονισμού.
Ένα από τα σημαντικά σημεία της Δεύτερης Εθνοσυνέλευσης είναι η κατάργηση της αρχιστρατηγίας, απόφαση που αν και χωρίς αναφορά στο όνομά του, κατάργησε τη θέση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Σημαντικό είναι επίσης το καταληκτικό κείμενο της Εθνοσυνέλευσης όπου γίνεται επαναδιακήρυξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της απόφασης για συνέχιση της Επανάστασης με κάθε θυσία. Αυτή η διακήρυξη αρχίζει με τις φράσεις: “Τρίτον ήδη χρόνον διαρκεί ο υπέρ ανεξαρτησίας εθνικός των Ελλήνων πόλεμος και ο τύραννος ούτε κατά γην ούτε κατά θάλασσαν ηυδοκίμησεν. Ενώ δε αι τυραννοκτόνοι χείρες των Ελλήνων έπεμψαν μυριάδας Τούρκους εις άδου, και φρούρια απέκτησαν, και την επικράτειαν εξησφάλισαν, ο δε κρότος των ημετέρων όπλων, αντηχήσας, διετάραξε το Βυζάντιον, ευτύχησε το έθνος να διακηρύξη εν Επιδαύρω κατά πρώτον ως έθνος, την ανεξαρτησίαν του, να νομοθετήσει και εθνικήν να καταστήση διοίκησιν”.

 

1864 – Η Αγγλία ανακοινώνει ότι παραχωρεί τα Επτάνησα στην Ελλάδα, ως προίκα στο νέο βασιλιά Γεώργιο Α’. Με τη συνθήκη που υπογράφτηκε στις 17/29 Μαρτίου 1864 ανάμεσα στις τρεις Δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, και στο ελληνικό βασίλειο τα Επτάνησα πέρασαν οριστικά στην ελληνική κυριαρχία στις 21 Μαΐου. H εξέλιξη αυτή ήρθε ως επιστέγασμα μιας σειράς διαβουλεύσεων και διπλωματικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες καθόρισαν αρκετά βαριούς όρους για την Eλλάδα που ήταν αποκλεισμένη από τις περισσότερες διπλωματικές συναντήσεις.
H συνθήκη θέσπιζε τη διηνεκή ουδετερότητα της Kέρκυρας, γι’ αυτό κατεδαφίστηκε μέρος του οχυρού της πόλης και των Παξών. Tο ελληνικό κράτος αποδέχεται όλες τις υποχρεώσεις προς ξένες κυβερνήσεις, εταιρείες και ιδιώτες, οι οποίες απέρρεαν από συμβάσεις που είχαν συναφθεί με την Iόνιο Πολιτεία ή με την Προστάτιδα Δύναμη, τη Μεγάλη Bρετανία.
H ρύθμιση αυτή αφορούσε το δημόσιο χρέος των Iονίων, εμπορικά και ναυτιλιακά προνόμια αλλοδαπών και κυρίως το εκδοτικό δικαίωμα της Iονικής Τράπεζας. Tο ελληνικό κράτος αναλάμβανε επίσης να καταβάλει αποζημιώσεις και συντάξεις στους άγγλους υπαλλήλους που θα έχαναν τη θέση τους με την Ένωση.
H Oρθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζεται ως επικρατούσα, αλλά κηρύσσεται παράλληλα η θρησκευτική και λατρευτική ελευθερία για όλα τα δόγματα και διατηρούνται τα προνόμια της Καθολικής Eκκλησίας. H Mεγάλη Bρετανία παραιτείται από την προστασία των Iονίων και μαζί με τη Γαλλία και τη Ρωσία επεκτείνουν τις εγγυήσεις που αφορούσαν την Eλλάδα και στα Iόνια νησιά.
Στις 23 Σεπτεμβρίου/5 Oκτωβρίου 1864 το IΓ’ Iόνιο Kοινοβούλιο υλοποίησε το σκοπό της σύγκλησής του αποφασίζοντας την Ένωση με την Eλλάδα σε “μία και αδιαίρετη πολιτεία υπό το συνταγματικό σκήπτρο του Βασιλέως Γεωργίου A’. Είχαν προηγηθεί πολλές αναταραχές λόγου τις φοβίας ότι τα Επτάνησα θα χάναν την καλή τους οικονομική θέση μετά από την ένωση με το φτωχότερο Ελληνικό κράτος.
Ως συνέπεια της ένωσις οικονομικά και διαχειριστικά στοιχεια μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Μέσα από αυτά η Ιονική Τράπεζα και η βιβλιοθήκη της Ιόνιος Ακαδημίας.

 

1896 – Ο Σπύρος Λούης κόβει το νήμα στο Μαραθώνιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1872 στο Μαρούσι της Αττικής, από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο νεαρός Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας διακρίθηκε για την αντοχή του, γεγονός που εξέπληξε τους ανωτέρους του. Θρυλείται ότι έτρεξε από την Αθήνα στο Μαρούσι και τούμπαλιν για να φέρει το πηλήκιο που είχε ξεχάσει στο σπίτι του, ώστε να είναι τέλειος στην αναφορά του τάγματος.
Εξαιτίας των αγωνιστικών του προσόντων, ο Λούης μπήκε από το «παράθυρο» στον αγώνα του Μαραθωνίου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (29 Μαρτίου 1896), με την προτροπή του διοικητού του ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, που ήταν και αθλητικός κριτής. Ο Λούης έτρεξε χωρίς καμία προετοιμασία και κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του, επευφημούμενος από 80.000 θεατές που είχαν κατακλύσει το Καλλιμάρμαρο.
Οι φήμες που κυκλοφόρησαν ότι κατά τη διάρκεια του Μαραθωνίου είχε «κλέψει», πραγματοποιώντας μέρος της διαδρομής πάνω σε κάρο, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Ο Λούης μετά τον θρίαμβό του δεν ξανάτρεξε ποτέ κι έζησε μία ήρεμη ζωή στο Μαρούσι, εργαζόμενος ως αγρότης, κηπουρός, νερουλάς και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός. Παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια.
Ο θρύλος του παρέμεινε αναλλοίωτος με το πέρασμα του χρόνου. Συχνά τον καλούσαν σε αθλητικούς αγώνες ως επίσημο προσκεκλημένο και το κοινό τού έδειχνε την αγάπη του με επευφημίες. Αυτός εμφανιζόταν ντυμένος φουστανελάς και με το χρυσό μετάλλιο στο στήθος. Όπως συνέβη και την 1η Αυγούστου 1936, όταν προσκλήθηκε από το Χίτλερ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου. Συναντήθηκε μαζί του, φωτογραφήθηκε και προσέφερε στον Φύρερ ένα κλαδί ελιάς ως σύμβολο της ειρήνης, που ήδη είχε αρχίσει να μπαίνει σε δοκιμασία. Ο Λούης δεν τον χαιρέτησε με τον γνωστό ναζιστικό τρόπο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής αποστολής.
Το 1926 κατηγορήθηκε για πλαστογραφία στρατιωτικού εγγράφου, προφυλακίστηκε για σχεδόν ένα χρόνο, αλλά αθωώθηκε πανηγυρικά. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έφερνε δύσκολα και εξαιτίας της σοβαρής ασθένειας της συζύγου του.
Ο Σπυρίδων Λούης πέθανε πάμπτωχος στο Μαρούσι, στις 26 Μαρτίου 1940.

 

1982 – Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου βραβεύεται με Όσκαρ για τη μουσική της αγγλικής ταινίας «Δρόμοι της Φωτιάς». Aνάμεσα στις πολλές σημαντικές βραβεύσεις με τις οποίες τιμήθηκε ο Έλληνας συνθέτης Βαγγέλης Παπαθανασίου, γνωστός διεθνώς και ως Vangelis, συγκαταλέγεται και ένα Όσκαρ, που του απονεμήθηκε στις 31 Μαρτίου 1982, για το soundtrack της ταινίας «Οι Δρόμοι της Φωτιάς» του 1981.
Η ταινία είναι βρετανικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία Χιου Χάντσον.
Αναφέρεται στην αληθινή ιστορία δύο Βρετανών ερασιτεχνών δρομέων οι οποίοι, καθένας για δικούς του λόγους, έβαλαν στόχο να κερδίσουν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 στο Παρίσι, που πραγματοποιήθηκαν στο στάδιο Κολόμπ – και το κατάφεραν.
Συνολικά, η ταινία, τιμήθηκε με τέσσερα Όσκαρ: Καλύτερης ταινίας, σεναρίου, κοστουμιών και μουσικής.

 

Γεννήσεις

 

1874 – Ιωάννης Γεωργιάδης. Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 29 Μαρτίου 1874 ή 1876. Σπούδασε ιατρική και αργότερα έγινε καθηγητής ιατροδικαστικής και τοξικολογίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, εξέδωσε πολλά βιβλία ιατρικής και επιστημονικά συγγράμματα. Ήταν αθλητής της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών και της Αθηναϊκής Λέσχης. Το 1933 με δική του πρωτοβουλία άνοιξε μουσείο Εγκληματολογίας. Νωρίτερα, ίδρυσε το Ανθρωπομετρικό Τμήμα της Αστυνομίας (1909) και το Νεκροτομείο Αθηνών (1912).
Στους Α΄ Ολυμπιακούς αγώνες του 1896 στην Αθήνα κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους αγώνες σπαθασκίας φιλάθλων. Το αγώνισμα έγινε στις 8 Απριλίου στο Ζάππειο Μέγαρο, συμμετείχαν πέντε αθλητές -δύο ξένοι και τρεις Έλληνες- και αγωνίστηκαν όλοι εναντίον όλων με τον Γεωργιάδη να νικά και τους τέσσερις αντιπάλους του. Συμμετείχε και στους επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες του 1900 στο Παρίσι, αλλά αποκλείστηκε από τους κριτές για αντικανονικά χτυπήματα. Ο Γεωργιάδης και πριν τους αγώνες βρισκόταν στην γαλλική πρωτεύουσα, όπου σπούδαζε Ιατρική. Σε διεθνείς αγώνες σπάθης που έγιναν το 1900 στο Παρίσι νίκησε τον Γάλλο ολυμπιονίκη Κοστέ, όπως και το 1901.
Στην Μεσολυμπιάδα του 1906 κατέκτησε άλλα δύο μετάλλια, ένα χρυσό κι ένα αργυρό. Ήταν πρώτος στην σπάθη ενώ ήταν δεύτερος με την εθνική ομάδα οπλομαχίας στο ομαδικό της σπάθης. Ο Ιωάννης Χρυσάφης αναφέρει ότι πριν τους αγώνες «το σπαθί του ήταν 10 χρόνια αήττητο» είχε να χάσει δηλαδή 10 χρόνια σε αγώνα.
Η τελευταία του συμμετοχή σε αθλητική διοργάνωση ήταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού το 1924, χωρίς όμως κάποια επιτυχία. Πάντως, μέχρι την δεύτερη πρωτιά του Πύρρου Δήμα στην Ατλάντα (1996), ο Γεωργιάδης ήταν ο μόνος έλληνας ολυμπιονίκης με δύο χρυσά μετάλλια. Από το 1918 έως το 1936 διετέλεσε μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 1960.

 

1926 – Κώστας Βίρβος. Ο Κώστας Βίρβος είναι ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς εκατοντάδων τραγουδιών τα οποία έμειναν διαχρονικά, μελοποιήθηκαν από τους σπουδαιότ τραγουδιστών στο Ελληνικό τραγούδι. Το έργο του καλύπτει μια μεγάλη γκάμα τραγουδιών από το Ρεμπέτικο, Λαϊκό και Έντεχνο, ενώ ασχολήθηκε και με το Παραδοσιακό. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 29 Μαρτίου 1926. Ο πατέρας του, πλούσιος έμπορος, τον στέλνει στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Τελειώνοντας το γυμνάσιο το 1943 κατεβαίνει στην Αθήνα και φοιτά στην Πάντειο. Ο ίδιος σύμφωνα με διηγήσεις του έγραφε στιχάκια από νωρίς, αλλά ήθελε να γίνει σκηνοθέτης μιας και του άρεσε ιδιαίτερα το θέατρο. Στην Ναζιστική Κατοχή βρίσκεται πρωτοετής φοιτητής της Παντείου στην Αθήνα. Το 1943 περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης ως μέλος του ΕΑΜ[1]. Το Μάρτη του ’44 συλλαμβάνεται και βασανίζεται, γιατί έγραφε συνθήματα στους τοίχους για την τότε κυβέρνηση του βουνού. Ο πατέρας του με 800 χρυσές λίρες τον απελευθερώνει και έπειτα φεύγει για το βουνό, όπου εκεί συναντά και τον Άρη Βελουχιώτη.
Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών απ’ το 1954 έως το 1985 απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Διευθυντή. Ήταν παντρεμένος με την Καίτη Καραντζή και έχει δυο κόρες, την Αναστασία και την Μαρία. Η κόρη του Μαρία Βίρβου είναι καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πειραιώς και έχει συγγράψει την βιογραφία του με τίτλο “Κώστας Βίρβος- Εγώ δεν ζω γονατιστός” που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Παπαζήση. Το βιβλίο της βιογραφίας 730 σελίδων, αναφέρεται λεπτομερώς στη ζωή και το έργο του λαϊκού ποιητή Κώστα Βίρβου, του οποίου τα ποιήματα έχουν μελοποιηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από το σύνολο σχεδόν των μεγαλύτερων συνθετών του 20ου αιώνα.

 

Θάνατοι

 

1982 – Καρλ Ορφ. Γεννήθηκε στο Μόναχο από οικογένεια στρατιωτικών και έδειξε τη μουσική του κλίση από νωρίς. Αρχικά σπούδασε όργανο και τσέλο, μα στράφηκε γρήγορα στη σύνθεση· τα πρώτα του έργα, μάλιστα, εκδόθηκαν όταν ήταν 16 μόλις ετών, ενώ δυο χρόνια αργότερα γράφει την πρώτη του όπερα, Gisei, das Opfer. Κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου συνεχίζει τις σπουδές του στην Ακαδημία Μουσικής του Μονάχου, ενώ τη δεκαετία του 1920 αρχίζει να επεξεργάζεται την ιδέα της “elementare Musik”. Η “στοιχειώδης μουσική” είναι μια σύλληψη που εκφράζεται από τη συνένωση των τεχνών, περιλαμβάνοντας τη μουσική, τον χορό, την ποίηση, το θέατρο και τις εικαστικές τέχνες. Κάτι ανάλογο αποτέλεσε και η Gesamtkunstwerk του ρομαντικού συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ, που βρήκε την πραγμάτωσή της στις όπερές του.
Ο πρώτος του γάμος με την Alice Solscher γίνεται το 1920, ωστόσο πέντε χρόνια αργότερα παίρνουν διαζύγιο. Το 1924 ιδρύει μαζί με την Dorothee Günther τη Σχολή Γκύντερ (Günther Schule)· από τη θέση του διευθυντή (την οποία διατηρεί μέχρι το τέλος της ζωής του) διδάσκει έναν συνδυασμό μουσικής, χορού και γυμναστικής. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αναπτύσσει τη θεωρία του για την μουσική παιδεία και ιδιαιτέρως το προσχολικό της μέρος. Στα 1930 εκδίδει μια μέθοδο που ονομάζει Schulwerk («σχολικό έργο»), εκθέτοντας τις απόψεις του επί του θέματος. Παράλληλα με τη διδασκαλία, ο Ορφ μελετά την προκλασική μουσική και επιμελείται την έκδοση αρκετών έργων. Χάρη σ’ αυτόν αναβιώνει η μουσική του Κλάουντιο Μοντεβέρντι, που αν και δεν σημειώνει επιτυχία εντούτοις προσφέρει μια τεράστια πηγή έμπνευσης.
Μεσούσης της ναζιστικής περιόδου ο Ορφ ανεβάζει στη Φρανκφούρτη το 1937 τη σκηνική καντάτα Κάρμινα Μπουράνα. Το έργο, που αποτελεί μελοποίηση μεσαιωνικών ποιημάτων στα μεσαιωνικά γερμανικά και τα λατινικά (βλ. Κάρμινα Μπουράνα), σημειώνει τεράστια επιτυχία. Η ηγεσία του ναζιστικού κόμματος καπηλεύεται την περίσταση (αν και όχι χωρίς αντιρρήσεις) και ο Ορφ βρίσκεται – χρόνια αργότερα – κατηγορούμενος για φιλοναζιστική στάση. Ο Ορφ αρνείται τις κατηγορίες και εν τέλει αθωώνεται με το δικαιολογητικό ότι κανείς την εποχή εκείνη δεν μπορούσε να δράσει ανεξάρτητα και ότι απλώς εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία του έργου του υπό τη σκιά του εθνικισμού. Ο δεύτερός του γάμος, με την Alice Willert λαμβάνει χώρα το 1939· και πάλι παίρνει διαζύγιο, για να ξαναπαντρευτεί τη Luise Rinser το 1954. Ούτε αυτός ο γάμος κρατάει πολύ και το 1960 κάνει τον τέταρτο και τελευταίο γάμο του με την Liselotte Schmitz. Από τον πρώτο του γάμο έχει μια κόρη, την Γκοντέλα (γενν. 1921), την οποία όμως αργότερα απορρίπτει.
Ο Ορφ πεθαίνει στο Μόναχο σε ηλικία 86 ετών. Στη ζωή του έχει βιώσει την αυτοκρατορική εποχή, την περίοδο του εθνικισμού, τη μετάβαση στη δημοκρατία καθώς και την απαρχή της ευρωπαϊκής ένωσης. Στον τάφο του, στη Μονή του Andechs, νότια του Μονάχου, αναγράφεται η λατινική φράση “Summus Finis” — «το υπέρτατο τέλος».

 

2005 – Μίλτος Σαχτούρης. Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του ’21 Γιώργη Σαχτούρη.
Όταν ήταν πέντε ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Με την επίμονη προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Χρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του. Μερικά χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του Εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.
Πρωτοέγραψε ποίηση την άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή Η Λησμονημένη. Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα.» Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς». Ακολούθησαν πολλές, ακόμη συλλογές με αποκορύφωμα την συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), που εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Πήρε κακές κριτικές για τα πρώτα του ποιήματα από εκπροσώπους της Γενιάς του ’30, όπως οι Άλκης Θρύλος, Παύλος Παλαιολόγος, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Πέτρος Χάρης, κ.ά., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.

 

2011 – Ιάκωβος Καμπανέλλης. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921. Ήταν το έκτο από τα εννέα παιδιά του Στέφανου Καμπανέλλη, εμπειρικού φαρμακοποιού, και της Αικατερίνης Λάσκαρη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Χίο, ενώ η μητέρα του προερχόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Στη Νάξο, στις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, είχε συμμαθητή τον Μανώλη Γλέζο.
Το 1935 η οικογένειά του μετέβη για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Εργαζόταν το πρωί και το βράδυ σπούδαζε τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο. Το φθινόπωρο του 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε και κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν μέχρι τον Μάιο του 1945, οπότε και απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, μαγεύτηκε από τις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, τον χειμώνα του 1945-46. Προσπάθησε να γίνει ηθοποιός, ελλείψει όμως γυμνασιακού απολυτηρίου δεν έγινε αποδεκτός από το Εθνικό Θέατρο. Έτσι αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Τον Καμπανέλλη ανακάλυψε ο Αδαμάντιος Λεμός. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν «ο Χορός πάνω στα στάχυα», που παρουσιάστηκε τη θερινή θεατρική περίοδο του 1950 από τον θίασο Λεμού στο Θέατρο «Διονύσια» της Καλλιθέας.
Τον Οκτώβριο του 1981 τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή ραδιοφωνίας της ΕΡΤ. Έγινε ακαδημαϊκός το 1999, στη νέα έδρα του Θεάτρου της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2000 του απονεμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα.
Πέθανε στις 29 Μαρτίου 2011, λόγω νεφροπάθειας, λίγες μέρες μετά τον θάνατο της γυναίκας του Νίκης.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Χρονολόγιο
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Χρονολόγιο