Μνήμη χρονολογίου της 28ης Αυγούστου

28 Αυγούστου 2024

Είναι η 241η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 125 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:52 – Δύση ήλιου: 20:00
Διάρκεια ημέρας: 13 ώρες 9 λεπτά
🌘  Σελήνη 24.2 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Δάμωνα και Εζεκία

Γεγονότα

 

1826 – Η Μάχη του Πολυαράβου. Ο Ιμπραήμ, με τα την αποτυχία του να καταλάβει τη Μάνη από τα δυτικά τον Ιούνιο του 1826, στη Βέργα και τον Διρό, επιχείρησε νέα εκστρατεία από τα ανατολικά αυτή τη φορά, δύο μήνες αργότερα.

Με 4.000 άνδρες κατευθύνθηκε προς την ανατολική πλευρά του Ταΰγετου, υπό τη διαρκή παρενόχληση των Ελλήνων, που προκαλούσαν φθορές στο στρατό με την τακτική του κλεφτοπολέμου.
Η αποφασιστική αναμέτρηση δόθηκε στην τοποθεσία Πολυάραβος (75 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Σπάρτης και 26 χιλιόμετρα βόρεια του Γυθείου), που βρίσκεται σε υψόμετρο 840 μέτρων στο όρος Ζίζαλι της οροσειράς του Ταΰγετου.

Εκεί είχαν οχυρωθεί 2.000 Μανιάτες με αρχηγούς τον Παναγιώτη, Γεώργιο και Νικόλαο Γιατράκο, τον Ηλία Κατσάκο, τον Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και τον Ηλία Τσαλαφατίνο. Δείτε περισσότερα στο link που ακολουθεί: Η Μάχη του Πολυαράβου

 

1898 – Ο Κάλεμπ Μπράνταμ μετονομάζει το ανθρακούχο αναψυκτικό του από Brad’s Drink σε Pepsi-Cola. Αναψυκτικό τύπου Cola (νερό, ζάχαρη, εκχύλισμα Colaς, ανθρακικό οξύ και καραμελόχρωμα, τα βασικά συστατικά τους), που παράγεται από την αμερικανική εταιρεία PepsiCo. Ξεχωρίζει για τη γλυκύτερη γεύση του σε σχέση με τη μεγάλη του αντίπαλο Coca Cola, που κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο στη συγκεκριμένη αγορά παγκοσμίως, εξαιτίας της μεγαλύτερης ποσότητας ζάχαρης που περιέχει.
Η Pepsi Cola, όπως και η Coca Cola, είναι δημιούργημα ενός φαρμακοποιού. Ο Κάλεμπ Μπράνταμ (1867-1934) το καλοκαίρι του 1898 σκέφθηκε να φτιάξει ένα ποτό για να δροσίζει την πελατεία του στο Νιου Μπερν της πολιτείας της Βόρειας Καρολίνας. Ανέμιξε εκχυλίσματα Colaς, βανίλια και αιθέρια έλαια και δημιούργησε ένα αναψυκτικό, το οποίο ονόμασε Brad’s Drink. Η μεγάλη επιτυχία του ποτού στην τοπική κοινωνία τον ώθησε να ξεκινήσει την εμπορική του εκμετάλλευση. Το μετονόμασε σε Pepsi Cola και ξεκίνησε διαφημιστική καμπάνια. Το όνομα Pepsi έχει ελληνικές ρίζες. Προέρχεται είτε από τη λέξη δυσπεψία (dyspepsia στα αγγλικά) μιας και ο Μπράνταμ το πρότεινε ως χωνευτικό ή τη λέξη πεψίνη (pepsin στα αγγλικά), το ένζυμο που διευκολύνει την πέψη.
Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά κι έτσι ο Μπράνταμ αποφάσισε να ιδρύσει την εταιρεία The Pepsi Cola Company, την οποία στέγασε αρχικά στην αυλή του φαρμακείου του. Στις 16 Ιουνίου 1903 η Pepsi Cola κατοχυρώθηκε ως εμπορικό σήμα, ενώ στο τέλος του 1910 το αναψυκτικό είχε παρουσία σε 24 πολιτείες των ΗΠΑ, χάρη στο μοντέλο της δικαιόχρησης (franchising) που εφάρμοσε ο Μπράνταμ. Ο αμερικανός φαρμακοποιός υπήρξε και από τους πρώτους επιχειρηματίες που χρησιμοποίησε αυτοκίνητα ως μεταφορικά μέσα, αντί της πατροπαράδοτης άμαξας με άλογα.
Τη δεκαετία του ’20 το επιχειρηματικό άστρο του Μπράνταμ άρχισε να δύει. Μία σειρά από παράτολμες επιχειρηματικές κινήσεις τον έφεραν στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Το 1929 η Pepsi έφθασε ένα βήμα πριν από την πτώχευση, εξαιτίας της Μεγάλης Ύφεσης και της σημαντικής αύξησης της διεθνούς τιμής της ζάχαρης. Η εταιρεία πουλήθηκε στον επιχειρηματία Ρόι Μέγκαρτζελ, αλλά επτά χρόνια αργότερα το φάντασμα της πτώχευσης άρχισε να πλανάται και πάλι πάνω από το Νιου Μπερν, παρότι η Pepsi με μια έξυπνη τιμολογιακή πολιτική είχε κατορθώσει να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία της Coca Cola.

 

1904 – Ο Παύλος Μελάς αρχίζει τον αγώνα του κατά των κομιτατζήδων της Δυτικής Μακεδονίας. Τον Ιούλιο, ενώ υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 20ήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία. Στο πλαστό διαβατήριό του αναγραφόταν το όνομα Πέτρος Δέδες και ως επάγγελμα δήλωνε ζωέμπορος. Μόλις έφθασε στην Κοζάνη συναντήθηκε με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και αποφασίστηκε η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων με τη στρατολόγηση ανδρών από τις γύρω περιοχές και η ανάληψη άμεσης δράσης στη Δυτική Μακεδονία. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου γεμάτος αισιοδοξία για την έκβαση του Αγώνα.
Μετά από 15 ημέρες ζήτησε κι έλαβε τετράμηνη άδεια από το στράτευμα για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς και του Μοναστηρίου, κατόπιν υπόδειξης του Μακεδονικού Κομιτάτου. Λίγο πριν από την αναχώρησή του εξομολογείτο στη γυναίκα του: «…Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που αφήνω· αισθάνομαι ότι μ’ όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ’ από τινος δεν ηξεύρω τι έπαθα· έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ’ αλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονίαν». Και από τη Λάρισα συμπλήρωνε με νέο γράμμα προς την σύζυγό του, ωσάν να προαισθανόταν το τέλος του: «…Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτου…».
Στις 28 Αυγούστου ο Καπετάν Μίκης Ζέζας διέβη τα σύνορα, συνοδευόμενος από αρκετούς Μακεδόνες, Λάκωνες και Κρήτες, και στα μέσα Σεπτεμβρίου στρατοπέδευσε στην περιοχή της Καστοριάς.

 

1963 – Κατά τη διάρκεια πορείας υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μαύρων στην Ουάσιγκτον, στην οποία συμμετέχουν περισσότεροι από 200.000 άνδρες, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφωνεί τον περίφημο λόγο του «I have a dream». Αναγνωρίζοντας την ανάγκη ενός μαζικού μαύρου κινήματος, ο Κινγκ δημιούργησε την οργάνωση «Συνδιάσκεψη της Χριστιανικής Ηγεσίας των Πολιτειών του Νότου», εγκαινιάζοντας πλέον και επίσημα τον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Έχοντας εξασφαλίσει ένα ισχυρό βήμα στο Νότο, ξεκινά τις ανθρωπιστικές περιοδείες του ανά τις ΗΠΑ, συζητεί με τους μαύρους για τα πολιτικά τους δικαιώματα, ακολουθεί την πολιτική τής ενεργού μη βίας, διοργανώνοντας καθιστικές διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, συναντά ξένους ηγέτες, δίνει πύρινους λόγους (εκείνο το θεόπνευστο «Έχω ένα όνειρο» στη διάρκεια μιας ειρηνικής «διαφυλετικής» συγκέντρωσης στην Ουάσιγκτον στις 28 Αυγούστου 1963 θα μείνει στην Ιστορία), διακηρύσσει ότι «έχει φθάσει η κατάλληλη στιγμή που μια συντονισμένη εξόρμηση εναντίον της αδικίας θα μπορούσε να αποφέρει μεγάλα και χειροπιαστά οφέλη».
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘60 η δημοτικότητά του φθάνει στο αποκορύφωμά της. Το 1964 του απονέμεται το Νόμπελ Ειρήνης, ενώ ψηφίζεται ο Νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων, που εξουσιοδοτεί την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να επιβάλλει την απάλειψη των φυλετικών διακρίσεων στους δημόσιους χώρους και να διώκει ποινικά τις διακρίσεις, τόσο στα κρατικά μέσα κοινής ωφέλειας, όσο και στην απασχόληση.

 

1995 – Ένας όλμος προερχόμενος από την πλευρά των Σερβοβοσνίων πέφτει στην αγορά του Σαράγεβο και σκοτώνει 38 ανθρώπους και τραυματίζοντας ακόμα 90 άτομα. Ήταν η δεύτερη σφαγή πού έγινε μέσα σε έναν χρόνο (5 Φεβρουαρίου τρου 1994 η προηγούμενη), από τους Σερβοβόσνιους, αλλά και η αφορμή που έψαχναν οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ για να βομβαρδίσουν το Βελιγράδι εξαπέλυσαν σφοδρό βομβαρδισμό στις θέσεις των Σερβοβόσνιων κόβοντας αρχικά την ενδοεπικοινωνία μεταξύ τους.
Οι Σέρβοι δεν είχαν παραδεχθεί ότι όλμοι είχαν προέλθει από αυτούς ένας Νορβηγός καθηγητής μάλιστα είχε υποστηρίξει ότι πολλές διεθνείς υπηρεσίες κρατών είχαν βγάλει τελικό πόρισμα, το οποίο κατέληγε, δίχως παρερμηνείες και ασάφειες πως τη δολοφονική ενέργεια την έκαναν άνδρες του ηγέτη των Μουσουλμάνων, Αλίγια Ιζεντμπέκοβιτς. Αυτό δεν ήταν ικανό να σταματήσει το ΝΑΤΟ, βομβάρδισε επί τρεις εβδομάδες τις σερβοβοσνιακές θέσεις και προχώρησε σε χερσαία επίθεση.
Στις ειρηνευτικές συνομιλίες στο Ντέιτον του Οχάιο, τον Νοέμβριο του 1995, συμφωνήθηκε ο διαχωρισμός της Βοσνίας ως εξής: το 51% ως Κροατο-Μουσουλμανικός τομέας, υπό την ονομασία Ομοσπονδία της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, που είχε δημιουργηθεί τον Ιανουάριο του 1994 και στον τομέα της Σερβικής Δημοκρατίας το υπόλοιπο 49% της χώρας.
Ο πόλεμος της Βοσνίας ήταν ένας από τους πιο σκληρούς και φρικιαστικούς που διεξήχθησαν ποτέ καθώς κατά τη διάρκειά του σκοτώθηκαν 278.000 άνθρωποι, εκ των οποίων 150.000 ήταν Μουσουλμάνοι, 97.000 Σέρβοι και 28.000 Κροάτες.

 

2016 – Τη βούλησή τους να ενισχύσουν τις σχέσεις των δύο χωρών τόνισαν οι δύο υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, Νίκος Κοτζιάς και Μεβλούτ Τσαβούσογλου, στην ανεπίσημη συνάντηση που είχαν στην Κρήτη.
Μία ιδιαίτερα φιλική τετ α τετ συνάντηση, η οποία διήρκησε τρεις ώρες συνολικά, ξεκίνησε με μία συνομιλία των δύο υπουργών και συνεχίστηκε στο γεύμα.
Η συνάντηση, όπως τόνισαν και οι δύο υπουργοί στις κοινές δηλώσεις που ακολούθησαν, ήταν μια εποικοδομητική ευκαιρία να συζητήσουν τόσο για την εμβάθυνση των διμερών σχέσεων των δύο χωρών και την ενίσχυση του διαλόγου όσο και για τα μεγάλα προβλήματα που εξελίσσονται στην περιοχή μας. Μια ευκαιρία, όπως είπε ο κ. Κοτζιάς, να βρεθούν τρόποι συνεργασίας που θα συμβάλλουν οι δύο πλευρές στη λύση τους.
Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών εξέφρασε «για άλλη μια φορά την αλληλεγγύη του ελληνικού λαού προς τον τουρκικό λαό που αντιπάλεψε το πραξικόπημα που έγινε προσπάθεια να επιβληθεί στην Τουρκία» και τόνισε ότι μετά τη συνάντηση των δύο κυβερνήσεων στη Σμύρνη που άνοιξε τα κανάλια συνεννόησης, διαλόγου και συνεργασίας, αποφασίστηκε με τον κ. Τσαβούσογλου αυτά να διευρυνθούν περαιτέρω στους τομείς που υπάρχουν, όπως η οικονομική συνεργασία, η συνεργασία στις μεταφορές, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και ο πολιτικός διάλογος.

 

Γεννήσεις

 

1749 – Γιόχαν Βόλφγκανγκ Φον Γκέτε, γνωστός στην Ελλάδα και ως Ιωάννης Γείθιος, γερμανός φιλόσοφος και συγγραφέας. («Φάουστ») (Θαν. 22/3/1832)  Η οικογένειά του ήταν μια από τις πιο εύπορες στη Φρανκφούρτη και του πρόσφερε πολλές δυνατότητες μόρφωσης. Στην ηλικία των 15 ετών έγραψε τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία στη συνέχεια κατέστρεψε. Το 1765 ξεκίνησε σπουδές Νομικής στη Λειψία κατόπιν επιθυμίας του πατέρα του. Παράλληλα με τις σπουδές του, ασχολήθηκε με τις εικαστικές τέχνες. Στη Λειψία ήρθε σε επαφή με το έντονο ελληνικό στοιχείο της πόλης. Ως φίλος των Ελλήνων και της Ελλάδας, αφιέρωσε πολλά έργα του στην ελληνική αρχαιότητα.
Το 1769 αρρώστησε και επέστρεψε στη Φρανκφούρτη. Την ίδια περίοδο άρχισε να ανακαλύπτει μέσα του και τον ήρωά του, Γιόχαν Φάουστ. Το 1770 ολοκλήρωσε τις σπουδές Νομικής και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα Ιατρικής, Χημείας και Βοτανικής. Επέστρεψε στη Φρανκφούρτη και ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Το 1774, συγκλονισμένος από την αυτοκτονία ενός φίλου του, έγραψε Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, ένα μυθιστόρημα που λάτρεψε ο Ναπολέων Βοναπάρτης και έγινε λάβαρο του ηθικού και πνευματικού κινήματος Θύελλα και Ορμή. Η Βαϊμάρη υπήρξε σημαντικός σταθμός στη σταδιοδρομία του Γκαίτε, καθώς είχε αναλάβει εκεί καθήκοντα υπουργού του Δούκα της. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γκαίτε είναι το Ταξίδι στην Ιταλία, το οποίο έγραψε κατά τη διαμονή του στη νότια Ιταλία. Μέχρι το 1805 είχε στενή επαφή και φιλία με τον Σίλλερ και μια βαθιά φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ τους.
Το 1806 νυμφεύτηκε την Κριστιάνε Βούλπιους, με την οποία είχε ένα γιο από το 25 Δεκεμβρίου του 1789, τον Άουγκουστ φον Γκαίτε, τον οποίο γαλούχησε με τα φιλελληνικά του ιδεώδη και ο οποίος αργότερα παντρεύτηκε την επίσης φιλελληνίδα Οττιλί φον Πόγκβις.
Ο Φάουστ, το έργο ζωής του, ολοκληρώθηκε με τον δεύτερο τόμο έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, το 1832 στη Βαϊμάρη. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: “Φως, περισσότερο φως” (στα γερμανικά: “Mehr Licht!”).

 

1828 – Λέων Τολστόι, ρώσος συγγραφέας, ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του κόσμου. Είναι γνωστός για τα έργα του «Πόλεμος και Ειρήνη» και «Άννα Καρένινα», που συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών.
Ο κόμης Λεβ Νικολάγεβιτς Τολστόι, γνωστός στο ελληνικό κοινό ως Λέων Τολστόι, γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1828 (28 Αυγούστου, με το παλαιό ημερολόγιο) στη Γιάσναγια Πολιάνα της Ρωσίας από αριστοκρατική οικογένεια. Ορφάνεψε, όμως, προτού κλείσει τα δέκα του χρόνια και από πατέρα και από μητέρα.
Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καζάν ανατολικές γλώσσες και νομικά, μα δεν πήρε το δίπλωμά του. Ήταν φύση ανήσυχη, γεμάτη σχέδια και αναμορφωτικές ιδέες, επηρεασμένος από τη Γαλλική Επανάσταση. Θέλησε να ανυψώσει τους Ρώσους χωρικούς και να μορφώσει τα παιδιά τους. Ίδρυσε, μάλιστα, και σχολείο και εξέδωσε παιδαγωγικό περιοδικό με τον τίτλο «Γιάσναγια Πολιάνα».
Έχοντας μεγάλα χρέη από τη χαρτοπαιξία, αποφάσισε να καταταγεί στο στρατό. Πήρε μέρος στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), όπου γνώρισε την ψυχή του ρώσου στρατιώτη και τη φρίκη του πολέμου. Στη συνέχεια επιχείρησε δύο ταξίδια και γυρίζοντας στη Ρωσία, παντρεύτηκε (1862), έκανε οικογένεια κι έζησε ευτυχισμένος «σαν πατριάρχης», όπως έγραψε ο ίδιος. Με την κατά 16 χρόνια μικρότερη σύζυγό του Σοφία Μπερς απέκτησε 13 παιδιά. Την περίοδο εκείνη έγραψε τα δύο αριστουργήματά του «Πόλεμος και Ειρήνη» (1869), το οποίο ζωντανεύει τη Ναπολεόντεια εποχή και την «Άννα Καρένινα» (1877), ένα δυνατό ψυχογραφικό και οικογενειακό δράμα.
Η ανησυχία του, όμως, ταράζει και πάλι τη ζωή του. Είχε τύψεις που ζούσε μέσα στα πλούτη, ενώ τόσοι άλλοι δυστυχούν. Θέλει να τα αφήσει όλα, περιουσία, οικογένεια, δόξα και να ζήσει απλά, σύμφωνα με τις ιδέες του. Τότε γράφει τα έργα του με τα μεγάλα προβλήματα και τις υψηλές ηθικές αρχές της αγάπης, της καλοσύνης και της συμπόνοιας: «Πάτερ Σέργιος» (1898), «Σονάτα του Κρόιτσερ» (1889), «Κύριος και δούλος» (1895) και «Ανάσταση» (1899). Έγραψε, ακόμα, ένα δραματικό έργο, «Το κράτος του ζόφου» (1886) κι ένα θαυμάσιο μεγάλο διήγημα «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς» (1866).
Το 1910 αποφασίζει να εγκαταλείψει τα «εγκόσμια», να τα αρνηθεί όλα και να ζήσει μία απλή ζωή μέσα στη φύση. Μα είναι πια 82 ετών και η υγεία του κλονίζεται. Στις 20 Νοεμβρίου (7 Νοεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο) ο σπουδαίος ρώσος συγγραφέας, «ο γίγας της ρωσικής γης», όπως τον αποκαλούν, άφησε την τελευταία του πνοή στη σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης Αστάκοβο της Ρωσίας.
Η ζωή του Τολστόι χαρακτηρίστηκε από μεγάλες αντιθέσεις, καθώς τα πρώτα άσωτα χρόνια της αριστοκρατίας τα διαδέχτηκε η ριζοσπαστική μεταστροφή του προς την άρνηση του πλούτου, τη φιλανθρωπία και προς έναν ιδιόμορφο ειρηνιστικό και χριστιανικό αναρχισμό, που έτυχε θαυμασμού από προσωπικότητες όπως ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και επισφραγίστηκε με τον αφορισμό της Ρωσικής Εκκλησίας.

 

1957 – Άι Γουεϊγουέι, κινέζος γλύπτης και ακτιβιστής. Ο πατέρας του, Άι Κινγκ, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Κινέζους ποιητές του 20ου αιώνα. Το 1958, κατά την διάρκεια της Αντιδεξιάς Εκστρατείας [en], η οικογένειά του διώχθηκε από τις κινεζικές αρχές, επειδή ο πατέρας του θεωρήθηκε «δεξιός». Εξορίστηκαν σε κέντρα καταναγκαστικής εργασίας αρχικά στο Χεϊλονγκτσιάνγκ, στην βορειοανατολική Κίνα, και έπειτα στην απομακρυσμένη δυτική επαρχία της Σιντζιάνγκ. Η οικογένειά του και ο ίδιος αφέθηκαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στο Πεκίνο μόνο μετά το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, το 1976. Τότε άρχισε να ενδιαφέρεται για την τέχνη, συμμετέχοντας πρώτα-πρώτα του στην Κινηματογραφική Ακαδημία Πεκίνου το 1978. Στην συνέχεια εντάχθηκε στους κύκλους κάποιων αβάν-γκράντ καλλιτεχνών που ονομάζονταν «Xingxing» («Αστέρια»). Το 1981 μετακόμισε στην Αμερική και συγκεκριμένα στην Νέα Υόρκη. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Αμερική, άρχισε να εδριαφέρεται στην ζωγραφική αλλά έπειτα επικεντρώθηκε στην γλυπτική. Σπούδασε για λίγο στο Parsons School of Design [en], ενώ παράλληλα γνώρισε τα έργα των Μαρσέλ Ντυσάν και Άντι Γουόρχολ. Επιπλέον επηρεάστηκε και από τον Γερμανό γλύπτη Γιόζεφ Μπόις. Στην Νέα Υόρκη ασχολήθηκε επίσης με την φωτογραφία.
Το 1993 ο Άι Γουέι Γουέι επέστρεψε στην Κίνα, λόγω της επιδείνωσης της υγείας του πατέρα του. Μετά την επιστροφή του, συμμετείχε στην δημοσίευση τριών βιβλίων που προωθούσαν την αβαν-γκραντ κινεζική τέχνη. Αργότερα ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική. Το 1999 επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Κίνα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Διοργάνωσε επίσης πολλές εκθέσεις τέχνης, με πιο χαρακτηριστική μία με όνομα «Fuck off» που έκανε στην Σανγκάη το 2000. Η έκθεση αυτή απέκλινε από την κυβερνητική γραμμή για την τέχνη, κάτι που ενόχλησε το Πεκίνο, όμως τον έφερε στο προσκήνιο της διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής. Επίσης το 1999, ο Γουέι Γουέι κατασκεύασε το δικό του στούντιο, ενώ το 2003 ίδρυσε την εταιρία σχεδιασμού «FAKE». Η τελευταία εστίαζε στην απλότητα μέσα από την χρησιμοποίηση κοινότυπων υλικών και πραγμάτων. Επίσης, ο ίδιος σε συνεργασία με ξένους σχεδιαστές, σχεδίασε το Εθνικό Στάδιο του Πεκίνου, που χρησιμοποιήθηκε στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008.
Τον Απρίλιο του 2011 συνελήφθη στο αεροδρόμιο του Πεκίνου για «οικονομικά εγκλήματα», και συγκεκριμένα, όπως αποκάλυψαν αργότερα οι αρχές, για φοροδιαφυγή. Η κίνηση θεωρήθηκε ως πολιτικά υποκινούμενη, που στόχευε στην φίμωση των επικριτικών φωνών του Πεκίνου. Αφού κρατήθηκε στην φυλακή για 81 ημέρες, αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Κινεζικά μέσα ανέφεραν ότι ομολόγησε τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Τα επόμενα χρόνια είχε μία σειρά από δικαστικές διαμάχες, ενώ παράλληλα συνέχισε την παραγωγή καλλιτεχνικού έργου. Τελικά το 2015 του παραχωρήθηκαν ταξιδιωτικά έγγραφα και του επιτράπηκε να φύγει από την Κίνα. Αφού έφυγε από την Κίνα, έμεινε στο Βερολίνο έως το 2019, όταν μετακόμισε στο Κέιμπριτζ, στην Βρετανία. Σήμερα μένει μόνιμα στην Πορτογαλία, αν και διατηρεί μία βάση στην Βρετανία.

 

Θάνατοι

 

1968 – Δημήτρης Πικιώνης, έλληνας αρχιτέκτονας. Ο Πικιώνης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1887 από Χιώτες γονείς, και ήταν πρώτος εξάδελφος του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα και του δημοσιογράφου και συνιδρυτή της εφημερίδας Το Βήμα Γεωργίου Συριώτη. Ο πατέρας του από μικρός -όπως και ο ίδιος- είχε κλίση στη ζωγραφική. Ποίηση και ζωγραφική αποτέλεσαν λοιπόν, το πρώτο περιβάλλον για τον Δημήτρη Πικιώνη. Το 1906 έγινε ο πρώτος (χρονολογικά) μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη ενώ παράλληλα σπούδαζε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών, απ’ όπου το 1908 πήρε το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού. Στη συνέχεια έφυγε για το Μόναχο για να κάνει σπουδές στο ελεύθερο σχέδιο και τη γλυπτική. Στο Παρίσι, διδάχθηκε σχέδιο και ζωγραφική στην Académie de la grande Chaumière. Παράλληλα γράφτηκε στο εργαστήριο του αρχιτέκτονα Λεόν Σιφλό και παρακολούθησε τα μαθήματα των αρχιτεκτονικών συνθέσεων στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Η πραγματική του επιθυμία βέβαια, ήταν να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, και όχι με την αρχιτεκτονική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του σημαντική ήταν και η παρουσία του Αναστάσιου Ορλάνδου, του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, του Περικλή Γιαννόπουλου και του Γιώργου Μπουζιάνη.
Το 1912, την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, επέστρεψε στην Ελλάδα και όταν αποστρατεύτηκε στράφηκε και πάλι στην αρχιτεκτονική για να συμπληρώσει τις γνώσεις του αρχίζοντας και τις πρώτες μελέτες του πάνω στην αρχιτεκτονική της νεοελληνικής παράδοσης. Σχεδίασε πολλά σπίτια από τη λαϊκή αρχιτεκτονική της Αίγινας. Το 1921 διορίστηκε επιμελητής του καθηγητή Αναστάσιου Ορλάνδου στο μάθημα της Μορφολογίας της Αρχιτεκτονικής και Ρυθμολογίας όπου παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1923. Παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Αναστασίου (1925) με την οποία στη συνέχεια απέκτησε πέντε παιδιά. Την ίδια χρονιά ονομάστηκε έκτακτος καθηγητής του Ε.Μ.Π. στην έδρα της Διακοσμητικής και μονιμοποιήθηκε το 1930. Την περίοδο αυτή διατήρησε σημαντικές πνευματικές φιλίες με τους Σπύρο Αλιμπέρτη, Γιάννη Αποστολάκη, Γιώργο και Φώτο Πολίτη, Φώτη Κόντογλου, αρχιτέκτονα Νίκο Μητσάκη, Στρατή Δούκα, Νίκο Βέλμο, Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκο Εγγονόπουλο και Γεράσιμο Σταματελάτο.
Μεταξύ 1935 και 1937 εξέδωσε μαζί με τον ζωγράφο και φίλο του, Χατζηκυριάκο-Γκίκα, το περιοδικό Το τρίτο μάτι, στο οποίο δημοσίευσε ο ίδιος αρκετά κείμενά του. Το περιοδικό χαρακτηριζόταν ως καλλιτεχνικό και συνεργαζόταν με ονόματα όπως οι συγγραφείς Στρατής Δούκας και Τάκης Παπατσώνης, ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς, ο θεατρικός σκηνοθέτης Σωκράτης Καραντινός, ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος και ο χαράκτης Άγγελος Θεοδωρόπουλος.
Το έργο του ως αρχιτέκτονας ξεκίνησε με την οικία Μωραΐτου στις Τζιτζιφιές (1921-1923). Ήταν οικοδόμημα με χαρακτήρα αττικής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Το 1932, με την ολοκλήρωση του Δημοτικού Σχολείου στα Πευκάκια Λυκαβηττού, διαπίστωσε πως δεν τον ικανοποιούσαν τα έργα του και άλλαξε τις αισθητικές του αντιλήψεις. Στοχάστηκε πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητας. Όλα του τα επόμενα αρχιτεκτονικά έργα βασίστηκαν σ’ αυτή την αντίληψη. Τη δεκαετία 1940-1950 η αρχιτεκτονική του δημιουργία περιορίστηκε σε προσχέδια τάφων. Όμως, την αμέσως επόμενη περίοδο, από το 1951 ως το 1957, ασχολήθηκε με πολλά έργα. Ανάμεσά τους η διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο Φιλοπάππου, ίσως το σημαντικότερο έργο του, και το τουριστικό περίπτερο του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη, επιδιώκοντας το κατ’ εκείνον ιδεώδες, τη σύνδεση του οικουμενικού πνεύματος με το πνεύμα της παράδοσης. Η διαρρύθμιση των υπαίθριων χώρων γύρω από τον Ιερό Βράχο αποτελεί ένα έργο τέχνης. Το 1958, μετά από 35ετή θητεία στο ΕΜΠ ως καθηγητής, αποσύρθηκε. Το 1966 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Στις 28 Αυγούστου του 1968 πέθανε στην Αθήνα.

 

1987 – Τζον Χιούστον (αγγλ.: John Marcellus Huston, 5 Αυγούστου 1906 – 28 Αυγούστου 1987) ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου βραβευμένος με Όσκαρ Σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου για την ταινία του 1948 Ο θησαυρός της Σιέρα Μάντρε (The Treasure of the Sierra Madre). Ο Χιούστον έγραψε το σενάριο στις περισσότερες από τις 37 ταινίες που σκηνοθέτησε στην καριέρα του, αρκετές από τις οποίες θεωρούνται κλασσικές μέχρι και σήμερα (Το γεράκι της Μάλτας (The Maltese Falcon, 1941), Η ύαινα (In this our Life, 1942), Ο θησαυρός της Σιέρα Μάντρε (The Treasure of the Sierra Madre, 1948), Στη βοή της καταιγίδος (Key Largo, 1948), Η ζούγκλα της ασφάλτου (The Asphalt Jungle, 1950), Η βασίλισσα της Αφρικής (The African Queen, 1951), Μουλέν Ρουζ (Moulin Rouge, 1952), Οι αταίριαστοι (The Misfits, 1961), Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς (The Man Who Would Be King, 1975) και Η τιμή των Πρίτσι (Prizzi’s Honor, 1985). Κατά την διάρκεια της καριέρας του έλαβε 15 υποψηφιότητες για Όσκαρ, είτε για τη σκηνοθεσία είτε για τη συγγραφή σεναρίου. Σκηνοθέτησε τόσο τον πατέρα του ηθοποιό Γουόλτερ Χιούστον στην ταινία Ο θησαυρός της Σιέρα Μάντρε, όσο και την κόρη του Αντζέλικα Χιούστον στην ταινία Η τιμή των Πρίτσι σε ρόλους που τους απέφεραν Όσκαρ Β’ Ανδρικού και Β’ Γυναικείου Ρόλου αντίστοιχα.
Έχοντας σπουδάσει Καλές Τέχνες στο Παρίσι, ο Χιούστον ήταν γνωστός για το γεγονός ότι σκηνοθετούσε έχοντας το όραμα του καλλιτέχνη. Εξερευνούσε την οπτική προοπτική των ταινιών του σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, σχεδιάζοντας την κάθε σκηνή σε χαρτί πριν τη γυρίσει κι έπειτα απαθανάτιζε τους ηθοποιούς του με τον φακό του. Σε αντίθεση με τους περισσότερους σκηνοθέτες της περιόδου, που βασίζονταν στο τελικό μοντάζ του έργου τους για να του δώσουν μορφή, ο Χιούστον δημιουργούσε τις ταινίες του ενώ γυρίζονταν, καθιστώντας τις περισσότερο οικονομικές κι εγκεφαλικές κι ελαττώνοντας το χρόνο του τελικού τους μοντάζ.
Η θεματολογία του σκηνοθέτη είναι ποικίλη. Πολλές από τις ταινίες του ήταν βασισμένες σε σημαντικά μυθιστορήματα με έντονο το ηρωικό στοιχείο, ενώ άλλες ανήκουν στην κατηγορία των φιλμ νουάρ. Τα θέματα τα οποία απασχόλησαν σε μεγαλύτερο βαθμό τον σκηνοθέτη ήταν η θρησκεία, η ελευθερία, η αλήθεια, η ψυχολογία, η αποικιοκρατία και ο πόλεμος.
Πριν γίνει δημιουργός ταινιών του Χόλιγουντ, ο Χιούστον υπήρξε ερασιτέχνης πυγμάχος, δημοσιογράφος, συγγραφέας διηγημάτων, ζωγράφος στο Παρίσι και στρατιώτης του ιππικού στο Μεξικό. Στους κύκλους του Χόλιγουντ συχνά αναφερόταν ως Τιτάνας, Επαναστάτης κι Άνδρας της Αναγέννησης. Ο συγγραφέας Ίαν Φριρ τον περιγράφει, ως τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ του Χόλιγουντ, καθώς δεν φοβήθηκε ποτέ να πραγματευτεί θέματα ταμπού για την εποχή τους.

 

1991 – Αλέκος Σακελλάριος, κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, σεναριογράφος δημοσιογράφος και σκηνοθέτης του θεάτρου του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ο Αλέκος Σακελλάριος υπηρέτησε με επιτυχία με ό,τι καταπιάστηκε.

Ο Αλέκος Σακελλάριος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 1913 και από τα μαθητικά του χρόνια άρχισε να δημοσιογραφεί σε μαθητικές εφημερίδες. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε την ενασχόληση του με την δημοσιογραφία συνεργαζόμενος κατα καιρούς ως ρεπόρτερ, ευθυμογράφος και χρονογράφος με τις εφημερίδες και τα περιοδικά «Ασύρματος», «Ακρόπολις», «Εθνικός Κήρυξ», «Μάχη», «Καθημερινή», «Βραδυνή», «Ελεύθερος Κόσμος», «Απογευματινή», «Τραστ» και «Τηλέραμα». Η πένα του δημοσιογράφου δεν σταμάτησε να τον συντροφεύει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Αρκετά νωρίς άρχισε ν’ ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων και κειμένων για επιθεωρήσεις, ξεκινώντας το 1935 με το λαϊκό μιούζικαλ «Ο Βασιλιάς του Χαλβά», που έγραψε σε συνεργασία με τον Μήτσο Βασιλειάδη σε μουσική του Νίκου Χατζηαποστόλου. Το έργο ανέβασε με μεγάλη επιτυχία ο θίασος του Πέτρου Κυριακού στο θέατρο «Κοτοπούλη». Ακολούθησαν τα έργα «Ταξίδι στ’ Αλγέρι» (σε συνεργασία με τον Μήτσο Βασιλειάδη και τον συνθέτη Xρήστο Χαιρόπουλο), «Οι μποέμ της Αθήνας» και «Το ρόδο του Ισπαχάν (σε συνεργασία με τον Σπύρο Μελά).

Πολυγραφότατος, στο θέατρο έγραψε 185 έργα, πολλά από τα οποία είναι καρποί της ευδόκιμης συνεργασίας του με το Χρήστο Γιαννακόπουλο. Από τις πιο δημοφιλείς υπήρξαν: «Η δεξιά, η αριστερά και ο κυρ-Παντελής», «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», «Ένας ήρωας με παντόφλες», «Δεσποινίς ετών 39», «Δελησταύρου και Υιός», «Ένα βότσαλο στην λίμνη», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Ο Ηλίας τού 16ου», «Κάθε πράγμα στον καιρό του», «Αλλοίμονο στους νέους», «Υπάρχει και φιλότιμο», «Μπράβο Κολονέλο», «Φινίτα λα μούζικα», «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο», «Φτερό στον άνεμο, «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», Μπάμπης και Μπαμπίνο κ.ά.

Δημιουργικός και δραστήριος, ο Αλέκος Σακελλάριος χρονογραφούσε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του, στις 28 Αυγούστου 1991.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia