27 Ιουλίου 2024
Είναι η 209η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 157 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:24 – Δύση ήλιου: 20:39
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 15 λεπτά
🌗 Σελήνη 21.4 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Ανθούσα, Παντελεήμωνα,
Παντελή, Παντελίνα και Παντελεούσα
Γεγονότα
1302 – Ο στρατηγός Νικόλαος Μουζάλωνας ηττάται από τις κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις του Οθωμανού Οσμάν στη μάχη του Βαφέα.
Μάχη του Βαφέως είναι η πρώτη μεγάλη πολεμική αναμέτρηση μεταξύ των Οθωμανών Τούρκων και των Βυζαντινών. Έλαβε χώρα στις 27 Ιουλίου 1302 κι έληξε με ήττα των Βυζαντινών, η οποία σηματοδότησε την αρχή του τέλους της παρουσίας τους στη Μικρά Ασία και την ανάδυση των Οθωμανών ως κυρίαρχης δύναμης μεταξύ των τουρκικών φύλων της περιοχής.
Περί το 1282 κι ενώ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261, ο Οσμάν Α’ ανέλαβε της τύχες των Οθωμανών Τούρκων. Τα επόμενα χρόνια χρόνια πραγματοποίησε σειρά επιθέσεων κατά της περιοχής της Βιθυνίας, με στόχο την κατάληψη της Νίκαιας, της πρώην αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Οι τουρκικές επιθέσεις απειλούσαν και το ζωτικής σημασίας λιμάνι της Νικομήδειας.
Τον Απρίλιο του 1302 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγος εκστράτευσε κατά της Μικράς Ασίας, επικεφαλής σημαντικής στρατιωτικής δύναμης, αποτελούμενης από Βυζαντινούς και Αλανούς μισθοφόρους. Ο στρατός αυτός, ενισχυμένος και από γηγενείς στρατιώτες, συγκεντρώθηκε στη Μαγνησία.
Οι Οθωμανοί, φοβούμενοι τη μεγάλη στρατιωτική δύναμη του Μιχαήλ, απέφυγαν να αντιπαρατεθούν μαζί του. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει, αλλά οι στρατηγοί του τον απέτρεψαν. Οι Τούρκοι πήραν θάρρος και προχώρησαν σε επιθέσεις, με αποτέλεσμα να απομονώσουν την πόλη από τους Βυζαντινούς.
Ο στρατός του Μιχαήλ διαλύθηκε χωρίς μάχη, καθώς οι γηγενείς στρατιώτες έφυγαν για να υπερασπιστούν την περιουσία τους, ενώ οι Αλανοί μισθοφόροι έφυγαν κι επέστρεψαν στη Θράκη. Ο Μιχαήλ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την επιχείρηση, ακολουθούμενος από κύμα προσφύγων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Θράκη. Έτσι, η εκστρατεία του νεαρού βασιλιά τελείωσε με εξευτελιστική ήττα.
Για να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή στη Νικομήδεια, ο πατέρας του Μιχαήλ και συναυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος, έστειλε στρατιωτική δύναμη από 2.000 άνδρες (οι μισοί απ’ αυτούς ήταν Αλανοί μισθοφόροι), υπό τις διαταγές του Μέγα Εταιρειάρχη (αρχηγού της Βασιλικής Φρουράς) Γεωργίου Μουζάλωνος, με σκοπό να διασχίσει τον Βόσπορο και να βοηθήσει την πόλη.
Στο πεδίο του Βαφέως, κοντά στη Νικομήδεια, στις 27 Ιουλίου 1302, οι Βυζαντινοί συνάντησαν έναν υπέρτερο στρατό αποτελούμενο από 5.000 ιππείς υπό τη διοίκηση του Οσμάν Α’, καθώς και στρατιώτες από άλλες τουρκικές φυλές. Το ιππικό του Οσμάν επιτέθηκε στους Βυζαντινούς και γρήγορα διέσπασε τις γραμμές τους, αναγκάζοντας τον Μουζάλωνα να υποχωρήσει στη Νικομήδεια.
Η ήττα των Βυζαντινών στην πεδιάδα του Βαφέως αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στη διαδικασία απώλειας της Μικράς Ασίας και την πρώτη μεγάλη νίκη των Οθωμανών Τούρκων. Η κατάρρευση της βυζαντινής Μικράς Ασίας ακολούθησε ταχύτατα, καθώς η μικρασιατική ενδοχώρα είχε πια καταληφθεί σε όλη της την έκταση από διάφορους Τούρκους εμίρηδες. Η μαζική απομάκρυνση του χριστιανικού πληθυσμού από την περιοχή προς το ευρωπαϊκό μέρος της αυτοκρατορίας προκάλεσε καθοριστικές αλλαγές στη δημογραφική ισορροπία της περιοχής και σε συνδυασμό με την ήττα του Μιχαήλ στη Μαγνησία, επέτρεψε στους Τούρκους να φθάσουν και να σταθεροποιηθούν στις ακτές του Αιγαίου.
1885 – O Εµµανουήλ Ροΐδης πέφτει θύμα τροχαίου ατυχήματος. Το τροχαίο ατύχημα εν μέσω θέρους το 1885 στην οδό Φιλελλήνων, είχε θύμα έναν διάσημο διανοούμενο της εποχής. Ο συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας, Εμμανουήλ Ροΐδης, έβγαινε από το καφενείο του Γιαννόπουλου στην πλατεία Συντάγματος, που ήταν τότε στέκι διανοουμένων. Παρασύρθηκε από δύο άµαξες µε αποτέλεσµα ένας τροχός να του προκαλέσει κάταγµα της άνω γνάθου. Στη χειρουργική αντιμετώπιση του τραύματος ενεπλάκησαν γενικοί χειρουργοί της εποχής, ενώ σύμφωνα με τα αρχεία συμμετείχε και οδοντίατρος. Στα «Κατάλοιπα» που αποτελούν το σύνολο του έργου του, περιλαμβάνεται και ένα τετράδιο με σημειώσεις που έγραφε για να επικοινωνεί και να συνεννοείται με τους γιατρούς, τους συγγενείς και τους φίλους του σε όλη την περίοδο της αποκατάστασής του…
Η περίπτωση του Εμμανουήλ Ροΐδη απασχόλησε την ιατρική κοινότητα και η πορεία της υγείας του καταγράφηκε πλήρως εμπλουτίζοντας έτσι τις γνώσεις μας για την αντιμετώπιση των γναθοπροσωπικών κακώσεων στην Αθήνα των τελών του 19ου αιώνα. Οι θεράποντες γιατροί αποδίδουν και στον συγγραφέα ευθύνη για το τροχαίο, καθώς έπασχε από βαρηκοΐα από 13 ετών. Όταν συνέβη το ατύχημα ήταν ήδη 49 και μετά από λίγα χρόνια οδηγήθηκε σε πλήρη κώφωση. Στο διήγημά του «Το παράπονο τοῦ νεκροθάπτου», αναφέρεται με ιδιαίτερα δηκτικό τρόπο στους αμαξάδες της Αθήνας ως υπαίτιους θανατηφόρων ατυχημάτων, συνεπεία και της κρατικής ολιγωρίας σε θέματα οδικής ασφάλειας.
1922 – Με το νόμο 2905 θεσπίζονται για πρώτη φορά οι εισαγωγικές εξετάσεις. Από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1837 και μέχρι το 1924, η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση γινόταν χωρίς εξετάσεις. Με το νόμο 2905 της 27ης Ιουλίου 1922 θεσπίστηκαν για πρώτη φορά οι εισαγωγικές εξετάσεις, που εφαρμόστηκαν δύο χρόνια αργότερα στη Φυσικομαθηματική Σχολή και από το 1926 στις υπόλοιπες σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1963, οι εισαγωγικές εξετάσεις διοργανώνονταν από κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα ξεχωριστά. Ο κάθε υποψήφιος μπορούσε να λάβει μέρος σε όσες εξετάσεις ήθελε, εφόσον δεν συνέπιπταν οι ημερομηνίες διεξαγωγής τους, και αν πετύχαινε σε περισσότερες από μία σχολές, αναγκαστικά επέλεγε τη μία από αυτές. Την ίδια πάνω-κάτω περίοδο έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα φροντιστήρια για την προετοιμασία των υποψηφίων στις εισαγωγικές εξετάσεις.
Από το 1964 και μέχρι σήμερα ισχύει το «συγκεντρωτικό σύστημα» για την είσοδο των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι εξετάσεις με διάφορες ονομασίες και παραλλαγές στο σύστημά τους, διοργανώνονται κεντρικά από το Υπουργείο Παιδείας και τα θέματα για τους υποψηφίους είναι κοινά. Η αρχή έγινε τον Σεπτέμβριο του 1964 με τις πρώτες «Εισιτήριες Εξετάσεις», που έγιναν από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου.
Το 1980 οι «Εισιτήριες Εξετάσεις» μετονομάστηκαν σε «Πανελλήνιες Εξετάσεις» από την κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη και αφορούσαν τις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου. Το 1983 μετονομάστηκαν εκ νέου σε «Γενικές Εξετάσεις» από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου (σύστημα με τις «δέσμες μαθημάτων») και από το 2000 έως σήμερα ονομάζονται «Πανελλαδικές Εξετάσεις»
1940 – Ο Μπαγκς Μπάνι κάνει το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, με την ταινία κινουμένων σχεδίων «Ένας άγριος λαγός». O Bugs Bunny (ελληνική απόδοση: Μπαγκς Μπάνυ ή και Μπαγκς Μπάνι) είναι φανταστικός χαρακτήρας της σειράς κινουμένων σχεδίων Looney Tunes και Merrie Melodies, της Warner Bros.. Δημιουργήθηκε το 1940, από την Leon Schlesinger Productions (κατοπινή Warner Bros. Cartoons), και ο αρχικός ηθοποιός φωνής του χαρακτήρα ήταν ο Μελ Μπλανκ. Η δημοτικότητα του χαρακτήρα έφτασε στα ύψη, και πλέον θεωρείται ως ένα cultural icon, αλλά και μασκότ της εταιρείας Warner Bros.
O Bugs Bunny είναι ένας ανθρωπόμορφος λαγός, γκρι χρώματος, γνωστός για τον επιπόλαιο και ξένοιαστο χαρακτήρα του. Η προφορά του πάρθηκε από τη νεοϋερκέζικη προφορά, και ακόμα γνωστότερη είναι η συνήθης ατάκα του: Eh… What’s up, doc? (Τι τρέχει, φίλε), την οποία συνήθως τη λέει, μασουλώντας ένα καρότο. Ωστόσο, αρκετοί παρόμοιοι λαγοί, εμφανίστηκαν στα κινούμενα σχέδια της Warne Bros., όμως θεωρείται ευρέως, ότι για το συγκεκριμένο χαρακτήρα, πιστώνεται πολλά ο σκηνοθέτης Τεξ Άβερι, ο οποίος υπήρξε προτεινόμενος για Όσκαρ, το 1940, με την ταινία A Wild Hare.
Από τη στιγμή της πρώτης κυκλοφορίας του ο Bugs Bunny, έχει εμφανιστεί σε τηλεοπτικές σειρές, σε κινηματογραφικές ταινίες, σε μουσικούς δίσκους, σε βιντεοπαιχνίδια, σε θεματικά πάρκα, σε ταινίες μικρού μήκους και σε διαφημιστικά. Επίσης, έχει εμφανιστεί όσο κανένας άλλος καρτούν χαρακτήρας σε ταινίες, και είναι ο 9ος πιο γνωστός χαρακτήρας ταινιών σε όλο τον κόσμο. Κατέχει και αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας στο Χόλιγουντ.
1953 – Υπογράφεται στην πόλη Μουνσάν της Βορείου Κορέας η ανακωχή, με την οποία τερματίζεται ο πόλεμος της Κορέας. «Κυριακή, 26 Ιουλίου. Το “ξύπνησα” σήμερα δεν έχει θέση, γιατί δεν κοιμήθηκα καθόλου. Περάσαμε τρομερή νύχτα. Περιμένοντας, κατά τις πληροφορίες μας, επίθεση από τους Κινέζους, είμαστε όλοι σε υπερένταση». Απόσπασμα από ημερολόγιο Ελληνα έφεδρου ανθυπολοχαγού (ο οποίος επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του). Συνεχίζει: «Ξαφνικά, κατά τις δέκα, αλλεπάλληλες εκρήξεις οβίδων ακούστηκαν πολύ κοντά μας. Βομβαρδιζόμαστε! […] Καθόμουν στη σκηνή πλάι στον πίνακα (σ.σ. των διαβιβάσεων). Με τις πρώτες οβίδες, οι στρατιώτες έτρεξαν στα χαρακώματα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά… Δεν μπόρεσα όμως να αφήσω τον υπεύθυνο του πίνακα επικοινωνιών. Εβαλα το αλεξίσφαιρο και το κράνος κι έμεινα εκεί βοηθώντας τον και δίνοντάς του θάρρος […] Σα δοκιμασία για την απόφασή μου αυτή ένας εκκωφαντικός κρότος όλμου ακούστηκε. Είχε σκάσει έξω απ’ τη σκηνή. Εσκυψα ενστικτωδώς το κεφάλι και μια βρισιά βγήκε μέσα απ’ τα δόντια μου. Πλάι μου, ένας Αμερικάνος ασυρματιστής, ο Ντιουκ, έκανε το ίδιο. Σηκώνοντας τα κεφάλια, κοιταχτήκαμε. Δεν είχε πάθει κανείς τίποτε, είμαστε όμως και οι δυο μας σαν το πανί άσπροι…».
Στις 10 το πρωί της 27ης Ιουλίου 1953 έφτασε μέσω ασυρμάτου το σήμα: «Ανακωχή υπεγράφη σήμερον. ΣΤΟΠ». Αποστολέας ήταν ο Ελληνας Σύνδεσμος στο Γενικό Στρατηγείο Απω Ανατολής ταξίαρχος Γεώργιος Βλάσσης, ο οποίος αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στο Μουνσάν, κοντά στα σύνορα με τη Βόρειο Κορέα, όπου οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην κατάπαυση του πυρός. Θα ίσχυε από τις δέκα το βράδυ της ίδιας ημέρας. Ειρωνεία: υπεύθυνες δηλώσεις μοιράστηκαν σε όλους τους μαχητές, στις οποίες έπρεπε να δηλώσουν ότι συμφωνούν με τους όρους της ανακωχής…
Στην πράξη, η κατάπαυση του πυρός στις δέκα το βράδυ σήμαινε ότι οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές θα μπορούσαν όλη μέρα να βομβαρδίζουν ανηλεώς η μία τις θέσεις της άλλης. Ακόμα και την 27η Ιουλίου, την τελευταία ημέρα του πολέμου, δύο Ελληνες στρατιώτες έπεσαν νεκροί, ενώ τραυματίστηκαν δύο αξιωματικοί και τέσσερις ακόμα στρατιώτες.
Ο ανώνυμος έφεδρος ανθυπολοχαγός σημειώνει: «Από τις δέκα παρά τέταρτο το βράδυ οι κανονιές άρχισαν να λιγοστεύουν, και καθώς περνούσε η ώρα όλο και γίνονταν πιο αραιές. Ωσπου κατά τις δέκα, μια απόλυτη ησυχία απλώθηκε εκεί που επί τόσα μερόνυχτα, εκεί όπου επί 3 χρόνια και 33 μέρες, εβρυχάτο το τέρας του πολέμου… Μια δυνατή συγκίνησις μας κατείχε όλους. Καταλαβαίναμε ότι ζούσαμε μια μεγάλη στιγμή της Ιστορίας. Και αισθανόμαστε υπερήφανοι που τις ζούσαμε όχι ως θεαταί αλλά σαν πρωταγωνισταί».
Την επομένη, οι Κινέζοι βγήκαν έξω από τα χαρακώματά τους και χαιρέτησαν τους μέχρι χθες θανάσιμους εχθρούς με κόκκινες σημαίες. Μερικοί Ελληνες στρατιώτες κατέβηκαν τον λόφο άοπλοι και αντάλλαξαν χειραψίες με τους Κινέζους, δίνοντάς τους τσιγάρα και μαρμελάδες.
Χθες συμπληρώθηκαν 68 χρόνια από τότε που υπογράφηκε ανακωχή στην εμπόλεμη Κορέα, στις 27 Ιουλίου του 1953.
Έκτοτε, το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα Κορέας αναβαθμίζεται από Τάγμα σε Σύνταγμα και θα επαναπατριστεί τον Οκτώβριο του 1955.
1974 – Οι Lynyrd Skynyrd κυκλοφορούν σε σιγκλ τη μεγάλη επιτυχία τους «Sweet Home Alabama». Το 2004 συμπεριελήφθη στον κατάλογο του περιοδικού Rolling Stone με τα 500 σπουδαιότερα τραγούδια όλων των εποχών. Έχει διασκευαστεί από δεκάδες καλλιτέχνες, ενώ ακούγεται σε πολλά διαφημιστικά και κινηματογραφικές ταινίες. Ο λόγος για το τραγούδι «Sweet home Alabama» των Lynyrd Skynyrd, το οποίο κυκλοφόρησε σαν σήμερα, στις 27 Ιουλίου του 1974.
Ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια της ροκ μουσικής και τυπικό δείγμα ενός είδους της που αποκαλείται Southern Rock. Το τραγούδι είναι γεμάτο πολιτικές αναφορές και γράφτηκε σε μια περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες βίωναν το σκάνδαλο «Γουότεργκεϊτ» και τις τελευταίες ημέρες του πολέμου στο Βιετνάμ.
Το «Sweet Home Alabama» προκάλεσε αντιδράσεις από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του, αφού κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι εξυμνούσε τον ρατσιστή κυβερνήτη της Αλαμπάμα Τζορτζ Γουάλας, ο οποίος ήταν τέσσερις φορές υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ.
1996 – Βόμβα εκρήγνυται στο Ολυμπιακό Πάρκο της Ατλάντα, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Στις 27 Ιουλίου 1996, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Ατλάντα βρέθηκαν στο επίκεντρο ενός τρομοκρατικού χτυπήματος, που στόχο είχε να προκαλέσει δεκάδες θύματα.
Εκρηκτικός μηχανισμός γεμάτος βίδες και καρφιά, που είχε τοποθετηθεί σε εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Πάρκου της Ατλάντα εξερράγη σκοτώνοντας έναν άνθρωπό και τραυματίζοντας πάνω από 100.
Ο χρόνος και ο τόπος του τρομοκρατικού χτυπήματος καθιστούσε σαφές ότι πρόθεση του δράση ήταν να προκαλέσει τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες.
«Η βόμβα, ακριβώς κάτω από το κτίριο του CNN και λίγα μέτρα πιο μακριά από τις εγκαταστάσεις των χορηγών των Ολυμπιακών Αγώνων, του τηλεοπτικού κέντρου (ΙΒC) όπου στεγάζονται όλα τα τηλεοπτικά δίκτυα του κόσμου (περίπου 3.500 άτομα) κι ανάμεσα στο ΜPC (Κέντρο Γραπτού Τύπου, με 4.000 δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ) ενεργοποιήθηκε καθώς πεντακόσια άτομα παρακολουθούσαν ένα ορχηστρικό συγκρότημα»
Τα θύματα θα ήταν πολύ περισσότερα αν δεν ήταν ο φύλακας, Ρίτσαρντ Τζούελ, που ανακάλυψε τον εκρηκτικό μηχανισμό πριν αυτός εκραγεί και έδωσε έτσι στις αρχές τη δυνατότητα να απομακρύνουν εγκαίρως εκατοντάδες κόσμο.
«Ο θόρυβος από την έκρηξη ήταν τόσο έντονος, ώστε σχεδόν ολόκληρη η περιοχή σείστηκε, ενώ τα «προκάτ» καταστήματα στην πλατεία έπαθαν σοβαρές ζημιές. (…) Καθώς απομακρύνονταν ο κόσμος από το “Πάρκο”, τότε μόνο μπορούσε κάποιος να διακρίνει ότι ανάμεσά του, μητέρες με καροτσάκια και μέσα μωρά έδιναν τη “μάχη” για να φύγουν όσο γρηγορότερα γινόταν. Σκηνές από ταινίες που συνήθως παρακολουθούμε στο σινεμά διαδραματίζονταν σε μικρή απόσταση από το σημείο όπου περιμέναμε μαζί με άλλους συναδέλφους το αυτοκίνητο για να μας μεταφέρει στα ξενοδοχεία μας».
Όπως πολλές φορές συμβαίνει ο φύλακας Τζούελ, πολύ σύντομα, από ήρωας μετατράπηκε σε υπ’ αριθμόν ένα ύποπτο.
Όπως γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 5ης Αυγούστου του 1996, επιβαρρυντικά στοιχεία θεωρήθηκαν η «η μανία του με τα όπλα και τη σκοποβολή», η «συμπάθειά του προς τις εξτρεμιστικές οργανώσεις της Ατλάντα» αλλά και το γεγονός ότι «στο εξοχικό σπιτάκι του βρέθηκαν ένα μάτσο βίδες και καρφιά, σαν αυτά που τρύπησαν το κεφάλι της Άλις Χόθορν, μιας μητέρας από τη Τζόρτζια, στον τόπο της έκρηξης. Ήταν τοποθετημένα στον πυροσωλήνα του «όπλου». Ο Ρίτσαρντ διατείνεται ότι τα μάζεψε από το Πάρκο για «ενθύμιο». »
Για αρκετό καιρό μπήκε στο στόχαστρο των αρχών ώσπου αποδείχθηκε η αθωότητά του.
Έναν χρόνο περίπου αργότερα, το 1997, δύο ακόμα εκρήξεις, σε μία κλινική εκτρώσεων και σε ένα μπαρ λεσβιών, οδήγησαν τελικά στην εξακρίβωση της ταυτότητας του δράστη, τον Έρικ Ράντολφ, όχι όμως και στη σύλληψή του.
Ο Ράντολφ διέφυγε και με την στήριξη, μάλιστα, των ντόπιων, ζούσε για χρόνια ως φυγάς στα Απαλάχια Όρη, που γνώριζε από παιδί.
Εκεί, στην κωμόπολη Μέρφι ο Ράντολφ συνελήφθη, το 2003 την ώρα που έψαχνε για φαγητό στα σκουπίδια ενός σούπερ μάρκετ.
Σήμερα εκτίει τετράκις ισόβια κάθειρξη σε φυλακή του Κολοράντο.
Γεννήσεις
1903 – Μιχαήλ Στασινόπουλος (27 Ιουλίου 1903 – 31 Οκτωβρίου 2002) ήταν Έλληνας νομικός, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και συγγραφέας που διετέλεσε πρώτος προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τη Μεταπολίτευση. Ως δικαστικός λειτουργός έφθασε μέχρι την θέση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, θέση από την οποία αντιτάχθηκε στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί.
Γεννήθηκε στη Μεσσήνη στις 27 Ιουλίου 1903. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1924. Το 1929 έγινε εισηγητής στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το 1934 αναγορεύτηκε διδάκτορας της Νομικής Σχολής Αθηνών, ενώ το 1943 έγινε σύμβουλος Επικρατείας. Από το 1951 έως και το 1958 διετέλεσε υφηγητής και τακτικός καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στην Πάντειο Σχολή, της οποίας μεταξύ 1951 και 1957 διετέλεσε πρύτανης. Το 1959 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων του Μπορντό και του Παρισιού. Το 1968 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην τάξη των ηθικών και πολιτικών επιστημών. Υπήρξε μέλος της Ομάδας των Δώδεκα, καθώς και εκδότης του επιστημονικού περιοδικού Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου. Το 1978 εξελέγη πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1993 εξελέγη πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Το 1952 ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα, ως υπουργός Προεδρίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δημητρίου Κιουσόπουλου. Διετέλεσε επίσης υπηρεσιακός υπουργός προεδρίας στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου το 1958. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Ιδρύματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας από το 1951 έως το 1953 και της Λυρικής Σκηνής από το 1953 έως το 1954. Το 1974, στις πρώτες μεταδικτατορικές ή μεταπολιτευτικές εκλογές του Νοεμβρίου, εξελέγη πρώτος βουλευτής Επικρατείας, με το ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας. Παραιτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου, δέκα μέρες μετά το Δημοψήφισμα του 1974 με το οποίο καταργήθηκε η βασιλεία, όταν η νέα Βουλή τον εξέλεξε προσωρινό Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με 206 ψήφους. Η προεδρική του θητεία διήρκεσε έως τις 20 Ιουνίου 1975, οπότε το αξίωμα ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος διαμορφώνοντας το νέο πολίτευμα Η προεδρική θητεία του Στασινόπουλου χαρακτηρίζεται από τη διακριτική του παρουσία στην πολιτική σκηνή, την ταύτισή του με την κυβερνητική πολιτική, αφού δεν χρειάστηκε να λάβει καμία απόφαση καίριας σημασίας, ενώ οι όποιες δημόσιες παρεμβάσεις του ήταν κυβερνητικής έμπνευσης. Προχώρησε στην εκκαθάριση της Προεδρίας της Δημοκρατίας από τα πρόσωπα εκείνα που είχαν εκτεθεί υπερβολικά λόγω των φιλοδικτατορικών επιλογών τους.
1940 – Πίνα Μπάους (Pina Bausch) ήταν γερμανίδα χορεύτρια και χορογράφος, με παγκόσμια φήμη και επιρροή. Γνωστή για το εξπρεσιονιστικό της στιλ και τις πρωτοποριακές της ιδέες για το χορό, δίκαια αποκλήθηκε «η μεγάλη κυρία του σύγχρονου γερμανικού χορού».
Η Πίνα (Φιλιπίνε) Μπάους γεννήθηκε 27 Ιουλίου 1940 στο Ζόλινγκεν, από γονείς που διατηρούσαν εστιατόριο και ενοικιαζόμενα δωμάτια στην πόλη αυτή της βορειοδυτικής Γερμανίας. Από μικρή έδειξε ενδιαφέρον για το χορό, τον οποίο σπούδασε από το 1955 στην Ακαδημία Φόλκβανγκ της Έσσης με διευθυντή τον χορογράφο Κουρτ Γιόος (1901-1979), έναν από τους ιδρυτές του γερμανικού εξπρεσιονιστικού χορού. Το 1960 μετέβη στη Νέα Υόρκη, όπου συνέχισε τις σπουδές της στη διάσημη Σχολή Τζούλιαρντ και δέχτηκε τις επιδράσεις των χορογράφων και χορευτών Άντονι Τιούντορ (1908-1987), Πολ Τέιλορ (1930-2018) και Χοσέ Λιμόν (1908-1972).
Το 1962 εντάχθηκε ως χορεύτρια στο μπαλέτο Φόλκβανγκ του δασκάλου της Κουρτ Γιόος και το 1968 χορογράφησε το πρώτο της κομμάτι με τίτλο «Fragmente» («Θραύσματα») σε μουσική του Μπέλα Μπάρτοκ. Τον επόμενο χρόνο ανέλαβε καλλιτεχνική διευθύντρια της σχολής.
To 1973 ανέλαβε τη διεύθυνση του μπαλέτου της Όπερας του Βούπερταλ, το οποίο ανέδειξε σ’ ένα από τα κορυφαία παγκοσμίως με την ονομασία «Χοροθέατρο Βούπερταλ» («Τanztheater Wuppertal»). Το πάθος, το μαύρο χιούμορ και η αγάπη της για την παρωδία απελευθερώθηκαν σταδιακά σε καθεμιά από τις δημιουργίες που παρουσίασε, όπως τα έργα «Frühlingsopfer» («Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης») του Στραβίνσκι (1975), «Walzer» (1982), «Café Müller» (1985) και «Sweet Mambo» (2008).
Η Πίνα Μπάους εμφανίσθηκε και ως ηθοποιός σε ταινίες δημιουργών, όπως «Και το πλοίο φεύγει» («E la nave va», 1983) του Φεντερίκο Φελίνι και «Μίλα της» («Hable con Ella», 2002) του Πέδρο Αλμοδόβαρ.
Η μεγάλη ιέρεια του σύγχρονου χορού έφυγε από τη ζωή στις 30 Ιουνίου 2009, σε ηλικία 68 ετών. Πέντε ημέρες πριν από το θάνατό της είχε διαγνωστεί με καρκίνο. Από τη σχέση της με τον γερμανοχιλιανό καλλιτέχνη Ρόναλντ Κέι απέκτησε ένα γιο.
Τη χρονιά του θανάτου της ο σπουδαίος έλληνας χορογράφος Δημήτρης Παπαϊωάννου αφιέρωσε στη μνήμη της μία σκηνή της παράστασής του με τον τίτλο «Πουθενά» («Nowhere»), που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο.
Το 2011 ο γνωστός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς παρουσίασε μία ταινία για τη ζωή και το έργο της Πίνας Μπάους με τίτλο «Pina», που πρωτοπροβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου την ίδια χρονιά.
Από την αισθητική της Πίνα Μπάους επηρεάστηκε και ο Ντέιβιντ Μπόουι, κυρίως στο σχεδιασμό της παγκόσμιας περιοδείας του «Glass Spider Tour» του 1987.
1948 – Παύλος Σιδηρόπουλος (Αθήνα, 27 Ιουλίου 1948 – Νέος Κόσμος, Αθήνα, 6 Δεκεμβρίου 1990) ήταν Έλληνας στιχουργός, συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός. Ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα στο ντουέτο Δάμων και Φιντίας και συνεργάστηκε επίσης με τα Μπουρμπούλια, καθώς και με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄80 συνεργάστηκε με το συγκρότημα Απροσάρμοστοι. Πέθανε σε ηλικία 42 ετών από υπερβολική δόση ηρωΐνης. Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της ελληνικής ροκ μουσικής σκηνής και το άλμπουμ του Φλου που συνηχογράφησε με το συγκρότημα Σπυριδούλα από τα χαρακτηριστικά ηχογραφήματα του είδους. Το 1969, ο Σιδηρόπουλος γνώρισε τον Παντελή Δεληγιαννίδη, τότε κιθαρίστα των Olympians, σε μια συναυλία τους και αμέσως δέθηκαν, συνειδητοποιώντας πως ταιριάζουν τα μουσικά τους γούστα. Κατέβηκαν στην Αθήνα και αποφάσισαν να δημιουργήσουν το συγκρότημα-ντουέτο Δάμων και Φιντίας, όνομα εμπνευσμένο από τους δύο ομώνυμους πιστούς φίλους. Ήρθαν σε επαφή με τον Τάσο Φαληρέα, τότε ιδιοκτήτη δισκάδικου και σύμβουλου της δισκογραφικής εταιρείας Λύρα, όπου και κυκλοφόρησαν το σινγκλ 45 στροφών Το ξέσπασμα / Ο κόσμος τους.[12] Το 1971, έπαιξαν στον συναυλιακό χώρο Κύτταρο, σε μια σειρά από συναυλίες μαζί με τους Socrates και Εξαδάκτυλος. Την ίδια χρονιά συμμετείχαν με δύο κομμάτια στον δίσκο Ζωντανοί στο Κύτταρο. Στο Κύτταρο γνωρίστηκαν με τους Θανάση Γκαϊφύλλια και Δημήτρη Πουλικάκο, αλλά και με τα Μπουρμπούλια, που έπαιζαν με τον Διονύση Σαββόπουλο.
Το 1972, τα Μπουρμπούλια είχαν έρθει σε ρήξη με τον Σαββόπουλο και, στη συνέχεια, δύο από τα μέλη τους αποχώρησαν. Οι Σιδηρόπουλος και Δεληγιαννίδης τους αντικατέστησαν και συνενώθηκαν στο συγκρότημα μαζί με τα δύο εναπομείναντα μέλη, τον Νίκο Τσιλογιάννη (ντραμς) και τον Βασίλη Ντάλα (μπάσο). Το νέο σχήμα των Μπουρμπουλιών ξεκίνησε να εμφανίζεται ζωντανά σε διάφορους χώρους της Αθήνας. Λίγο μετά κυκλοφόρησε τον δίσκο 45 στροφών Ο Ντάμης ο σκληρός, ο οποίος αρχικά ονομαζόταν Ο Ντάμης ο ληστής, αλλά η δισκογραφική εταιρεία ζήτησε αλλαγή του τίτλου για να αποφύγει προβλήματα με τη λογοκρισία.
Κατά τη διάρκεια της έντονα πολιτικοποιημένης περιόδου της μεταπολίτευσης που ακολούθησε την πτώση της χούντας το 1974 το ενδιαφέρον του κοινού είχε επικεντρωθεί στο πολιτικό τραγούδι και το ροκ είχε περάσει στο περιθώριο. Λίγους μήνες μετά από την επιστροφή του στην Αθήνα ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Συμμετείχε ως τραγουδιστής σε τρεις δίσκους του, τα έργα Θεσσαλικός κύκλος (1974), και Οροπέδιο (1976), ενώ είχε και μια ελάχιστη συμμετοχή σε ένα τραγούδι του δίσκου Ανεξάρτητα (1975). Παράλληλα έκανε μουσικές και θεατρικές εμφανίσεις στις συναυλίες του Μαρκόπουλου. Στις 4 και 6 Οκτωβρίου του 1976 ο συνθέτης πραγματοποίησε συναυλίες στο Ηρώδειο, με τη συμμετοχή του Σιδηρόπουλου, οι οποίες μαγνητοσκοπήθηκαν και ηχογραφήθηκαν αλλά κυκλοφόρησαν μόλις το 1990. Έτσι έκλεισε η πρώτη περίοδος της συνεργασίας του με τον Μαρκόπουλο, στην οποία ο Σιδηρόπουλος τα επόμενα χρόνια θα αναφερόταν αρνητικά σε συνεντεύξεις του, χαρακτηρίζοντας την μια νεκρή περίοδο για τον ίδιο. Όμως αργότερα, στα τέλη του 1986, οι δύο τους θα συνεργάζονταν ξανά, καθώς ο Σιδηρόπουλος ερμήνευσε τέσσερα τραγούδια και δύο ποιήματα στον δίσκο του συνθέτη Τολμηρή Επικοινωνία (1987).
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ο Σιδηρόπουλος είχε ηχογραφήσει ένα τραγούδι για τον ιστορικό δίσκο του φίλου του Δημήτρη Πουλικάκου Μεταφοραί εκδρομαί ο Μήτσος που κυκλοφόρησε το 1976. Στις 6 Νοεμβρίου του 1977 ο Πουλικάκος είδε ζωντανά το συγκρότημα Σπυριδούλα στο κινηματοθέατρο Κνωσός. Γνωρίζοντας πως ο Σιδηρόπουλος έψαχνε μουσικούς για να ηχογραφήσει τις συνθέσεις του, του πρότεινε να τους συναντήσει. Αρχικά ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε σε προσωρινή βάση με το συγκρότημα, ερμηνεύοντας διασκευές ξένων τραγουδιών στις συναυλίες τους στην επαρχία. Η συνεργασία τους οριστικοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1978 με σκοπό την ηχογράφηση του άλμπουμ Φλου.
Το 1980 ο Παύλος Σιδηρόπουλος κατέληξε σε ένα σχήμα που με λίγες αλλαγές παίζει μαζί του μέχρι το τέλος, τους Απροσάρμοστους. Μαζί ηχογραφούν μια σειρά σημαντικών δίσκων και έχουν συνεχή ζωντανή παρουσία. Το 1982 κυκλοφορούν το Εν λευκώ. Τα τραγούδια «Η» και «Αντεργκράουντ με στρας» λογοκρίνονται, για «προτροπή στη χρήση ναρκωτικών» και το τραγούδι «Ύστατη στιγμή» για «προσβολή της δημοσίας αιδούς». Το 1985 κυκλοφορούν το Zorba the freak. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος συνεργάζεται με το συγκρότημα «Τερμίτες» (Μαχαιρίτσας – Μιτζέλος)το 1983-4 και 1986 στο Rodeo club με συγκλονιστικές ροκ παραστάσεις, επίσης το 1985 σε συναυλίες με το «Rock In Athens» όπως και σε συναυλίες σε πολλές πόλεις της Ελλάδος με τίτλο «Ήχοι του Χειμώνα» όπου μοιράστηκε την σκηνή με τους «Τερμίτες». (συναυλίες που διοργάνωσε το τότε Υφυπουργείο Νέας Γενιάς Και Αθλητισμού από το 1983 ως το 1988.)[21] Το 1987 πραγματοποιεί μια συγκλονιστική εμφάνιση στο Ηρώδειο στη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου Τολμηρή επικοινωνία -που κυκλοφόρησε και σε δίσκο με αυτό τον τίτλο- ερμηνεύοντας τραγούδια σε στίχους του Δημήτρη Βάρου και απαγγέλοντας ποιήματα του ιδίου από το βιβλίο Θηρασία. Το 1988 συμμετέχει στο δίσκο Ηλεκτρικός Θησέας (μουσική Γιάννης Μαρκόπουλος, στίχοι Δημήτρης Βάρος). Το 1989 κυκλοφορεί το Χωρίς μακιγιάζ (ηχογραφημένος ζωντανά στο συναυλιακό χώρο Μετρό).
Το καλοκαίρι του 1990 άρχισε να παραλύει το αριστερό του χέρι. Οι γιατροί υπέθεταν πρόβλημα στα αγγεία, αλλά κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε. Η επίσημη διάγνωση ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος». Το πρόβλημα με την υγεία του και ο θάνατος της μητέρας του λίγους μήνες πριν, τον έκαναν ψυχολογικό ράκος. Το φθινόπωρο το συγκρότημα άρχισε τις συνηθισμένες του εμφανίσεις στο κλαμπ Αν όπου ο Σιδηρόπουλος εμφανιζόταν με το χέρι δεμένο. Έχοντας αρκετά νέα τραγούδια και μερικά παλιά ακυκλοφόρητα σε νέες ενορχηστρώσεις, άρχισαν να ηχογραφούν το υλικό αυτό, ενώ συγχρόνως είχαν προγραμματίσει σειρά ζωντανών εμφανίσεων για το Δεκέμβριο. Στις 4 Δεκεμβρίου είχε πάει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα φωνητικά του δίσκου αλλά ήταν μεθυσμένος, διαπληκτίστηκε με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος και έφυγε με μια φίλη του. Το μεσημέρι της 6ης Δεκεμβρίου ο Σιδηρόπουλος βρέθηκε στο σπίτι μιας άλλης φίλης του στο Νέο Κόσμο σε κωματώδη κατάσταση λόγω υπερβολικής δόσης ηρωίνης και λίγο μετά ξεψύχησε στο ασθενοφόρο καθοδόν προς το νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο. Ο Αλέκος Αράπης, μπασίστας των Απροσάρμοστων, έχει εκφράσει την υπόθεση πως ο Σιδηρόπουλος πήρε εσκεμμένα υπερβολική δόση με σκοπό να αυτοκτονήσει λόγω των προβλημάτων με το χέρι του, με βάση μια συζήτηση που είχαν λίγους μήνες πριν από το θάνατο του.
Θάνατοι
1864 – Δημήτριος Πλαπούτας Γεννήθηκε στο χωριό Παλούμπα της επαρχίας Γορτυνίας και ήταν γιος του κλέφτη Νικόλα-Κόλια Πλαπούτα. Την περίοδο 1811 με 1812, κατέφυγε στη Ζάκυνθο όπου υπηρέτησε ως εκατόνταρχος στα ελληνικά σώματα του Βρετανικού Στρατού. Παντρεύτηκε το 1803 την Στεκούλα Κολοκοτρώνη με την οποία δεν απέκτησε παιδιά, σε δεύτερο γάμο απέκτησε μία κόρη.
Το 1816, ευρισκόμενος στην Πελοπόννησο, διώκεται και πάλι από τις οθωμανικές αρχές ως πρωταγωνιστή του φόνου των Τούρκων στην Αλωνίσταινα. Καταφεύγει στη Ζάκυνθο και εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία (15 Οκτωβρίου 1818) από τον Αναγνώστη Τσοχαντάρη.[1]. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης έσπευσε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ήταν σημαντικός οπλαρχηγός, πιστός οπαδός του Κολοκοτρώνη.[2]. Κατα τον Φ.Χρυσανθόπουλο, Πρωτοπαλίκαρο του υπήρξε ο συμπατριώτης του Πανουργιάς Ηλιόπουλος.
Συγκρότησε δικό του στρατό (800-1.000 άνδρες) και διακρίθηκε στη μάχη του Βαλτετσίου και στη πολιορκία της Τρίπολης. Διορίστηκε υπαρχηγός στη αποτυχημένη Πολιορκία της Πάτρας (1822). Στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε στήριξε τους Κουντουριώτες, ενώ αργότερα με τον ερχομό του Ιμπραήμ πολέμησε μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον οποίο και στήριξε στα χρόνια της Αντιβασιλείας. Καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία και φυλακίστηκε.[3] Αποφυλακίστηκε όταν δόθηκε γενική αμνηστία.
Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχθηκε πληρεξούσιος στη Δ’ Εθνοσυνέλευση και βουλευτής Καρύταινας (1844-1847), ενώ διετέλεσε γερουσιαστής (1847-1862) και επίτιμος υπασπιστής του Όθωνα.
Απεβίωσε στις 27 Ιουλίου 1864 στον οικογενειακό Πύργο των Πλαπουταίων στο Παλούμπα. Εγγονός του ήταν ο Δημήτριος Γ. Πλαπούτας.
1917 – Εμίλ Κόχερ (Emil Theodor Kocher, 25 Αυγούστου 1841 – 27 Ιουλίου 1917) ήταν Ελβετός ερευνητής ιατρός και χειρουργός, που βραβεύθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1909 για το έργο του στη φυσιολογία, την παθολογία και τη χειρουργική του θυρεοειδούς. Από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του ωστόσο θεωρείται η εισαγωγή και η προαγωγή της ασηπτικής χειρουργικής και επιστημονικών μεθόδων στη χειρουργική, που είχε ως ειδικότερο αποτέλεσμα τη μείωση της θνησιμότητας σε εγχειρήσεις θυρεοειδεκτομής κάτω από το 1%.
Ο Κόχερ υπήρξε ο πρώτος Ελβετός πολίτης, αλλά και ο πρώτος χειρουργός στην ιστορία που πήρε Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής. Στην εποχή του τον θεωρούσαν πρωτοπόρο και κορυφαίο στον χώρο της χειρουργικής. Στα 45 χρόνια της εργασίας του ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο, ο Κόχερ δημοσίευσε 249 επιστημονικές εργασίες και βιβλία, εκπαίδευσε χιλιάδες νέους ιατρούς και θεράπευσε χιλιάδες ασθενείς. Συνεισέφερε σημαντικά στα πεδία της νευροχειρουργικής και (ιδίως) της χειρουργικής του θυρεοειδούς αδένα και της ενδοκρινολογίας. Κατά τον Asher, ο χώρος της χειρουργικής μεταμορφώθηκε ριζικά την εποχή του Κόχερ και οι μετέπειτα γενεές χειρουργών θα έκτιζαν πάνω στα θεμέλια που εκείνος έθεσε – εάν ένας μελλοντικός ιστορικός ήθελε να περιγράψει την κατάσταση της χειρουργικής στις αρχές του 20ού αιώνα, θα χρειαζόταν να αναφέρει μόνο το έργο του Κόχερ Σύγγραμμα επεμβατικής χειρουργικής.
Τρεις βασικοί παράγοντες συνεισέφεραν στην επιτυχία του Κόχερ ως χειρουργού, σύμφωνα με τον Bonjour (1981). Ο πρώτος ήταν η εφαρμογή της αντισηπτικής φροντίδας του τραύματος, που απέτρεπε τη μόλυνση και τον επακόλουθο θάνατο πολλών ασθενών. Ο δεύτερος παράγοντας, κατά τον Erich Hintzsche ήταν η μεγάλη σημασία που απέδιδε στην αναισθησία και κυρίως η παρακολούθησή της από τον ίδιο. Χρησιμοποιούσε ειδική αναισθητική μάσκα και αργότερα εφάρμοσε την τοπική αναισθησία για την επέμβαση βρογχοκήλης, αποφεύγοντας έτσι τους κινδύνους της γενικής αναισθησίας. Ως τρίτο παράγοντα επιτυχίας ο Hintzsche αναφέρει την ελαχιστοποίηση της απώλειας αίματος που επετύγχανε ο Κόχερ. Ακόμα και η μικρότερη πηγή αιμορραγίας κατά την επέμβαση ελεγχόταν με ακρίβεια και αναστελλόταν από τον Κόχερ, επειδή αρχικώς πίστευε ότι το αποσυντιθέμενο αίμα αποτελούσε παράγοντα μολύνσεως για τον ασθενή.
Ο Κόχερ αναγνωρίσθηκε παγκοσμίως για πρώτη φορά εξαιτίας της τεχνικής που ανέπτυξε για την ανάταξη της εξαρθρώσεως του ώμου, που δημοσίευσε[12][21] το 1870. Η νέα μέθοδος ήταν πολύ λιγότερο οδυνηρή και ασφαλέστερη από την παραδοσιακή, και μπορούσε να εκτελεσθεί από έναν μόνο ιατρό. Την ίδια εποχή ο Κόχερ μελέτησε τις πληγές και την πρόκληση καταγμάτων από σφαίρες. Από αυτές τις μελέτες προήλθε η δημόσια διάλεξη του Κόχερ Die Verbesserung der Geschosse vom Standpunkt der Humanitaet (= «Η βελτίωση των σφαιρών των όπλων από ανθρωπιστικής απόψεως», 1874) και το χειρόγραφο Ueber die Sprengwirkung der modernen Kriegsgewehrgeschosse (= «Επί του εκρηκτικού αποτελέσματος των σφαιρών των σύγχρονων πολεμικών τυφεκίων»). Συνέστησε τη χρήση σφαιρών που είχαν μικρότερη ταχύτητα.
1992 – Τζένη Καρέζη (γεννημένη ως Ευγενία Καρπούζη (Αθήνα 12 Ιανουαρίου 1932 – 26 Ιουλίου 1992) ήταν μία από τις δημοφιλέστερες Ελληνίδες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου, με σημαντική αντιδικτατορική δράση, αλλά και σημαντική θεατρική επιχειρηματίας. Υπήρξε ένα από τα εμπορικότερα και πιο ακριβοπληρωμένα ονόματα του κινηματογράφου και του θεάτρου. Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν γυμνασιάρχης και μαθηματικός με καταγωγή από το Μεσολόγγι και η μητέρα της, Θεώνη Καρπούζη (το γένος Λάφη), δασκάλα. Πέρασε τα σχολικά της χρόνια πρώτα στη Θεσσαλονίκη, εσωτερική στην «Ελληνογαλλική σχολή Καλογραιών Καλαμαρί» και κατόπιν στην Αθήνα, στην Ελληνογαλλική Σχολή «Άγιος Ιωσήφ». Ως μαθήτρια έπαιξε στο έργο «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο θέατρο Rex, σε μια παράσταση των τελειοφοίτων της Σχολής «Άγιος Ιωσήφ». Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου για να πρωταγωνιστήσει επί τέσσερις δεκαετίες στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Η Τζένη Καρέζη, παρά την αρνητική στάση του πατέρα της, κατάφερε και μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1951. Δάσκαλοι της ήταν οι Δημήτρης Ροντήρης (ο οποίος ήταν και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου), Άγγελος Τερζάκης, Γεώργιος Παππάς, Έλεν Τσουκαλά, Κωστής Μιχαηλίδης, Πέλος Κατσέλης κ.ά. Συμμαθητές της ήταν μεταξύ άλλων οι Ρίκα Διαλυνά, Πέτρος Λοχαϊτης, Κώστας Κοκκάκης, Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Αποφοίτησε από την Δραματική Σχολή το 1954 με άριστα. Τον Οκτώβριο του 1954 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο, στο έργο «Ωραία Ελένη», δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Την ίδια χρονιά έπαιξε πλάι στην Κατίνα Παξινού στο έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Το 1955 πρωτοεμφανίζεται στον κινηματογράφο, συμμετέχοντας -ως πρωταγωνίστρια μάλιστα- στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία, κάτι που έδωσε το έναυσμα να γυριστεί και η συνέχειά της, το Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο το 1957. Η ταινία αυτή αποτέλεσε το πρώτο σίκουελ στον Ελληνικό κινηματογράφο.
Στο Εθνικό Θέατρο έμεινε μέχρι το 1959. Από το 1960 στράφηκε στο ελεύθερο θέατρο, συγκροτώντας θιάσους με όλα σχεδόν τα διάσημα ονόματα του ελληνικού θεάτρου, όπως ενδεικτικά τον Κώστα Μουσούρη. Παράλληλα με την εμπορική άνθιση του Ελληνικού κινηματογράφου, η Τζένη Καρέζη καθιερωνόταν ως μια από τις μεγαλύτερες σταρ της Ελλάδας. Ο Τύπος της εποχής την έχρισε ως «το αντίπαλον δέος» της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Ωστόσο η μεγαλύτερη δύναμη της Καρέζη βρισκόταν πάντα στο θέατρο, ενώ αντίθετα της Αλίκης στον κινηματογράφο.
Στον κινηματογράφο γύρισε συνολικά 33 ταινίες. Το 1958 πρωταγωνίστησε στην ταινία του Γιώργου Ζερβού «Η λίμνη των πόθων», η οποία διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κορκ στην Ιρλανδία, παίρνοντας το αργυρό μετάλλιο. Την επόμενη χρονιά έπαιξε στην ταινία «Το νησί των γενναίων», στο οποίο ερμήνευσε αξέχαστα το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Μην τον ρωτάς τον ουρανό». Το 1960 μετέφερε τη μεγάλη της θεατρική επιτυχία «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και με συμπρωταγωνιστές τους Διονύση Παπαγιαννόπουλο και Ντίνο Ηλιόπουλο.
Το 1963 ήταν μια χρονιά σταθμός για την κινηματογραφική της καριέρα. Πρωταγωνίστησε στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα κόκκινα φανάρια». Η ταινία ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας στην 36η απονομή τον Απρίλιο του 1964, ενώ έλαβε μέρος και στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών την άνοιξη του 1964. Η τεράστια επιτυχία της ταινίας έκανε τον Φιλοποιμένα Φίνο να την εντάξει στην εταιρία του Φίνος Φίλμ, ως αδιαμφισβήτητη σταρ. Με την επιστροφή της στη Φίνος Φιλμ η Καρέζη γύρισε τις δραματικές ταινίες «Λόλα» και «Ένας μεγάλος έρωτας» και την κλασική πλέον κωμωδία «Δεσποινίς Διευθυντής». Την περίοδο 1965-1966 γύρισε τις δυο μεγαλύτερες κινηματογραφικές της επιτυχίες «Μια τρελή… τρελή οικογένεια» και «Τζένη Τζένη», οι οποίες εκτόξευσαν την δημοτικότητα της στα ύψη.
Το 1966 γύρισε τη μοναδική ξενόγλωσση ταινία της «Μια σφαίρα στην καρδιά», ελληνογαλλικής παραγωγής σε σκηνοθεσία Ζαν Ντανιέλ Πολέ και με μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Η ταινία αποδείχθηκε εμπορική αποτυχία, όπως και η επόμενη ταινία της, το «Εκείνος και Εκείνη» της Φίνος Φιλμ.
Το 1967 συμπρωταγωνίστησε για πρώτη φορά με τον Κώστα Καζάκο στο πολεμικό δράμα «Κοντσέρτο για πολυβόλα». Η ταινία είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, κόβοντας συνολικά 427.698 εισιτήρια. Το 1972 γύρισε την ταινία «Ερωτική συμφωνία» σε σενάριο δικό της και σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου. Η «Λυσιστράτη» ήταν η τελευταία κινηματογραφική ταινία της.
Σε όλη την δεκαετία του 60 θεατρικά η Καρέζη σημείωσε τεράστιες εμπορικές επιτυχίες, παίζοντας συνήθως μπουλβάρ, όπως το «Μαίρη Μαίρη», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Ένας Ιππότης για την Βασούλα», «Η Κυρία δε με μέλει» κ.ά. Μετά το 1968 και την θεατρική επιτυχία «Θεοδώρα η Μεγάλη» σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, θα συνεργαστεί αποκλειστικά με τον ηθοποιό και πλέον σύζυγό της Κώστα Καζάκο.
Την περίοδο 1988-1989 η Καρέζη έπαιζε στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ. Τον Μάρτιο του 1989 η παράσταση διακόπηκε και η Καρέζη ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο. Εκεί της διαγνώστηκε γυναικολογικός καρκίνος. Η Καρέζη όμως έδωσε ακόμα μια παράσταση, το «Διαμάντια και Μπλουζ» την περίοδο 1990-1991. Έκτοτε η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε αρκετά, ενώ τις τελευταίες μέρες της ζωής της η υγεία της χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο.
Απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1992 τρία λεπτά πριν τα μεσάνυχτα προς 27 Ιουλίου μετά από τριετή αντιμετώπιση καρκίνου. Η σορός της τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 29 Ιουλίου έγινε η κηδεία στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Λίγους μήνες πριν το θάνατό της είχε συγγράψει την αυτοβιογραφία της, που εκδόθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατό της υπό τον τίτλο «Τετράδια Ζωής»
Τον Σεπτέμβριο του 1992 ιδρύθηκε η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία «Ίδρυμα Τζένη Καρέζη», στόχος της οποίας είναι η ανακουφιστική φροντίδα για καρκινοπαθείς και ασθενείς με άλλες χρόνιες νόσους. Ιδρυτικά μέλη της ήταν μεταξύ άλλων ο Κώστας Καζάκος, η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Νίκος Κούρκουλος, η Νόνικα Γαληνέα και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος.