Μνήμη χρονολογίου της 16ης Οκτωβρίου


.

| Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν» |

[ 16 Οκτωβρίου 2024 ]

Είναι η 290η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 76 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:35 – Δύση ήλιου: 18:46
Διάρκεια ημέρας: 11 ώρες 11 λεπτά
🌕  Σελήνη 13.5 ημερών
Χρόνια πολλά στον Λογγίνο

Γεγονότα

 

1813 – Αρχίζει η Μάχη της Λειψίας, η αποκληθείσα και Μάχη των Εθνών, μεταξύ των δυνάμεων του Ναπολέοντα και του Έκτου Συνασπισμού (Πρωσίας, Ρωσίας, Μ. Βρετανίας, Αυστρίας, Σουηδίας, Γερμανικών Κρατών). Στις 16 Οκτωβρίου, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Χωρίς να περιμένει την ανατολή του ηλίου, η ρωσσοπρωσσική στρατιά του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ ξεκίνησε την προώθησή της και στις 8 το πρωί άρχισε την επίθεση με βομβαρδισμούς του πυροβολικού. Οι εμπροσθοφυλακές των Συμμάχων ακολούθως ξεκίνησαν την επίθεση στις θέσεις των Γάλλων.

Οι Ρώσοι (14η Μεραρχία του Χελφράιχ) και οι Πρώσσοι (12η Ταξιαρχία και το 4ο Τάγμα της 9ης Ταξιαρχίας) στρατιώτες υπό την ηγεσία του φον Κλάιστ, περίπου στις 9.30 π.μ. κατέλαβαν το χωριό Μαρκκλέεμπεργκ, το οποίο υπερασπίζονταν ο στρατάρχης Πιερ Οζερώ και ο Πολωνός πρίγκηπας Πονιατόφσκι – το χωριό χρειάστηκε να καταληφθεί και ανακαταληφθεί τέσσερεις φορές εξ εφόδου από τους Συμμάχους.

Αφού έφτασαν στα ανατολικά, όπου βρίσκονταν οι Γάλλοι στρατιώτες υπό την ηγεσία του ίδιου του Ναπολέοντα, οι Ρώσοι (2ο Σώμα Στρατού, περίπου 5.000 στρατιώτες, καθώς και ιππικό του στρατηγού Πιοτρ Πέτροβιτς Πάλεν, με Ουσσάρους, Κοζάκους, περίπου 2.000 στρατιώτες) και οι Πρώσσοι (9η Ταξιαρχία, 6.000 στρατιώτες) υπό την ηγεσία του γερμανικής καταγωγής Ρώσου στρατηγού Ευγένιου της Βυρτεμβέργης, κατέλαβαν το χωριό Βαχάου. Αλλά, λόγω μεγάλων απωλειών που υπέστησαν εξαιτίας της σθεναρής αντίστασης των Γάλλων, οι Ρώσοι και Πρώσσοι αναγκάστηκαν ν΄ αφήσουν το Βαχάου. Μερικές μονάδες του στρατού τους έμειναν στο δάσος που ήταν κοντά στο χωριό.

Η 5η ρωσσική μεραρχία του στρατηγού Βλαντίμιρ Πέτροβιτς Μεζέντσεφ (5.000 στρατιώτες), και οι πρωσσικές 10η και 11η ταξιαρχίες επιτέθηκαν στο χωριό Λίμπερτβολκβιτς, το οποίο υπερασπιζόταν το σώμα στρατού του στρατάρχη Νταβού (13.000 στρατιώτες, 50 κανόνια) και το σώμα του στρατάρχη Μακντονάλντ (18.000 στρατιώτες). Μετά από σκληρές μάχες, οι Σύμμαχοι κατέλαβαν το χωριό, αλλά και οι δύο πλευρές είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες. Μετά την άφιξη γαλλικών ενισχύσεων υπό τη μορφή της 36ης γαλλικής μεραρχίας, οι Σύμμαχοι αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό στις 11 π.μ.
Όλο το μέτωπο των Συμμάχων ήταν τόσο αποδυναμωμένο από τη μάχη, που με δυσκολία κατάφερε να κρατηθεί τις θέσεις του. Η προσπάθεια των Αυστριακών να καταλάβουν το Κόννεβιτς επίσης δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και, μετά από μισή μέρα μάχης, ο Σβάρτσενμπεργκ έστειλε την αυστριακή μονάδα για βοήθεια στον στρατηγό Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ.

Μετά από αυτά, ο Ναπολέων αποφάσισε να αρχίσει την αντεπίθεση. Στις 15:00, 10.000 Γάλλοι ιππείς υπό την ηγεσία του στρατάρχη Μυρά, προσπάθησαν να διαλύσουν το κεντρικό μέτωπο των Συμμάχων στο Βαχάου. Κατάφεραν να φτάσουν έως το λόφο όπου βρίσκονταν οι αρχηγοί των Συμμάχων και ο ίδιος ο Σβάρτσενμπεργκ, αλλά οι Σύμμαχοι κατάφεραν να τους σταματήσουν χάρη σε αντεπίθεση των Κοζάκων, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Ιβάν Γιεφρέμοφ.

Επίσης, με αποτυχία τελείωσε η γαλλική αντεπίθεση του 1ου Γαλλικού Σώματος του υποστράτηγου Λοριστόν στο χωριό Γκύλντεν-Γκόσσα (Gülden-Gossa). Όταν ο Σβάρτσενμπεργκ κατάλαβε τη στρατηγική σημασία αυτής της θέσης, διέταξε τον πρίγκηπα Κονσταντίν Πάβλοβιτς να σταματήσει τη γαλλική αντεπίθεση.

Η επίθεση των στρατιωτών του στρατάρχη Γκιούλαϊ στο Λίντεναου, αποκρούστηκε από τον Γάλλο στρατηγό Μπερτράν, αλλά την αποφασιστική νίκη κατάφερε να πάρει η Στρατιά της Σιλεσίας. Χωρίς να περιμένει τη Βόρεια Στρατιά του Μπερναντότ, ο Μπλύχερ διέταξε μαζική επίθεση. Στα χωριά Βίντεριτς (Wideritz) και Μέκερν (Möckern), οι στρατιώτες των συμμάχων συνάντησαν τη σθεναρή άμυνα των Γάλλων. Ο Πολωνός στρατηγός Γιαν Ντομπρόφσκι, ο οποίος αμυνόταν στο Βίντεριτς, κατάφερε για μια ολόκληρη μέρα να κρατήσει το χωριό από τους Ρώσους του στρατηγού Αλεξάντρ-Λουί Αντρώ ντε Λανζερόν. Στο μεταξύ, 17.000 στρατιώτες υπό την ηγεσία του στρατάρχη Ωγκύστ ντε Μαρμόν, ο οποίος αμυνόταν στο Μέκερν, δέχθηκαν διαταγή να υποχωρήσουν προς τα νότια, στο Βαχάου, με αποτέλεσμα να αφήσουν τις καλά οχυρωμένες θέσεις στα βόρεια. Όταν έμαθε ότι οι Σύμμαχοι είναι κοντά, ο Μαρμόν ζήτησε τη βοήθεια του στρατάρχη Νέυ. Ο Πρώσσος στρατηγός Γιόχαν Γιορκ φον Βάρτενμπουργκ, ο οποίος διοικούσε 20.000 στρατιώτες σε αυτό το μέρος, μετά από πολλές επιθέσεις κατάφερε να καταβάλει το χωριό, χάνοντας 7.000 στρατιώτες. Το Σώμα Στρατού του Νταβού καταστράφηκε. Με αυτό τον τρόπο, διαλύθηκε το μέτωπο των Γάλλων στα βόρεια της Λειψίας, ενώ οι μονάδες του Ναπολέοντα δεν μπορούσαν να βοηθήσουν, μιας και πολεμούσαν στη Μάχη του Βαχάου.

Τη νύχτα, η μάχη σταμάτησε. Η επίθεση κόστισε στους Συμμάχους 20.000 νεκρούς και τραυματίες. Παρά τις επιτυχημένες αντεπιθέσεις των Συμμάχων στο χωριό Γκύλντεν-Γκόσσα και στο “Δάσος του Ινστιτούτου” (γύρω από το Βαχάου), μεγάλο μέρος του πεδίου της μάχης έμεινε στην κατοχή των Γάλλων. Οι Γάλλοι απομάκρυναν τους Συμμάχους από το Βαχάου μέχρι το Γκύλντεν-Γκόσσα, και από το Λίμπερτβολκβιτς μέχρι το “Δάσος του Ινστιτούτου”, αλλά δεν κατάφεραν να διαλύσουν το μέτωπο των Συμμάχων. Η πρώτη μέρα της μάχης δεν είχε ξεκάθαρο νικητή.

 

1923 – Ο Γουόλ Ντίσνεϊ ιδρύει την κινηματογραφική εταιρία Disney, που κυριαρχεί έως και σήμερα στον τομέα των κινουμένων σχεδίων. Ο Γουώλτερ Έλιας Ντίσνεϋ (Walter Elias “Walt” Disney, Γεννήθηκε 5 Δεκεμβρίου 1901 – Απεβίωσε 15 Δεκεμβρίου 1966) ήταν Αμερικανός δημιουργός κινουμένων σχεδίων, επιχειρηματίας, ηθοποιός φωνής και παραγωγός ταινιών. Θεωρείται πρωτοπόρος στη βιομηχανία του αμερικανικού animation. Μαζί με τον αδερφό του, Ρόυ Ντίσνεϋ, ίδρυσε το Disney Brothers Studio (νυν The Walt Disney Company).

Ως παραγωγός ταινιών, κατέχει ρεκόρ για τα περισσότερα Βραβεία Ακαδημίας που απέσπασε ποτέ ένα άτομο, έχοντας κερδίσει συνολικά 26 Όσκαρ από 59 υποψηφιότητες. Κέρδισε τρεις Χρυσές Σφαίρες, δύο εκ των οποίων στην κατηγορία Σπουδαίο Επίτευγμα και ένα Βραβείο Έμμυ, μεταξύ άλλων τιμών. Αρκετές από τις ταινίες του συμπεριλαμβάνονται στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου. Γεννήθηκε το 1901 στο Σικάγο των ΗΠΑ. Ήταν γιος της δασκάλας Φλόρα Κολ και του εργολάβου οικοδομών Έλιας Ντίσνεϋ,[5] Είχε τρεις αδελφούς και μια αδελφή. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων, άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική στο Ινστιτούτο Τέχνης του Κάνσας Σίτυ (Μιζούρι) και σε ηλικία 20 ετών άρχισε να εργάζεται σε ένα καλλιτεχνικό στούντιο στην ίδια πόλη.

 

1946 – Δέκα εξέχοντες Ναζί, που καταδικάστηκαν σε θάνατο από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης, απαγχονίζονται ως εγκληματίες πολέμου. Πρόκειται για τους: Χανς Φρανκ, 46 ετών, Διοικητή της κατεχόμενης Πολωνίας – Βίλχελμ Φρικ, 69 ετών, Υπουργό Εσωτερικών του Τρίτου Ράιχ – Άλφρεντ Γιοντλ, 56 ετών, αρχηγό της Βέρμαχτ – Ερνστ Καλτενμπρούνερ, 43 ετών, αρχηγό των SS – Βίλχελμ Κάϊτελ, 64 ετών, Υπουργό Πολέμου – Γιοακίμ φον Ρίμπεντροπ, 53 ετών, Υπουργό Εξωτερικών του Τρίτου Ράιχ – Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, 53 ετών, ιδεολογικό καθοδηγητή του Ναζιστικού Κόμματος – Φριτζ Ζάουκελ, 52 ετών, επίτροπο για τη στρατολόγηση ανθρώπινου δυναμικού για καταναγκαστική εργασία από τις κατεχόμενες χώρες – Άρτουρ Ζόις Ίνκβαρτ, 54 ετών, καγκελάριο της Αυστρίας – Γιούλιους Στράιχερ, 61 ετών, προπαγανδιστή του Ναζιστικού Κόμματος.

 

1961 – Πρεμιέρα μετ’ εμποδίων για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη «Συνοικία το όνειρο», με πρωταγωνιστές τους Αλέκο Αλεξανδράκη, Μάνο Κατράκη, Αλίκη Γεωργούλη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Σε πολλές περιπτώσεις η αστυνομία επεμβαίνει και διακόπτει την προβολή της ταινίας, λόγω της αριστερής της οπτικής. Το Συνοικία το όνειρο είναι μια ελληνική δραματική ταινία του 1961 σε σκηνοθεσία Αλέκου Αλεξανδράκη. Το σενάριο γράφτηκε από τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Κώστα Κοτζιά. Πρωταγωνιστούν οι Αλέκος Αλεξανδράκης, Μάνος Κατράκης και Αλίκη Γεωργούλη. Θεωρείται μία από τις πρώτες ελληνικές νεορεαλιστικές ταινίες.

Μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, ο Ασύρματος, είναι το κέντρο του κόσμου για τους ανθρώπους που ζουν εκεί και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια και την ανέχεια. Ένας άρτι αποφυλακισμένος νέος, ο Ρίκος (Αλέκος Αλεξανδράκης), προσπαθεί να βγάλει χρήματα, την ίδια στιγμή που η αγαπημένη του, η Στέφη (Αλίκη Γεωργούλη), βλέπει άλλους άνδρες και ο πατέρας της, ο Νεκροφόρας (Μάνος Κατράκης), προσπαθεί να συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειας. Ο Ρίκος θα σκαρφιστεί μια δουλειά, αλλά θα ξοδέψει τα συγκεντρωμένα χρήματα πριν καταφέρει να τη βάλει σε εφαρμογή. Ως αποτέλεσμα ένας από τους «συνεταίρους» του (Αλέκος Πέτσος) θα αυτοκτονήσει, αφήνοντας στη μοίρα της την έγκυο γυναίκα του, την Ελένη (Αλέκα Παΐζη). Ο Ρίκος, η αγαπημένη του και ο πατέρας της, ηττημένοι και απογοητευμένοι εξαιτίας των προσδοκιών που δεν ευοδώθηκαν ποτέ, θα αναγκαστούν να συμβιβαστούν με την ωμή πραγματικότητα.

Οι δημιουργοί της ταινίας, ο σκηνοθέτης Αλεξανδράκης και η ηθοποιός Γεωργούλη, επηρεασμένοι από τις πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις της περιόδου του 1960, ήθελαν να προβάλουν την ελληνική πραγματικότητα του ανένταχτου και περιθωριοποιημένου επαρχιώτη Έλληνα, που μετά τον Eμφύλιο και την οικονομική καταστροφή επιβιώνει με δυσχέρειες, και ελπίζει στα όνειρα και στο «γύρισμα της τύχης» για ένα καλύτερο μέλλον. Πολλοί από τους ηθοποιούς είχαν βιώσει προσωπικά αυτή την πραγματικότητα, κάτι που ενίσχυσε τις ερμηνείες τους.

Η ταινία αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με την εξουσία της εποχής τόσο κατά τα γυρίσματα όσο και όταν άρχισε να προβάλλεται. Αρχικά απαγορεύθηκε η προβολή της από την υπηρεσιακή κυβέρνηση Κωνσταντίνου Δόβα καθώς εκείνα τα χρόνια η κυβέρνηση Καραμανλή προσπαθούσε να ανορθώσει την ελληνική οικονομία και να κάνει ελκυστική τη χώρα στους ξένους τουρίστες και επενδυτές και η ταινία εμπόδιζε το έργο της, καθώς οι σκηνές φτώχειας και εξαθλίωσης που περιείχε κινδύνευαν να τους αποθαρρύνουν.  Ύστερα όμως από διαμαρτυρίες του τύπου επιτράπηκε η προβολή μιας λογοκριμένης εκδοχής της και μόνο στα αστικά κέντρα. Λόγω των υψηλών χρεών του, ο Αλεξανδράκης πούλησε τα δικαιώματα της ταινίας στους αδελφούς Κουρουνιώτη.

Σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ και στον δημοσιογράφο Άρη Σκιαδόπουλο το 1996, ο Αλεξανδράκης δήλωσε: “Την πλήρωσα πάρα πολύ οικονομικά αυτή την ταινία… Ό,τι είχα μαζέψει από τις ταινίες που έκανα τα ‘βαλα για να κάνω αυτή την ταινία, γιατί ήθελα να πω αυτά τα πράγματα… Τελικά έγινε αυτή η ταινία, και ύστερα από καιρό που δεν την επιτρέπανε να παιχτεί την επιτρέψανε πετσοκομμένη”.

Η ταινία απέσπασε το βραβείο φωτογραφίας και το βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου στo Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1961.

 

1964 – Η Κίνα πραγματοποιεί την πρώτη πυρηνική δοκιμή της και γίνεται η πέμπτη χώρα που εισέρχεται στο κλαμπ των πυρηνικών δυνάμεων, μετά τις ΗΠΑ, τη Σοβιετική Ένωση, τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία.

Σήμερα ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας, με περίπου 2.2 εκατομμύρια ενεργούς στρατιώτες, είναι η μεγαλύτερη μόνιμη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο. Τον κινεζικό στρατό διοικεί η Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή της Κίνας. Η Κίνα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό εφέδρων στρατιωτών μετά τη Βόρεια Κορέα. Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας αποτελείται από την Επίγεια Δύναμη, το Ναυτικό, την Πολεμική Αεροπορία, τη Πυραυλική Δύναμη και τη Δύναμη Στρατηγικής Υποστήριξης.

Σύμφωνα με την κινεζική κυβέρνηση, ο στρατιωτικός προϋπολογισμός της Κίνας ανήλθε στα 151.5 δισεκατομμύρια δολάρια. Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατιωτικός προϋπολογισμός στον κόσμο, αν και το 1.3% του ΑΕΠ της χώρας καταλήγει στην κάλυψη των στρατιωτικών αναγκών της χώρας, ποσοστό κάτω από τον μέσο όρο. Ωστόσο, πολλές αρχές – όπως το Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη της Στοκχόλμης και το Γραφείο του Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι η Κίνα κρύβει το πραγματικό ποσό των στρατιωτικών της δαπανών, το οποίο φέρεται να ξεπερνά κατά πολύ τα 151 δισεκατομμύρια δολάρια που δηλώθηκαν για το 2017 αλλά και τα υψηλότερα νούμερα των επόμενων χρόνων. Η Κίνα έχει το τρίτο ισχυρότερο στρατό και το τρίτο μεγαλύτερο απόθεμα πυρηνικών όπλων στον κόσμο.

 

1975 – Αρχίζει στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών η δίκη των υπευθύνων για τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονται 33 άτομα, ανάμεσά τους ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο Δημήτριος Ιωαννίδης.

Η Δίκη του Πολυτεχνείου (16 Οκτωβρίου – 30 Δεκεμβρίου 1975) ήταν ακροαματική διαδικασία που διεξήχθη στη δικαστική αίθουσα των Φυλακών Κορυδαλλού, ενώπιον του πενταμελούς εφετείου Αθηνών, με κατηγορούμενους 32 στελέχη της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 για εγκλήματα που σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διέπραξαν κατά την Εξέγερση του Πολυτεχνείου (15 Νοεμβρίου – 17 Νοεμβρίου 1973) αλλά και τις μέρες που ακολούθησαν, καθότι το τότε καθεστώς, προκειμένου να αντιμετωπίσει την έκκρυθμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στη χώρα, κήρυξε στρατιωτικό νόμο, με συνέπεια να χάσουν τη ζωή τους αρκετοί πολίτες, όχι μόνο στο χώρο εντός ή πέριξ του Ε.Μ.Π. αλλά και σε απομακρυσμένες περιοχές της Αθήνας, έως και αρκετές ημέρες μετά τα συμβάντα της εξέγερσης.

Πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου ήταν ο εφέτης Ιωάννης Κουσουλός και μέλη οι εφέτες Κωνσταντίνος Καινούργιος, Παναγιώτης Καλκαβούρας, Γεώργιος Μαρκουλάκης, και Α. Σακελλαριάδης. Εισαγγελέας της έδρας ήταν ο Νικόλαος Γανώσης.

 

Γεννήσεις

 

1854 – Όσκαρ Ουάιλντ (πλήρες όνομα Όσκαρ Φίνγκαλ Ο’Φλάχερτι Γουίλς Γουάιλντ, αγγλ. Oscar Fingal O’Flahertie Wills Wilde, 16 Οκτωβρίου 1854 – Παρίσι, 30 Νοεμβρίου 1900) ήταν Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματουργός και κριτικός. Έχοντας περάσει από διάφορα είδη γραπτού λόγου καθ’ όλη τη δεκαετία του 1880, γεύτηκε τη δόξα ως θεατρικός συγγραφέας στο Λονδίνο στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Στις μέρες μας έχει γίνει γνωστός για τα ευφυολογήματά του, το μοναδικό του μυθιστόρημα (Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ), τα θεατρικά έργα του, τις συνθήκες φυλάκισής του καθώς και τον πρόωρο θάνατό του.

Οι γονείς του ήταν επιφανείς Δουβλινέζοι διανοούμενοι, με Αγγλικές ρίζες. Ο Όσκαρ από μικρός έμαθε άπταιστα Γαλλικά και Γερμανικά. Στο πανεπιστήμιο ασχολήθηκε με τις κλασικές σπουδές, επιδεικνύοντας από μικρή ηλικία κλίση προς τον Κλασικισμό, τόσο στο Δουβλίνο όσο και αργότερα στην Οξφόρδη. Έγινε γνωστός για την ενασχόλησή του με το νεόκοπο αλλά ανερχόμενο ρεύμα του Αισθητισμού, το οποίο ίδρυσαν δύο από τους καθηγητές του, οι Γουόλτερ Πέιτερ (Walter Pater, 1839 – 1894) και Τζον Ράσκιν (John Ruskin, 1819 – 1900). Μετά το πανεπιστήμιο, ο Γουάιλντ μετακόμισε στο Λονδίνο όπου εντάχθηκε στους ανώτερους πνευματικούς και κοινωνικούς κύκλους.

Ως εκπρόσωπος του κινήματος του Αισθητισμού ασχολήθηκε με όλες τις μορφές διανόησης: εξέδωσε μία ποιητική συλλογή, έδωσε ομιλίες στις Η.Π.Α. και στον Καναδά σχετικά με τον «Αγγλικό Διαφωτισμό στην Τέχνη» και έπειτα επέστρεψε στο Λονδίνο όπου έγραψε μεγάλο αριθμό άρθρων ως δημοσιογράφος. Γνωστός για το οξυδερκές πνεύμα, τις εξεζητημένες εμφανίσεις και τους πνευματώδεις διαλόγους του, ο Γουάιλντ έγινε μια από τις διασημότερες προσωπικότητες της εποχής του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 τελειοποίησε τις ιδέες του σχετικά με την ανωτερότητα της τέχνης σε μια σειρά από διαλόγους και δοκίμια, ενώ ενσωμάτωσε σκέψεις του για την παρακμή, την δολιότητα και την ομορφιά στο μοναδικό του μυθιστόρημα, Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ (The picture of Dorian Grey, 1890). Η δυνατότητα που του παρείχε, να αναλύσει σε βάθος λεπτομέρειες του Αισθητισμού καθώς και να καταπιαστεί με ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, έστρεψε τον Γουάιλντ στο θέατρο. Έγραψε το θεατρικό Σαλώμη (Salome, 1891) στο Παρίσι, στα γαλλικά, έργο που δεν ανέβηκε στην Αγγλία παρά μόνο χρόνια αργότερα, εξαιτίας της απαγόρευσης έργων με Βιβλικό περιεχόμενο στο αγγλικό θέατρο. Ανεπηρέαστος από τις αντιδράσεις, ο Γουάιλντ έγραψε τέσσερις ακόμα κοινωνικές σάτιρες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, οι οποίες τον έκαναν έναν από τους πιο επιτυχημένους συγγραφείς του ύστερου Βικτωριανού Λονδίνου.

Στο απόγειο της φήμης του, και ενόσω το αριστούργημά του, Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός (The importance of being Earnest, 1895) παιζόταν στο Λονδίνο, ο Γουάιλντ μήνυσε τον Μαρκήσιο του Κουίνσμπερι, Τζον Ντάγκλας (John Douglas, 9th Marquess of Queensberry, 1844 – 1900) για συκοφαντία. Ο Μαρκήσιος ήταν ο πατέρας του εραστή του Γουάιλντ, του Λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας (Lord Alfred Douglas, 1870 – 1945). Οι κατηγορίες μπορούσαν να επιφέρουν κάθειρξη έως και δύο ετών. Στην διάρκεια της δίκης παρουσιάστηκαν αποδείξεις οι οποίες ανάγκασαν τον Γουάιλντ να αποσύρει τις κατηγορίες και οδήγησαν στη σύλληψή του με την κατηγορία του σοδομισμού (η ομοφυλοφιλία ήταν τότε ποινικό αδίκημα στην Αγγλία).

Ύστερα από δύο ακόμα δίκες, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Το 1897, στην φυλακή, έγραψε το Εκ Βαθέων (De Profundis), μία επιστολή 80 περίπου πυκνογραμμένων σελίδων που εκδόθηκε το 1905, όπου αναλύει την ψυχοσύνθεσή του στις δίκες, δημιουργώντας ένα σκοτεινό «αντίβαρο» στην πρότερη φιλοσοφία της απόλαυσης. Μετά την αποφυλάκισή του έφυγε κατευθείαν για τη Γαλλία, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί έγραψε και το τελευταίο του έργο, Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ (The Ballad of Reading Gaol, 1898), ένα μακροσκελές ποίημα όπου παρουσιάζει τις κακουχίες της ζωής στην φυλακή. Πέθανε άπορος στο Παρίσι , τον Νοέμβριο του 1900, σε ηλικία 46 ετών.

 

1854 – Καρλ Κάουτσκι (Γερμανικά: Karl Johann Kautsky, Γερμανικά: [ˈkaʊtski], Πράγα, 16 Οκτωβρίου 1854 – Άμστερνταμ, 17 Οκτωβρίου 1938) ήταν Γερμανός πολιτικός, θεωρητικός του μαρξισμού, ηγετική μορφή του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος και της Β΄ Διεθνούς (1889-1916), αρνητής των λενιστικών προτύπων εξουσίας.

Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους και οξυδερκέστερους διανοητές της εποχής του και άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, το οποίο – αποσπασματικά- θεωρημένο- χρησιμοποιήθηκε για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία των πιο αντίθετων πολιτικών τάσεων.

Η αναμφισβήτητη μετακίνησή του από τον επαναστατικό σοσιαλισμό σε πιο κεντρώες θέσεις, επηρέασε βαθιά τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία, κατά τα κρίσιμα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της περιόδου του Μεσοπολέμου, έτσι ώστε να θεωρηθεί ως ένας από τους βασικότερους συντελεστές για τη μη επικράτηση των λενιστικών αρχών στα σοσιαλδημοκρατικα κινήματα της Δυτικής Ευρώπης».

 

Θάνατοι

 

1956 – Ζιλ Ριμέ (Τελέ-λε-Λαβονκούρ, Ωτ-Σον, 14 Οκτωβρίου 1873 – Συρέν, 15 Οκτωβρίου 1956) ήταν Γάλλος ποδοσφαιρικός παράγοντας. Υπήρξε διαδοχικά πρόεδρος-ιδρυτής του παριζιάνικου συλλόγου της Ρεντ Σταρ, πρόεδρος της Γαλλικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου και στη συνέχεια της FIFA για διάστημα 33 ετών. Υπήρξε ο δημιουργός του θεσμού του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου.

Ο Ζυλ Ριμέ πέρασε το σύνολο της παιδικής του ηλικίας στο Τελέ, μαζί με τον παππού του που ήταν αγρότης, καθώς ο πατέρας του είχε αποχωρήσει για το Παρίσι ώστε να βρει δουλειά. Δεν τον ξαναβρήκε παρά μόνο σε ηλικία 11 ετών, ενώ έλαβε το baccalauréat (γαλλικό απολυτήριο λυκείου) του παρακολουθώντας μαθήματα τα βράδια.

Ίδρυσε το 1898 μια χριστιανική, ρεπουμπλικανική και δημοκρατική εφημερίδα, την La Revue, η οποία συγχωνεύτηκε το 1899 με την Le Sillon του Μαρκ Σαννιέ, περιοδικό το οποίο ώθησε μεγάλο αριθμό πιστών Χριστιανών να αποκηρύξουν το πολίτευμα της βασιλείας. Ο Ζυλ Ριμέ απεβίωσε στις 16 Οκτωβρίου 1956 στη Συρέν (92), ένα χρόνο έπειτα από την υποψηφιότητά του για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.

 

1958 – Μιχάλης Σουγιούλ. Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας το 1906 (κάποιες πηγές αναφέρουν ως έτος γέννησης το 1904, ενώ μεμονωμένη αναφορά υπάρχει και για το 1900). Η οικογένειά του, πλούσιοι δερματέμποροι, μετανάστευσε στην Αθήνα το 1920 και ο νεαρός τότε Μιχάλης αρχικά εργάσθηκε ως αυτοδίδακτος πιανίστας, πριν ταξιδέψει στη Μασσαλία για μουσικές σπουδές. Χρησιμοποιούσε το καλλιτεχνικό επώνυμο “Σουγιούλ” από το 1931, οπότε και περιόδευσε στην Ευρώπη ως μέλος Αργεντίνικης ορχήστρας. Ήταν συγγενής της Έλλης Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, της γνωστής προπολεμικής φωτογράφου “Nelly’s”.

Πέθανε από (δεύτερο) εγκεφαλικό επεισόδιο το 1958 στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω τον γιο του Θάνο, που έπεσε θύμα τροχαίου λίγα χρόνια μετά, καθώς και τις κόρες του Μαρία, Ηρώ και Αλίκη.

Υπήρξε πολυγραφότατος στο είδος της ελληνικής ελαφράς μουσικής κατά τον Μεσοπόλεμο και την πρώτη μεταπολεμική/μετεμφυλιακή δεκαετία, γράφοντας περισσότερα από 700 τραγούδια σε όλα τα στυλ, τάγκο, ρομάντζες, βαλς, καντάδες, δημοτικά, πατριωτικά και λαϊκά, που γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Είχε γράψει μουσική για 45 θεατρικές επιθεωρήσεις και 10 κινηματογραφικές ταινίες (Ένα βότσαλο στη λίμνη, Σάντα Τσικίτα, Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Το σωφεράκι, Μια ζωή την έχουμε και άλλες), ενώ εργαζόταν ανελλιπώς ως μαέστρος σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα της εποχής. Διατέλεσε μέλος της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων και Μουσουργών, διευθυντής Ακρόασης της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και των εταιρειών δίσκων Cοlumbia και Parlophone.

Ανάμεσα στα γνωστότερα τραγούδια του, που παραμένουν κοσμαγάπητα για περισσότερο από μισόν αιώνα αφότου γράφτηκαν, συμπεριλαμβάνονται τα: «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου», «Ας ερχόσουν για λίγο», «Κάτι με τραβά κοντά σου», «Ο μήνας έχει εννιά», «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», «Μας χωρίζει ο πόλεμος», «Το τσαρούχι», «Αρχισαν τα όργανα», «Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα» (γνωστότερο και ως ο «Μανόλης ο Τραμπαρίφας»), «Το τραμ το τελευταίο», «Μια ζωή την έχουμε», «Αδύνατον να κοιμηθώ», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα», «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει», «Μονά – Ζυγά», «Άτιμη Τύχη», «Σβήστε με απ’ τον χάρτη» και πάρα πολλά άλλα. Στο πασίγνωστο «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» χρησιμοποίησε τη μελωδία του δικού του τραγουδιού «Ζεχρά» (αρχικά γραμμένου το 1938 σε στίχους Αιμίλιου Σαββίδη) με νέους στίχους του Μίμη Τραϊφόρου γραμμένους για τη Σοφία Βέμπο.
Σε συνεργασία με τους Αλέκο Σακελλάριο και Χρήστο Γιαννακόπουλο, ως στιχουργούς, δημιούργησε μεταπολεμικά τη σχολή του “αρχοντορεμπέτικου”, μία σχολή που συνδύαζε λαϊκότροπους -συνήθως χιουμοριστικούς- στίχους και μουσική, με δυτικότροπες ενορχηστρωτικές επιρροές. Πρώτο τραγούδι της σχολής αυτής ήταν «Το τραμ το τελευταίο» σε Αθηναϊκή τότε επιθεώρηση.

Ο Μιχάλης Σουγιούλ συνεργάστηκε με όλους τους δημοφιλείς ερμηνευτές της εποχής, όπως τη Σοφία Βέμπο, με την οποία περιόδευε στο Αλβανικό μέτωπο, τη Δανάη, την Καίτη Μπελίντα, τον Τώνη Μαρούδα, την Κάκια Μένδρη, τη Στέλλα Γκρέκα, τη Μάγια Μελάγια, τον Νίκο Γούναρη, τις αδελφές Άννα και Μαρία Καλουτά ακόμα και τον Στελλάκη Περπινιάδη και άλλους.

 

2010 – Γιάννης Δαλιανίδης. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 31 Δεκεμβρίου 1923 και μεγάλωσε με θετούς γονείς, το Ναούμ Δαλιανίδη από τη Σιάτιστα και την Ολυμπία Κύρου-Δαλιανίδη από τη Θεσσαλονίκη. Οι βιολογικοί γονείς είχαν έρθει από την Τιφλίδα της Γεωργίας με ένα μικρό αγοράκι το οποίο πέθανε και μετά γεννήθηκε ο Γιάννης που δόθηκε για υιοθεσία όταν πέθανε ο πατέρας του.

Το όνειρο του μικρού Γιάννη υπήρξε πάντα η Βιέννη εφόσον γνώριζε ότι εκεί θα μπορούσε να κάνει τα καλλιτεχνικά του όνειρα πραγματικότητα. Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα ξεκινάει πρώτα για Βελιγράδι, εκεί όπου διέμεναν συγγενείς του, κι αργότερα για Βιέννη.

Στη Βιέννη ευτύχησε εξ αρχής να γνωρίσει ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν όμως η οικογένεια που τον φιλοξενούσε συνελήφθη από τους Γερμανούς με την κατηγορία ότι άκουγαν ραδιοφωνικό σταθμό που εξέπεμπε από το Λονδίνο. Μαζί τους συνελήφθη και ο Γιάννης Δαλιανίδης ο οποίος στάλθηκε πρώτα στις φυλακές της πόλης Ροζαουαλέντε και έπειτα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σβέχατ. Μετά από έξι μήνες κράτησης βγήκε τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1942. Θα παραμείνει στη Βιέννη για ένα διάστημα εργαζόμενος σε χορωδία αλλά και ως χορευτής.

Τελικά θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Θα εργαστεί σε διάφορα καλλιτεχνικά προγράμματα κάνοντας κυρίως χορογραφίες. Κάποια στιγμή θα τον δει ο Ορέστης Λάσκος που τον προέτρεψε να κατέβει στην Αθήνα. Έτσι λοιπόν θα έρθει στην Αθήνα όπου αρχικά θα κάνει εμφανίσεις σε διάφορα βαριετέ. Εμφανίστηκε ως κομπάρσος στην ταινία Πρόσωπα λησμονημένα του Γιώργου Τζαβέλα και επίσης συμμετείχε με ένα μικρό ρόλο στην ταινία Οι δύο κόσμοι σε παραγωγή του Αντώνη Ζερβού. Λίγο αργότερα θα ακολουθήσει τον Κώστα Χατζηχρήστο σε μία μεγάλη τουρνέ την οποία διέκοψε για να πάει στρατιώτης. Στην εκπαίδευσή του θα γνωρίσει το Δημήτρη Αθανασιάδη (πιανίστα) με τον οποίο έκαναν επιθεωρησιακά νούμερα.

Όταν απολύθηκε θα έρθει ξανά σε επαφή με τον Ορέστη Λάσκο που τον βοήθησε να μπει σε μεγάλο επιθεωρησιακό σχήμα της εποχής στην Πλατεία Αμερικής (στο οποίο ο Τζίμης Μακούλης τραγουδούσε το περίφημο Ένας φίλος ήρθε απ’ τα παλιά). Παράλληλα με τις εμφανίσεις του σε διάφορα βαριετέ θα συναντηθεί ξανά με το Δημήτρη Αθανασιάδη ο οποίος προσπαθούσε να μοιραστεί μαζί του το όνειρό του και τις προσπάθειές του για τον κινηματογράφο. Στη συνέχεια θα κάνει εμφανίσεις επί τέσσερα καλοκαίρια σε επιθεωρήσεις στο αθηναϊκό θέατρο Περοκέ. Έτσι θα γνωρίσει το Ντίμη Δαδήρα, τον Αντώνη Καρατζόπουλο, τον Ανδρέα Λαμπρινό, τον Κλέαρχο Κονιτσιώτη ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσε να βελτιώσει τις γνώσεις του σε θέματα τεχνικής του κινηματογράφου. Εκείνη την εποχή χρησιμοποιούσε το όνομα Γιάννης Νταλ Δαλιανίδης.

Ήταν τότε που ο Δημήτρης Αθανασιάδης θα τον εντάξει ως ηθοποιό στην ταινία του Τρία Παιδιά Βολιώτικα δίπλα στους Ανδρέα Μπάρκουλη και Πέτρο Βούλγαρη. Ο Δαλιανίδης όμως που διαβάζει σενάρια κινηματογραφιστών και δεν τον ικανοποιούσαν θα επιχειρήσει να γράψει το πρώτο σενάριο Το Τρελοκόριτσο έχοντας στο μυαλό του την Αλίκη Βουγιουκλάκη ενώ τελικά το ρόλο θα τον πάρει η Τζένη Καρέζη σε μια ταινία που ο Δαλιανίδης θα δουλέψει ως βοηθός σκηνοθέτη. Πριν γυριστεί η ταινία του ζητήθηκε να γράψει τα δύο επόμενα σενάρια, Ο Μιμίκος και η Μαίρη και Οι Καυγατζήδες.
Τελικά η σκηνοθετική σταδιοδρομία του ξεκίνησε το 1959 με την ταινία Η Μουσίτσα και ακολούθησαν την ίδια χρονιά οι ταινίες Λαός και Κολωνάκι και Ένας βλάκας και μισός. Μία δυσαρέσκεια μάλλον για θέματα οικονομικά θα τον οδηγήσει από την εταιρεία Αφοί Ρουσσόπουλοι, Γ. Λαζαρίδης, Δ. Σαρρής, Κ. Ψαρράς σε άλλα στούντιο, εκεί όπου η καριέρα του θα απογειωθεί.

Το 1961 ξεκίνησε η συνεργασία του με την Φίνος Φιλμ με την ταινία Ο Κατήφορος. Η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία και η φήμη του Δαλιανίδη εκτινάχτηκε πράγμα το οποίο επαναλήφθηκε και με την πρώτη του μουσική ταινία, Μερικοί το προτιμούν κρύο, 1962. Στην φιλμογραφία του Δαλιανίδη διακρίνει κανείς ταινίες πολλών διαφορετικών ειδών όπως ταινίες που είναι μεταφορές από θεατρικά έργα (Ζητείται ψεύτης, Φωνάζει ο κλέφτης, Η Χαρτοπαίχτρα, Ο εχθρός του λαού, Γυμνοί στο δρόμο) από μυθιστορήματα (Στεφανία, Επαναστάτης Ποπολάρος, Χωρίς ταυτότητα, Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται), ταινίες σε σενάρια των κινηματογραφιστών Σακελλάριου, Φώσκολου, Τζαβέλλα (Γαμπρός από το Λονδίνο, Δάκρυα για την Ηλέκτρα, Στον Αστερισμό της Παρθένου), ταινίες κοινωνικού περιεχομένου σε δικό του σενάριο (Νόμος 4000, Το Ανθρωπάκι, Ίλιγγος, Ιστορία μιας ζωής, Μαριχουάνα stop!, Ο τρομοκράτης), μουσικές ταινίες δύο περιόδων όταν κυριαρχούσε το ελαφρό τραγούδι (Κάτι να καίει, Κορίτσια για φίλημα) και όταν αρχίζει να επιβάλλεται το μπουζούκι στις ορχήστρες (Οι θαλασσιές οι χάντρες, Γοργόνες και μάγκες) αλλά και ταινίες για συγκεκριμένους πρωταγωνιστές (Ο σκληρός άντρας, Ο Κατεργάρης, Ο Ψεύτης, Ο Μικές ξαναπαντρεύεται). Συνολικά έχει σκηνοθετήσει περισσότερες από 60 ταινίες, στις περισσότερες από τις οποίες έχει γράψει και το σενάριο.

Το 2005 συνέγραψε το αυτοβιογραφικό βιβλίο Ο Κινηματογράφος, τα πρόσωπα κι εγώ, Καστανιώτης.

Από την δεκαετία του 1970 εργάστηκε και στην τηλεόραση, δημιουργώντας αρκετές τηλεοπτικές σειρές, οι περισσότερες από τις οποίες σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Η αρχή έγινε στις 11 Ιουλίου, 1974 με το πρώτο επεισόδιο της ‘ιστορικής’ σειράς Λούνα Παρκ που απογειώθηκε στους πίνακες τηλεθέασης κυρίως για το ένθετο τελευταίο δεκαπεντάλεπτο σε κάθε επεισόδιο με πρωταγωνιστή το Διονύση Παπαγιαννόπουλο δίπλα στην τηλεοπτική του σύζυγο Άννα Παϊτατζή. Ακολούθησαν τηλεοπτικές σειρές με την κρατική τηλεόραση (Τα λιονταράκια του κυρ-Ηλία, Τα καθημερινά) και την ιδιωτική τηλεόραση (Ρετιρέ, Οι Μικρομεσαίοι, Τα στραβά κι ανάποδα).

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο περίφημο Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή μεταφορά η οποία ευτύχησε γιατί σύμφωνα με τα γραφόμενα της Ροζίτας Σώκου, Περιοδικό Τηλέραμα”, 1996, ο Δαλιανίδης είναι γνώστης του μικροαστικού περιβάλλοντος που περιγράφεται γλαφυρά στο βιβλίο του σημαντικού λογοτέχνη”

Το 2002, στο Φεστιβάλ κινηματογράφου που γίνεται κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη, ο Γιάννης Δαλιανίδης τιμήθηκε για τη συνολική του προσφορά στον ελληνικό κινηματογράφο. Εισηγητής της πρότασης της βράβευσής του προς την επιτροπή υπήρξε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia