.
| Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν» |
[ 13 Οκτωβρίου 2024 ]
Είναι η 287η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 79 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:32 – Δύση ήλιου: 18:50
Διάρκεια ημέρας: 11 ώρες 18 λεπτά
🌔 Σελήνη 10.1 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Καρπό, Αγαθονίκη, Χρυσή, Χρύσα, Χρυσαυγή,
Χρυσούλα, Σήλια, Χρυστάλλα, Χρυσταλλία, Φλωρεντία, Φλωρέντα,
Φλωρένα, Φλώρινα, Ντία, Φλωρέντιο, Φλωρέντη, Φλωρέντο και Φλορέντσο
Γεγονότα
1307 – Με εντολή του γάλλου βασιλιά Φιλίππου του Ωραίου, συλλαμβάνονται ο Μέγας Διδάσκαλος και χιλιάδες μέλη του Τάγματος των Ναϊτών. Υποβάλλονται σε βασανιστήρια και «ομολογούν» ότι είναι αιρετικοί, ενώ λίγους μήνες αργότερα θα καούν στην πυρά. Είναι Παρασκευή και 13 και από τότε αυτή η μέρα θεωρείται ότι φέρνει γρουσουζιά.
Την Παρασκευή 13 Οκτωβρίου του 1307 πολλοί Ναΐτες στη Γαλλία συνελήφθησαν κατόπιν μυστικών εντολών του βασιλιά Φιλίππου Δ΄ του Ωραίου, ο οποίος εποφθαλμιούσε τα πλούτη τους. Ο τελευταίος με την υποστήριξη του Πάπα Κλήμη του Ε’ ο οποίος κατάργησε το τάγμα, δήμευσε όλη τους την περιουσία (συμπεριλαμβανομένων και τεράστιων εκτάσεων γης).
Πολλά υψηλόβαθμα στελέχη του τάγματος, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου Μεγάλου Μάγιστρου Ζακ ντε Μολέ (Jacques de Molay), υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια και κάηκαν στην πυρά. Νεότερες ανακαλύψεις έχουν φέρει στο φως έγγραφα της δίκης τα οποία φανερώνουν ότι παρά το γεγονός ότι είχαν κατηγορηθεί για αιρετικές δοξασίες κατά τις μυητικές τελετές τους, στη δίκη που έγινε έπεισαν τον Πάπα πως ήταν αθώοι και ότι η καταδίκη τους ήταν αποτέλεσμα της συκοφάντησής τους από τον βασιλιά Φίλιππο.
Το τραπεζικό σύστημα που οι Ναΐτες είχαν εγκαθιδρύσει στην Ευρώπη είχε ενοχλήσει την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, καθώς πολλοί ευγενείς υποστήριζαν τους Ναΐτες με τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία θα μπορούσαν να κατέληγαν στα ταμεία της Εκκλησίας αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Ύστερα από την εξόντωση των Ναϊτών, άλλα ιπποτικά τάγματα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις τραπεζικές τους δραστηριότητες.
1905 – Ιδρύεται το πρώτο Σοβιέτ των εργατών στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, στο οποίο εκλέγεται πρόεδρος ο Λέων Τρότσκι. Στη συνέχεια πολλαπλασιάζονται τα Σοβιέτ (τα εργατικά συμβούλια), που πρόβαλλαν ως αιτήματα το 8ωρο και τις δημοκρατικές ελευθερίες. Ένα πρώτο Σοβιέτ των εργατών είχε, ήδη, δημιουργηθεί στην Αγία Πετρούπολη κατά την διάρκεια της Επανάστασης του 1905.
Ωστόσο, ο άμεσος προκάτοχος του Σοβιέτ του Πέτρογκραντ του 1917 ήταν ο « Κεντρικός Πυρήνας των Εργατών » (ρωσικά: Центральная Рабочая Група), ο οποίος είχε ιδρυθεί το 1915 από τους Μενσεβίκους με στόχο να πάρει θέση μεταξύ των εργατών και της νέας Κεντρικής Βιομηχανικής-Στρατιωτικής Επιτροπής του Πέτρογκραντ.
Ο συγκεκριμένος πυρήνας ριζοσπαστικοποιήθηκε σταδιακά, ενόσω η στρατιωτική κατάσταση της Ρωσίας κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου χειροτέρευε και η οικονομική κατάσταση επιδεινωνόταν, ενθαρρύνοντας την πραγματοποίηση διαδηλώσεων στους δρόμους και αποστέλλοντας επαναστατικού περιεχομένου επιστολές.
Το Σοβιέτ του Πέτρογκραντ ή, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, Σοβιέτ των εκπροσώπων των εργατών και των αντιπροσώπων των στρατιωτών του Πέτρογκραντ δημιουργήθηκε στην Ρωσία στις 27 Φεβρουαρίου 1917 κατά την διάρκεια της Επανάστασης του Φεβρουαρίου. Θεωρούσε εαυτόν ως το άμεσο αντιπροσωπευτικό όργανο των εργατών και των στρατιωτών του Πέτρογκραντ. Έλαβε σημασία κατά την διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης ως ένα κέντρο εξουσίας αντίπαλο της Προσωρινής Κυβέρνησης.
1917 – Το Θαύμα του Ήλιου στη Φατίμα της Πορτογαλίας. 70.000 άνθρωποι υποστηρίζουν ότι είδαν τον ήλιο να «χορεύει», αλλάζοντας χρώματα που πλημμύρισαν τον ουρανό. Το θαύμα αποδίδεται στην Παναγία.
Στις 13 Μαΐου του 1917, τρία βοσκόπουλα, η Λουσία Ντος Σάντος (10 ετών) και τα ξαδέλφια της Φρανσίσκο και Ζασίντα Μάρτο, 9 και 7 ετών αντίστοιχα, είδαν ένα όραμα έξω από το χωριό Φάτιμα της Κεντρικής Πορτογαλίας. Παρουσιάστηκε μπροστά τους η Παναγία μέσα σ’ ένα λαμπρό σύννεφο και τους ανήγγειλε πως θα εμφανιζόταν στο ίδιο σημείο κάθε 13 του μήνα, έως τον Οκτώβριο. Τους προέτρεψε σε μετάνοιες και πράξεις αυτοτιμωρίας για τη σωτηρία των αμαρτωλών, ενώ τους ανακοίνωσε και τρεις προφητείες.
Σε κάθε προαναγγελθείσα εμφάνιση της Παναγίας συγκεντρώνονταν όλο και περισσότεροι πιστοί, αν και την έβλεπαν μόνο τα τρία παιδιά. Αυτό κίνησε το ενδιαφέρον του δημάρχου της Φάτιμα, Αρτούρ Σάντος, ο οποίος ήταν αντιμοναρχικός και μασόνος. Συνέλαβε τα παιδιά στις 13 Αυγούστου και προσπάθησε να τους αποσπάσει το μυστικό με την απειλή βασανιστηρίων. Αυτά όχι μόνο δεν αποκάλυψαν το μυστικό, αλλά κατάφεραν να πείσουν και τους λοιπούς συγκρατούμενούς τους να αναπέμψουν ύμνος προς την Παναγία. Τα τρία παιδιά είδαν την Παναγία αντί στις 13, στις 19 Αυγούστου.
Η Θεομήτωρ τους αποκάλυψε ότι με την τελευταία εμφάνισή της, στις 13 Οκτωβρίου, θα γινόταν ένα θαύμα, για να πιστέψουν και οι άπιστοι. Πράγματι, την ημέρα αυτή 70.000 άνθρωποι έδωσαν το παρών στη Φάτιμα, ανάμεσά τους και πολλοί δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ.
Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και έβρεχε καταρρακτωδώς. Ξαφνικά άνοιξε και όλοι είδαν τον ήλιο να «χορεύει», αλλάζοντας συνεχώς χρωματισμούς. Το περιστατικό επιβεβαίωσαν με ρεπορτάζ τους οι εγκυρότερες εφημερίδες της χώρας, ακόμη και ένας καθηγητής οφθαλμολογίας, που είχε προσληφθεί ως σχολιαστής από ένα έντυπο.
Τα παιδιά επιπροσθέτως ανέφεραν ότι είδαν εκτός από την Παναγία, τον Ιησού Χριστό και τον Ιωσήφ.
Πολύ αργότερα, ο βενεδικτίνος ιστορικός των επιστημών πατήρ Στάνλεϊ Γιάκι έδωσε τη δική του εξήγηση για το συμβάν. Θεώρησε ότι το φαινόμενο μπορεί να ήταν μια ψευδαίσθηση που προκλήθηκε από ατμοσφαιρική αναστροφή, αλλά η αποκάλυψη του φαινομένου από την Παναγία στα παιδιά ήταν θαύμα, όπως είναι και η επίσημη θέση της Καθολικής Εκκλησίας.
1923 – Η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας κηρύσσει την Άγκυρα πρωτεύουσα της χώρας, αντί της Κωνσταντινούπολης.
Οι παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής γύρω από την πόλη ήταν οι Χετταίοι, που ζούσαν στην περιοχή την εποχή του Χαλκού. Στην ευρύτερη περιοχή, πάντως, έχουν βρεθεί ευρήματα από την Νεολιθική εποχή. Η πόλη αναπτύχθηκε κάτω από την κυριαρχία των Φρυγών, γύρω στο 1000 π.Χ., ύστερα από μαζική μετανάστευση κατοίκων από το Γόρδιο. Σύμφωνα με την παράδοση των Φρυγών, ο βασιλιάς Μίδας ήταν ο ιδρυτής της πόλης.
Τα επόμενα χρόνια η πόλη έχασε τον περισσότερο πληθυσμό της και την αξία της. Την πόλη κατέλαβαν οι Λυδοί, οι Πέρσες και αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος με τον στρατό του (334 π.Χ.). Μετά τον θάνατό του η πόλη πέρασε κάτω από την κυριαρχία του Αντίγονου. Γνώρισε μια νέα περίοδο ανάπτυξης κατά την Ελληνιστική περίοδο, όταν εγκαταστάθηκαν Έλληνες από τον Πόντο, που θέλησαν να κάνουν την πόλη εμπορικό κέντρο μεταξύ Μαύρης θάλασσας και Κριμαίας.
Το 278 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Γαλάτες και η πόλη γίνεται ένα από τα κέντρα τους, δημιουργώντας το όπιντουμ της φυλής των Τεκτοσάγων (oppidum Tectosagum Ancyra). Το 25 π.Χ. κατέλαβε την πόλη ο Οκταβιανός, κάνοντάς την μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πρωτεύουσα της επαρχίας της Γαλατίας. Μεταξύ του 25 και του 20 π.Χ. ιδρύθηκε στην πόλη και το Monumentum Ancyranum (Ναός του Αυγούστου και της Ρώμης). Η πόλη απέκτησε μεγάλη σημασία εκείνη την εποχή καθώς ήταν κέντρο τόσο των Γαλατών όσο και των Φρυγών της περιοχής.
Το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα την πόλη κατέλαβαν οι Γότθοι και, αργότερα, οι Άραβες. Το 272 οι Ρωμαίοι κατέλαβαν ξανά την Άγκυρα, ενώ κατά τα τέλη του 3ου αιώνα καταγράφονται στην πόλη και τη γύρω περιοχή κάποιοι πρώτοι χριστιανοί μάρτυρες. Στα μέσα του 3ου αιώνα η πόλη έχει μετατραπεί σε Χριστιανική. Το 314 έγινε στην πόλη η Σύνοδος της Άγκυρας. Τον 4ο αιώνα στην πόλη αναπτύχθηκε διαμάχη μεταξύ των οπαδών του Αρειανισμού και των υπόλοιπων Χριστιανών. Μαζί με τα υπόλοιπα ανατολικά εδάφη περνά στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Μετά τον 6ο αιώνα, η πόλη έπεσε αρκετές φορές στα χέρια των Αράβων.
Κατά τη βυζαντινή εποχή η πόλη κατακτάται το 1073 από τους Σελτζούκους Τούρκους (η πόλη εκείνη την εποχή θα πάρει το όνομα Άνγκορα) ενώ το 1354 καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το 1402 γίνεται η μάχη της Άγκυρας και η πόλη περνά στα χέρια του Ταμερλάνου, αλλά οι Οθωμανοί θα την επανακτήσουν την επόμενη χρονιά. Το 1923 αποφασίστηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ η μετακίνηση της πρωτεύουσας του Τουρκικού Κράτους από την Κωνσταντινούπολη στην Άγκυρα (13 Οκτωβρίου). Το 1930 μετονομάστηκε σε Άνκαρα, ενώ μέχρι τότε συνηθιζόταν το Ενγκούριε. Τα επόμενα χρόνια γνώρισε τεράστια ανάπτυξη.
1930 – Η Αλίκη Διπλαράκου έρχεται δεύτερη στο διαγωνισμό ομορφιάς «Μις Υφήλιος» που διεξάγεται στο Ρίο Ντε Ζανέιρο.
Γεννήθηκε το 1912 και καταγόταν από την Κρήνη της Μάνης. Ήταν κόρη τού Γεωργίου Διπλαράκου και της Ελένης Νικολέση. Ο πατέρας της είχε το επώνυμο Βαβούλης, αλλά το άλλαξε και έλαβε το επώνυμο της μητέρας του Διπλαράκου· η οικογένεια ζούσε στην Αθήνα. Αδέλφια της Αλίκης ήταν η Νάντα (1912-1966) σύζυγος Ανδρέα Ροδοκανάκη Γάλλου διπλωμάτη, η Χριστίνα (1918-1999) σύζυγος Ανρί Κλωντέλ (γιου του Πωλ και ανιψιού της γλύπτριας Καμίλ Κλοντέλ) και η Εντμέ σύζυγος Σπυρίδωνος Βασιλοπούλου.
Αναδείχτηκε στον τίτλο της ομορφότερης γυναίκας στην Ελλάδα και μετά στην Ευρώπη σε ηλικία 18 ετών, στο Παρίσι το 1930. Όταν ρωτήθηκε πώς ξεκίνησε η συμμετοχή της, είπε: “Ήμουν με τη μητέρα μου στο τσάι της Βρετανικής πρεσβείας, όταν κάποιος πρότεινε να πάμε να δούμε τον διαγωνισμό ομορφιάς σε ένα θέατρο. Κάποια στιγμή οι κριτές φώναξαν το όνομά μου· νόμισα ότι ήταν αστείο. Προσπάθησα να αρνηθώ, αλλά ο Πρόεδρος της Ελλάδας μου είπε, ότι αυτό θα πρόβαλλε την Ελλάδα και να δεχθώ. Τρεις ημέρες μετά βρέθηκα στο Παρίσι, όπου κέρδισα στον Ευρωπαϊκό διαγωνισμό και έπρεπε να συνεχίσω στο Ρίο”.
Ήλθε 2η στον διαγωνισμό μις Κόσμος τού Ρίο ντε Ζανέιρο το ίδιο έτος. Περιόδευσε στις ΗΠΑ, δίνοντας διαλέξεις για τον αρχαίο και νέο ελληνικό πολιτισμό. Μιλούσε με ευχέρεια αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.
Το 1930 ντύθηκε με ανδρικά ρούχα και παραβίασε το άβατο του Αγίου Όρους, πράγμα που ήταν η τρίτη παραβίαση από γυναίκα και το συμβάν έγινε πρωτοσέλιδη είδηση. Το περιοδικό Time αναφέρθηκε σε αυτήν και στον ρόλο των γυναικών στην ιστορία, στο τεύχος 13-7-1953. Προσπάθησε να δοκιμάσει το ταλέντο της στο θέατρο και έπαιξε στο έργο “Προμηθεύς”. Έγινε γνωστή διεθνώς εξαιτίας του δεύτερου γάμου της με τον Άγγλο ευπατρίδη Σερ Τζον Ράσελ (1914-1984). Απεβίωσε στις 30 Οκτωβρίου του 2002.
1972 – Ένα αεροπλάνο, στο οποίο επιβαίνει μία ομάδα ράγκμπι της Ουρουγουάης, συντρίβεται στις Άνδεις.
Το στρατιωτικό αεροσκάφος που έχει ναυλωθεί για να μεταφέρει την ομάδα των Old Christians του Μοντεβιδέο στο Σαντιάγκο της Χιλής εξαφανίζεται από τα ραντάρ το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου 1972 με 45 επιβαίνοντες.
Η επαφή με το δικινητήριο αεροσκάφος χάνεται αμέσως μετά το Κουρίκο, σε απόσταση 200 χιλιομέτρων νότια του Σαντιάγο. Την επομένη, κάτοικος του Κουρίκο αναφέρει ότι είχε δει αεροπλάνο να συντρίβεται στην Κορντιγέρα των Ανδεων.
Αλλά οι από αέρος έρευνες στην χιονοσκέπαστη περιοχή δεν έχουν αποτέλεσμα. Θα περάσουν δύο μήνες και τελικά, στις 22 Δεκεμβρίου, το αεροπλάνο θα εντοπισθεί, χάρη στις πληροφορίες δύο 19χρονων επιζώντων που είχαν φύγει για να ζητήσουν βοήθεια. Οι δύο είχαν καταφέρει να φθάσουν σε ποτάμι του Σαν Φερνάντο και να ρίξουν μήνυμα τυλιγμένο γύρω από μία πέτρα σε έναν έφιππο περαστικό, σύμφωνα με τηλεγραφήματα του Γαλλικού Πρακτορείου της εποχής. «Είμαστε Ουρουγουανοί. Το αεροσκάφος μας έπεσε στο βουνό. Περπατάμε εδώ και δέκα μέρες.
Δεν μπορούμε να περπατήσουμε άλλο. Δεκατέσσερις άνθρωποι είναι τραυματισμένοι. Βοηθήστε μας». Οι σύντροφοί τους, κάτισχνοι, ορισμένοι με κρυοπαγήματα, μεταφέρονται με ελικόπτερο τις επόμενες 48 ώρες. Οι 16 διασωθέντες αρχίζουν να διηγούνται την οδύσσειά τους. Ο πιλότος του αεροπλάνου μέσα στην ομίχλη και μεγάλα κενά αέρος κατηύθυνε το αεροσκάφος προς ένα χιονισμένο πλάτωμα των Ανδεων. Οταν το αεροσκάφος ακινητοποιήθηκε τελικά, δέκα επιβάτες ήταν νεκροί. Οι υπόλοιποι τραυματίες θα υποκύψουν τις επόμενες ημέρες.
Γεννήσεις
1925 – Μάργκαρετ Θάτσερ, το γένος Ρόμπερτς (αγγλικά: Margaret Hilda Thatcher το γένος Roberts), 13 Οκτωβρίου 1925 – 8 Απριλίου 2013), Λαίδη του Τάγματος της Περικνημίδας, Μέλος του Τάγματος της Αξίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου, Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας, αργότερα Βαρώνη Θάτσερ και μέλος της Βουλής των Λόρδων, ήταν Βρετανίδα πολιτικός, που υπηρέτησε ως Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, από το 1979 έως το 1990.
Διετέλεσε Ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος, από το 1975 έως το 1990. Υπό την Κυβέρνηση του Έντουαρντ Χιθ, υπηρέτησε ως Υπουργός Παιδείας και Επιστημών του Ηνωμένου Βασιλείου, από το 1970 έως το 1974. Ήταν μέλος της Βουλής των Λόρδων, από το 1992 έως το 2013.
Υπηρέτησε ως βουλευτής της Βουλής των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου, με το Συντηρητικό Κόμμα, για την εκλογική περιφέρεια του Φίντσλεϊ από το 1959 έως το 1992.
Ήταν η πρώτη γυναίκα που κατέλαβε αυτές τις δύο θέσεις. Αποτέλεσε την μακροβιότερη πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου του 20ου αιώνα. Η Μάργκαρετ Θάτσερ, ήταν ευρέως γνωστή με το προσωνύμιο «Σιδηρά Κυρία».
Το πατρικό της όνομα ήταν Μάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς. Γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1925 και μεγάλωσε στην πόλη Γκράνθαμ της κομητείας Λίνκολνσαιρ της Αγγλίας. Ο πατέρας της ήταν παντοπώλης και αναμιγνυόταν στην τοπική πολιτική ζωή, ενώ ήταν και ιερέας Εκκλησίας Μεθοδιστών. Η οικογένειά της ανήκε στο Εργατικό Κόμμα. Είχε και μια μεγαλύτερη αδελφή, τη Μύριελ (Muriel, 1921-2004). Ανατράφηκε ως ευσεβής Μεθοδίστρια.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν καλή μαθήτρια. Φοίτησε στο Κολλέγιο Σόμερβιλ και το 1944 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να σπουδάσει χημεία και ειδικά κρυσταλλογραφία. Το 1946 εκλέχθηκε Πρόεδρος της Συντηρητικής Ένωσης του Πανεπιστημίου Οξφόρδης. Μετά την αποφοίτησή της, το 1947, εργάστηκε σε διάφορες εταιρίες ως ερευνήτρια χημικός.
Το 1951 παντρεύτηκε τον Ντένις Θάτσερ, έναν διαζευγμένο πλούσιο επιχειρηματία, ο οποίος χρηματοδότησε τις νομικές σπουδές της Μάργκαρετ. Το 1953 γεννήθηκαν τα δίδυμα παιδιά τους, την ίδια χρονιά που η ίδια τελείωσε τις σπουδές της, ειδικευόμενη στο φορολογικό δίκαιο.
1941 – Πολ Σάιμον, (Paul Simon) είναι μία εμβληματική προσωπικότητα της ροκ μουσικής, με σπουδαία τραγούδια στο ενεργητικό του που διακρίνονται για τη μελωδικότητα και τους ποιητικούς στίχους τους.
Γνώρισε την επιτυχία αρχικά ως μέλος του ντουέτου Simon & Garfunkel και στη συνέχεια ως σόλο καλλιτέχνης μέχρι τις μέρες μας. Με την κυκλοφορία του πρωτοποριακού άλμπουμ «Graceland» (1986) επέκτεινε τη μουσική του παλέτα και εισήγαγε πολλούς φίλους της ροκ και ποπ μουσική στους ρυθμούς της παγκόσμιας μουσικής.
To 2006 το ειδησεογραφικό περιοδικό «Time» τον συμπεριέλαβε στη λίστα με τα «100 άτομα που διαμόρφωσαν τον κόσμο», το 2011 το μουσικό περιοδικό «Rolling Stone» τον ονόμασε έναν από τους 100 κορυφαίους κιθαρίστες και το 2015 το ίδιο περιοδικό τον κατέταξε όγδοο πιο σημαντικό τραγουδοποιό όλων των εποχών.
Ο Πολ Φρέντερικ Σάιμον γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1941 στο Νιούαρκ της πολιτείας Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ. Οι γονείς του ήταν δάσκαλοι, ιουδαϊκού θρησκεύματος και αγαπούσαν τη μουσική. Όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο κοντινό Κουίνς της Νέας Υόρκης, ο νεαρός Πολ έπιασε φιλία με τον Αρτ Γκαρφάνκελ, «τον πιο διάσημο τραγουδιστή της γειτονιάς». Συμμαθητές στο Γυμνάσιο του Φόρεστ Χιλς σχημάτισαν το ντουέτο «Tom and Jerry» για να μην δίνουν στόχο για την εβραϊκή τους καταγωγή. Έπαιζαν σε σχολικές γιορτές, αλλά έγραφαν και τραγούδια για επίδοξους καλλιτέχνες αντί 15 δολαρίων έκαστο. Με κάποια από τα χρήματα που συγκέντρωσαν ηχογράφησαν το 1957 το τραγούδι «Hey Schoolgirl» και γνώρισαν την πρώτη τους μικρή επιτυχία στα εφηβικά του χρόνια.
Στη συνέχεια οι δρόμοι τους χώρισαν, λόγω των πανεπιστημιακών σπουδών τους. Ο Πολ Σάιμον περιπλανήθηκε στην Ευρώπη, κοιμήθηκε κάτω από γέφυρες και ερωτεύτηκε την πρώτη του μούσα, την αγγλίδα Κάθι Τσίτι. Τότε αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Νομική και ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική. Το 1965 κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο «The Paul Simon Songbook», που πέρασε απαρατήρητος, αλλά άφησε πίσω του δύο γνωστά κομμάτια («I’m a Rock» και «Kathy’s Song»).
Εν τω μεταξύ, είχε ξανασμίξει με τον Αρτ Γκαρφάνκελ και ξανασυνεργάστηκαν ως ντουέτο με την ονομασία «Simon & Garfunkel». Στα πέντε χρόνια που διάρκεσε η πρώτη και πιο δημιουργική τους περίοδος (1965-1970), αναδείχθηκαν ως ένα από τα πιο επιτυχημένα και επιδραστικά ονόματα του φολκ-ροκ. Με επιρροές από τον Μπομπ Ντίλαν και τους Έβερλι Μπράδερς, κυκλοφόρησαν πέντε δίσκους και υπέγραψε μερικά κλασικά τραγούδια, όπως τα «Sound of Silence» (1965), «Mrs. Robinson» (1968) από τη μουσική της ταινίας «Ο Πρωτάρης» («The Graduates»), «The Boxer» (1969) και «Bridge over Troubled Water» (1970). Η συμβολή του Σάιμον ήταν καθοριστική στη σύνθεση των τραγουδιών του ντουέτου. Μετά τη μεγάλη επιτυχία και τα έξι Γκράμι του άλμπουμ «Bridge over Troubled Water», το 1970, οι δρόμοι τους χώρισαν και πάλι με μικρά διαστήματα επανένωσης τα επόμενα χρόνια. Ο Αρτ Γκαρφάνκελ επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στην υποκριτική, με περιστασιακές μόνο ηχογραφήσεις, ενώ ο Πολ Σάιμον είχε μία σημαντική καριέρα, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, τόσο ως ερμηνευτής όσο και ως συνθέτης.
Το 1975 είχε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία με τον δίσκο «Still Crazy After All These Years», μία συλλογή από μελαγχολικούς διαλογισμούς για την επερχόμενη μέση ηλικία. Με τραγούδια, όπως τα «50 Ways to Leave Your Lover», «Gone at Last», «My Little Town» και «Still Crazy After All These Years», ο δίσκος πούλησε αρκετά και απέσπασε δύο Γκράμι.
Τον αιώνα που διανύουμε ο Πολ Σάιμον έχει ηχογραφήσει πέντε άλμπουμ: «You’re the One» (2000), «Surprise» (2006), «So Beautiful or So What» (2011), «Stranger to Stranger» (2016) και «In the Blue Light» (2018). Όλα τους παρουσιάζουν ενδιαφέρον, βρίσκονται πάντα στις υποψηφιότητες για Γκράμι και οι πωλήσεις τους είναι αξιοπρόσεκτες, δηλωτικό ότι ο Σάιμον έχει το δικό του κοινό, τους μορφωμένους μπέιμπι-μπούμερς της δεκαετίας του ‘60, που τον ακολουθούν πιστά. Το 2003 ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ τραγουδιού για το «Father and Daughter», που ακουγόταν στην ταινία κινουμένων σχεδίων «Περιπέτεια στην Αφρική» («The Wild Thornberrys Movie», 2002).
Ο Πολ Σάιμον έχει να επιδείξει σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο, κυρίως στον τομέα της υγείας για φτωχά και άστεγα παιδιά. Από το 1992 είναι παντρεμένος με τη γνωστή τραγουδοποιό Έντι Μπρίκελ, με την οποία έχει αποκτήσει τρία παιδιά. Ήταν ο τρίτος γάμος για τον Σάιμον. Οι δυο προηγούμενοι ήταν με την Πέγκι Χάρπερ (1970-1975), με την οποία απέκτησε το πρώτο του παιδί και με τη γνωστή ηθοποιό Κάρι Φίσερ (1956-2016). Ο γάμος τους κράτησε λιγότερο από ένα χρόνο (1983-1984).
1960 – Βασίλης Λέκκας. Γεννήθηκε στο Άνω Μητρούσι Σερρών στις 13 Οκτωβρίου 1960.
Ξεκίνησε την καριέρα του τραγουδώντας στα σόου του Φλωρινιώτη. Ένα βράδυ παρακολούθησε το σόου και τον ξεχώρισε ο Χατζιδάκις.
Στις 2 Απριλίου του 1980 ο Βασίλης Λέκκας τραγουδάει υπό τη διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι, στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, σε απευθείας μετάδοση από το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. «…Ήσουν μια χώρα που την έκανα πατρίδα μου…».
Τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο μεταφέρει σε όλο τον κόσμο, με λυρικό και επαναστατικό τρόπο μέσα από την εκρηκτική του ερμηνεία. «Νεότερο Ζορμπά» τον αποκάλεσε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Στη μεγάλη μουσική οικογένεια δισκογραφεί με τους Μάνο Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Μαρκόπουλο, Γιάννη Σπάθα, Γιώργο Τρανταλίδη, Βάσω Αλλαγιάννη, Γιώργο Καζαντζή, Σάκη Παπαδημητρίου, Μιχάλη Κουμπιό, Χρήστο Νικολόπουλο σε στίχους των μεγαλύτερων Ελλήνων ποιητών και στιχουργών. Επίσης ερμηνεύει πλήθος τραγουδιών σε πολυσυμμετοχικούς δίσκους και CD. Ο Βασίλης Λέκκας είναι Πρέσβης του Ιδρύματος International Foundation for Greece.
Θάνατοι
1882 – Ζοζέφ Αρτίρ Κοντ Ντε Γκομπινό (Arthur de Gobineau, 1816-82) ήταν Γάλλος διπλωμάτης και συγγραφέας, θεωρούμενος ως ο πατέρας της άποψης περί ανωτερότητος της Αρείας φυλής, την οποία εκφράζει στο βιβλίο του An Essay on the Inequality of the Human Races (Δοκίμιο περί της ανισότητος των ανθρωπίνων φυλών, 1853–1855). Θεωρείται ο πατέρας των σύγχρονων αντιλήψεων περί φυλετικών διακρίσεων.
Ο ντε Γκομπινώ γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1816 στο Βιλ-ντ’Αβρύ (Ville-d’Avray) του νομού Ω-ντε-Σεν (Hauts-de-Seine). Ο πατέρας του ήταν κυβερνητικός αξιωματούχος και φανατικός βασιλόφρων και η μητέρα του, Ανν-Λουίζ Μαγκντελέν ντε Γκερσύ (Anne-Louise Magdeleine de Gercy) ήταν θυγατέρα βασιλικού φοροεισπράκτορα.
Εν τούτοις, δεν ήταν ευγενείς και ο Γκομπινώ προσέθεσε μόνος του τον τίτλο του κόμητος στο όνομά του. Κατά τα τελευταία έτη της Μοναρχίας ο Γκομπινώ αποζούσε από την συγγραφή μθυιστοριών σε συνέχειες (ρομάντσα και επιφυλλίδες) και συνεργαζόταν με πολιτικά αντιδραστικά περιοδικά. Έγινε φίλος και αντάλλαξε ογκώδη αλληλογραφία με τον Αλεξίς ντε Τοκβίλ, ο οποίος και τον έφερε στο υπουργείο εξωτερικών ενώ διατελούσε υπουργός εξωτερικών κατά τη Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία.
Ο Γκομπινώ υπήρξε επιτυχημένος διπλωμάτης για τη Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία. Αρχικά απεστάλη στην Περσία και στη συνέχεια στη Βραζιλία και άλλες χώρες. Οι “περιπλανήσεις” του αυτές τον οδήγησαν να διαμορφώσει την αντίληψη ότι η φυλή είναι αυτή που δημιουργεί τον πολιτισμό, διατυπώνοντας την άποψη ότι οι τρεις ανθρώπινες φυλές (“μαύρη”, “λευκή” και “κίτρινη”) αποτελούσαν φυσικούς φραγμούς και ότι η “ανάμιξη των φυλών” έθραυε αυτούς τους φραγμούς, οδηγώντας στο χάος. Χαρακτήριζε την Νότια και την Ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την κεντρική Ασία και τη βόρεια Αφρική ως περιοχές φυλετικά συμφυρματικές.
Ο Γκομπινώ εξέφρασε επίσης την άποψη ότι η μαύρη και η κίτρινη φυλή ανήκουν στην ίδια “οικογένεια” φυλών με τη λευκή και έχουν κοινό πρόγονο. Μη έχοντας σπουδάσει ούτε θεολογία ούτε φυσικές επιστήμες και συγγράφοντας πριν την ευρεία διάδοση της εξελικτικής θεωρίας, ο Γκομπινώ θεώρησε τα αναγραφόμενα στη Βίβλο ως την πραγματική αφήγηση της ανθρώπινης Ιστορίας και στο σχετικό του δοκίμιο περί ανισότητας των φυλών αποδέχεται ως κοινούς προγόνους της ανθρωπότητας τον Αδάμ και την Εύα. Ωστόσο, πέραν αυτού στη χριστιανική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν υπάρχει καμία άλλη ένδειξη που να υποδεικνύει ότι οι “έγχρωμες” φυλές είχαν κοινούς με τη λευκή φυλή προγόνους τους Αδάμ και Εύα, καθώς “… τίποτε δεν αποδεικνύει ότι στα αρχικά στάδια του γενεαλογικού δένδρου οι έγχρωμες φυλές μπορούν να θεωρηθούν ως τμήμα του ανθρώπινου είδους”.
1904 – Παύλος Μελάς. Γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870, αλλά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τέσσερα χρόνια αργότερα. Ήταν γιος του μεγαλέμπορου Μιχαήλ Μελά, που του εμφύσησε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.
Ήταν ένας από τους αξιωματικούς που το 1894, λίγο καιρό αφότου επέδραμαν στα γραφεία της εφημερίδας Ακρόπολις, συνέστησαν την Εθνική Εταιρεία, μια αλυτρωτική οργάνωση, της οποίας ήταν δραστήριο μέλος.
Ως μέλος της Εθνικής Εταιρείας συμμετείχε στη διοργάνωση της εισβολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Ελλήνων ατάκτων που προκάλεσε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο οποίος έληξε με συντριπτική ήττα της Ελλάδας και βύθισε το Μιχαήλ Μελά σε θανάσιμη θλίψη.
Μετά την αυτοδιάλυση της Εθνικής Εταιρείας το 1900 αναμίχθηκε στις μακεδονικές υποθέσεις, πεδίο ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού, που απασχολούσαν όλα τα μέλη της οικογένειας Δραγούμη. Σε συνεργασία με το γυναικαδελφό του Ίωνα Δραγούμη στάθηκε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού αγώνα, ενισχύοντας τις ελληνικές διεκδικήσεις με όπλα και άνδρες.
Το Μάρτιο του 1904, εν μέσω όξυνσης της εθνοθρησκευτικής διαμάχης στον απόηχο της εξέγερσης του Ιλιντεν, ήταν ένας από τέσσερεις Έλληνες αξιωματικούς που στάλθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στη δυτική Μακεδονία για να πραγματοποιήσουν μια αναγνωριστική περιοδεία, η οποία κατέληξε σε αντικρουόμενα αποτελέσματα αναφορικά με τη σκοπιμότητα αποστολής ένοπλων σωμάτων από την Ελλάδα. Τον Ιούλιο επισκέφθηκε ιδιωτικά την Κοζάνη και τη Σιάτιστα και αποφάσισε να αναλάβει αντάρτικη δράση στην περιοχή.
Τον Αύγουστο ορίστηκε από το νεοϊδρυθέν Μακεδονικό Κομιτάτο αρχηγός των ελληνικών ομάδων στην περιοχή Καστοριάς και Μοναστηρίου και εισήλθε για τρίτη φορά στην οθωμανοκρατούμενη τότε περιοχή της Μακεδονίας, αυτή τη φορά επικεφαλής ένοπλου σώματος. Με τους άνδρες του περιόδευσε σε ετερόγλωσσα χωριά της περιοχής καταδιώκοντας κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ, πειθαναγκάζοντας εξαρχικούς σλαβόφωνους να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο και οργανώνοντας ένα δίκτυο υποστηρικτικό της δράσης των ελληνικών σωμάτων.
Ενώ βρισκόταν στο σλαβόφωνο χωριό Στάτιτσα ή Στάτιστα της Καστοριάς, επιδιώκοντας να συναντηθεί με την ανταρτοομάδα των Καούδη και Κύρου, το σώμα του δέχτηκε επίθεση από ένα απόσπασμα του οθωμανικού στρατού, που παραπλανημένο από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο νόμιζε ότι επιτίθεται σε ομάδα της ΕΜΕΟ· ο Μελάς τραυματίστηκε από έναν πυροβολισμό και πέθανε υπό ομιχλώδεις συνθήκες. Μετά από περιπετειώδη πορεία η αποτμηθείσα κεφαλή του ενταφιάστηκε τελικά μαζί με το σώμα του στην Καστοριά, ενώ οι ακριβείς περιστάσεις του θανάτου του συσκοτίστηκαν.
Αν και η αντάρτικη δράση του Μελά στη Μακεδονία δεν είχε σημαντικά άμεσα αποτελέσματα, ο θάνατός του γνωστού μεγαλοαστού αξιωματικού ως άτακτου «κλέφτη»-ελευθερωτή συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη και έστρεψε την προσοχή της στο Μακεδονικό Αγώνα, ως το θρυλικό σύμβολο του οποίου και καθιερώθηκε. Η μορφή του συνδέθηκε με την εθνικοφροσύνη των μέσων του 20ου αιώνα και αναπλάστηκε σε πεζογραφήματα κυρίως των οικείων του και στον κινηματογράφο. Στην Ελλάδα τιμάται ως ήρωας, συνδεδεμένος με την ελληνικότητα της Μακεδονίας, και το όνομά του έχει δοθεί στο χωριό της Καστοριάς όπου σκοτώθηκε και σε ένα δήμο στη Θεσσαλονίκη.
1985 – Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος). Γεννήθηκε στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας. Μικρός παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, σε ηλικία δεκαέξι ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Θωμά Θωμόπουλου, του Ουμβέρτου Αργυρού και του Κωνσταντίνου Παρθένη.
Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την Σχολή το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού. Πιθανολογείται ότι καθοριστικό ρόλο στην αφοσίωσή του στην χαρακτική έπαιξε και η γνωριμία του με τον Δημήτρη Γαλάνη, άλλο μεγάλο Έλληνα χαράκτη της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου γνώρισε και την γαλλική χαρακτική.
Πραγματοποίησε σπουδές στο Παρίσι, την Ρώμη και την Φλωρεντία. Πάντως, το ταλέντο του στην χαρακτική αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα. Στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα, το 1940, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής.
Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Τάσσος και μερικοί άλλοι μαθητές του Κεφαλληνού, φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού, αλλά και για να κρατηθούν οι ίδιοι μακριά από τα δεινά του πολέμου[5]. Στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, για να συνεχίσει την, παράνομη πλέον, δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών.
Μετά την απελευθέρωση, ο Τάσσος άρχισε να ασχολείται και με άλλα θέματα πέρα από τον πόλεμο, όπως γυμνά, νεκρές φύσεις και πορτρέτα, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να χρησιμοποιεί και χρώμα στις ξυλογραφίες του.
Ο Τάσσος είχε επίσης μια ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες. Ήδη από το 1939, με την αποφοίτησή του, έφτιαχνε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που ίδρυσε το ΚΚΕ το 1945 και που έκλεισε το 1948. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ, μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, ΟΕΔΒ). Καρπός της συνεργασίας του με τον ΟΕΣΒ, υπήρξε η εικονογράφηση πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο το Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1949.
Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο όφσετ. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε γραμματόσημα και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.
Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Την ίδια εποχή παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1952) και του Λουγκάνο (1953).
Κατά την δεκαετία του 1960, η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Εγκατέλειψε σταδιακά το χρώμα, χάραζε όλο και μεγαλύτερες πλάκες ξύλου και άρχισε να δημιουργεί θεματικές ενότητες σε τρίπτυχα ή τετράπτυχα. Ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με την αγιογραφία, ενώ συνέχισε να φιλοτεχνεί βιβλία.
Κατά την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας καταγράφοντας γεγονότα που τον συγκλόνισαν. Μετά την κατάρρευσή της, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη, το 1975, και λίγο καιρό αργότερα έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ίδιου ιδρύματος. Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.
Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου του 1985 αφήνοντας ημιτελή μία σειρά οκτώ συνθέσεων στο Δημαρχείο του Βόλου. Το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του.
Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων Ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας. Η Εταιρεία επίσης διατηρεί ανοιχτό ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο Τάσσος και η σύζυγός του, η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου, επί της Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την τεχνική αρτιότητά τους και την συγκινησιακή απόδοση της μορφής των απλών ανθρώπων του μόχθου και του πόνου, ενώ πρόκεινται για έργα στρατευμένης τέχνης.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia