Η μάχη της Γουρίτσας

Η μάχη της Γουρίτσας
ήταν η πρώτη σύγκρουση με τους Γερμανούς

Ποτέ μέχρι τότε οι αντάρτες δεν είχαν πολεμήσει μαζί τους

 

του Λευτέρη Τηλιγάδα*

 

Στις 7 Ιουλίου 1943 έφθασε από την οργάνωση του ΕΑΜ Αγρινίου στο αρχηγείο του 2ου Τάγματος του 2/39 συντάγματος του ΕΛΑΣ (Τριχωνίδας), που είχε την έδρα του στον Άγιο Βλάση το παρακάτω σήμα: «Πληροφορία εξακριβωμένη: εντός των ημερών τμήμα του κατοχικού στρατού θα μεταβεί στο Θέρμο για εγκατάσταση στρατιωτικής βάσεως. Παρακαλούμε όπως καταβληθεί κάθε προσπάθεια για ματαίωσή της».[1] Η «διαρροή» αυτή προερχόταν από τη διερμηνέα των Γερμανών στο Αγρίνιο, Μαρία Δημάδη.

Έπρεπε πάση θυσία λοιπόν, τα σχέδια των κατακτητών να αποτραπούν, γιατί η εγκατάσταση των Γερμανών στο Θέρμο θα σήμαινε την αποκοπή του Γενικού Αρχηγείου του ΕΛΑΣ του νομού Αιτωλοκαρνανίας, το οποίο βρισκόταν στο Δρυμώνα, από τις βάσεις ανεφοδιασμού, που κατά κύριο λόγο ήταν τα πλούσια καμποχώρια του Αγρινίου και το γερμανοκρατούμενο Θέρμο θα έμπαινε σφήνα στην καρδιά των ανταρτών της περιοχής, κόβοντας στη μέση την ορεινή Τριχωνίδα και δημιουργώντας σημαντικό πρόβλημα στη συνοχή των αντάρτικων ομάδων του Παναιτωλικού με αυτών της Μακρυνείας και της Ναυπάκτου.

Το 2ο Τάγμα του 2/39 Συντάγματος του ΕΛΑΣ, που εκείνη την εποχή, όπως προαναφέραμε βρισκόταν στρατοπεδευμένο στον Άγιο Βλάση, είχε στη διοίκηση των τμημάτων του τους καπεταναίους, Βασίλη Σκιαδά (Καπετάν Επαμεινώντα), Θ. Αλεφάντη (Καπετάν Θρύλο), Θανάση Ζήκο (Καπετάν Ακρίτα), Αντώνη Παπαϊωάννου (Καπετάν Δία), Απ. Τσιαπούρη (Καπετάν Βάκχο), Θωμά Μποκώρο (Καπετάν Μίλιο), Πάνο Παπουτσή (Καπετάν Σφίκα), Βασίλη Νικολακόπουλο (Καπετάν Βράχο), Κώστα Σταυρόπουλο (Καπετάν Κλεομένη), Γιάννη Κωστόπουλο (Καπετάν Ακαρνάνα), Θόδωρο Πολιτόπουλο και Φώτη Πατσιαλό.[2]

Αμέσως μετά την πληροφορία και την έγκριση της επιχείρησης από τη διοίκηση του 2/39 συντάγματος, το τάγμα έρχεται και καταυλίζεται στο γνωστό μοναστήρι της Μυρτιάς, πιάνοντας θέσεις πάνω στις στροφές του δρόμου, που ενώνει το Αγρίνιο με το Θέρμο. Δημιουργούνται πέτρινοι αυτοσχέδιοι ημικυκλικοί προμαχώνες και άλλα υποτυπώδη οχυρωματικά έργα, τα οποία καλύπτονται με φρεσκοκομμένα κλαριά, για να μην είναι ορατά από το δρόμο και πραγματοποιούνται δύο ασκήσεις, έτσι ώστε ο κάθε αντάρτης να γνωρίζει ακριβώς τη θέση του.

Επικεφαλής της επιχείρησης ορίζεται ο καπετάν Επαμεινώντας (Βασίλης Σκιαδάς) από τον Άγιο Βλάση, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως υπίλαρχος στο Αλβανικό μέτωπο. Ο Βασίλης Σκιαδάς γεννήθηκε το 1912 στον Άι-Βλάση Τριχωνίδας και τελείωσε την σχολή ιππικού Χαλκίδας. Στο αλβανικό μέτωπο υπηρέτησε σε έφιππη ομάδα αναγνώρισης, που μπήκε πρώτη στην πόλη της Κορυτσάς. Παρασημοφορήθηκε με το αριστείο ανδρείας και προήχθη σε ίλαρχο. Από το 1938 ήταν μέλος του ΚΚΕ και στην Κατοχή βγήκε στο βουνό με τις πρώτες ανταρτομάδες του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο «Επαμεινώντας». Αργότερα του ανατέθηκε η Διοίκηση του 3ου Τάγματος του 2/39 Συντάγματος που πολέμησε στην μάχη της Αμφιλοχίας, όπου ο ίδιος τραυματίστηκε βαριά.

Λίγο μετά την αποφυλάκισή του το 1946 και με τον εμφύλιο να ξεκινάει, ο Β. Σκιαδάς, προσπάθησε να ξαναβγεί στο βουνό, αλλά σκοτώθηκε σε ενέδρα της Χωροφυλακής μαζί με τον καπετάνιο Αυγούλη. Κάποιος άγνωστος αντάρτης σύντροφός του τον έθαψε στο βουνό Παναιτωλικό.

Το σχέδιο της μάχης μαζί με τον Επαμεινώντα έφτιαξαν, όπως αναφέρει ο Μαραγιάννης, οι Θέρμιοι, Θ. Ζήκος, Γ. Παπαθανασόπουλος και Θ Χαρώνης. Οι τρεις αυτοί μαχητές του Λαϊκού Στρατού αξιοποίησαν τη σημαντική εμπειρία τους, ως αξιωματικός πολυβόλων στο αλβανικό μέτωπο, ο πρώτος, ως σχεδιαστής πολεμικών ασκήσεων το 1935 στο Μεσολόγγι, ο δεύτερος και ως αξιωματικός του πυροβολικού στο μέτωπο της Μακεδονίας, ο τρίτος. Παρατηρητήρια με τηλεφωνικές συνδέσεις οι αντάρτες είχαν τοποθετήσει στο Αφράτο, στην Ανάληψη του Θέρμου και στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής της Μυρτιάς.

Χαράματα της 10ης Ιουλίου του ΄43 ειδοποιούνται οι επικεφαλής των ανταρτών με το τηλέφωνο του Μοναστηριού, ότι μια φάλαγγα από δεκατέσσερα γερμανικά αυτοκίνητα και τρεις μοτοσυκλέτες με 120 Γερμανούς έχει ξεκινήσει από το Αγρίνιο και κατευθύνεται προς το Θέρμο. Αυτή τη φορά ο συναγερμός είναι πραγματικός. Η ώρα περνά χωρίς τίποτα να δείχνει πως κάτι το αλλιώτικο πρόκειται να συμβεί, γράφει ο Νίκος Σκιαδάς[3] στο βιβλίο του «Καπετάν Επαμεινώνδας» και συνεχίζει:

«Ξημέρωσε για καλά τώρα. Ο ήλιος είχε κιόλας ψηλώσει, αλλά τίποτα. Η αγωνία τρυπώνει μέσα τους, τα μηλίγγια κτυπάνε, το μάτι και το αυτί δουλεύουν προς την κατεύθυνση της Παραβόλας μήπως ανακαλύψει την παραμικρή κίνηση, μήπως ακούσει τον ελάχιστο θόρυβο.
Αλλά να… Μια άσπρη γραμμή από σκόνη σημαδεύεται πάνω στο δημόσιο δρόμο στο έβγα της Παραβόλας προς τη Μαντάνισσα (Παντάνασσα). Ταυτόχρονα ήχος μοτέρ αυτοκινήτων έρχεται στα αυτιά τους. Είναι ο εχθρός. Η πληροφορία της οργάνωσης Αγρινίου ελέγχεται αληθινή. Σε λίγο ξεχωρίζουν καλά. Είναι μια αράδα καμιά 15αριά αυτοκίνητα που προχωράει προφυλακτικά προς τις θέσεις τους. Απ’ τ’ αριστερά της Παραβόλας προς την Παλιοκαρυά φιδοσέρνεται μια άλλη φάλαγγα, ιταλική αυτή, από πεζούς προς τα ριζοχώρια, Προστοβά, Κρυονέρι, Ταξιάρχη κλπ. Είναι η πλαγιοφυλακή. Μια μικρή ομάδα που αποτελούσε και τη μόνη εφεδρεία, ανέλαβε να απασχολήσει ή και να εξουδετερώσει την πλαγιοφυλακή, όσο που η κύρια δύναμη, θα έδινε τη μάχη στην προκαθορισμένη θέση.
Ώρα 7.30 το πρωί περίπου. Η εχθρική φάλαγγα από 15 αυτοκίνητα έφτασε κοντά στις θέσεις των ανταρτών. Στη Βαριά πριν μπει στις στροφές σταματά (οι αντάρτες όπως είπαμε είναι ταμπουρωμένοι στις πάνω στροφές). Μπαίνει μέσα μια μοτοσικλέτα. Προχωρεί προς τις θέσεις τους. Βαδίζει σιγά-σιγά, προφυλακτικά. Κοιτάνε καλά στα πλάγια του δρόμου, μήπως διακρίνουν τίποτα το ύποπτο. Τίποτα. Οι θέσεις είναι καλά καμουφλαρισμένες. Οι αντάρτες μπρούμυτα με το χέρι στη σκανδάλη, με το αυτί και το μάτι να δουλεύουν επίμονα, κρατούν ως και την αναπνοή τους, για να μη προδοθούν. Η αγωνία κορυφώνεται.
Τα λίγα λεπτά της διαδικασίας της ανίχνευσης, μετριούνται σε ώρες. Θ’ αντιληφθεί τίποτα ο ανιχνευτής; Θα προσέξει; Τι θα γίνει; Μήπως η πειθαρχία πυρός χαλάσει από μια τυχαία απροσεξία, από έναν εκνευρισμό; [4]Όταν το τελευταίο αυτοκίνητο της φάλαγγας, το οποίο είχε φαρμακευτικό υλικό μπήκε στον κλοιό, ο Επαμεινώντας διατάσσει τον σαλπιγκτή του τάγματος Φ. Πολιτόπουλο να δώσει το σύνθημα της επίθεσης».

«Η φάλαγγα ξεκινάει», γράφει ο αντάρτης Βασίλης Παπανάνος (Χάρος) στο ημερολόγιό του. «Μπροστά δυο μοτοσικλετιστές με δύο μοτοσικλέτες.  Τ’ αυτοκίνητα μπαίνουν ένα-ένα στις στροφές. Οι Γερμανοί όρθιοι επάνω τους μασάνε αχλάδια κι άλλα φρούτα χαμογελώντας. Οι αντάρτες μετράνε τα αυτοκίνητα: ένα, δύο, τρία… δεκατέσσερα, δεκαπέντε. Τώρα είναι όλα στον κλοιό και κάτω από τον έλεγχο των ανταρτικών πυρών.
Η σάλπιγγα δίνει το σύνθημα πυρός. Στο άκουσμά της η δεύτερη μοτοσικλέτα, καθώς κι όλα τα αυτοκίνητα σταματάνε ενώ αρχίζει η κόλαση της φωτιάς. Είμαστε ακροβολισμένοι επάνω από τις στροφές του δρόμου σε 50 με 100 μέτρα. Είχαμε δυο οπλοπολυβόλα, 20 περίπου αυτόματα και οι υπόλοιποι όπλα.
Σημαδεύω το πρώτο αυτοκίνητο, που μαζί με τις ριπές του οπλοπολυβόλου της ομάδας μου, δέχεται και 30 σφαίρες από το αυτόματό μου. Όσοι Γερμανοί δεν σκοτώθηκαν μέσα, τους καθαρίσαμε μόλις έκαναν να πηδήσουν έξω από το αυτοκίνητο. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας καθώς σταμάτησε, έτρωγε ένα ροδάκινο, 2-3 ριπές τον έκαναν να χοροπηδάει σαν παλιάτσος και να ξαπλωθεί φαρδύς πλατύς. Μάλιστα σε άλλα αυτοκίνητα που βγήκαν και ξάπλωσαν κάτω από αυτά, τινάχθηκαν στον αέρα από χειροβομβίδες. Γερμανοί σκοτωμένοι μέσα στα αυτοκίνητα, μισοκρεμασμένοι απ’ έξω, στο δρόμο ξαπλωμένοι, παρουσιάζουν ένα αληθινό μακελειό. Καμιά εικοσαριά κατάφεραν να πηδήσουν έξω και να πιάσουν την άκρη του δρόμου και πιάνουν μάχη αληθινή».[5]

Πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης οι ΕΛΑΣίτες αναγκάζονται να υποχωρήσουν αφού όπως τους ειδοποιούν οι πλαγιοφυλακή των Ιταλών άρχισε να κινείται προς την Καλλιθέα (Προστοβά), πάνω από τις θέσεις των ανταρτών με απώτερο στόχο να τους «κόψουν» το δρόμο της υποχώρησης προς τον Ταξιάρχη και να τους περικυκλώσουν. Υποχωρούν συντεταγμένα και οι περισσότεροι συγκεντρώνονται λίγο πιο πάνω. Εκεί διαπιστώνεται ότι ο Επαμεινώνδας με λίγους ακόμα δεν πειθάρχησε στο σύνθημα της υποχώρησης που ο ίδιος έδωσε. Παραμένει στις θέσεις του και συνεχίζει τη μάχη.

Οι Ιταλοί όμως, για καλή τύχη των ΕΛΑΣιτών κάνουν μεταβολή και γυρίζουν πίσω. Οι αντάρτες, που είχαν υποχωρήσει από τις θέσεις τους για το φόβο της ιταλικής πλαγιοφυλακής, επιστρέφουν ξανά σ’ αυτές και επιδίδονται σε έναν αγώνα για το ξεκαθάρισμα των γερμανικών θέσεων. Αναλαμβάνουν ξανά τους τομείς τους και αρχίζουν το ξεκαθάρισμα του εδάφους. Κατεβαίνουν όλοι στο δρόμο και λίγο-λίγο, με σύστημα και μέθοδο καθαρίζουν τις γερμανικές εστίες. Συλλαμβάνονται δυο Γερμανοί αιχμάλωτοι. Οι υπόλοιποι ή είναι βαριά τραυματισμένοι ή σκοτωμένοι. Μόνο ένας κατόρθωσε να ξεφύγει και να φτάσει στην Παράβολα, απ’ όπου με ποδήλατο πήγε στο Αγρίνιο και ενημέρωσε τη διοίκησή του.

«Οι αντάρτες μετά το πέρας της μάχης ασχολούνται με την περισυλλογή λαφύρων. Μαζεύονται όλα και φορτώνονται στο πρώτο αυτοκίνητο προς το Κεφαλόβρυσο. Δυστυχώς ένας μόνο αντάρτης ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο, ήταν ο Ερμής (Γιώργος Παπατρέχας) απ’ τη Μαχαιρά Ξηρομέρου που σκοτώθηκε αργότερα σε άλλη μάχη[6]. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Τα υπόλοιπα έπρεπε να καούν γιατί κιόλας στο δρόμο της Παραβόλας φάνηκαν τα γερμανικά θωρακισμένα που έρχονταν σε βοήθεια. Αυτό το αποτέλεσμα είχε η σωτηρία εκείνου του μοναδικού Γερμανού που μετέφερε στο Αγρίνιο τα μαντάτα της μάχης.
Η παραμονή στο πεδίο της μάχης δεν μπορούσε να παραταθεί περισσότερο. Άρχισαν κιόλας να πέφτουν οι πρώτες οβίδες πυροβολικού. Το τελευταίο τμήμα εκκαθάρισης αποχωρεί σιγά-σιγά. Ο τόπος καίγεται από το σφυροκόπημα του γερμανικού πυροβολικού και των αρμάτων που έχουν φθάσει πλέον πολύ κοντά στη Γουρίτσα.  Είναι όμως αργά για να κάνουν οποιαδήποτε ζημιά στους αντάρτες, γιατί είναι πια εκτός βολής. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το αδειανό από αντάρτες πεδίο. Παίρνουν τους νεκρούς και τους τραυματίες τους και επιστρέφουν στο Αγρίνιο αργά τη νύχτα.
Την άλλη μέρα ένα σμήνος από λίγα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν τη Γουρίτσα και τις στροφές με μόνα θύματα ένα μουλάρι και τη γωνία ενός σπιτιού»[7].

Η μάχη της Γουρίτσας ήταν η πρώτη σύγκρουση με τους Γερμανούς. Ποτέ μέχρι τότε οι αντάρτες δεν είχαν πολεμήσει μαζί τους. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις και μικροσυμπλοκές με τους Ιταλούς, όμως ο πόλεμος με τους Γερμανούς ήταν πολύ διαφορετικός. Ποτέ οι Γερμανοί δεν το έβαζαν στα πόδια σαν τους Ιταλούς. Επόμενο ήταν μετά την επιτυχία αυτή το ηθικό των ανταρτών να ανέβει πολύ. Τώρα πια πίστεψαν κι αυτοί αλλά κυρίως οι κάτοικοι της περιοχής, ότι δεν ήταν καθόλου δύσκολο να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς που μέχρι τότε τους θεωρούσαν ανίκητους.

Οι Γερμανοί που έλαβαν μέρος στη μάχη ήταν 120 σύμφωνα με τις ομολογίες των αιχμαλώτων. Απ’ αυτούς σκοτώθηκαν οι 117, τραυματίστηκαν 2, οι οποίοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και καταστράφηκαν 14 αυτοκίνητα. Τα λάφυρα των ανταρτών ήταν ολόκληρος ο οπλισμός του τμήματος, καθώς και ένα αυτοκίνητο. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ ήταν πέντε νεκροί: ο Μπάμπης Χαμαμτζής, ο Σωτήρης Παπουτσής, ο Σπύρος Γαρδέλης, ο Δημήτρης Υφαντής και ο Κώστας Παπαδονάσιος ή Νασαρής και κάποιοι ελαφρά τραυματίες. Ανάμεσά τους και ο Φώτης Γεωργίου, ο οποίος νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο του ΕΛΑΣ στο Δρυμώνα και αποθεραπεύτηκε πλήρως.[8] Τους δύο Γερμανούς αιχμαλώτους και τον τραυματία οι αντάρτες τους μετέφεραν στην Αετόπετρα και τους μεν αιχμαλώτους τους εκτέλεσαν, ο δε τραυματίας πέθανε μετά από δυο τρεις μέρες μέσα στην εκκλησία του χωριού.[9]

Η μάχη πέρα από οτιδήποτε άλλο είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τον εξοπλισμό των ανταρτών της περιοχής με γερμανικά όπλα, ιδιαίτερα με μυδράλια, γεγονός που κάλυψε σημαντικά τις ανάγκες εξοπλισμού της μαζικής προσέλευσης ανταρτών που παρατηρήθηκε μετά τη συγκεκριμένη μάχη στην περιοχή. Αυτό είχε ένα ακόμα σημαντικό αποτέλεσμα. Από τη στιγμή αυτή και μετά το αντάρτικο πολλαπλασιάστηκε αριθμητικά και αποτέλεσε μια αξιόμαχη και υπολογίσιμη δύναμη. Τα κατοχικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να σουλατσάρουν πια στην ύπαιθρο. Η προσπέλαση σε αυτή και ιδιαίτερα στα ορεινά γινόταν με την κινητοποίηση σημαντικού αριθμού κατοχικών δυνάμεων. Όπως γίνεται αντιληπτό οι αντικειμενικοί στόχοι της γερμανικής διοίκησης δεν εκπληρώθηκαν, σε αντίθεση με τους στόχους του Αρχηγείου και της Πολιτικής Επιτροπής του ΕΑΜ Αγρινίου που υλοποιήθηκαν στο ακέραιο, χάρη στην παλικαριά και το πείσμα των ανταρτών του ΕΛΑΣ Τριχωνίδας.

Σημαντική ήταν η υποστήριξη που παρείχαν στο σχεδιασμό και την εξέλιξη της μάχης όλες οι ΕΑΜικές οργανώσεις των χωριών του Θέρμου, ιδιαίτερα όμως αυτές της Μυρτιάς, της Αγίας Σοφίας, της Καλλιθέας, του Λευκού και του Ταξιάρχη, κάτω από το συντονισμό και την καθοδήγηση του Ντούλα Μπουγά, ο οποίος συμμετείχε στη μάχη στο πλευρό του Επαμεινώντα. Συμμετοχή επίσης είχαν και οι οργανώσεις του Αγγελοκάστρου υπό τον «Παπαρόδιο», καθώς και της Μακρυνείας. O διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων Μέσης Ανατολής Ουίλσον εξέφρασε στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ την ευαρέσκειά του για την πλήρη επιτυχία της μάχης, η οποία μεταδόθηκε από το ραδιοφωνικό σταθμό του Καΐρου και της Μόσχας στις 20-7-1943.

Όπως είδαμε και παραπάνω, στο πιο κρίσιμο σημείο της εμπλοκής δόθηκε μια διαταγή αποχώρησης των ανταρτών, καθώς φάνηκε πως η ιταλική πλαγιοφυλακή προχωρούσε να καταλάβει θέσεις σε ψηλότερο σημείο από αυτό όπου βρίσκονταν τα μαχόμενα τμήματα των ανταρτών, με άμεσο κίνδυνο οι μαχητές του ΕΛΑΣ να βρεθούν περικυκλωμένοι. Το γεγονός αυτό έτυχε κριτικής μεταξύ των καπεταναίων του ΕΛΑΣ μετά το πέρας της μάχης, για να βρεθεί εκείνος που έδωσε αυτή την πρόωρη διαταγή. Τελικά, όπως αποδείχθηκε, αυτός που είχε στείλει την πληροφορία, ήταν το μέλος της Αχτιδικής Επιτροπής του ΚΚΕ Βασίλης Δόλκας, ο οποίος παρακολούθησε την κίνηση των Ιταλών από το Λευκό.

 

Παραπομπές:
1.Φίλιππας Γελαδόπουλος, Μαρία Δημάδη, Νέστορας, 1982.| 2. Κώστα Δ. Μαραγιάννη, Η Εθνική Αντισταση στο Θέρμο, Μυρτιά, 2005. | 3. Ο Νίκος Ε. Σκιαδάς γεννήθηκε στον Άγιο Βλάσιο το 1920 και πέθανε στην Αθήνα το 2003. Τελείωσε το γυμνάσιο στο Αγρίνιο. Μετά τον πόλεμο, εργάστηκε ως τυπογράφος στην Αθήνα. Παράλληλα με την εργασία του ως τυπογράφος, ο Σκιαδάς καταπιάστηκε με τα συνδικαλιστικά και την ιστορία της τυπογραφίας. Το 1966, κυκλοφόρησε το Χρονικό της τυπογραφίας σε έκδοση του Σωματείου Τυπογράφων της Αθήνας. Ο τόμος αυτός αποτέλεσε τη βάση για το τρίτομο έργο του Το χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας (1976–1983), στο οποίο περιγράφεται η ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας από το 1476 έως και το 1909. Συνεργάστηκε με την Aιτωλοακαρνική Εγκυκλοπαίδεια του Γιάννη Κουφού, ενώ υπήρξε ο πρώτος συντάκτης της εφημερίδας Αχελώος του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγιοβλασιτών Αθήνας. Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Νέα Εστία, Σύγχρονα θέματα, Φθιώτις, Στερεά Ελλάς, Ξενία, Δημοκρατικός Συναγερμός και Τα Κυνηγετικά Νέα. Ο Σκιαδάς έγραψε επίσης ταξιδιωτικά και παιδικά βιβλία. Το βιβλίο του Δέκα παιδιά βραβεύθηκε από την Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά με το βραβείο ταξιδιωτικού μυθιστορήματος εις μνήμην Κώστα Ελευθερουδάκη. Το ίδιο βιβλίο κυκλοφόρησε το διασκευασμένο για παιδιά με τον τίτλο Δέκα μικροί ταξιδιώτες. Ο αδελφός του, Βασίλης Σκιαδάς, ήταν ίλαρχος στον ΕΛΑΣ και εκτός από τη Μάχη της Γουρίτσας ήταν επικεφαλής των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και στη Μάχη της Αμφιλοχίας κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκε βαριά. | 4, 5. Νίκος Σκιαδάς, «Καπετάν Επαμεινώνδας» Ενωτικός Σύνδεσμος Αιτωλ/νίας Αντιστασιακών και φίλων της Αντίστασης, Αθήνα 1989. | 6. σκοτωθηκε απο τους Γερμανους το 1944 στα Καλυβια Αγρινιου. | 7. Νίκος Σκιαδάς, «Καπετάν Επαμεινώνδας» Ενωτικός Σύνδεσμος Αιτωλ/νίας Αντιστασιακών και φίλων της Αντίστασης, Αθήνα 1989. | 8. Κώστα Δ. Μαραγιάννη, Η Εθνική Αντίσταση στο Θέρμο, ό.π. σελ.: 286  | 9. Κώστα Δ. Μαραγιάννη,  ό.π. σελ.: 286
Φωτογραφία: Οι στροφές της Γουρίτσας
Έρευνα – Κείμενα: Λ. Τηλιγάδας