Μάχη με τα βουνά: Προυσός – Προστοβά

Το ταξίδι του Μπρουσού και το κατέβασμα από το Μπρουσό στην Προστοβά
είναι μια μέρα γεμάτη απροσδόκητες κι απανωτές αισθητικές περιπέτειες.

 

  • γράφει ο Αθανάσιος Δημητρούκας

Όσοι πηγαίνουν στο Μπρουσό από το Καρπενήσι ή από το Αγρίνιο χαίρονται μονάχα το ένα τμήμα της διαδρομής ˙ πρέπει να ενώσει κανείς σε μια στοχαστική και κατανυχτική οδοιπορία τα δυο τμήματα, για να αισθανθεί ολόκληρο το απροσπέλαστο μεγαλείο του τόπου. Είναι, βέβαια, μια μάχη με τα βουνά όλο αυτό το προσκύνημα, ένας αγώνας ανάμεσα σε ορθόστητα πέτρινα τείχη, που ανοίγονται σε ατελεύτητες ζώνες, που ανεβαίνουν στα μεσούρανα, που κατεβαίνουν σε σκοτεινούς γκρεμούς, που δεν αφήνουν τόπο για πέρασμα. Μα είναι κ΄ η πιο χαρούμενη, η πιο δροσερή μάχη, που μπορεί να δώσει ο άνθρωπος, πολυμήχανος και πολύτεχνος, ικανός να βρίσκει κάθε στιγμή το δρομάκι του πότε στις απάτητες ράχες, πότε στις απότομες πλαγιές, πότε στα σύσκια πλατώματα, όπου το φως του ήλιου και ο ίσκιος της νύχτας κατασταλάζουν σιωπηλά ανάμεσα στις καστανιές, στις καρυδιές, στα πλατάνια, στις φτέρες και στα έλατα.

Ξεκινήσαμε από το Καρπενήσι, μόλις άρχισε να νυχτώνει, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο στο Γαύρο. Είναι η μοναχική πολιτεία, που χωρίζεται σε δύο κομμάτια, στο Μικρό και το Μεγάλο χωριό, σιωπηλή και ανυποψίαστη μέσα στην πράσινη θάλασσα της ορεινής χλωρίδας. Η αύρα είταν διαπεραστική και οι ψίθυροι των δασών κοίμιζαν την ανυπομονησία μας με θαυμάσια φίλτρα. Δεν άργησε το τέρμα της διαδρομής: ένα μαγαζάκι φωτισμένο με λιγοστό φως, μα τόσο χαρούμενο μέσα στη νύχτα, γεμάτο σπιτική θαλπωρή, προστασία κι ασφάλεια. Περάσαμε τη νύχτα μας στο απάνου πάτωμα, σ’ ένα γυμνό και καθαρό δωμάτιο, σκεπασμένοι με παχιές κουβέρτες γιατί το κρύο περνούσε τσουχτερό ανάμεσα στις χαραμάδες των κουφωμάτων και πάγωνε ολόκληρο το κορμί μας. Είταν πολύ πρωί, ώρες ολόκληρες πριν ο ήλιος φωτίσει τις σκιερές χαράδρες, σαν ανεβήκαμε στα μουλάρια για το Μπρουσό. Εχρειάστηκαν έξι ώρες, για να φτάσουμε στο μοναστήρι. Μα ποιος θα το πιστέψει, πως οι έξι αυτές ώρες πέρασαν με τη γρηγοράδα του ανέμου, και δεν άφησαν τίποτε περισσότερο από μια μέτρια, ευχάριστη κούραση;

 

 

 

 

Μονάχα εκείνος που πλανήθηκε κάποτε στο μάκρος του στενόχωρου δρόμου, που καβαλικεύει τις κορυφές του Τυμφρηστού, που μια κατεβαίνει σε κοίτες χειμάρρων και δρασκελίζει γραφικά γεφυράκια, μια ανεβαίνει σε θαυμάσια προσηλιακά πλατώματα, μια γλιστράει ανάμεσα σε πυκνούς πράσινους κλάδους και πάντα έχει μια ξαφνική ευχαρίστηση να προσφέρει στον οδοιπόρο. Μονάχα εκείνος θα μπορέσει να αισθανθεί για άλλη μια φορά σε όλη την απεραντοσύνη της τη γοητεία των βράχων, που κρέμονται στις πλαγιές σκοτεινοί και απειλητικοί, τη σιωπή των στενών κοιλάδων, όπου το βήμα του στρατοκόπου είναι βαρυσήμαντο, γιατί αποτελεί σπανιότατο περιστατικό, το τραγουδιστό ξετύλιγμα της κλωστής του νερού, που τρυπώνει στις φαγωμένες πέτρες και σχηματίζει μικροσκοπικούς ανθισμένους  καταρράχτες, σπέρνοντας στο πράσινο διάστημα τ’ άσπρα λουλούδια του λιγοστού αφρού της. Τα τοπία τούτα ολόγυρα είναι από τα πιο γνήσια βουνίσια τοπία, που προσφέρει στην όρασή μας η ελληνική γη. Αναδίνουν τον αέρα της λεβεντιάς, την αγνότητα του απλοϊκού βίου, την στερεότητα της παράδοσης, που μένει ατόφια κι ακατάλυτη στο πείσμα τόσων εναντιοτήτων.

 

 

 

 

Κι ανάμεσα σ’ αυτή τη φύση, που λες κ’ είναι πλασμένη στο ξέσπασμα ενός καταπληκτικού δημιουργικού οίστρου, σφηνωμένο σε μια χαράδρα, που τριγυρίζετε από αβύσσους, βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγιάς του Μπρουσού, γεμάτο ξενώνες, κελλιά και αναπαυτήρια του καμάτου των οδοιπόρων. Έχει παρατηρηθεί πως ύστερ΄ από το στέρεο μεγαλείο της οδοιπορίας, ύστερ΄ από το αέναο σκαμπανέβασμα στις αγκαλιές των βράχων και στα χείλη των αβύσσων, η Παναγίτσα  βουνίσια κ΄ η χωριάτισσα, παρ΄όλες τις λαμπρότατες οικοδομές που την περιβάλλουν, δεν αναδίνει το θάμβος και την κατάπληξη, που περιμένει ο ταξιδιώτης. Ο τόπος είναι σα να ημερεύει και να γαληνεύει εκεί δα χάμου κι ακριβώς αυτό, που έπρεπε να θωρείται σα μια  συγκατάβαση της Θεοτόκου των θαυμασίων, είναι που κρατεί σε μετριόφρονη σιωπή το στοχαστή και τον ερευνητή. Μα ο πιστός που έρχεται από μακριά, πολλές φορές με τα πόδια, ώρες ατελείωτες δρόμο, δεν έχει τη διάθεση και τη δύναμη να σκεφτεί τέτοιο πράγμα.

Έτυχα στους απρόσιτους αυτούς δρόμους της ταλαιπωρίας και της υπομονής τη βδομάδα που γιορτάζει η Παναγιά του Μπρουσού, ανάμεσα στις 15 και στις 23 Αυγούστου, και δε θα ξεχάσω ποτέ τις απειράριθμες εκδηλώσεις της απονήρευτης και ολόβαθης πίστης που συναπάντησα στο πέρασμά μου. Από την παραμονή  της μεγάλης γιορτής  ίσαμε την Απόδοση, που είναι η καθαυτό γιορτή του Μπρουσού, τα χείλη των αβύσσων γεμίζουν κοπάδια ανθρώπων και ζώων, που πορεύονται χωρίς παράπονο, με ζεστή ευλάβεια και άδολη σκέψη, προς τη μαυρισμένη σπηλιά, όπου φεγγοβολεί με την ανέσπερη αναλαμπή της η πανάρχαια μελαγχολική και μελαχρινή Παναγίτσα, καταποντισμένη στη θάλασσα των πολυτίμων αφιερωμάτων.

 

 

Η παράδοση διηγείται πως τον καιρό της εικονομαχίας εικονολάτρης χριστιανός πήρε την εικόνα, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, από την Προύσα στην Καλλίπολη, για να μην πέσει στα βέβηλα χέρια των εικονομάχων. Μα σε λίγο την έχασε. Κ’ είταν κάποιος βοσκός, που αγραυλούσε στις πλαγιές του Τυμφρηστού και που ξαναβρήκε την εικόνα, γεμάτη παράδοξη φεγγοβολιά, στον τόπο, όπου χτίστηκε αργότερα το φημισμένο μοναστήρι. Πολλοί το είπαν «Μονή του Πυρσού» από το λαμπρό φως που ανάδινε η θαυματουργή Παναγία, μα επικράτησε το σημερινό του όνομα από την Προύσα, όπου για πρώτη φορά τιμήθηκε η εικόνα. Ωστόσο, οι χωριάτες δεν πηγαίνουν  ούτε στον Πυρσό, ούτε στον Προυσό ˙ πηγαίνουν στο Μπρουσό ή στην Παναγιά τη Μπρουσιώτισσα, την Παρθένο των ιλασμών και των θαυματουργών ιάσεων.

Είπαμε για τα κοπάδια που γεμίζουν τους γκρεμούς και τα χείλη των αβύσσων. Μα θα έπρεπε να δείτε και σεις αυτές τις φτωχές χωριάτισσες που οδοιπορούν δέκα και δεκαπέντε ώρες με γυμνά πόδια απάνου στις αγκαθερές πέτρες, γιατί με γυμνά πόδια τάχθηκαν να πάνε στον Μπρουσό˙ έπρεπε να δείτε και σεις τους γέρους χωριάτες, που σέρνονται στηριγμένοι στο ροζιάρικο ραβδί τους ή που στέκονται με τα τελευταία λείψανα της αρχαίας των λεβεντιάς απάνου στη ράχη των μουλαριών, πρόθυμοι σε κάθε ταλαιπωρία, γιατί δεν ξέρουν, αν θα προφτάσουν να ξανακάνουν το προσκύνημα του Μπρουσού ˙ τα μικρά παιδιά που κρατιούνται από το χέρι ή από το πολύπτυχο φουστάνι νεαρών μανάδων, τα κοριτσόπουλα που κρατούν τα παπούτσια στο χέρι για να μη λιώσουν, και που μεταφέρουν χωρίς τη βοήθεια του χεριού, μπόγους ολόκληρους σκεπασμάτων και κοφίνια τροφίμων, θαυμαστά ισορροπημένα στο κεφάλι τους ˙ τα μωρά που κοιμούνται στις κούνιες τους, τα ξύλινα και περίτεχνα σκαλισμένα «μπεσίκια», τα δεμένα με σκοινιά στην πλάτη των υπομονετικών μητέρων ˙ τα νέα παιδιά που ανοίγουν καινούρια μονοπάτια ανάμεσα στους βράχους και στους πυκνούς κλάδους των δέντρων, για να πάνε γρηγορότερα ˙ και τότε θα ομολογούσατε μαζί μου πως κάποιος άλλος  αέρας φυσάει στ’ απρόσιτα τούτα ψηλώματα.

 

 

Σε αραιά διαστήματα οι συντροφιές σταματούν κάτω από τα έλατα, τις καρυδιές, τις καστανιές και τα πλατάνια, κοντά στις πηγές του κρύου νερού, και τρώνε ψωμί κι αναπαύονται. Τα χάνια είναι για όσους έχουν να ξοδέψουν κάτι. Εκεί κατασταλάζει η βουνίσια αριστοκρατία. Τρώει ψημένα καλαμπόκια με λαιμαργία, κακοβρασμένα όσπρια σε βαθουλά πιάτα, φρέσκα σύκα και σταφύλια και πίνει το κόκκινο σπιθόβολο κρασί με συγκρατημένη απληστία. Κ’ ύστερα ξαναπαίρνει το στρατί στρατί και χάνεται μέσα στους λόγγους, πηγαίνοντας να βρει τη μυστική Παναγίτσα, που κάθεται στη σπηλιά της και καρτερεί.

Στο μοναστήρι ο πάταγος ανθρώπων και ζώων αναδίνει το ρυθμό της απλοϊκής γραφικότητας. Στη μεγάλη κεντρική του αυλή, στο προαύλιο, στα εστιατόρια, στους στάβλους και στα κελλιά οι πιστοί πηγαινοέρχονται ανάμεσα στα μαύρα οχήματα των καλογέρων. Μονάχα  σαν πλησιάζουν στη σπηλιά με την εικόνα τη  μεγαλόχαρη, δεν φλυαρούν, σχεδόν δεν ανασαίνουν. Ανάβουν το κεράκι τους, κρεμούν το αφιέρωμά τους, γονατίζουν και προσεύχονται, γεμάτοι απροσποίητη κατάνυξη ˙ ύστερα ξαναγυρίζουν σαν ξαλαφρωμένοι και σαν πλουτισμένοι με νέα ορμή στην ταραχή των εγκοσμίων.

 

 

 

 

 

Δεν περιμείναμε τη μέρα της γιορτής. Λίγες ώρες αργότερα ξαναπήραμε το δρόμο των βράχων, περνώντας από το χωριό του Μπρουσού, δροσάτο κατατόπι καταπράσινο και ολάνθιστο. Ο ήλιος που φώτιζε ολόλαμπρος τον καταγάλανο ουρανό του Αυγούστου άρχισε να κρύβεται πίσω από παραπετάσματα ζοφερών νεφών. Οι κλάδοι σειούνταν στο περασμά μας, σα ν’ ανησυχούσαν και να έτρεμαν τη θύελλα, που δε θ’ αργούσε να ξεσπάσει. Τα πουλιά τινάζανε γρήγορα τις ανάλαφρες φτερούγες, αφήνοντας σύντομους κρωγμούς, και τα ερπετά γλιστρούσαν κάτου απ΄τη βαθουλωμένη τους πέτρα.

Για μια στιγμή το βουνό έγινε ολότελα χειμωνιάτικο. Μα δεν είταν παρά σύννεφα περαστικά, που μας ράντιζαν με τις λιγοστές τους σταγόνες κ΄ έφυγαν μακρυά, διωγμένα από απροσδόκητο άνεμο. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε από τις πλαγιές του Τυμφρηστού στις μεγάλες χαράδρες, που τον χωρίζουν από τ’  Άραποκέφαλα. Κ΄ ύστερα ν’ ανεβαίνουμε από λόφο σε λόφο, από κορυφή σε κορυφή, το καινούριο τούτο πέτρινο τείχος, ανάμεσα δε ηλιοφωτισμένα πλατώματα και σε πυκνές συντροφιές αρχαίων ελάτων. Σταματήσαμε για λίγο στη Μπαχόβρυση και στην Αγιά Παρασκευή, όπου προσπαθεί να βρει τη χαμένη υγειά του πυκνός συνοικισμός αρρώστων, και στο φημισμένο χάνι του Τσακανίκα κ΄ είδαμε από ψηλά τη Ρίγανη. Δεν τη ξέρετε ίσως αυτή τη Ρίγανη, που έγινε παροιμία και παράδοση στους γύρω τόπους.

Είναι ένα ταπεινό άθροισμα σπιτιών στο βάθος απότομης χαράδρας, που ανασηκώνει λίγο την πλάτη της, για να τεχνουργήσει το αντιστύλι και το θεμέλιο της απροσδόκητης αυτής πολιτείας. Γιατί η Ρίγανη είναι χτισμένη απάνου σε ταπεινό ύψωμα που βρίσκεται ανάμεσα σε τεράστιες ανηφοριές βουνών. Θεωρείται τόπος εξορίας, μακρινό κατατόπι κλεισμένο στην αγκαλιά του βουνού, στερημένο και δυσκολοπλησίαστο. Ωστόσο, την ώρα που την αντίκρισα από μακριά, καθώς έπεφτε και χώνευε το μαλακό φως του απομεσήμερου πάνου στη ράχη της, μου πρόσφερε την οπτασία ενός παραδείσου.

 

 

 

 

Δε μένει, για να συμπληρώσω το σύντομο οδοιπορικό του Μπρουσού, παρά το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής από το χάνι του Τσακανίκα στην Προστοβά. Το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου τούτου εξουσιάζεται από τους χειμάρρους και τα πλατάνια τους. Έθρεψα την όρασή μου με πολύ πράσινο φύλλο, μα δεν κατορθώνω αυτή τη στιγμή να δώσω την αίσθηση και την εντύπωση αυτού του απέραντου, σιωπηλού και υγρού κόσμου, που είναι τα προαιώνια, τα τεράστια πλατάνια του Παναιτωλικού με τους χοντρούς, γερασμένους κορμούς και τ’ απειράριθμα κλαδιά, φορτωμένα θησαυρούς δροσερών φύλλων.

Να δώσω την αίσθηση και την εντύπωση της ποταμιάς,  που απλώνεται πλατύτατη και ολόασπρη, φιλάργυρη στο νερό, μα πλουσιοπάροχη στα ολόασπρα βότσαλα που φεγγίζουν στο λιγοστό φως του βραδιού σαν τους παγωμένους αφρούς ορμητικών κυμάτων. Να δώσω ακόμη την αίσθηση και την εντύπωση του ταξιδιώτη, που τον βρίσκει  η νύχτα σε τέτοια βουνά και καρτερεί σα λύτρωση το βήμα του στρατοκόπου, που του είναι ακριβός αδελφός, γιατί πορεύεται κι αυτός μέσα στη νύχτα και την ατελείωτη μοναξιά.

 

 

Σε τέτοιες ώρες αυτή η ξερή και στερημένη Προστοβά, η λιγάνθρωπη πολιτεία, που κατηφορίζει στα πόδια του Παναιτωλικού, αντίκρυ στο ακύμαντο νερό της Τριχωνίδος, παίρνει τις απίθανες διαστάσεις ενός θαύματος. Αντιπροσωπεύει την ανθρωπότητα. Τη σπιτική θαλπωρή, το ζεστό πιάτο, την ωχρή λάμπα, το σκληρό στρώμα, την ανάπαυση – όλα αυτά τα ασήμαντα και τα ταπεινά, που αποτελούν την ευτυχία του κουρασμένου στρατοκόπου.

 

 

 


AgrinioStories