Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης
γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1943 στην Αθήνα
και μεγάλωσε στην Κυψέλη.
Από τα πέντε χρόνια του άρχισε να μαθαίνει πιάνο,
αλλά ποτέ δεν πήρε πτυχίο μουσικής.
Αντίθετα, έλαβε πτυχίο Αρχιτεκτονικής από το ΕΜΠ,
αλλά ποτέ δεν εξάσκησε το επάγγελμα του αρχιτέκτονα
καθώς τον απορρόφησε ολοκληρωτικά η μουσική.
- Επιμέλεια: Λευτέρης Τηλιγάδας
Η ζωή του με τα λόγια του
Η μάνα μου είχε μια φίλη που ήταν δασκάλα πιάνου και αποφάσισε να μας στείλει με τον αδερφό μου να μάθουμε. Επειδή όμως πηγαίναμε εκεί και κυνηγιόμασταν και τσακωνόμασταν, πέντε ετών εγώ, οκτώ ο αδερφός μου, είπε στη μητέρα μου: «Δεν μπορώ και τους δύο. Είναι ανυπόφοροι. Να συνεχίσει ο ένας.» Ο κλήρος έπεσε σε μένα. Και τυχαία, συνέχισα εγώ. Μπάρκαρα στη Μεσόγειο. Κατάλαβα αμέσως ότι: «Δεν είναι αυτό για σένα.» Γύρισα πίσω και μπήκα στην Αρχιτεκτονική.
Τελείωσα την Αρχιτεκτονική. Δεν με ενδιέφερε η δουλειά του αρχιτέκτονα και επί δύο χρόνια έπαιζα πέντε ώρες πιάνο τη μέρα για να περνάω την ώρα μου. Έτσι βγήκανε τα πρώτα τραγουδάκια. Μια φίλη από την παρέα, μου λέει: «Ξέρω τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Θα στον φέρω μια μέρα.» Μου τον φέρνει, του παίζω μερικά τραγούδια και μου λέει ο Μπιθικώτσης, τον οποίο λάτρευα: «Ρε συ, αυτά είναι ωραία. Μαζί θα τα κάνουμε όλα. Εσύ είσαι ο καινούριος Ψηλός» (εννοώντας τον Θεοδωράκη).
Μια άλλη φίλη, η Κωστούλα Μητροπούλου, με προτείνει στη Ραλλού Μάνου, που είχε το Ελληνικό Χορόδραμα, και η Ραλλού Μάνου με πάει στον Τάκη Λαμπρόπουλο διευθυντή της εταιρείας Columbia. Ζήτησα τον Μπιθικώτση και μου είπε ο Λαμπρόπουλος: «Αν θέλεις να έχεις δίσκο τις γιορτές, τα τραγούδια να τα πει ο Μητσιάς γιατί ο Μπιθικώτσης είναι περιοδεία σε Αμερική και Καναδά.» Εγώ τρελαμένος να κάνω δίσκο, ξεκινάω με τον Μανώλη Μητσιά. Κάνω τον δίσκο «Η πόλη μας». Δεν προλάβαιναν να τυπώνουν δίσκους. Τύπωναν τρεις βάρδιες. Αυτό μου ανοίγει τον ορίζοντα και ο Λαμπρόπουλος μου λέει: «Για την επόμενη δουλειά, θα συνεργαστείς με τον Γκάτσο.»
Με τον Νίκο Γκάτσο κάναμε την «Κόκκινη Κλωστή» και μετά, με τον Γιάννη Νεγρεπόντη, τα «Μικροαστικά». Ύστερα άνοιξε ο δρόμος.
Με την Άννα γνωριστήκαμε το 1972. Πήγαμε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο οποίο πήρε το 1ο βραβείο ερμηνείας για το φιλμ του Παντελή Βούλγαρη «Το προξενιό της Άννας» κι εγώ άκουγα μαζί της, σ’ ένα παγκάκι, από το ράδιο, τις πρώτες μεταδόσεις από την «Κόκκινη Κλωστή».
Στον κινηματογράφο έκανα μουσική για τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ο οπερατέρ Γιώργος Αρβανίτης, ο αδερφός του ο Θανάσης που έκανε την ηχοληψία, ο Μικές Καραπιπέρης που έκανε τα σκηνικά, όλοι δουλεύαμε γι’ αυτό και είχαμε συνείδηση ότι εδώ, γίνεται ένα πολύ σημαντικό έργο. ”Τα θερινά σινεμά”. Η «κατάρα» που με κυνηγάει. Το τραγούδι μιλάει για το χρόνο που φεύγει. Το λέω, το ξαναλέω, τίποτα. Ιδιοκτήτες θερινών σινεμά με καλούν το Καλοκαίρι να παίξω στα εγκαίνια τον «ύμνο τους».
Αγαπούσα τη Βουλιαγμένη. Ένα βράδυ συνέλαβα την ιδέα για το Πάρτι. Και γίνεται η βραδιά. Και γίνεται Ο χαμός. Τότε διευθυντής στην Ε.Ρ.Τ ήταν ο Βασίλης Βασιλικός. Μαθαίνει ότι κάνω συναυλία στη Βουλιαγμένη και μου λέει: «Να το μεταδώσουμε ζωντανά». Τότε ήταν δύο κανάλια. Την άλλη μέρα, όλη η Ελλάδα είχε δει τη «Βουλιαγμένη».
Όσο αγαπιόμαστε τα δυο – Μη χτυπάς σ’ ένα σπίτι κλειστό – Μια Κεφαλονίτισσα μεσ’ απ’ τ’ Αργοστόλι – Αρχίζει το ματς – Θα κάτσω σπίτι – Αχ Ρίτα – Είμαι ένας φτωχός και μόνος cowbo – Το Πάρτι – Στο ρυθμό της Disco – Τζιν, τζιν, τζιν – Πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη – Τα θερινά σινεμά – Ο ύμνος των μαύρων σκυλιών (Λέμε Ναι) – Κολλήγα γιος, του παππού μου ο παππούς – Εμβατήριο της Σιωπής – Θα έρθουν καλύτερες μέρες – Κάπου την έχουμε πατήσει κι οι δυο – Φταίει κι ο Χατζηπετρής. Κανείς δεν γνωρίζει πόσος κόπος υπάρχει πίσω από καθετί που έχω κάνει, και δεν χρειάζεται να το ξέρει. Δεν τον αφορά αυτό το θέμα. Αφορά μόνο εμένα. Το αποτέλεσμα με νοιάζει. Και αυτό δικαιούται ο κόσμος.
Έχω πάρει μεγάλες χαρές. Δεν έχω στεναχώριες. Έζησα μια ζωή ανάμεσα σε σημαντικούς ανθρώπους, κάνοντας αυτό που αγαπούσα. Ποτέ δεν πίστεψα ότι ήμουν γεννημένος για να γράφω τραγούδια. Έτυχε. Το έχω πει και σ’ ένα στιχάκι: «Ήμουν αρχιτέκτονας, ήμουν ναυτικός, ήμουνα συνθέτης, θα γίνω μαραγκός». Θα ήθελα να είμαι και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Δε βαριέσαι… Στην άλλη ζωή.
Στο μεταξύ
Τα μικροαστικά
«Είναι αρχές του 1971 όταν γνωρίζω τον Γιάννη Νεγρεπόντη μέσω του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Μάνου Λοΐζου. Ο Γιάννης μόλις έχει γυρίσει από εξορία και λίγες μέρες αφότου γνωριστήκαμε μου είπε ότι έχει κάποιες δουλειές έτοιμες από στίχους και θα ήθελε να τις δω. Ήταν τα ‘Μικροαστικά’, που στην πρώτη μορφή που μου τα έδωσε ο Γιάννης ήταν 5 ή 6 τραγούδια. Είναι 1971, είναι δικτατορία, τα τραγούδια σαφώς αριστερά.(…) Αν και αυτά τα κομμάτια ήταν γραμμένα από τον Γιάννη πριν από τη δικτατορία, ο Γιάννης ξαναζεστάθηκε και αποφάσισε να συνεχίσει. Έγραψε καμιά δεκαριά, τα οποία στη συνέχεια μελοποίησα. Αυτά είναι τα ‘Μικροαστικά’ μια δουλειά γραμμένη το 1971. Το ’73, το καλοκαίρι, ακούγεται ότι θα γίνει η κυβέρνηση Μαρκεζίνη και ότι θα χαλαρώσει κάπως η λογοκρισία, ότι θα επιτραπούν τα τραγούδια του Μίκη κ.λπ. Τότε αποφασίζουμε και στέλνουμε τα «Μικροαστικά» στη λογοκρισία. Κάποια τα κόβουν εντελώς, κάποια δεν τα στέλνουμε σίγουροι πως θα κοπούν και σε κάποια μας διορθώνουν μερικές λέξεις…».
«… δεν μου τα έβγαζε ο Λαμπρόπουλος. Του τα ’δινα, τ’ άκουγε και μου ’λεγε “δεν τα βγάζω”. Μετά μου ’λεγε “να τα πει ο Ανδρεάδης”. Του λέω “γιατί να τα πει ο Ανδρεάδης;”, μου λέει “γιατί είναι κωμικά”. “Μα δεν είναι κωμικά τα τραγούδια αυτά. Μπορεί να ’χουνε κάποια πλάκα, αλλά δεν είναι για να τα κοροϊδέψουμε…”. Ο Γκάτσος που τα είχε ακούσει μου είχε πει “αυτή είναι μια σπουδαία δουλειά Λουκιανέ, να τη βγάλεις”. Του λέω “δε μου τη βγάζει ο Λαμπρόπουλος”. “Περίμενε, κάτι μπορεί να γίνει και να βγει” μου ’λεγε. Και πράγματι. Ένας παραγωγός που στάθηκε δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια, από το ξεκίνημα δηλαδή, ήταν ο Γιώργος Μακράκης(…). Εκείνος λοιπόν, κάποια στιγμή που του ’λεγα για τα ‘Μικροαστικά’, μου είπε: “Θα σου πω κάτι, αλλά να μείνει μεταξύ μας. Σε λίγο καιρό, οι Εγγλέζοι, η EMI δηλαδή, θα στείλουν εγγλέζο διευθυντή. Σ’ αυτόν θα στα περάσω εγώ τα Μικροαστικά”. Και πράγματι ήρθε ο Jameson, κι επειδή δεν ήξερε τίποτα, εμπιστεύθηκε τον Μακράκη, που ήταν ο πιο έμπειρος παραγωγός και βγήκαν».
«Μέσα στα ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΑ μπορεί κανείς να βρει όλες τις μουσικές που άκουσα στα διαλείμματα των θερινών σινεμά των παιδικών μου χρόνων, στους διαδρόμους των πρώτων πολυκατοικιών που γνώρισα, σε σπίτια που γιόρταζαν κάτι, στις αναμεταδόσεις των παρελάσεων από το ραδιόφωνο. Μπορεί ακόμα να βρει την ατμόσφαιρα που υπήρχε διάχυτη τα χειμωνιάτικα απογεύματα με ήλιο στην Πανεπιστημίου έξω από το ΡΕΞ, στην ψηλοτάβανη εκείνη αίθουσα του Ιπποδρόμου του Δέλτα και στις ταινίες του Χώμφρευ Μπόγκαρτ.».
Η δεκαετία του ’50
Υπέροχη δεκαετία… Εντάξει, δεν ήταν όπως στην Αμερική, με τις γκόμενες και τα ανοιχτά αυτοκίνητα. Αλλά θυμάμαι τότε, στην άνθηση του Elvis και του rock’n’roll, έβγαινε ένα 45άρι στην Αμερική και αμέσως, μια βδομάδα μετά, το βρίσκαμε στα δισκάδικα και στα τζουκ-μποξ κι εμείς. Ήταν η εποχή που ερχόταν ακόμα ο αμερικανικός στόλος και πουλάγανε λαθραία τζην αμερικάνικα, κάτι Lee και κάτι Wrangler που ξεβάφανε. Γιατί τα ελληνικά ήτανε χάλια! Σαν λαμαρίνες ήτανε! Κι εμείς πηγαίναμε κάτω σ’ αυτούς, όπου παίρναμε και λαθραία τσιγάρα: Pall Mall, Chesterfield, Salem, Lucky Strike… Είχα την τύχη να μεγαλώσω στην Κυψέλη, που ήταν μια ζωντανή γειτονιά, μια απομίμηση της Αμερικής του ’50: Φαβορίτες, σφαιριστήρια, αυτόματοι σουγιάδες, έτσι, χωρίς λόγο. Και δεν υπήρχαν καθόλου ναρκωτικά. Υπήρχε μόνο ένας που κάπνιζε χασίσι και ήταν δακτυλοδεικτούμενος.
για την Αθήνα και την Κυψέλη θα σκοτωνόμουν ευχαρίστως.
Τι να σκοτωθώ… για την Αιτωλοακαρνανία;
«… για την Αθήνα και την Κυψέλη θα σκοτωνόμουν ευχαρίστως, φορώντας μάλιστα και ένα άσπρο πουκάμισο. Τι να σκοτωθώ… Για την Αιτωλοακαρνανία; Είμαι και αγεωγράφητος, δε μου λέει τίποτα…»
Για τις επιρροές του
«Κάθε συνθέτης έρχεται από κάπου, έχει τις πηγές του. Ο Θεοδωράκης έχει Βυζάντιο, αντάρτικα, Επτάνησα… Η γενιά μου, και βάζω μέσα τον Γιάννη Πετρίδη, τον Γιώργο Παπαστεφάνου κλπ, είμαστε παιδιά της αστικής τάξης που μεγάλωσαν στην Αθήνα ακούγοντας ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο έπαιζε κυρίως ελαφρά ελληνικά τραγούδια, εμβατήρια, καντάδες, τέτοια. Αυτή η πρώτη ύλη, ανακατεύτηκε με την μοντέρνα ξένη μουσική που άκουγα αργότερα στα πάρτι. Κι ύστερα υπάρχουν επτανησιακά τραγούδια που έχουν στοιχεία country, ή country που έχουν στοιχεία ελαφρού ελληνικού, βαλσάκια κλπ. Όταν ξεκίνησα να γράφω τα «Μικροαστικά», το ’71, επειδή ήταν αριστερά τραγούδια, δεν είχα καμία ελπίδα ότι θα βγούνε εν μέσω Χούντας, οπότε αφέθηκα τελείως ελεύθερος και είπα θα κάνω αυτό που μου πάει εμένα. Έτσι λοιπόν ανακάτεψα πολλά ετερόκλητα είδη μεταξύ τους. Άνοιξα ένα δρόμο και είπα θα κάνω ό,τι μου ‘ρχεται. Αυτό συνεχίστηκε και αργότερα, στους δίσκους όπου έγραφα εγώ τους στίχους.
Για την Τέχνη
«Η τέχνη είναι σκοτωμένο αίμα. Πώς πιάνεις το δάχτυλό σου στην πόρτα και μαυρίζει; Ε, κάπως έτσι. Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που έγραψαν ποίηση, λογοτεχνία κλπ, ήταν κάτι δυστυχισμένοι άνθρωποι. Μακάρι να έρθει μια μέρα που να μη χρειαζόμαστε ούτε μουσική, ούτε τίποτα, να είμαστε με ένα κορίτσι στην παραλία, να ακούμε το αεράκι και το κύμα και να μας φτάνει αυτό. Η τέχνη είναι δεκανίκι, στήριγμα. Και για τους δημιουργούς και για τους ακροατές. Διαβάζει ο άλλος Καβάφη ή βάζει μια μουσική και αισθάνεται ότι κάτι τρέχει στα γύφτικα, ας πούμε. Μακάρι να περνούσαμε καλά και χωρίς αυτά.»