Ληστές και ληστείες
στο Ξηρόμερο και στην Ευρυτανία
τα πρώτα έξι χρόνια της δεκαετίας του 1850
Ο γκρας ήταν μόνιμο εξάρτημα
κάτω από την κάππα
Από το Ιστορικό Αρχείο του Σπύρου Γερολυμάτου (Λέανδρου)*
Ας ρίξουμε μία σύντομη ματιά στο Ξηρόμερο και την Ευρυτανία, που τότε ήταν περιφέρεια του Νομού Αιτωλοακαρνανίας και η ζωή κυλούσε με χίλιες δυο στερήσεις και εξουσιαζόταν από δύο αγιάτρευτες πληγές: τη ζωοκλοπή και την ληστοκρατία. Τότε πού η επικοινωνία από χωριό σε χωριό και από περιοχή σε περιοχή ήταν προβληματική και επικίνδυνη. Δεν ήταν λίγες οι καθημερινές περιπτώσεις που χάθηκαν άνθρωποι για λίγα τάληρα. Γι’ αυτό κι ο γκρας ήταν μόνιμο εξάρτημα κάτω από την κάππα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΥΤΑΦΗΣ
ΚΑΙ ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΟΝΙΤΣΑΝΗΣ
Τέλη του Γενάρη του 1853 δύο ληστές πάτησαν τη Στάνη του Δήμου Πλατή έξω από τον Αετό Ξηρομέρου. Ύστερα από το σχετικό πλιάτσικο πήραν μαζί τους τον ίδιο και τον νεαρό γαμπρό του και τους έσυραν κυριολεκτικά στην τοποθεσία «Κούντρος». Εδώ τους βασάνισαν άγρια να μαρτυρήσουν που είχαν τις εισπράξεις από την πώληση των αρνιών. Του Πλατή του έκοψαν τη μύτη και το δεξί αυτί, ενώ τον γαμπρό του τον χαράκωσαν στο πρόσωπο, το στήθος και τα ποδάρια!!!
Οι φουκαράδες οι τσοπαναραίοι στο τέλος ομολόγησαν. Οι ληστές τους παράτησαν μισοπεθαμένους στα αίματά τους και γυρίζοντας στη στάνη βρήκαν τα κρυμμένα 82 τάληρα και ένα τουφέκι γκρα.
Αργότερα μαθεύτηκε πως οι ληστές ήταν ο Γιάννης Μουτάφης και ο Χρήστος Βονιτσάνης.
ΑΠΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΥΝΟΠΙΝΑ
Το Μάρτη του 1851 στην περιοχή του χωριού Κουνοπίνα οι ληστές αιχμαλώτισαν τα δύο παιδιά του Γιώργου Κολοκύθα. Την άλλη μέρα άφησαν να γυρίσει στο χωριό τον μικρότερο, τον Πάνο, για να φέρει λύτρα για τον άλλον αδερφό του Δημήτρη, 1.500 δραχμές και 5 φέσια.
Ο πατέρας Κολοκύθας ξαμολύθηκε σε συγγενείς και φίλους να συμπληρώσει τα χρήματα και παρήγγειλε στον Καρβασαρά τα φέσια, γιατί οι ληστές τα ήθελαν καινούργια. Όμως την τρίτη μέρα της αιχμαλωσίας του μικρού Δημήτρη οι ληστές στο ρίξαν στον ύπνο χωρίς να βάλουν σκοπό και ο πιτσιρικάς το σκάσε κι έφτασε στο χωριό.
Η ΛΗΣΤΟΣΥΜΜΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΤΡΟΜΕΡΟΥ ΓΡΑΔΟΥΛΑ
Στις 7 Απριλίου 1850 η ληστοσυμμορία του τρομερού Γραδούλα αιχμαλώτισε στα Λεπιανά τα δύο παιδιά του Στέργιου Χονδραργύρη. Το ένα παιδί κατάφερε να το σκάσει και να γυρίσει στο χωριό όπου στο μεταξύ είχε μπει περιοδεύοντας στην περιοχή ισχυρό απόσπασμα χωροφυλακής. Χωρίς χρονοτριβή το απόσπασμα άρχισε την καταδίωξη του Γραδούλα που φεύγοντας εγκατέλειψε και το άλλο παιδί.
Πιάνοντας τα παιδιά ο Γραδούλας είχε αφήσει παραγγελία για 800 δραχμές λίτρα και τρία ζευγάρια τσαρούχια ή άρβυλα.
ΑΚΡΙΒΟΣ ΚΑΙ ΑΛΕΥΡΑΣ:
ΤΟΥΣ «ΕΚΟΨΑΝ» ΜΕ ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΑ
Στην περιοχή Καρπενησίου ζούσε ένας άλλος τρομερός αρχιληστής, ο Ακριβός. Πονηρός σαν αλεπού και σκληρός σαν τσακάλι.
Στις 10 Φλεβάρη 1856 απόσπασμα εθνοφυλάκων και χωροφυλακής με επικεφαλής τον νωματάρχη Κώστα Μαϊνόπουλο στρίμωξε τον Ακριβό με τη συμμορία του στη στάνη του κουμπάρου του αρχιληστή, Γιώργου Χορμόβα, στη θέση «Αγκαθίτσα» του Μικρού Χωριού. Επακολούθησε σκληρή μάχη όπου σκοτώθηκαν ο χωροφύλακας Γιώργος Αυδίκος και ένας εθνοφύλακας από το χωριό Άμπλιανη. Ο Ακριβός τραυματισμένος στον ώμοκατόρθωσε τελικά να σπάσει τον κλοιό και να διαφύγει με τους συντρόφους του προς τις Ράχες Τυμφρηστού. Δύο μέρες όμως αργότερα το απόσπασμα τον ξαναστρίμωξε κι εδώ ο Ακριβός αναγκάστηκε να παραδοθεί με το πρωτοπαλίκαρο του, τον Νίκο Αλευρά.
Τους έφεραν δεμένους πισθάγκωνα στο Καρπενήσι και από εκεί στο Μεσολόγγι, όπου το δικαστήριο τους καταδίκασε σε θάνατο. Τους «έκοψαν» με καρμανιόλα στις φυλακές του Αντιρρίου, τον Σεπτέμβρη του 1856.
Από τότε έως τώρα πέρασαν εκατό τόσα χρόνια*. Πόλεμος, επανάστασεις, διχτατορίες, κατοχή. Πότε το ένα, πότε το άλλο και πάνω από όλα η ξένη εξάρτηση. Κι όμως ο λαός με τις ανεξάντλητες δημιουργικές του δυνάμεις βρήκε τους τρόπους να αλλάξει τη ζωή και τη μοίρα του τόπου του. Αναλογιστεί κανένας τις παραπάνω λίγες αναφερόμενες δύσκολες καταστάσεις τότε μπορεί να εχτιμήσει το μέγεθος της λαϊκής προσπάθειας που κατάφερε να φέρει τη ζωή από τη μορφή της ζούγκλας στα σημερινά της μέτρα.