Ληστεία και ληστές στα μέρη μας τον 19ο αιώνα

«…τον πάππον μου οι ληστές εγνώριζαν,
αφού τους έδινε κάποιο χρηματικό ποσόν
όταν περνούσε και έτσι μένανε “όλοι ευχαριστημένοι”»

Εις θέσιν Παλαιοαμβρακιά,
εντεύθεν Καρβασαρά,
κατεστράφη η Συμμορία Τσεκουραίων

 

γράφει ο Χριστόδουλος Εμμ. Θεοδωρόπουλος
Συνταξιούχος Δικηγόρος - Ιστορικός

 

Αφορμή για την κατωτέρω εργασία μου, ήτο αφήγηση του πατέρα μου, Εμμ. Χρ. Θεοδωροπούλου, ότι ο πατέρας του (και πάππος μου), Χριστόδουλος Αναστασίου Θεοδωρόπουλος «περιέπεσε εις χείρας ληστών». Αναφέρομαι σε περιστατικό του προπερασμένου αιώνα.

Ο Χριστόδουλος Αναστ. Θεοδωρόπουλος, εκ Προυσού Ευρυτανίας, ζωέμπορος, με ανάλογο χρηματικό ποσό, εβάδιζε προς τα Άγραφα – Θεσσαλία, για αγορά ζώων. Στην περιοχή που περνούσε, είχαν τα λημέρια τους ληστοσυμμορίες, τον δε πάππον μου οι ληστές εγνώριζαν, αφού τους έδινε κάποιο χρηματικό ποσόν όταν περνούσε και έτσι μένανε «όλοι ευχαριστημένοι». Όμως μια φορά οι ληστές του αφήρεσαν όλα τα χρήματα οπότε δεν του έμεινε άλλη λύση παρά να ξαναγυρίσει άπρακτος, στον Προυσό. Επειδή είχε καλή φήμη στους κτηνοτρόφους, στενοχωρημένος, συνέχισε το δρόμο του, ελπίζοντας ότι οι κτηνοτρόφοι θα του δώσουν τα ζώα, στηριζόμενοι στο λόγο του, ότι με τη πρώτη ευκαιρία θα τους πληρώσει. Δεν πέρασε πολύ ώρα, όταν δύο άλλοι ληστές, καβαλάρηδες, τον σταμάτησαν και του επέστρεψαν όλα τα χρήματα, ζητώντας μάλιστα και συγνώμη, λέγοντας: «Σου επιστρέφουμε όλα τα χρήματα διότι αν σταματήσει το εμπόριο, θα πεθάνουμε και εμείς της πείνας».

Όσο και αν φαίνεται παράξενο, οι ληστές, εκείνης της εποχής, παρά τις ακρότητες πολλών εξ αυτών, είχαν και ορισμένες «αρχές». Η κάθε ληστοσυμμορία, είχε τον Καπετάνιο της, και είχε ένα ορισμένο τόπο, στη «δικαιοδοσία» της. Τις ληστοσυμμορίες όσο και αν φαίνεται περίεργο, αρχικά, μετά τη δημιουργία του Νεοελληνικού Κράτους στελέχωναν οι «παραπονούμενοι» και παραγκωνισμένοι αγωνιστές του Μεγάλου Αγώνα. Θρυλείται ότι αρκετοί ληστές μέρος της λείας των, το έδιναν για προίκιση κοριτσιών απόρων χωρικών, ή για ανέγερση Εκκλησιών ή έστω για αγορά εκκλησιαστικών ειδών, προς «εξιλέωσή των». Πάντως η ληστεία, όπως και να το κάνουμε, δεν εδικαιολογείτο, διότι εδημιούργησε πολλά προβλήματα στο Κράτος.

Το Νοέμβριο του 1869 ο τότε Πρωθυπουργός Ζαΐμης, υπέβαλε πρόταση νόμου, με στόχο την οργάνωση εθνικών δυνάμεων για καταστολή της ληστείας. Μάλιστα στη ληστεία, ιδία στις συνοριακές περιοχές, ενεπλέκοντο και Αλβανοί. Το νομοσχέδιο όμως αυτό του Ζαΐμη απορρίφθηκε!!! Δηλαδή ληστές και αρκετοί πολιτευόμενοι είχαν «συνεργασία»!!!

Τον Απρίλιο του 1870 μία συμμορία ληστών, οι Αρβανιτάκηδες, απήγαγε μια ομάδα Άγγλων διπλωματών και έναν Ιταλό κοντά στο Μαραθώνα και τους κράτησε ομήρους. Οι διαπραγματεύσεις με τους ληστές α-πέτυχαν, οι δε ληστές σκότωσαν τους ομήρους στη θέση Δήλεσι. Το έγκλημα συνετάραξε την Ευρώπη και η Κυβέρνηση Ζαΐμη παρητήθη.

Επηκολούθησε διασυρμός και εξευτελισμός της Ελλάδος.

Επανέρχομαι στη ληστεία στα μέρη μας. Ο αείμνηστος Θεμιστ. Γ. Ζαφειρόπουλος, δικηγόρος Αθηνών, εκ Προυσού Ευρυτανίας, στον οποίο ασκήθηκα δικηγόρος, μου αφηγήθη το εξής «νόστιμο» περιστατικό.

Στα τέλη του προπερασμένου αιώνα στη θέση «Αραποκέφαλα» (όρια Ευρυτανίας και Επαρχίας Τριχωνίδος), πλησίον του Προυσού, είχε το λημέρι της ληστοσυμμορία. Στον Προυσό υπήρχε Χωροφυλακή, με αποσπασματάρχη το Μαγκλάρα (πρόγονο των Συμβολαιογράφων Αγρινίου), που ήτο το φόβητρο των ληστών. Τα Αραποκέφαλα ήταν πέρασμα, από το οποίο περνούσαν χωρικοί και ζώα φορτωμένα με εμπορεύματα. Μια ομάδα Προυσιωτών με τα ζώα φορτωμένα, ερχότανε από το Αγρίνιο. Οι ληστές αφού βεβαιώθηκαν ότι η φάλαγγα δεν φρουρείται, τη σταματήσανε. Ο Καπετάνιος πλησίασε τον έμπορο Γουβέλη, αν δεν κάνω λάθος στο όνομα, και ρώτησε τι εμπορεύματα έχουν φορτωμένα στα μουλάρια και πριν ακόμη πάρει την απάντηση άρχισε την έρευνα. Ο Καπετάνιος βρήκε ότι μερικά ζώα είχαν υφάσματα, τα οποία οι ληστές και οι οικογένειές των είχαν ανάγκη. «Θέλουμε και μείς πατριώτη απ΄ αυτά».

Ο Γουβέλης απάντησε ευγενικά: «Ευχαρίστως να σας δώσου από τα υφάσματα, αλλά επειδή δεν έχουμε μαζί μας μέτρο, να κατέβουμε στο χωριό, για να σας μετρήσω από κάθε τόπι». Αυτονόητο ο Καπετάνιος αντελήφθη ότι θα έπεφτε στα χέρια του Μαγκλάρα και με προσποιητή αφέλεια είπε στο Γουβέλη: «Άκουσε πατριώτη, δεν χρειάζεται να κάνουμε τον κόπο να κατέβουμε στο χωριό, εμείς εδώ επάνω, για μέτρο έχουμε την τ’φεκόβεργα !!» (δηλ. τη βέργα με την οποία καθαρίζανε τα τουφέκια τους). Έτσι με τις τουφεκόβεργες έγινε το «ξάφρισμα» των υφασμάτων του Γουβέλη, που αφέθη ελεύθερος και «ελαφρωμένος» συνέχισε την πορεία του προς τον Προυσό.

Πάντως η καταδίωξη των ληστών από το Κράτος δεν σταμάτησε, όπως προκύπτει από περιστατικό, που κατέθεσε ο αείμνηστος συμπολίτης μας Δημήτριος Πιπερίγκος, κατά την ομιλίαν του, στα εγκαίνια του Νέου Καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στο Αγρίνιο, το έτος 1983, που έχει επί λέξει:

«Διά του υπ’αριθμ. 412 από 25-5-1895 εγγράφου τηλεγραφήματος του Υποκ/τος προς την Διοίκησιν αναφέρονται κατά λέξιν: «Προχθές την πρωΐαν εις θέσιν Παλαιοαμβρακιά, εντεύθεν Καρβασαρά, κατεστράφη η Συμμορία Τσεκουραίων[1] εξ οκτώ ατόμων υπό την αρχηγίαν των αγρίων και φοβερών ληστάρχων Αδελφών Ευθυμίου και Νικολάου Τσεκούρα και ανεψιού των Θανασούλα Τσεκούρα. Μεταξύ αυτών και ο διαβόητος Αλέξιος Τάκης. Πάντες σοβαρώς τραυματισμένοι, εκτός του αρχηγού Ευθυμίου Τσεκούρα, υπό ισχυράν συνοδείαν, οδηγήθησαν χθες ενταύθα και σήμερον απεστάλησαν εις Μεσολόγγιον.

Διά της καταστροφής της φοβεράς ταύτης ληστοσυμμορίας ανέπνευσεν ολίγον η Ακαρνανία και ο Βάλτος. Εν τη φονική συμπλοκή εφονεύθησαν ατυχώς δυο κάλλιστοι υπαξιωματικοί και εις επληγώθη επικινδύνως». Διά την σοβαροτάτην αυτήν συμπλοκήν γνωρίζομεν και ημείς λεπτομερείας τινάς, σχετικώς δε προσθέτομεν τα εξής: Ότι η εξοντωθείσα ληστοσυμμορία ελυμαίνετο τας περιφερείας Βάλτου – Ανατολ. Ακαρνανίας – Αγράφων και Ευρυτανίας, κινουμένη και υποστηριζομένη, αναγκαστικώς βεβαίως, παρ’ ανθρώπων γνωστών εις αυτούς, οίτινες, ως εκ των εργασιών των, ήσαν εκτεθειμένοι εις την έρημον και δασωμένην του Βάλτου περιφέρειαν, ή παρά συγγενών, ή κουμπάρων, ή αδελφοποιητών (σταυραδέλφων)».

Οι εν λόγω λησταί εκινούντο συχνά – σημειούμεν ημείς – μεταξύ Καρπενησίου και Καρβασαρά (σημερινής Αμφιλοχίας). Τούτο μαρτυρεί και το δημώδες καταστάν τραγούδι, που μέχρι και προ τινων ετών, εξύμνει αυτούς τους κακούργους, διελάμβανε δε το τραγούδι αυτό, μεταξύ των άλλων, και την εξής περικοπήν: «Καλά ήσουν Θύμιου μ’στ’ Άγραφα, καλά στο Καρπενήσι, τι χάλευες τι γύρευες Καρβασαρά και Στάνου; Πήγα να ιδώ τους φίλους μου τους αδελφοποιητούς μου και ‘κείνοι με προδώ-σανε στον Χρήστο Τρυπογιώργο, μας βάρεσαν μας λάβωσαν στ’ Αγρίνιο μας πάνε».

«Θεωρούμεν, ας το είπομεν, κάπως κολακευτικόν, το να φέρωμεν εις γνώσιν σας ότι ο επικεφαλής του Στρατ. Αποσπάσματος, που εξόντωσε την ληστοσυμμορίαν των Τσεκουραίων, ήτο, ο Αγρινιώτης την καταγωγήν, Υπομοίραρχος τότε, Χρήστος Τρυπογεώργος, αξιωματικός της Χωροφυλακής, προερχόμενος εκ του Στρατεύματος. Η τοποθεσία της συμπλοκής είναι εις απόστασιν δυο περίπου χιλιομέτρων από το χωρίον Στάνου, το οποίον συναντώμεν επί της αριστεράς πλευράς της οδού μεταξύ Αγρίνιου – Αμφιλοχίας και εις απόστασιν μόλις 2 χιλ/τρων προ της Αμφιλοχίας. Η τοποθεσία λέγεται ακόμη «Παληοαμπρακιά» ή «Παραζαργιά», ή εκεί περιφέρεια».

Θα πρέπει να τονισθεί ότι οι ληστές κάνανε καρτέρι, στα περάσματα, απ’ όπου περνούσαν καραβάνια εμπόρων με εμπορεύματα, στρατιωτικά αποσπάσματα, αλλά και ξένοι περιηγητές, που οπωσδήποτε ήσαν άνθρωποι μορφωμένοι και ευκατάστατοι. Στο μέσο της Αιτωλίας, το «Κάρλελι», υπήρχε το έλος μεταξύ των δυο λιμνών – Τριχωνίδος και Λυσιμαχίας, που συνεχιζότανε, με τα βαλτοτόπια του Δοκιμίου και των Καλυβιών μέχρι τον Αχελώο. Αλλά και μετά τα έλη και βαλτοτόπια, εκτείνετο ο Ζυγός (Αράκυνθος) δασωμένος και εν πολλοίς αδιάβατος, στο μέσον περίπου του οποίου, εδέσποζε το φαράγγι της Κλεισούρας.

Από την αρχαιότητα προσπαθούσαν οι εκάστοτε κυρίαρχοι της Αιτωλίας να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα και του έλους και του Ζυγού. Η πλέον σύντομη και κανονική διάβαση, από Αγρίνιο, προς τη θάλασσα, Μεσολόγγι, ήτο η διάβαση του έλους είτε με πλωτά, είτε με γέφυρα, άγνωστον πότε αρχικά κατεσκευάσθησαν. Πάντως κατά την Τουρκοκρατίαν έγινεν η γνωστή γέφυρα, με τις 360 καμάρες από τον Τούρκον Φρούραρχον του Βραχωριού, τον Αλάμπεη.

Η γέφυρα με τις τοξωτές καμάρες άρχιζε από του Μουσταφούλι (Παναιτώλιο) και κατέληγε στη θέση «Συκιά» της Μακρυνείας, οπότε πρόβαλε ο Ζυγός. Η διάβαση του Ζυγού ήτο μεγάλο πρόβλημα. Υπήρχαν τρεις διαβάσεις. Η δυτική, Συκιά – Μουστιάνου – Αγγελόκαστρο – Χαλίκι. Η ανατολική, Συκιά – Ζευγαράκι – Κεράσοβο – Σιβίστα (Ελληνικά) – Μούσουρα – Ρέτσινα και η κεντρική, Συκιά – Φραγκουλέϊκα – Κλεισούρα – Χαλίκι – Κεφαλόβρυσο Αιτωλικού. Και οι τρεις διαβάσεις ήσαν ληστοκρατούμενες. Η πιο σύντομη διάβαση ήτο η Κεντρική μέσω Κλεισούρας, που ήτο η πλέον ληστοκρατούμενη, αλλά και η πλέον επισφαλής, λόγω της μορφολογίας του εδάφους και της πυκνής βλάστησης, ιδία στη βάση του φαραγγιού.

Από την αφήγηση του Γάλλου περιηγητή, των αρχών του 19ου αιώνα Φραγκίσκου Πουκεβίλ, φαίνεται ότι υπήρχε μονοπάτι που παρέκαμπτε το φαράγγι και ανέβαινε στην κορυφή, (πιθανολογώ) της ανατολικής πλευράς του φαραγγιού, αλλά και εδώ υπήρχαν ληστές, γι’ αυτό την ομάδα των διερχομένων συνόδευε φρουρά, η οποία πυροβολούσε στο φαράγγι, για να δηλώσει ότι οι διερχόμενοι φρουρούνται. Από την αφήγηση του αυτού Γάλλου περιηγητή Πουκεβίλ, προκύπτει η ευλάβεια των ληστών (που τους αποκαλεί και «κλέφτες»), αφού ακόμη και εκκλησίες έκτιζαν στην προεπαναστατική Ελλάδα (περί το 1815) και μάλιστα μέσα στο φαράγγι της Κλεισούρας, όπου στο βιβλίο του: «Ταξίδι στην Ελλάδα – Στερεά Ελλάδα» αναγράφει επί λέξει: «Τελικά μετά από τρία τέταρτα της ώρας κόπο φθάσαμε στο υψηλότερο σημείο της Τραχίνας, απ’ όπου είδα θάλασσα, το νησί και την πόλη Ανατολικό…

Δεξιά της κορυφής όπου είχαμε σταματήσει, μου έδειξαν στο κοίλωμα ενός βράχου, ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία, που είχαν κτίσει οι κλέφτες. (Σημ. προφανώς πρόκειται για την Ιερά Μονή Ζωοδόχος Πηγή ή «Αγία Ελεούσα»). Ανεβαίνουμε σ’ αυτό τον ιερό βράχο από μια επικίνδυνο σκάλα, που παρόλα αυτά την ανέβαιναν πολλοί. Εκεί οι αρματολοί, χωρίς να φοβούνται μήπως πιαστούν σε ενέδρα, όντας το ίδιο ευσεβείς, με τους πάλαι ποτέ κακοποιούς, λειτουργούνται και εκφράζουν την ευσέβειά τους. Στους τοίχους και στην αγία Τράπεζα κρέμονται ένα σωρό τάματα, ασημένιες λάμπες και το εικονοστάσι του προφήτη Ηλία, αντικείμενο λατρείας των ανυπότακτων αρματολών».

Απεναντίας, μετά 70 χρόνια, το 1884, που επισκέφθηκε την περιοχή ο περιηγητής και εισηγητής των Ολυμπιακών Αγώνων Δημήτρης Βικέλας, στην Κλεισούρα είχε σχηματισθεί δρόμος ελικοειδής, από τον οποίο πέρασε κατά τη μετάβασή του προς το Μεσολόγγι, η δε ληστεία είχε περιορισθεί, χωρίς όμως να έχει εξαλειφθεί, πράγματα που τονίζει στο βιβλίο του, «Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν».

Κρίνω σκόπιμο να ανατρέξω και πάλιν στην ομιλίαν του 1983, του αειμνήστου ιστοριοδίφη του Αγρινίου Δημητρίου Πιπερίγκου, που αναφέρεται, σε μιαν δήθεν ληστείαν, κάποιου Αγρινιώτη ονόματι Νικολάου Τζατζαφίλη, η οποία απεκαλύφθη, αλλά και με ποιο «δραστικό», τρόπο, η τότε Δικαιοσύνη, τιμώρησε τον δήθεν ληστευθέντα: « Ο Τζατζαφίλης μεγαλέμπορος της δεκαετίας 1870  – 1880, μετέφερε τα εμπορεύματα στο Αγρίνιο διά καμήλων ή ημιόνων, από το μικρό λιμάνι του Αιτωλικού, μέσω της λίαν δασώδους και δαιδαλώδους τότε, όσον αφορά τους ελιγμούς, Κλεισούρας. Τα στενά της ελυμαίνοντο εκείνην την εποχή, κακοποιοί και μικροληστοσυμμορίες. Υπήρχε Φυλακείον, το σωζόμενο ακόμη μέχρι σήμερα ως ερείπιο στο αριστερόν της Κλεισούρας, του διερχομένου από Αγρίνιο προς Μεσολόγγι.

Τη νύκτα, η φρουρά απεσύρετο στο κτίριο του Φυλακείου μέχρι να ξημερώσει. Το της επικινδύνου μεταφοράς των εμπορευμάτων, εκμεταλλεύθηκε ο Τζατζαφίλης, κατά τρόπο όχι τίμιο, ισχυρισθείς ότι κατά την διέλευση των ζώων από την Κλεισούρα με τα εμπορεύματα, οι ληστές απήγαγαν 5 ή 6 ζώα έμφορτα και ως εκ τού-του εζημιώθη σημαντικό χρηματικό ποσόν. Αυτό δεν έγινε πιστευτό, διαμαρτυρηθέντων των εμπόρων Πατρών και Σύρου, που είχαν παραδώσει στον Τζατζαφίλη τα εμπορεύματα. Όπως επίσης και οι λυμαινόμενοι την Κλεισούρα κακοποιοί, διαμαρτυρήθηκαν, ότι δε διέπραξαν αυτοί την ληστείαν. Άλλωστε οι ληστές είχαν «αρχές», αφού «ξαφρίζανε» τα εμπορεύματα και δεν τα αφαιρούσαν καθ’ ολοκληρίαν, για να μην «χάσουν τη δουλειά τους». Τα απαχθέντα ζώα, ανευρέθησαν στο Κεράσοβο Μακρυνείας, οι Αρχές συνέλαβαν τον Τζατζαφίλη, ο οποίος ομολόγησε την πράξη του.

Την εποχή εκείνη, Ειρηνοδίκης – Δικαστής και Συμβολαιογράφος Αγρίνιου, ήταν ο Βαυαρός την καταγωγή, ονόματι Μίλερ, ο οποίος μια και η πράξη του Τζατζαφίλη ήταν ομολογημένη, επέβαλε σ’αυτόν προς τιμωρίαν του, δημόσιο εξευτελισμό, κατά τρόπο «Αρβανίτικο». Έτσι μια Κυριακή του 1879, στην Άνω Πλατεία του Αγρίνιου (μετέπειτα Νικ. Στράτου), ο Ειρηνοδίκης προέβη στο δημόσιο εξευτελισμό του Τζατζαφίλη. Μεταφέρω τη σχετική παράγραφο του Δ. Πιπερίγκου: «Λοιπόν εν μέσω του συγκεντρωθέντος πλήθους και εν ημέρα Κυριακή, ηρώτησεν ο Ειρηνοδίκης Μίλερ τον προσαχθέντα δέσμιον ενώπιον του Τζατζαφίλην, διά φωνής ηχηράς: «Τα κατεχράσθης Τζατζαφίλη τα εμπορεύματα;», «Ναι τα κατεχράσθην» απήντησεν ο κατηγορούμενος. Αυτή η ερώτηση εγένετο τρεις φοράς παρά του Ειρηνοδίκου – Δικαστού Μίλερ. Και ο κατηγορούμενος έμπορος Τζατζαφίλης, απήντησε τρίς καταφατικώς. «Τότε κάμε το χρέος σου» είπεν ο Δικαστής.

Και «χρέος» και «υποχρέωσις» του κατηγορουμένου, ήτο, ότι ούτος εσήκωσε τότε το οπίσθιον τμήμα της φουστανέλας του, με τα δυο χέρια του και με την εμφάνισιν αυτήν του σώματός του, εκτύπησε τα οπίσθιά του τρίς, επί της παρακειμένης πέτρινης σκάφης, παρισταμένου και του πλήθους. Καθ’ ήν στιγμήν ο κατηγορούμενος ούτως ενήργει, συμφώνως της Διαταγής του Δικαστού, ο Μίλερ εξεφώνει: «Μία», «Δύο», «Τρεις», όσας και αι φερόμεναι επαφαί των οπισθίων του Τζατζαφίλη μετά της πέτρινης σκάφης. (Σημ. γράφοντος: κατά τη γνώμην μου, η σκάφη είχε νερό). Άμα τω πέρατι της διαδικασίας και εις εκτέλεσιν της επιβληθείσης ποινής «Αλά-Αρβανίτιτα», ο Μίλερ είπε την τελευταίαν φράσιν: «Και τώρα με γεια σου Τζατζαφίλη, είσαι ελεύθερος».

Το γεγονός αυτό (σημειώνει ο αείμνηστος Δ. Πιπερίγκος), έλαβε χώραν περί το τέλος του έτους 1879. «Την ιστορίαν αυτήν», τονίζει, «ήκουσα κατ’ επανάληψιν από συμπαραστάντας και αυτόπτας συμπολίτας μας».

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ομιλία του Δ. Πιπερίγκου, το έτος 1983, κατά τα εγκαίνια του νέου Καταστήματος της Ε.Τ.Ε. Α.Ε. στο Αγρίνιο. | 2. Χριστ. Εμμ. Θεοδωροπούλου: «Ο δρόμος Αγρίνιου – Μεσολογγίου μέσω Κλεισούρας κατά τον 19ον αιώνα», ΡΙΖΑ ΑΓΡΙΝΙΩΤΩΝ, τχ Ιανουαρίου – Μαρτίου 2012. | 3.  Φρ. Πουκεβίλ: « Ταξίδι στην Ελλάδα – Στερεά Ελλάδα», Αφοί Τολίδη 1993. | 4. Δ. Βικέλα: Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν», ΕΚΑΤΗ.
Πηγή
Φωτογραφία: Εικονίζονται οι Τσεκουραίοι
κατά την σύλληψή τους με όλο το απόσπασμα των χωροφυλάκων πίσω τους.