Ο Απόστολος (Λάκης ) Σάντας
«έφυγε» το Σάββατο 30 Απριλίου 2011 από τη ζωή,
σε ηλικία 89 ετών
Το όνομα του συνδέθηκε με το κατέβασμα της χιτλερικής σημαίας
από την Ακρόπολη, μαζί με τον Μανόλη Γλέζο, τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941.
Ο Λάκης Σάντας με καταγωγή από τη Λευκάδα, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1922 στη Πάτρα, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Το 1934, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τελείωσε το γυμνάσιο το 1940 και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία θα αποφοιτήσει μετά την Κατοχή. Το 1942, εντάχθηκε στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ. Βγήκε στο βουνό με τον ΕΛΑΣ και πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και στην Αττικοβοιωτία. Το 1944 τραυματίστηκε.
Μετά την υποστολή της σβάστικας από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης στις 30 Μαΐου του 1941, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας προσπάθησαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Όταν έμαθαν ότι ένα σουηδικό πλοίο είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι του Πειραιά για να ξεφορτώσει σιτάρι του Ερυθρού Σταυρού, με τη βοήθεια του πολύγλωσσου παλιού συμμαθητή τους Γιώργο Λαμπή, ήρθαν σε επαφή με έναν άραβα ανθυποπλοίαρχο του πληρώματος. Του ζήτησαν να τους κρύψει στο αμπάρι για να πάνε στη Χάιφα, όπου βρισκόταν τότε το αρχηγείο των ελληνικών δυνάμεων. Ο Άραβας αρνήθηκε επειδή το πλοίο φρουρούνταν από Γερμανούς, αλλά τους έδωσε οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνουν.
Το ίδιο βράδυ οι τρεις φίλοι με κίνδυνο να συλληφθούν, κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στο καράβι και να κρυφτούν πίσω από τα σακιά με το σιτάρι. Μετά από τρεις ημέρες στην «κρυψώνα» περιμένοντας τον απόπλου, ήταν σε άθλια κατάσταση. Νηστικοί, πεινασμένοι και παγωμένοι από το τσουχτερό κρύο που έκανε το Φεβρουάριο του 1942. Κάποια στιγμή φώναξαν έναν εργάτη που άδειαζε τα σακιά και τον παρακάλεσαν να τους πάει λίγο νερό. Για να τον δελεάσουν τους έδωσαν ό,τι λεφτά είχαν πάνω τους. Ο εργάτης όμως αντί για νερό τους έφερε τους Γερμανούς.
Οι τρεις φίλοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο Γερμανικό Λιμεναρχείο του Πειραιά και μετά από λίγες ώρες κατέληξαν στις φυλακές Αβέρωφ. Φυσικά οι κατακτητές δεν γνώριζαν ότι είχαν στα χέρια τους αυτούς που κατέβασαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, τους χτυπούσαν ανελέητα ρωτώντας επίμονα αν ήθελαν να πάνε στη Χάιφα. Στη συνέχεια ο ανακριτής του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, έδωσε εντολή να τους πάνε με αυτοκίνητο, τον καθένα στο σπίτι του για εξονυχιστικό έλεγχο. Μετά τις άκαρπες έρευνες και την επιμονή των νέων να αναφέρουν ότι ήθελαν να ταξιδέψουν στην ουδέτερη Σουηδία, καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια φυλάκιση ως λαθρεπιβάτες.
Στη φυλακή όμως παρέμειναν μέχρι τις 22 Απριλίου του 1942. Ο Γερμανός που τους καταδίκασε δεν είχε λάβει υπόψη του ότι εκείνη την ημέρα είχε γενέθλια ο Χίτλερ. Η διαταγή που ήρθε σύντομα σε όλες τις κατεχόμενες χώρες, ήταν εκείνη την ημέρα να δοθεί αμνηστία σε όλους τους φυλακισμένους, που είχαν ποινή μέχρι δύο χρόνια.
Μέχρι τη χάρη η ζωή στις φυλακές Αβέρωφ ήταν φρικτή. Εκτός από το καθημερινό ξυλοδαρμό, τους έβαζαν κάθε πρωί να κάνουν κρύο ντουζ και να τρέχουν γύρω από το προαύλιο. Από τους τρεις, ο Λάκης Σάντας ήταν ο πιο τυχερός και γλίτωσε σχεδόν τα μισά βασανιστήρια. Αιτία ήταν η Σόνια, μια όμορφη ηθοποιός της επιθεώρησης και φίλη της μητέρας του. Ένας νεαρός «άσσος» της γερμανικής αεροπορίας, διατηρούσε σχέσεις με την ηθοποιό και ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της.
Μια φορά που η μητέρα του Σάντα την είδε να κατεβαίνει από το αυτοκίνητό του, πήγε και της χτύπησε την πόρτα. «Σόνια σε παρακαλώ, πες στο φίλο σου τον αξιωματικό να πάει να ιδεί τον Λάκη το γιο μου στου Αβέρωφ, αφού είναι τόσο σπουδαίος και σ΄αγαπάει», της είπε. Η Σόνια δεν απάντησε, αλλά το έκανε.
Λίγες ημέρες μετά, ο αεροπόρος πήγε στη φυλακή, την ώρα που οι κρατούμενοι περίμεναν στην ουρά για να πιουν ένα υγρό, που οι Γερμανοί είχαν βαφτίσει τσάι. «Σάντα Λάκη» ακούστηκε η φωνή ενός Γερμανού και ο Έλληνας κατάλαβε ότι κάποιος γνωστός του είχε μεσολαβήσει. Το «Σάντα Λάκη» δεν είχε καμία σχέση με το «Σάντα Απόστολο» που τον φώναζαν. Τον οδήγησαν στο γραφείο του αδίστακτου ταγματάρχη των Ες Ες, που καθημερινά βασάνιζε τους κρατούμενους και έδινε τις εντολές για τις εκτελέσεις εντός των φυλακών. Ο ιπτάμενος αξιωματικός της Λουβάτφε καθόταν σε καρέκλα, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους αξιωματικούς που ήταν γύρω του όρθιοι. Ο πιλότος μίλησε στα Γερμανικά και ο διερμηνέας είπε στον Σάντα: «Ο Φον θέλει να σου πει να μην στεναχωριέσαι, έχεις χαιρετίσματα από την οικογένειά σου και τη δεσποινίδα Σόνια. Γρήγορα θα βγεις μαζί με τους δύο φίλους σου από τη φυλακή. Έδωσε σχετικές εντολές». «Τον ευχαριστώ τον κύριο αξιωματικό, εγώ και οι φίλοι μου» απάντησε ο Σάντας.
Έκτοτε, ο ήρωας που μαζί με το Μανώλη Γλέζο κατέβασαν το σύμβολο του ναζισμού από την Ακρόπολη, καθόταν στο θάλαμο περιμένοντας την αποφυλάκισή του, χωρίς να τον δέρνουν και να τον βασανίζουν. Στις 22 Απριλίου του 1942, οι τρεις νέοι περνούσαν ελεύθεροι την πόρτα των φυλακών Αβέρωφ.
Μετά την απελευθέρωση θα κυνηγηθεί για τα φρονήματα του από το επίσημο κράτος. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία και τον επόμενο χρόνο, ενώ υπηρετεί τη θητεία του στο Ναυτικό, φυλακίζεται στην Ψυττάλεια, απ’ όπου το 1948 στέλνεται στη Μακρόνησο. Αποφυλακίζεται το 1950 και διαφεύγει στην Ιταλία. Τελικά, θα εγκατασταθεί στον Καναδά, όπου θα ζητήσει πολιτικό άσυλο.
Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα, με προτροπή του πατέρα του, αλλά συνελήφθη και πάλι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Μέχρι τη συνταξιοδότησή του έκανε διάφορες δουλειές για να συμπληρώσει τα απαραίτητα ένσημα.
Ο Λάκης Σάντας διακρινόταν για τη σεμνότητά του. Ο ίδιος σε συνεντεύξεις του συνήθιζε να λέει: «Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα, γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την Αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, “ανώνυμοι”».
Τον Σεπτέμβριο του 2010 εκδόθηκε το βιβλίο του «Μια νύχτα στην Ακρόπολη: Μνήμες από μία σπουδαία εποχή» («Βιβλιόραμα»), στο οποίο εκφράζει τις σκέψεις του για εκείνη τη νύχτα που καθόρισε την υπόλοιπη ζωή του.
Σε μια από τις λιγοστές δημόσιες δηλώσεις του, ο Λάκης Σάντας είχε μιλήσει στον «Ριζοσπάστη», με αφορμή το αντικομμουνιστικό Μνημόνιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στη δήλωσή του, που δημοσιεύτηκε στον «Ρ» στις 12/1/2006, έλεγε μεταξύ άλλων:
«Σχετικά με το ψήφισμα της Πολιτικής Επιτροπής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (…) δηλώνω, ως εκπρόσωπος νεκρών (συγγενών μου και συναγωνιστών μου), ότι αποτελεί το μνημόνιο αυτό κατάπτυστη αισχύνη και προσβολή στις εκατόμβες, τα εκατομμύρια των νεκρών, που έπεσαν μαχόμενοι στα πεδία των μαχών, των αιθέρων και των θαλασσών, ως και στα μπουντρούμια και στα στρατόπεδα του ναζιστικού τέρατος. Καθώς, επίσης, αποτελεί προσπάθεια παραχάραξης της σύγχρονης Ιστορίας και ιστορικής μνήμης και αισχρή συκοφάντηση του μεγάλου και θαυμαστού αντιφασιστικού αγώνα των λαών, όπου και οι κομμουνιστές μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες πατριώτες, πολέμησαν το ναζισμό – φασισμό – μιλιταρισμό (…)».