Όλα κύριε Νίκο είναι εδώ

Στις 8 Δεκεμβρίου του 1911 ή του 1914
ξεκινάει η διαδρομή ενός υπερρεαλιστή
από την Ασέα της Αρκαδίας ως την… Αθανασία
Τον έλεγαν Νίκο και ήταν φίλος του Μάνου…

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 ή το 1914. «Ο πατέρας του Νίκου Γκάτσου ήταν μετανάστης στην Αμερική, αλλά έκανε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα. Σ” ένα από αυτά έπαθε πνευμονία πάνω στο καράβι και πέθανε, δυο μέρες πριν φτάσουν στη Νέα Υόρκη. Τον πέταξαν στην θάλασσα. Το μαντάτο έφτασε στο χωριό του Γκάτσου, την Ασέα Αρκαδίας, ένα μήνα μετά. Η μητέρα του ήταν, κατά τις διηγήσεις του Νίκου, πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος. Γύρισε από το πάνω μέρος του χωριού με το μαντίλι κατεβασμένο κι όταν μπήκε στο σπίτι ξέσπασε σε κλάμα. Ο Νίκος ήταν τότε πέντε χρονών. Τρόμαξε τόσο, που από τότε τρέμανε τα χέρια του σε όλη του τη ζωή…», διηγήθηκε η σύντροφός του Αγαθή Δημητρούκα.

Έρχεται στην πρωτεύουσα στα δεκαοχτώ του μαζί με την μάνα και την αδερφή του, όταν πέρασε στην Φιλοσοφική Αθηνών. «Τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος μας είχε φτάσει (…) με πλήρη εξάρτυση: Με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια την δημοτική παράδοση που κυκλοφορούσε στο αίμα του», έγραψε για κείνον ο φίλος του, Οδυσσέας Ελύτης.

Με τον Ελύτη γνωρίζεται ένα βράδυ του ’36 ενώ χάζευαν έξω απ’ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων`. Φανατικοί και οι δυο της μοντέρνας ποίησης και του υπερρεαλισμού, γίνονται αμέσως φίλοι. Οι δυο τους μαζί με τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη, τον Καραντώνη, τον Σαραντάρη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Αντωνίου, και κάμποσους άλλους νέους, σχηματίζουν μια παρέα, τον πυρήνα της νεώτερης ποίησης, και προωθούν τις απόψεις τους μέσα από το περιοδικό Νέα Γράμματα. Μαζί με τον Ελύτη μάλιστα ιδρύει το πρώτο φιλολογικό καφενείο της γενιάς τους, το Ηραίον, στην διασταύρωση των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Στις δύο το βράδυ, μας πληροφορεί ο Ελύτης, όταν έκλεινε το καφενείο, ένα πλήθος νέων ξεχύνονταν στους γύρω δρόμους «κι άρχιζαν ατελείωτες συζητήσεις κάτω απ’ τους ευκαλύπτους, συχνά ως τις τρεις και τέσσερις το πρωί», υπό το άγρυπνο και φιλύποπτο βλέμμα των χωροφυλάκων.

Το 1937 η παρέα σκόρπισε, ο Κατσίμπαλης πήγε στο Παρίσι, ο Σεφέρης στην Κορυτσά, ο Ελύτης στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Ο Γκάτσος μένει στην Αθήνα και μαζί με τον Καραντώνη συνεχίζουν την έκδοση των Νέων Γραμμάτων. Ο πόλεμος και η ναζιστική κατοχή δεν σταμάτησε την πνευματική ζωή. Το 1943 μάλιστα έμελε να είναι μια σημαδιακή χρονιά για τα νεοελληνικά γράμματα. Εκδίδεται το μοναδικό ποίημα που έγραψε ο Νίκος Γκάτσος η Αμοργός και ο Ήλιος ο Πρώτος του Οδυσσέα Ελύτη.

Το πνευματικό κατεστημένο όμως δεν κατανόησε την σημασία αυτών των έργων, και ιδίως στην περίπτωση της Αμοργού επιδόθηκε σε ειρωνείες και λοιδορίες. Ο Ελύτης για να υπερασπιστεί το έργο του φίλου του έγραψε το κείμενο Ποιητική Νοημοσύνη, όπου επισημαίνεται για πρώτη φορά η σημασία της Αμοργού. «Δεν θα επιχειρήσω εδωπέρα καμιά κριτική για την Αμοργό, παρόλο που θα “θελα να μιλήσω μια μέρα για τον τρόπο που ξαναφέρνει στην αισθητική του 20ου αιώνα το επικολυρικό ύφος, την εντέλεια του ρυθμού, που έρχεται να θυμίσει πόσο δύσκολο πράγμα είναι ο σωστός ελεύθερος στίχος, για το παράδοξο σύμπλεγμα της γερμανικής (χαιλντερλινικής, θα έλεγα) αντίληψης του ρομαντισμού, με τον sui generis δωρικό ρομαντισμό της Μάνης, τέλος για τον πειστικό τόνο της φωνής του, και τις ωραίες, τις υπέροχες κάποτε, εικόνες του…».

Τότε, το 1943, έρχεται στου Λουμίδη ένας ακόμη νέος, μ’ ένα μάτσο μέτριους στίχους στην τσέπη. Τους διαβάζει στους νέους ποιητές, μα κανένας απ’ την παρέα δεν δείχνει να ενδιαφέρεται. Τότε ο νεαρός αλλάζει σκοπό: Ισχυρίζεται πως είναι μουσικός, συνθέτης μάλιστα, και ότι έχει γράψει μουσικές για την Αμοργό και τις Παραλλαγές σε μία αχτίδα. Είναι ο Μάνος Χατζιδάκις, ο στενότερος φίλος, μαθητής και συνομιλητής του Νίκου Γκάτσου, για τα επόμενα πενήντα χρόνια σχεδόν. Βλέπονταν καθημερινά, συζητούσαν διαρκώς και συνεργάστηκαν με μοναδική αρμονία. Η αρχή έγινε το ’48 με τον Ματωμένο Γάμο που μετάφρασε ο Γκάτσος και μελοποίησε ο Χατζιδάκις. Το ’49 το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει το «Λεωφορείον ο Πόθος», πάλι σε μετάφραση Γκάτσου. Από εκεί είναι και το «Χάρτινο το Φεγγαράκι», που σημάδεψε την αντίληψη των νεοελλήνων περί μουσικής και τραγουδιού. Το 1966 με την περίφημη «Μυθολογία» τους άρχισαν συνειδητά πλέον να σχεδιάζουν τους περίφημους κύκλους τραγουδιών του, ο ένας την μουσική ο άλλος τους στίχους.

 

Ελύτης και Γκάτσος

 

Πολλοί τοποθετούν τον Γκάτσο ανάμεσα στους υπερρεαλιστές, αλλά ο Γκάτσος απλώς χρησιμοποίησε την φόρμα του υπερρεαλισμού, γιατί τότε ήταν ο πιο πρόσφορος και φρέσκος τρόπος για να εκφράσει τις απόψεις του για την τέχνη και την ζωή. Γι’ αυτό άλλωστε ο ίδιος ο Γκάτσος, ως στιχουργός πλέον, φρόντισε από νωρίς να απομακρυνθεί από το υπερρεαλιστικό περιβάλλον και να αποβάλει τις υπερρεαλιστικές φόρμες. Διέβλεπε ίσως πως ο υπερρεαλισμός από φρέσκο κι ολίγον τι περιθωριακό κίνημα σύντομα θα γινόταν μόδα, κατεστημένο, τροχοπέδη εντέλει. Άφησε τους υπερρεαλισμούς και τις μανιέρες του για τους σύγχρονους και τους μεταγενέστερους στιχουργούς, που αναζητούν άλλοθι να περιβάλουν την αταλαντοσύνη τους. Ο ίδιος πατάει γερά στην γη, δηλαδή σε μια παράδοση στιχουργική που ξεκινάει από τα χρόνια του Ομήρου, και φτάνει στις μέρες μας μέσω του Δημοτικού και του Ρεμπέτικου τραγουδιού -και φυσικά περιέχει και τον υπερρεαλισμό.

Ο Γκάτσος εγκαταλείπει την ποίηση και ουσιαστικά δεν επιχειρεί μετά την Αμοργό να ξαναγράψει ποίημα. Μεταφράζει κάποια θεατρικά έργα και γράφει στίχους. Εκτός του «Ματωμένου Γάμου» και του «Λεωφορείον ο Πόθος», που αναφέραμε, μετέφρασε το «Περιμπλίν» και «Μπελίσα», το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», τον «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και την «Παραλογή του Μισοΰπνου» του Λόρκα. Ακόμη τον «Πατέρα του Στριντμπεργκ», την «Υψηλή Εποπτεία» του Ζενέ, το «Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα» του Ο” Νιλ, το «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε ντε Βέγα και κάποια μονόπρακτα του Τ. Ουίλιαμς.

Ο Γκάτσος ήταν όλα αυτά, ποιητής, στιχουργός, μεταφραστής, εραστής, μα πάνω απ όλα ίσως ήταν δάσκαλος. «Την μεγάλη σημασία του την αντλεί από το ότι είναι ένας μεγάλος δάσκαλος που διδάσκει όσους έχουνε την τύχη να του πούνε “καλημέρα”, αν και κείνος θελήσει να τους πει «καλημέρα» και να συνεχίσει. Άλλωστε «οι μεγάλοι δάσκαλοι δεν είχαν μια ειδική σχολή όπου διδάσκανε· έπρεπε να πετύχουν μαθητές που θα ήθελαν να εκμαιεύσουν από αυτούς την διδασκαλία. Αυτή είναι και η περίπτωση του Γκάτσου», έχει πει ο Μάνος Χατζιδάκις, ένας απ’ τους ανθρώπους που επανειλημμένα έχουν εκφράσει την ευγνωμοσύνη τους στον δάσκαλο Νίκο Γκάτσο.

«Έγραψε μοναδικά τραγούδια», συνεχίζει. «Όλα τα ακριβά στοιχεία της ποίησής του τα έκανε στίχους που κινητοποίησαν τη ναρκοθετημένη νεοελληνική ευαισθησία, “έτσι καθώς κοιμόταν αναίσθητη” μες στην απέραντη αισθηματολογία των στιχουργών και των επιθεωρησιογράφων».

Η συνεργασία του με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής – τον Μάνο Χατζηδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο, Μάνο Λοίζο, Γιώργο Χατζηνάσιο, Δήμο Μούτση και άλλους, άλλαξαν για πάντα το ελληνικό τραγούδι. Μερικά από αυτά, πολυαγαπημένα και χιλιοτραγουδισμένα είναι τα εξής: Χάρτινο το φεγγαράκι, Άσπρο περιστέρι, η μπαλάντα του Ούρι, η μικρή Ραλλού, Ηρθε ο καιρός, Αθανασία, Άσπρη μέρα, Μάτια Βουρκωμένα, ο Γιάννης ο φονιάς, Έβαλε ο Θεός σημάδι, Τα’ αστέρι του βοριά, Έλα σε μένα.

Το 1991, ο Γκάτσος, γράφει το τελευταίο του τραγούδι . Έχει το συμβολικό τίτλο «Το ταξίδι» και είναι το τελευταίο του κοινό ταξίδι με τον Μάνο Χατζηδάκη. Στις 12 Μαϊου 1992 έφυγε για το δικό του μεγάλο ταξίδι αφήνοντας συντροφιά μας τα ακριβά στοιχεία της ποίησής του να τα τραγουδάμε ξανά και ξανά και να ονειρευόμαστε!

 

 

Η βράβευση του Νίκου Γκάτσου από το Δήμο Αθηναίων το 1987. Διακρίνονται από αριστερά: Γιάννης Ρίτσος, Αλέξανδρος Μινωτής, Νίκος Γκάτσος και Ελένη Βλάχου.Η βράβευση του Νίκου Γκάτσου από το Δήμο Αθηναίων το 1987. Διακρίνονται από αριστερά: Γιάννης Ρίτσος, Αλέξανδρος Μινωτής, Νίκος Γκάτσος και Ελένη Βλάχου.

«Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Μας αποκάλυψε σε όλο το ποιητικό του μεγαλείο τον Λόρκα. Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος κατά τον Μάνο Χατζηδάκη. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τις πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ…Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής». Οδυσσέας Ελύτης.

 

 

Για τον Γκάτσο

Πρώτη γνωριμία με την Αγαθή Δημητρούκα

«Το χαρακτηριστικό της πρώτης μου συνάντησης με τον Γκάτσο ήταν αυτό των ανθρώπων που σαν να έχουν γνωριστεί από πριν με κάποιον τρόπο. Μια αμοιβαία εμπιστοσύνη και μια «φτιαγμένη» ατμόσφαιρα πέραν του τρακ της στιγμής. Ο Νίκος κατέβηκε στο Μεσολόγγι στις 17 Μαΐου του 1975, για τα γενέθλιά μου. Έμπαινα στα 17. Τον ήξερα μόνο από τα τραγούδια, ούτε καν πώς έμοιαζε εμφανισιακά. Είδα την εικόνα ενός αστού, εγώ που τότε έτρεχα με τις αριστερές μαθητικές οργανώσεις.

Αρχοντάνθρωπος, ψηλός, με το κοστούμι του, με την κοιλάρα του, ήρθε με τα δώρα του, ελβετικές σοκολάτες και δίσκους διαφόρων που του είχα ζητήσει. Μου φάνηκε σαν να ήρθε μπαρουτοκαπνισμένος, μένοντας κιόλας στο ξενοδοχείο «Ξενία» στο λιμάνι του Μεσολογγίου, που δίπλα ήταν ο παλιός ανεμόμυλος. Όλα τα ηρωικά ήρθαν κι έδεσαν! Αγκαλιαστήκαμε και με το αυτοκίνητο κινήσαμε για το χωριό, για το σπίτι μου. Τον βλέπει ο πατέρας μου, ανάπηρος στην πολυθρόνα του, και του φωνάζει «καλώς τον γέροντα» με την έννοια του «δημογέροντα» (γέλια)!

Ο Νίκος ήταν γεννημένος το 1911, ο πατέρας μου το 1905. Η μάνα μου είχε ετοιμάσει εδέσματα, είχε φτιάξει έναν κόκορα κι ένα γλυκό που δεν της είχε πετύχει, δεν είχε φουσκώσει. Οι γονείς μου είχαν, όσο μπορούσαν, επίγνωση του ποιος έμπαινε στο σπιτικό μας, ειδικά ο πατέρας μου που ήξερε γράμματα και με έσπρωχνε κι εμένα προς τα κει. Η μάνα μου ήταν γυναίκα του χωριού, ξωμάχος που δούλευε στα χωράφια. Είχαν έρθει και φίλες μου να τον γνωρίσουν». (Ο άγνωστος Νίκος Γκάτσος μέσα από τις αφηγήσεις της Αγαθής Δημητρούκα)

 

Διάλογος
(Από τη μαρτυρία του ίδιου του Σαββόπουλου) 

  • Σαββόπουλος: Η εμπορευματοποίηση της τέχνης κύριε Γκάτσο οδηγεί σε μια κατάσταση όπου κάποιες «μηχανές» παράγουν πλέον τέχνη και όχι ο άνθρωπος.
  • Γκάτσος: Σωστά κύριε Σαββόπουλε, είναι πολύ πιθανό να συμβεί κάτι τέτοιο.
  • Σαββόπουλος: Και τι κάνουμε εμείς οι καλλιτέχνες κύριε Γκάτσο; θα επιτρέψουμε να κάνουν τη δουλειά μας οι μηχανές;;
  • Γκάτσος: Για την τέχνη ενδιαφέρεστε κύριε Σαββόπουλε ή για τον εαυτό σας;

 

Μανώλης Μητσιάς

«Ο Γκάτσος ήξερε την ψυχολογία του νεοέλληνα, την ήξερε καλά. Αυτόν τον ευδαιμονισμό που κυριαρχεί πια σήμερα απ’ άκρου εις άκρον στη χώρα μας. Πως ο Έλληνας το μόνο που κοιτάει πια είναι πώς θα τα οικονομήσει, για να πάει κατευθείαν μετά στα μπουζούκια να τα σπάσει, να τα ξοδέψει όλα τα λεφτά του, αν γίνεται, με τον πιο ευτελή τρόπο.

Θυμάμαι, το ’75 του λέω: «Κύριε Γκάτσο, με ζητάνε να κατέβω κι εγώ στην παραλιακή, στα μαγαζιά τα μεγάλα». Τότε ήσαν στις μεγάλες του δόξες ήδη τα «Δειλινά», η «Νεράιδα», ξέρετε. Κι εγώ ήμουνα ακόμα στις μπουάτ, με ψίχουλα. «Τι να κάνω;», του λέω. «Να πάω;». «Παιδί μου, δεν πας;». «Μα, κύριε Γκάτσο…». «Παιδί μου, μήπως έχεις την εντύπωση πως αυτοί έρχονται ακόμα στην Πλάκα γιατί τους κρατάνε αυτά που γράφουμε εγώ κι ο Χατζιδάκις;». «Γιατί έρχονται τότε;». «Γιατί δεν έχουνε ακόμα κι αυτοί λεφτά. Μόλις βρούνε κι αυτοί το χιλιάρικο, στα «Δειλινά» θα τρέξουνε κι αυτοί. Τι νομίζεις;». Κι είχε απόλυτο δίκιο, το κατάλαβα μετά…»

 

Γιώργος Χρονάς

«Όταν κυκλοφορεί η Aμοργός ο Xατζιδάκις είναι 18 χρονών. Όταν αρχίζει να τον ενδιαφέρει μουσικά είναι 45. Στην πραγματικότητα η Aμοργός απασχολεί συνεχώς τον Mάνο Xατζιδάκι, από το 1970 έως το 1987, και έτσι όπως την ακούω τώρα ξανά και ξανά στο δίσκο από τον Σείριο φαντάζει σαν η ελληνική απάντηση στη λατινική λειτουργία του Pέκβιεμ, με τα μέρη Kύριε Eλέησον, Agnus Dei, Dies irae –Oργή θεού–, αποσυρμένο μέρος από το 1932 από τους συνθέτες και λιμπρετίστες γιατί η οργή του θεού έγινε αγάπη –Sanctus, In Paradisum… Kαι αν περνάγαμε στην αγγλική τελετή, στο αγγλικό τελετουργικό της τέχνης της ποιήσεως, η Aμοργός μπορεί να διαβαστεί σαν αντίστιξη απέναντι στην τραγική ελεγεία Άδωνις του Πέρση Mπυς Σέλλεϋ, γραμμένο για το θάνατο, από πνιγμό, του ποιητή Tζον Kητς.

Aν επιζεί η ποίηση στους βιαστικούς και σκοτεινούς καιρούς μας είναι γιατί κρύβει ένα μυστήριο, σαν αυτό που κρύβει η Aμοργός του Nίκου Γκάτσου, –διαβασμένη για την πιο υψηλή σύνθεση, την κορύφωση στο έργο του Mάνου Xατζιδάκι.»

 

Αγαθή Δημητρούκα:
«Ο Νίκος Γκάτσος «έφυγε» στο νοσοκομείο στις 12 Μαΐου του 1992

Παρόλο που εγώ τον ήθελα στο σπίτι, δεν γινόταν να είναι ελεγχόμενοι οι πόνοι του χωρίς γιατρούς και με την κατάλληλη αγωγή τη στιγμή εκείνη. Επίσημη αιτία θανάτου του ήταν καρκίνος των χοληφόρων οδών. Είχε ένα πρόβλημα με τη χολή του, το οποίο είχε αφήσει, δηλαδή αν είχε την βγάλει πριν από χρόνια, που έπρεπε, μάλλον δεν θα έφευγε απ’ αυτό.

Τον πένθησα περισσότερο το διάστημα της ασθένειάς του… Το πένθος της αναχώρησής του ήθελα να το απωθήσω. Προσπαθούσα να κάνω άλλα πράγματα, ξεκίνησα ας πούμε την αντιγραφή της πρώτης έκδοσης της «Αμοργού» με πολύ ωραία γράμματα, σαν ασκήτρια.

Ο Μάνος έφυγε δύο χρόνια μετά και δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος της απώλειας. Με τον Νίκο συνειδητοποίησα το μέγεθος της αγάπης, αλλά και την αρνητική πλευρά της. Η αγάπη δηλαδή είναι μια μαγική υπόθεση που την εισπράττεις και μετά θες να την επιστρέψεις. Πολλές φορές, λοιπόν, δίνεις την αγάπη σε επόμενα πρόσωπα που δεν την αξίζουν!»

 

 


Διαβάστε όλα τα αφιερώματα σε ΠΡΟΣΩΠΑ
κάνοντας clik πάνω στο λογότυπο που ακολουθεί

AgrinioStories Πρόσωπα