Στις 16 Φεβρουαρίου του 1879
οι εργάτες του Ναυπηγείου της Σύρου ξεκίνησαν απεργία
Είναι η πρώτη καταγεγραμμένη απεργία στην Ελλάδα.
H απεργία κράτησε μια εβδομάδα
και τερματίσθηκε με την αποδοχή των αιτημάτων
από τη διοίκηση της εταιρείας
Η Σύρος πρωταγωνιστεί στο ξεκίνημα των εργατικών αγώνων στην Ελλάδα.
Οι απεργίες που ξεσπούν στην Σύρο το 1879, είναι οι πρώτες στην χώρα μας αλλά και στο εξωτερικό. Οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες του Σικάγο που είναι γνωστότεροι και αυτούς γνωρίζει ο κόσμος ΔΕΝ είναι οι πρώτοι, αφού καταγράφονται το 1881.
Και όμως… Είχε προηγηθεί η Σύρος με τους χιλιάδες εργάτες που είχαν αρχίσει να ξεσηκώνονται και να πρωτοστατούν σε πρωτόγνωρους για τον κόσμο της εποχής εργατικούς αγώνες απαιτώντας κοινωνικά και εργατικά δικαιώματα των εργαζόμενων.
Γιατί όμως στη Σύρο; Είναι απλός ο λόγος.
Η Σύρος ήταν η μοναδική ελληνική πόλη και από τις γνωστότερες της εποχής στην Ευρώπη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εργατούπολη γνώστη σε όλο τον κόσμο ως κύριο εμπορο-ναυτιλιακό και βιομηχανικού κέντρου της μεσογείου. Λίγες άλλες πόλεις στην Ευρώπη θα μπορούσαν να διεκδικούν το προνόμιο του ονόματος «εργαζόμενου» όσο η Ερμούπολη. Υπήρχαν φυσικά εργατουπόλεις στην Αγγλία, στην Γερμανία, στην Ιταλία. Αλλά αυτές δεν είχαν ένα σημαντικό και σπουδαίο στοιχείο. Τους Έλληνες εργαζόμενους που πάντα διεκδικούν με πάθος την ελευθερία και τα δικαιώματα τους.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ και ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Πριν προχωρήσουμε στις αιτίες, τις εξελίξεις και τις συνέπειες των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, επιτρέψτε μου να σας κάνω μια σύντομη πλην όμως αναλυτική περιγραφή της εικόνας που επικρατούσε στην Σύρο το 1879. Διαβάστε προσεκτικά σας παρακαλώ πως εμφανίζεται η κοινωνικοοικονομική κατάσταση που επικρατούσε στη Σύρο. Αυτό θα σας βοηθήσει στην κατανόηση των γεγονότων που θα διαβάσετε παρακάτω.
Βρισκόμαστε περίπου λίγο μετά τα μέσα και προς το τέλος της δεκαετίας του 1800. Στην Ελλάδα απουσιάζουν εντελώς οποιεσδήποτε μορφές εργατικής οργάνωσης και διεκδίκησης που θα επέτρεπαν να μιλάμε για κάποιο εργατικό κίνημα. Η εικόνα των εργατών στην Ελλάδα μια εικόνα ενός εργάτη ή μιας εργάτριας που δουλεύει με το κεφάλι χαμηλά και την πλάτη να λυγίζει βαριά και κουραστικά από το βάρος της δουλειάς. Μίας δουλειάς που πολλές φορές ξεπερνά τα όρια των ανθρωπίνων ορίων αντοχής αλλά και υγιεινής.
Οι εργάτες δουλεύουν πολλές ώρες σχεδόν από το πρωί ως το βράδυ. Χειρονακτικά, με ελάχιστα χρήματα ή για ένα πιάτο φαγητό που δεν έφτανε για να ταΐσει όλη την οικογένεια και κάτω από απίθανα δύσκολες απάνθρωπες πολλές φορές συνθήκες. Μεγάλο και σημαντικό ρόλο παίζει το γεγονός πως την εποχή εκείνη η πλειονότητα των εργατών στην Ελλάδα είναι αναλφάβητοι, φτωχοί ζώντας κάτω από πολύ χαμηλού επιπέδου κοινωνικές παροχές και με ελάχιστες γνώσεις. Η κατάσταση αυτή δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Λίγο – πολύ, όπου υπάρχουν εργοστάσια και εργάτες η κατάσταση είναι πανομοιότυπη. Παράλληλα με τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, στην Ευρώπη αρχίζουν να ανάβουν μερικές σπίθες αντίδρασης των συνθηκών εργασίας των ανθρώπων.
Στην Ευρώπη έχει ξεκινήσει σε μερικές από τις μεγάλες Βιομηχανικές χώρες η συγκρότηση και δράση της Α’ Εργατικής Διεθνούς (1864-74) με αρκετές εργατικές αναταραχές.
Αυτά μαθαίνονται μυστικά στην Ελλάδα (τότε τα μέσα κυκλοφορίας των ειδήσεων αργούσαν πολύ να φτάσουν στην Ελλάδα αλλά και όταν έφταναν είχαν μεγάλη λογοκρισία αφού ελέγχονταν και λογοκρινόταν). Αυτές οι αναταράξεις και μικρές εξεγέρσεις άτυπες ακόμα και ανοργάνωτες, δεν αφήνουν αδιάφορους τους Έλληνες εργάτες που σιγά σιγά ξυπνούν και «πονηρεύονται» ότι κάτι συμβαίνει και με άλλους συναδέλφους τους στο εξωτερικό.
Το 1869, δύο χρόνια πριν από την Κομμούνα του Παρισιού, που αποτέλεσε το αποκορύφωμα του Ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος αυτής της περιόδου, εκδόθηκε από την Εταιρεία των Φίλων του Λαού ένα φυλλάδιο με τίτλο “Εγκόλπιον του Εργατικού Λαού ή συμβουλαί προς χειρώνακτας”, στο οποίο, μεταξύ άλλων, προειδοποιούνται οι εργάτες για το ατόπημα που συνιστά η κάθοδος σε απεργία.
Στην φτωχή Ελλάδα θα χρειαστούν να περάσουν άλλα δέκα χρόνια μέχρις ότου να τολμήσουν οι Έλληνες εργάτες να σηκώσουν κεφάλι.
Και αυτοί που το σηκώνουν με ηρωισμό και τόλμη είναι οι Συριανοί.
Τόπος εκδήλωσής του πρώτου λύχνου εξέγερσης είναι η Σύρος, η μοναδική ελληνική πόλη της εποχής χαρακτηρισμένη εργατούπολη και αναγνωρισμένη ήδη εθνικά και διεθνώς ως κύριου εμπορο-ναυτιλιακού και βιομηχανικού κέντρου της χώρας και της Μεσογείου.
Η Ερμούπολη, κατά τη δεκαετία του 1870, ήταν ένα από τα αξιολογότερα αστικά κέντρα της Ελλάδος με 21 χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι δυόμιση χιλιάδες ήταν εργάτες. Βασικές οικονομικές δραστηριότητές της αποτελούσαν το εσωτερικό και το εξωτερικό εμπόριο. Οι ιστορικές συγκυρίες στην μέση των οποίων είχε δημιουργηθεί η Ερμούπολη είχαν ως αποτέλεσμα η πόλη να «ειδικευθεί στους κλάδους εκείνους τους οποίους τροφοδοτούν οι κυρίαρχοι τομείς της οικονομικής ζωής της, οι δυο της πνεύμονες, οι δύο δρόμοι μέσα από τους οποίους αναζητά και συντηρεί τα εξωτερικά της στηρίγματα: Δηλαδή το εμπόριο και η ναυτιλία, η βιοτεχνία και βιομηχανία, της οποίας κυριότερες μονάδες ήταν το ναυπηγείο, τα μηχανουργεία, τα βυρσοδεψεία και οι αλευρόμυλοι. Δραστηριότητες που θα καταστήσουν την Ερμούπολη μια πόλη – σταθμό στο δρόμο της εξάπλωσης του δυτικού καπιταλισμού.
Η Σύρος εκείνη την εποχή παίζει τον σπουδαιότερο ρόλο στην ιστορία της Ευρώπης (κάτι που θα χάσει στην συνέχεια όταν αρχίσει να αναπτύσσεται ο Πειραιάς). Η Σύρος και ειδικότερα η Ερμούπολη ήταν το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου της Ανατολής. Η εμπορική της κίνηση απ’ τα 1850 και ύστερα κάνει τους μεγαλέμπορους της Αγγλίας να τη θαυμάζουν. Τόσο ψηλά έφτασε η οικονομική της ακμή, που οι Εγγλέζοι έμποροι όταν έλεγαν Ελλάδα εννοούσαν τη Σύρο. Η Σύρος γίνεται ως τα 1875 το πρώτο λιμάνι, η πρώτη σπουδαιότερη σκάλα, όχι μόνο της Ελλάδας, μα και της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Μερικά γεγονότα δείχνουν την σπουδαιότητα και προοδευτικότητα της Σύρου
Στα 1855 κιόλας συστήθηκε στη Σύρο η πρώτη Ελληνική Ατμοπλοΐα. Παράλληλα και το εμπόριο χρόνο με το χρόνο αναπτύσσεται και μεγαλώνει. Κυρίως το εμπόριο της «μανιφατούρας» στη Σύρα παίρνει μιαν εξαιρετική ανάπτυξη.
Ο Τιμολέων Αμπελάς, το 1870, χώριζε το εμπόριο της Ερμούπολης σε πέντε κατηγορίες. Εισαγωγικό, εξαγωγικό, διαμετακομιστικό, μεταγωγικό και συναλλαγματικό. Αναφορικά με την εμπορική ναυτιλία της Σύρου μας πληροφορεί ότι την ίδια χρονιά αποτελούνταν από 567 ιστιοφόρα Α’ τάξεως, 875 Β’ τάξεως και 12 ατμοκίνητα πλοία. Η βυρσοδεψική βιομηχανία αποτελούνταν από δέκα βιομηχανικές μονάδες, εκ των οποίων ξεχώριζαν οι τέσσερις, ενώ υπήρχαν τέσσερις αλευροποιητικές μονάδες, 8 μονάδες σιδηρουργικής βιομηχανίας με κορυφαία το «Εργοστάσιο Ελληνικής Ατμοπλοΐας», δύο εργοστάσια υαλουργικής βιομηχανίας, ένα εργοστάσιο βαμβακουργικής και νηματοκλωστικής βιομηχανίας, ατμομηχανικό εργοστάσιο σχοινοπλοκείου, Ατμομηχανικό ελαιοχρωματοτριβείο, τυπογραφεία, ζαχαροπλαστική και λουκουμοποιία, εργοστάσια πηλοπλαστικής και ξοανοποιητικής, πιλοποιείο, καταστήματα φωτογραφικής, δώδεκα ανώνυμες ασφαλιστικές εταιρίες και διάφορα υποκαταστήματα εταιριών που είχαν έδρα την Αθήνα.
Πώς άρχισε όμως η οικονομική κρίση; Καινούργιες συγκυρίες. Αυτήν την φορά καθόλου ευνοϊκές.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 η ένταση που επικρατεί στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία εξαιτίας των γεγονότων στην Κρήτη φέρνει σε άσχημη οικονομική κατάσταση τη Σύρο λόγω του ότι το 1/4 των εισαγωγών της και το 1/3 των εξαγωγών της γίνονταν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1869 οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών θα αποκατασταθούν, αλλά οι άσχημες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν στις Κυκλάδες την προηγούμενη χρονιά προκάλεσαν μια σημαντική πτώση στη γεωργική παραγωγή που είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των εμπορικών συναλλαγών της Σύρας και των Κυκλάδων, αλλά και την αδυναμία των γεωργών να πραγματοποιήσουν τις συνηθισμένες προμήθειές τους λόγω του ότι δεν είχαν ρευστό.
Στο μεταξύ, στα 1870 ξέσπασε ο Γαλλοπρωσικός που δημιούργησε σημαντικά προβλήματα στις εμπορικές συναλλαγές της Ερμούπολης με τη Γαλλία (Την περίοδο 1850 – 1870 οι γαλλικές εξαγωγές στη Σύρα κατείχαν τη δεύτερη θέση, με πρώτη την Αγγλία).
Δυστυχώς όπως ήταν φυσικό, τα προαναφερόμενα γεγονότα επιτάχυναν τις διαδικασίες αποσύνθεσης του Συριανού εμπορίου και από τη δεκαετία του 1870 οι Ελλαδίτες και ανατολίτες έμποροι άρχισαν να συναλλάσσονται μόνοι τους με την Ευρώπη παραγκωνίζοντας την Ερμούπολη.
Έτσι λοιπόν η βιομηχανία της Σύρου άρχισε να μετασχηματίζεται εξ’ αιτίας αυτής της οικονομικής κρίσης που προκάλεσαν οι πόλεμοι της εποχής εκείνης, η ανάπτυξη νέων εμπορικών κέντρων αλλού (Η άνθιση του Πειραιά ήταν μια από αυτές και ο ισθμός της Κορίνθου ένας άλλος λόγος) η επικράτηση των ατμόπλοιων έναντι των ιστιοφόρων που κατασκεύαζε το ναυπηγείο, καθώς κι άλλοι παράγοντες. Η παραγωγή του ναυπηγείου, η οποία είχε ατονήσει στην προηγούμενη δεκαετία, κατόρθωσε να ανακάμψει για λίγο, αλλά έπειτα μειώθηκε δραματικά, με συνέπεια το 1882 να εργάζονται σε αυτό 200 άτομα και στο τέλος του αιώνα να υπάρχουν μόνον 3 – 4 ναυπηγοί.
Το 1876 θα ξεσπάσει κρίση που θα αγκαλιάσει το σύνολο της βιομηχανίας της Βυρσοδεψίας. Οι εξαγωγές των Συριανών θα πέσουν κατά 50% κι ένας μεγάλος αριθμός εργατών θα απολυθεί από τις εργασίες του ή θα ημιαπασχολείται. Η κρίση αυτή θα διαρκέσει μέχρι τη δεκαετία του 1890 και θα οδηγήσει σε πτώχευση, στα 1891, ένα από τα μεγαλύτερα βυρσοδεψεία της πόλης, αυτό του Αντωνίου Καλουτά.
Δυστυχώς την ίδια περίοδο αρχίζει και στην ναυπηγική βιομηχανία κρίση που ήρθε ως αποτέλεσμα της εισαγωγής των ατμομηχανών στις θαλάσσιες συγκοινωνίες και μεταφορές. Ο ατμός κάνει την μεγάλη ζημιά αφού επέφερε σημαντική μείωση του κόστους των μεταφορών, στη Μεσόγειο.
Αυτό σημαίνει πως η Σύρος που κατασκεύαζε ιστιοφόρα χάνει τη μάχη από τα ατμόπλοια.
Η Νομισματική κρίση και οι πρώτοι αγώνες
Στις αρχές του 1879 η Σύρος νιώθει τις συνέπειες μιας παγκόσμιας νομισματικής κρίσης.
Ποια είναι όμως αυτή η περιβόητη νομισματική κρίση
που τόσο κακό έκανε στη Σύρο μας;
Κατά την περίοδο που συζητάμε, οι συναλλαγές στη Σύρο γίνονταν με ξένα νομίσματα, κυρίως ρωσικά αλλά και τουρκικά τα όποια υποτιμώνται τραγικά χαμηλά. Κάτι το ποιο είναι σχετικά άγνωστο στον πολύ κόσμο είναι ότι εκείνη την εποχή οι περισσότεροι Έλληνες εργάτες αμείβονταν σε ρώσικο νόμισμα και ενίοτε και με Τουρκικό. Παράλληλα τα ελληνικά κέρματα, είχαν τραβηχτεί στο εξωτερικό από διάφορους χρηματιστές, κι έτσι οι έμποροι κι ο κοσμάκης αναγκάζονταν να αγοράζουν και να πουλούν με ξένο νόμισμα. Η δραχμή, όπου έκανε την εμφάνισή της, κυκλοφορούσε υπερτιμημένη κατά 18%. Μέχρι το 1879 υπερτιμημένα κυκλοφορούσαν και τα ξένα νομίσματα. Η υπερτιμημένη αυτή αξία των νομισμάτων με την οποία γίνονταν οι καθημερινές συναλλαγές, ονομαζόταν «αγοραία διατίμηση». Εντούτοις, το κράτος και η Εθνική Τράπεζα, στις συναλλαγές τους με τους πολίτες λάμβαναν υπ’ όψιν την πραγματική τιμή των νομισμάτων και της δραχμής κι αυτό αποκαλούνταν «βασιλική διατίμηση».
Η υποτίμηση αγγίζει το 25%-27%. Αντίστοιχα, η τιμή του ψωμιού ανεβαίνει κατά 25%-27%. Η απώλεια για τους εργαζομένους φτάνει στο 50%. Οι εργάτες συνέχισαν να πληρώνονται με βάση την αγοραία διατίμηση, οι έμποροι ήθελαν να πωλούν με βάση τη βασιλική διατίμηση, παίρνοντας δηλαδή υπόψη την πραγματική κι όχι την πλασματική αξία των νομισμάτων. Το αποτέλεσμα είναι οφθαλμοφανές. Τα μεροκάματα έχασαν μέχρι και 27% της αξίας τους, ενώ οι τιμές αυξήθηκαν κατά 27%. Στην πραγματικότητα λοιπόν η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο από 50%.
Κάπως έτσι φτάνουμε στις πρώτες αντιδράσεις που πολύ σύντομα θα εξελιχτούν στις πρώτες απεργίες. Τον Φεβρουάριο συγκροτείται το πρώτο εργατικό σωματείο με την ονομασία «Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου». Στο νησί ναυπηγήθηκαν τα 8/10 του πολεμικού και εμπορικού στόλου μετά την Επανάσταση του 21’. Η κατοχύρωση του σωματείου γίνεται με συμβολαιογραφική πράξη. Το Φλεβάρη, λοιπόν, άρχισαν οι απεργίες.
Την πρώτη απεργία διοργανώνει
ο νεοσύστατος Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών
του Ναυπηγείου Σύρου
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1879, ημέρα Τετάρτη, 400 με 500 εργάτες του Ναυπηγείου της Σύρου, ύστερα από πολυήμερες συζητήσεις και ζυμώσεις ίδρυσαν, ενώπιον συμβολαιογράφου, το σωματείο τους, που έφερε τον τίτλο «Αδελφικός Σύνδεσμος των Ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου». Στις 16 Φεβρουαρίου του 1879 οι εργάτες ξεκίνησαν απεργία, η οποία κράτησε επί μια εβδομάδα και τερματίσθηκε με την αποδοχή των αιτημάτων τους από τη διοίκηση της εταιρείας. Σχεδόν παράλληλα, στις 21 Φεβρουαρίου ξέσπασε απεργία και των εργατών στα βυρσοδεψεία με αιτήματα την αύξηση του μεροκάματου κατά 27%, τη μείωση των καθημερινών ωρών εργασίας και την κατάργηση της «αγγαρείας». κατέβηκαν σε απεργία, λόγω της νομισματικής κρίσης που είχε ξεσπάσει από τις αρχές του έτους με αποτέλεσμα να προκληθούν ανατιμήσεις στα είδη κατανάλωσης μέχρι 25-27% ενώ αντίστοιχη ήταν η υποτίμηση των μεροκάματων.
Οι εργάτες του ναυπηγείου της Σύρου ζήτησαν από τους εργοδότες τους ναυπηγούς να αποδεχθούν αιτήματα, που είχαν αποφασισθεί κατά την ίδρυση του σωματείου τους.? Ποια ήταν αυτά τα αιτήματα:
Να διαιρεθούν οι εργάτες σε τέσσερις κατηγορίες και οι υπαγόμενοι σε έκαστη κατηγορία να απασχολούνται με ορισμένη σειρά, με ορισμένο ωράριο και όχι με μισθό υπολογιζόμενο κατ’ αποκοπή, αλλά με ημερομίσθιο, το οποίο να είναι μεγαλύτερο από το ήδη καταβαλλόμενο. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Χάλαρη, οι εργάτες δούλευαν 12 ώρες και ήθελαν μείωση κατά δύο. Στην απεργία της 27/2/1879, βασικό αίτημα των ναυπηγοεργατών ήταν και η παύση των απολύσεων. Η εφημερίδας «Ερμής» της 1/3/1879 σημειώνει: «Οι αρχιναυπηγοί των, αντεκδικούμενοι, τους αποβάλλουσιν εκ της εργασίας, άλλους προσλαμβάνοντες, όπως τους αναγκάσωσι να καταργήσωσι το συμβόλαιον όπερ πάντες συνυπέργραψαν. Προς τούτοις, οι εργάται ούτοι επιμένουσι, ως προς τας πληρωμάς των ημερομισθίων των, να γίνωνται αυταί διά χρημάτων ταμιακών».
Αμέσως μετά την σκυτάλη των απεργιών παίρνουν οι βυρσοδέψες. Την απεργία των ναυτεργατών ακολούθησαν στις 19 Φεβρουαρίου οι εργάτες των βυρσοδεψείων. Συστάθηκε κοινή επιτροπή για συνεννόηση με τις αρχές της πόλης (Δήμαρχο, Νομάρχη, Εμπορικό Επιμελητήριο) ώστε προσωρινά να γίνονται δεκτά τα νομίσματα στην αγοραία τους διατίμηση. Όμως οι εργοστασιάρχες των ατμόμυλων αντέδρασαν και δε δέχτηκαν την πρόταση με αποτέλεσμα η επιτροπή των σωματείων, για να μπορέσει να διοχετεύσει στην αγορά φτηνό ψωμί, να ζητά από τον Πειραιά 20.000 σάκους αλεύρι.
Η εφημερίδα «Πατρίδα» της Δευτέρας 19/2/1879 αναφέρει … «Ομάς χιλίων – περίπου εργατών – αφείσα τας εν βυρσοδεψείοις εργασίας της, ήρξατο διατρέχουσα τας οδούς της πόλεως διαμαρτυρόμενη κατά της του νομίσματος μεταβολής. Οι εκδηλούντες επορεύθησαν εις το Νομαρχιακόν κατάστημα, κάτωθεν του οποίου ήρξαντο κραυγάζοντας, ότε ο αξιόλογος Νομάρχης εζήτησεν αυτοίς σαφείς και ει δυνατόν γραπτάς τας αιτήσεις των. Η των εργατών ομάς προχωρεί τότε προς τον ναόν του αγίου Νικολάου, αλλ’ ευθύς, ως εκ μαγείας, τα πράγματα λαμβάνουσι, διάφορον τροπήν. Οι κατά της νέας του νομίσματος αξίας διαμαρτυρούμενοι συμβάλλονται αλλήλοις σύμβασιν απεργίας».
Συνολικά τα αιτήματα των εργατών των βυρσοδεψείων ήταν: Αύξηση των μεροκάματων κατά 27%, πληρωμή σε νόμισμα με βάση τη βασιλική διατίμηση, κατάργηση της κουτουράδας (κατ’ αποκοπή εργασία), εξασφάλιση εργασίας για όλους τους εργάτες, ελάττωση των ωρών εργασίας, κατάργηση της δίωρης απασχόλησης της Κυριακής που ήταν αγγαρεία γιατί δεν πληρωνόταν16.
Οι βυρσοδέψες ζήτησαν από τους εργοδότες να αποδεχθούν τα εξής αιτήματα: Αύξηση των μεροκάματων κατά 27%, η το ημερομίσθιο να μείνει ως και πριν, πλην της ταμιακής διατίμησης, πληρωμή σε νόμισμα με βάση τη βασιλική διατίμηση. Να καταργηθεί η ονομαζόμενη κουτουράδα (κατ’ αποκοπή εργασία), εξασφάλιση εργασίας για όλους τους εργάτες, Να ελαττωθούν οι ώρες εργασίας, κατάργηση της δίωρης απασχόλησης της Κυριακής που ήταν αγγαρεία γιατί δεν πληρωνόταν. Να διανεμηθεί η εργασία, οποιαδήποτε και είναι αυτή, τοιουτοτρόπως ώστε όλοι οι εργάτες να εργάζονται αναλόγως.
Η άρνηση των εργοδοτών και η ρήξη
Αυτό που ζητούσαν οι εργάτες ήταν καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η άρνηση των εργοδοτών οδήγησε σε ρήξη τις δυο πλευρές και στις απεργιακές κινητοποιήσεις. Η εφημερίδας «Πατρίς» της 14/7/1879 δημοσίευσε επιστολή στην οποία αποτυπώνεται η οργή και το τέλος της υπομονής των εργατών: «Οι του ναυπηγείου εργάται, μη δυνηθέντες πλέον να υπομείνωμεν την Οθωμανικήν και βάναυσον επιστασίαν των εργοδοτών και την στέρησιν των ημετέρων ιδρώτων, ης ένεκα αι μεν πολυμελείς ημών οικογένειαι ελεεινώς υπό της πείνης κατετρύχοντο, τα δε βαλάντια των τιμίων εργοδοτών επληρούντο χρυσού και αργύρου… απεφασίσαμε διά παντός ν’ αποτινάξωμεν τον ζυγόν από των αδικιών των εργοδοτών και να ιδρύσωμε κατά τον νόμον την γνωστήν υπό το όνομα Εταιρίαν των εργατών του ναυγείου Σύρου».
Οι εφημερίδες της εποχής, βέβαια, αναφέρουν κι άλλες εξωεργασιακές αιτίες των απεργιών. Υπονοούσαν υποκινητές χωρίς όμως να τους κατονομάζουν και έδιναν την εντύπωση ότι κάποιοι κεφαλαιούχοι και κάποιοι σοσιαλιστές, ήθελαν να χειραγωγήσουν ή να εκμεταλλευθούν τους εργάτες. Άλλη εξωεργασιακή αιτία ίσως να αποτέλεσε η μόδα της συσσωμάτωσης που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
Ας δούμε όμως ποια ήταν η εξέλιξη η επίδραση και η κατάληξη των απεργιών
Η απεργία των εργατών του ναυπηγείου είχε άμεση επίδραση στα ναυπηγεία αλλά έληξε προσωρινά στις 19 Φεβρουαρίου, ύστερα από συμβιβαστική λύση. Η εφημερίδα «Πατρίς» έγραφε την 17η Φεβρουαρίου, ότι πολλά πλοία, είτε κατά τη διάρκεια των εργασιών, είτε μετά το πέρας αυτών, έμεναν χωρίς εργάτες, καθώς αυτοί προσδοκούσαν στα οφέλη των κινητοποιήσεων επί των εργολάβων. Την Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 1879 οι εργάτες επέστρεψαν στην εργασία τους με μικρή αύξηση των ημερομισθίων τους. Η αμοιβή τους πρέπει να ήταν μία δραχμή» ενώ όταν «πραγματοποιούνταν τα έργα για τον ισθμό της Κορίνθου το 1893, οι ναύτες έπαιρναν μία δραχμή και 20 λεπτά».
Η εφημερίδα «Πατρίς» έγραφε: «επανήλθον εις τα έργα των, με μικράν αύξησιν των ημερομισθίων, ουχί όμως εκείνην ην διά της απεργίας αυτών ήθελαν να επιβάλωσιν». Μόλις όμως επέστρεψαν στη δουλειά τους οι ναυπηγοί άρχισαν να απολύουν τους πρωταίτιους της απεργίας και αρκετούς άλλους, κάνοντας ταυτόχρονα νέες προσλήψεις και καταπατώντας τα συμφωνηθέντα.
Έτσι στις 27 Φεβρουαρίου οι εργάτες των ναυπηγείων κατέβηκαν σε νέα απεργία που κράτησε τρεις με τέσσερις μήνες, χωρίς όμως να υπάρξουν ουσιαστικά αποτελέσματα υπέρ τους.
Μέσα από την ανάγνωση των εφημερίδων της εποχής, η εξέλιξη των απεργιών έχει ως εξής: Μετά από πέντε ημέρες απεργίας, οι ναυπηγοί αναγκάσθηκαν να δεχθούν τους όρους των εργατών. Μετά από δέκα ημέρες, όμως, η απεργία ξανάρχισε, αφού οι εργοδότες απέλυσαν πολλούς εργάτες, τους οποίους αντικατέστησαν φέρνοντας άλλους. Οι νέοι δεν ήταν ικανοί και οι ναυπηγήσεις περιορίσθηκαν, ενώ η εταιρεία των εργατών άρχισε να κατασκευάζει δύο πλοία και συνέχισε να απαιτεί από τους ναυπηγούς να εφαρμόζουν τους όρους απασχόλησης που αυτή είχε καθορίσει. Αν κάποιος ναυπηγός δεν τηρούσε τους όρους, οι εργάτες απεργούσαν. Έτσι, οι εργασίες των ναυπηγών μειώνονταν συνεχώς. Για τον λόγο αυτό, αναγκάσθηκαν να συνεταιρισθούν, να μετακαλέσουν από άλλα μέρη κατάλληλους εργάτες και να ανακοινώσουν ότι εφεξής θα είναι συνεπείς ως προς τις εργολαβικές υποχρεώσεις τους και ως προς την συμφωνηθείσα αμοιβή. Επέτυχαν δε, να πείσουν λίγα μέλη της εταιρείας των εργατών να αποχωρήσουν από αυτήν και να εργάζονται σε εκείνους. Αρκετά μέλη της εταιρείας εργατών απασχολούνταν με την κατασκευή τεσσάρων νέων πλοίων. Τα υπόλοιπα μέλη έμειναν χωρίς εργασία. Ο Εμμανουήλ Λυκούδης μας πληροφορεί ότι οι απεργοί επανήλθαν στην εργασία άνευ όρων κατά τον Ιούλιο του 1879, αλλά τότε μπορούσε να απασχοληθεί μόνον το 1/4 εκ των 500, ότι το 1882 το ναυπηγείο ήταν σχεδόν νεκρό (220 εργάτες) και ότι λόγω της αδυναμίας απασχόλησης, οι εργάτες αναζήτησαν εργασία στη Χίο, στην Κάσο και αλλού.
Τι έκαναν οι βυρσοδέψες
Με τους εργάτες των βυρσοδεψείων τα πράγματα πήραν δυναμικότερη μορφή
Με την κήρυξη της απεργίας μια ομάδα χιλίων περίπου εργατών, αφήνει την εργασία του και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί για την μεταβολή του νομίσματος. Παράλληλα όμως εκδηλώθηκε μια προσπάθεια να δουλέψουν τα βυρσοδεψεία με απεργοσπάστες που όμως απέτυχε. Κάποιοι είτε φοβισμένοι είτε ευνοούμενοι είτε από αμάθεια διαφωνούν και θέλουν να πάνε στο βυρσοδεψείο «Κ. Σαλούστρου» να δουλέψουν. Το πλήθος διά της βίας επιβάλει την διακοπή της εργασίας και τότε επεμβαίνει και υπάρχει σύγκρουση με την αστυνομία η όποια και ενισχύεται με εισαγόμενες στο νησί δυνάμεων καταστολής του κράτους. Ο νομάρχης ζητά ενισχύσεις από την Αθήνα και 50 σκαπανείς φτάνουν στο νησί. Πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις, εντάθηκε η τρομοκρατία αλλά το απεργιακό κίνημα δεν υποχώρησε και μετά από μία βδομάδα αγώνων κατάφερε να επιβάλει τα αιτήματά του. Η τάξη αποκαθίσταται αλλά αρχίζουν οι συλλήψεις των πρωταιτίων. Την 24η Φεβρουαρίου 1879 η εφημερίδα «Πανόπη» έγραψε: «Αι συντεχνίαι των ναυπηγών και των βυρσοδεψών, πεισθείσαι ότι αι απαιτήσεις αυτών εν ώρα ελλείψεως εργασίας είναι παράλογοι, αι δε ορκωμοσίαι αυτών ότι αυτούς τους ιδίους θα βλάψωσι, πολλώ δε μάλλον ότι θα υποστώσι ποινικάς καταδιώξεις εάν προβώσιν είς τα άκακτα κινήματα, μετεμελήθησαν και επανλήθον εις τα έργα των, αφορμή γενόμενοι να καταρρεύση η εν τη αγορά έκπτωσις των νομισμάτων».
Αξίζει να αναφέρουμε και την απεργία που κήρυξε το εργατικό κέντρο Σύρου το 1919. Πληροφορίες μας λένε ότι σε αυτήν την απεργία που θεωρείτε επίσης από τις πρώτες στην Ελλάδα αυτό που ζητούσαν τα μέλη του ήταν: Οκτάωρο, η Κυριακή αργία, να υποχρεωθούν οι εργοδότες να προσλαμβάνουν μέλη του Κέντρου, αύξηση των ημερομισθίων των τυπολιθογράφων κατά 40%. Το εργατικό κέντρο όρισε επιτροπή, η οποία και κατέθεσε τα αιτήματα στους εργοδότες στις 31 Μαΐου 1919. Στις 8 Ιουνίου ξεκίνησε απεργία η οποία έληξε στις 31 Ιουνίου με κάποια από τα αιτήματα να ικανοποιούνται.
Οι νομικές συνέπειες των απεργιών
Οι απεργίες στη Σύρο το 1879 έχουν και νομικό ενδιαφέρον. Ο τύπος της εποχής δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει αν ήταν αξιόποινες. Από την έρευνα που κάναμε και τις πηγές που χρησιμοποιήσαμε, δεν προκύπτει κάτι αξιόποινο σχετικά με τις κινητοποιήσεις. Επειδή όμως η ανάλυση γύρω από την τότε νομοθεσία δεν είναι καλή, προκύπτει σύγχυση. Εντούτοις, είναι βέβαιο ότι οι δημόσιες αρχές δεν είχαν απαγορεύσει τις απεργίες πριν ή μετά την έναρξη τους. Συνεπώς, έσφαλε η «Πατρίς» της 7/7/1879 ισχυριζόμενη σχετικά με την απεργία των ναυπηγοεργατών ότι υπήρχε «συστηματοποιημένη σύστασις και εν εξακολουθούμενον διαρκές έγκλημα χρήζον ταχίστης καταδιώξεως». Οι δημόσιες αρχές επιχείρησαν την καταστολή όχι των απεργιών αλλά άλλων αυτοτελών αδικημάτων που ετελούντο ή που υπήρχε κίνδυνος να γίνουν εξ αφορμής των απεργιών. Νομίμως, λοιπόν, συνέλαβαν τους πρωταίτιους των επεισοδίων που έγιναν στα βυρσοδεψεία, θεωρώντας τους ως δράστες του τραυματισμού ενός χωροφύλακα. Ο «Φανός» της 27/2/1879 σωστά υπέδειξε πώς έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι συλληφθέντες δεν ενήργησαν με δόλο.
Η συμφωνία των ναυπηγοεργατών να μην συνεχίσουν την παροχή της εργασίας τους στους ναυπηγούς χωρίς την μεσολάβηση των εκπροσώπων της εταιρίας τους (είδος μποϋκοτάζ) ήταν έγκυρη. Ωστόσο, η αποχή των εργατών εκ της εργασίας αποτελούσε αθέτηση των συμβάσεων εργασίας τους.
Οι απεργίες και τ’ αποτελέσματά τους
Παρά την κατάληξη που είχε το απεργιακό κίνημα της Σύρου το 1879, λίγο καιρό μετά και αφού έχουν γίνει γνωστοί οι αγώνες των Συριανών οι απεργίες θα ξεκινούσαν και κατέκλυζαν παντού μια Ελλάδα που μαστιζόταν από αδικίες και απάνθρωπες συνθήκες εργατικής ζωής. Η εργατική τάξη δεν είχε και δεν έχει άλλο τρόπο για να διεκδικήσει τα δίκαιά της μέσα στο αστικό καθεστώς πάρα μόνο τις απεργίες.
Οι ναυτεργάτες της Σύρου, είχαν κάνει την αρχή.
Μια προσωπική αφιέρωση, τοποθέτηση και ευχή
Επιτρέψτε μου να αφιερώσω αυτό το άρθρο στην μνήμη εκείνων των Συμπολιτών μας που ηρωικά σήκωσαν το κεφάλι τους και πρόβαλαν το σώμα τους ως ασπίδα στην καταπάτηση και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, των δίκαιων κοινωνικών και οικογενειακών τους συμφερόντων. Αυτοί οι άνθρωποι και συμπολίτες μας ήταν απλοί αγράμματοι φτωχοί εργάτες που δεν φοβήθηκαν όπως διαβάσατε ούτε απειλές ούτε τρομοκρατία ούτε το να δώσουν την ζωή τους στην κατάκτηση των δίκαιων αιτημάτων τους.
Σε μια εποχή που αντί να κερδίζουμε δικαιώματα ως άνθρωποι, συνεχώς χάνουμε ακόμα και τα κεκτημένα μας, ο αγώνας αυτών των ανθρώπων θα πρέπει να είναι πρότυπο και ορόσημο στην σκέψη και την ζωή μας. Επιτρέψτε μου ακόμα να αφιερώσω αυτό το πόνημα μου στους συνάδελφους μου στο Ναυπηγείο Νεώριο που με τους αγώνες, τα χέρια, τις πλάτες και «Το Κορμάκι τους Δένει το Ατσάλι» της ένδοξης ναυπηγοεπισκευαστικής Ιστορίας της Σύρου μας. Μια Ιστορίας που είναι γραμμένη με θυσίες. Αγώνες, κούραση ιδρώτα και ενίοτε ακόμα και με αίμα.
Παναγιώτης Κουλουμπής
Syros Stories
ΠΗΓΕΣ: Η Έρευνα μου αυτή είχε ξεκινήσει αρχές του 2018, ολοκληρώθηκε δε και δημοσιοποιήθηκε για πρώτη φορά στις 27 Απριλίου 2018 όπου αμέσως έγινε σημείο αναφοράς και έρευνας. Βασική πηγή της έρευνας είναι τα αρχεία του Εργατικού Κέντρου Κυκλάδων.
1 Η ονομασία του Σωματείου έχει παραδοθεί από τον τότε πρωτόδικη Σύρου Εμμ. Λυκούδη στο βιβλίο του «Η εν Ελλάδι Βιομηχανία και αι απεργίαι υπό την έποψην της νομοθεσίας και της πολιτικής οικονομίας», Ερμούπολις 1883. Οι εφημερίδες εκείνης της εποχής που έβγαιναν στη Σύρο («Πατρίς», «Φανός» κλπ.) όταν αναφέρονται στο σωματείο των εργατών του ναυπηγείου, άλλες χρησιμοποιούν την ονομασία «Εταιρεία των Εργατών του Ναυπηγείου» κι άλλες την ονομασία «Σύνδεσμος των εργατών του Ναυπηγείου» (Βλέπε: Χαρίλαος Γκούτος: «Οι απεργίες στη Σύρο το 1879» εκδόσεις «Σάκκουλα», σελ. 32).
2 Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 30 – 31.
3 «Πατρίς» 21/2/1879.
4 Χρ. Αγριαντώνη: «Οι μετασχηματισμοί της βιομηχανικής δομής της Ερμούπολης τον 19ο αιώνα», Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού: «Πρακτικά του διεθνούς συμποσίου Ιστορίας – Νεοελληνική Πόλη, Οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό Κράτος», Αθήνα 1985, τόμος Β’ σελ. 603.
5 Χαρίλαος Γκούτος: «Οι απεργίες στη Σύρο το 1879», εκδόσεις «Σάκκουλα», σελ. 13.
6 Γ. Κορδάτου: «Εισαγωγή εις την Ιστορίαν της Ελληνικής Κεφαλαιοκρατίας», Εκδόσεις «Επικαιρότητα», σελ. 38 – 39.
7 Τιμολέοντος Αμπελά: «Ιστορία της Νήσου Σύρου», Εν Ερμουπόλει Σύρου, 1874, σελ. 703 – 715
8 Μανόλης Τούντας: «Πόλη και βιομηχανία – Η περίπτωση της Ερμούπολης», Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού: «Πρακτικά του διεθνούς συμποσίου Ιστορίας – Νεοελληνική Πόλη, Οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό Κράτος», Αθήνα 1985, τόμος Β’ σελ. 614.
9 Μανόλης Τούντας, στο ίδιο, σελ. 616.
10 Χρ. Αγριαντώνη, στο ίδιο, σελ. 605.
11 Σπ. Μαγκλιβέρα: «Ο κρατικός τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα και η κρίση», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 64 – 65.
12 Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος XII, σελ. 459.
13 Μανόλης Τούντας, στο ίδιο, σελ. 630.
14 Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 31.
15 Μανόλης Τούντας, στο ίδιο, σελ. 631.
16 Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 32. Ο Κορδάτος γράφει ότι ίσχυε η 12ωρη απασχόληση ενώ ο Τούντας κάνει λόγο για 14ωρο που οι εργάτες ήθελαν να μειωθεί σε 10ωρο.
17 Κ. Μοσκώφ: «Εισαγωγικά στην Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης – Η διαμόρφωση της Εθνικής και Κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα», εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 164. Γ. Κορδάτου, στο ίδιο σελ. 51.
18 Χαρίλαος Γκούτος: «Οι απεργίες στη Σύρο το 1879», εκδόσεις «Σάκκουλα», σελ. 43.
19 «Πατρίς» 21/2/1879.
20 Κοινωνιολογική και πολιτική εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις «Ανεξάρτητος», Μάιος 1935, τόμος 16, σελ. 3.114.
21 Εμμ. Λυκούδη, στο ίδιο σελ. 181 και 215.
Η εν Ελλάδι βιομηχανία και αι απεργίαι – Πρωίδης Ερμούπολη 1883, σ. 4-5, Περικλής Ροδάκης, Τάξεις και στρώματα στη νεοελληνική κοινωνία – Μυκήναι 1975, σ. 43, Γεώργιος Αναστασόπουλος, Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας – Ελληνική Εκδοτική 1947, τ. Β΄ σ. 5).
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Της ημέρας με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί ή στο Posted in Της Ημέρας