...
Λευτέρης Τηλιγάδας
Η διαπραγμάτευση της απελευθέρωσης του Αγρινίου
Ο Αμάρμπεης, ο Χατζής και ο Γρηγοριάδης απέναντι στον Τολιόπουλο·
οι κρίσιμες ώρες, οι κίνδυνοι μιας αιματηρής μάχης
και η συμφωνία που οδήγησε στην είσοδο του ΕΛΑΣ στην πόλη
Το μεσημέρι της 13ης Σεπτεμβρίου, έφτασαν από το Καρπενήσι στον Σταθμό Διοίκησης το 1ο Τάγμα του 42ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, που είχε την έδρα του στην Καμαρούλα, ο Θόδωρος Καλλίνος (Καπετάν Αμάρμπεης) και ο Γραμματέας της Περιφερειακής Οργάνωσης Στερεάς, Θανάσης Χατζής. Η άφιξή τους σηματοδότησε την έναρξη μιας σειράς συσκέψεων και εκτιμήσεων σε σχέση με τη δύναμη, τα πολεμικά μέσα και την οχύρωση των γερμανοτσολιάδων μέσα στην πόλη του Αγρινίου.
Στη σύσκεψη που έγινε αμέσως μόλις έφτασαν, ο διοικητής των δυνάμεων που είχαν αναπτυχθεί περιμετρικά του Αγρινίου, Φοίβος Γρηγοριάδης, παρουσίασε λεπτομερή στοιχεία για τις δυνάμεις και τα μέσα που διέθεταν και οι δύο πλευρές. Από την ενημέρωση αυτή, ο Καλλίνος εκτίμησε ότι το τάγμα των γερμανοτσολιάδων είχε σαφώς υπεροπλία σε πολεμικά μέσα. Η έλλειψη βαριού οπλισμού και ιδίως των πυρομαχικών στα τμήματα του ΕΛΑΣ καθιστούσε πρακτικά μη βιώσιμη μια παρατεταμένη και ανοιχτή μάχη μέσα στην πόλη. Η πρόβλεψη ήταν ότι με όλμους και πυροβολισμούς οι αντιστάσεις των αντιπάλων δύσκολα θα παραδίδονταν, ότι τα λίγα διαθέσιμα πυρομαχικά θα εξαντλούνταν γρήγορα και ότι οι απώλειες, τόσο μεταξύ των μαχητών όσο και του αμάχου πληθυσμού, θα ήταν μεγάλες.
Ο Καλλίνος διατύπωσε τότε την επιλογή για μαζική, ορμητική και αιφνιδιαστική επίθεση περιορισμένης διάρκειας, η οποία θα αποσκοπούσε στην ταχεία εξουδετέρωση των αντιστάσεων πριν εξαντληθούν τα πυρομαχικά. Ταυτόχρονα ζήτησε από τη Μεραρχία την αποστολή ενός πάντσερ και ενός αντιαρματικού ή ορειβατικού πυροβόλου, ως αναγκαίο μέσο για άμεση και αποτελεσματική βολή κατά των οχυρώσεων που ενδέχεται να άντεχαν σε άλλη περίπτωση. Η σχετική επικοινωνία με τον Διοικητή της Μεραρχίας έγινε τηλεφωνικά. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης έφτασε και ο δεύτερος Γραμματέας του Γραφείου Περιοχής του ΚΚΕ Στερεάς, Άριστος Βασιλειάδης. Το όνομα του Βασιλειάδη έμελλε αργότερα να συνδεθεί με τραγικά γεγονότα: ο ίδιος συνελήφθη το 1948 στη Θεσσαλονίκη, δικάστηκε σε θάνατο από στρατοδικείο και εκτελέστηκε.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση της σύσκεψης, οι σύνδεσμοι Θανάσης Σταυρόπουλος —γνωστός ως Φασαρίας— και Βασίλης Δρόσος μετέφεραν το μήνυμα ότι από την πόλη είχε ξεκινήσει μια Επιτροπή που ζητούσε διαπραγματεύσεις με τον διοικητή των ανταρτών. Η Επιτροπή είχε αναχωρήσει με αυτοκίνητο σημαδεμένο με άσπρο σεντόνι και οδηγό τον Στάθη Ψυλόπουλο. Χωρίς δισταγμό οι Καλλίνος, Χατζής και Γρηγοριάδης κατευθύνθηκαν με τους συνδέσμους τους στη Νέα Αβόρανη. Εκεί, σε ένα σπίτι που αργότερα επαληθεύτηκε ότι ανήκε στον Κωνσταντίνο Χριστογιάννη, περίμενε η Επιτροπή. Μέλη της Επιτροπής ήταν πρόσωπα που είχαν δημόσιο ρόλο στην πόλη: ο Παπαποστόλης, ο Νίκος Καρμανίδης, ο απόστρατος συνταγματάρχης Βασιλόπουλος, ο Αριστείδης Παρθένης, ο Φώτης Καρασούλος, ο ειρηνοδίκης Πολυμερίδης και άλλοι.
Μετά τους τυπικούς χαιρετισμούς, ο Αμάρμπεης τους ανακοίνωσε ότι ο ΕΛΑΣ είχε διαταγή να απελευθερώσει την πόλη, ώστε να αποδεσμευτούν μονάδες που θα κτυπούσαν τους υποχωρούντες Γερμανούς. Εξήγησε ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, εάν το τάγμα του Τολιόπουλου παρέδινε αμαχητί την πόλη, θα αφοπλιζόταν, θα παρέδιδε ανέπαφο όλο τον οπλισμό, το πολεμικό υλικό και τα εφόδια και ο λαός της πόλης θα εξασφάλιζε την αποφυγή νέων αιματοχυσιών. Σε περίπτωση όμως άρνησης, ο ΕΛΑΣ θα ενεργούσε με επίθεση και δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί για τη ζωή, όσων συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, αφού η οργή του λαού του Αγρινίου για τα θύματα και τα δεινά που είχαν υποστεί από τους γερμανοτσολιάδες ήταν βαθιά και υπήρχε ο κίνδυνος αυθόρμητων εκδικήσεων.
Η Επιτροπή επέστρεψε στη πόλη, για να διαβιβάσει στο Τολιόπουλο τους όρους του ΕΛΑΣ, και σε μισή ώρα γύρισε πάλι στην Αβόρανη μαζί με τον απόστρατο στρατηγό Πέτρο Κλάδο, ο οποίος λίγο επιτακτικά είπε: «Προτείνουμε να κρατήσει τη πόλη το τάγμα «ασφαλείας», που είναι ο φυσικός απελευθερωτής, κι’ εσείς να κρατήσετε τη περιοχή έξω από τη πόλη, μέχρις ότου έλθει εκπρόσωπος της Κυβέρνησης της Χώρας. Εάν δεν συμφωνήσετε, το τάγμα θα υπερασπισθεί τη πόλη με τα όπλα». Τότε ο Αμάρμπεης του απάντησε με αυστηρότητα και επιτακτικά: «Άφησέ τα αυτά στρατηγέ. Ο ΕΛΑΣ είναι Τμήμα του Συμμαχικού Στρατηγείου κι’ εκτελεί διαταγές του. Τα όπλα που κρατάει το τάγμα δεν του τα έδωσε η Πατρίδα. Τα έδωσαν οι Γερμανοί κατακτητές, για να κρατήσουν υπόδουλη τη Πατρίδα μας και να εξασφαλίσουν χωρίς απώλειες την αποχώρησή τους από την Ελλάδα, για να πολεμήσουν και μ’ αυτές τις δυνάμεις».
Σε εκείνο το σημείο ο Αρχιμανδρίτης Αποστόλης Φαφούτης πήρε το λόγο και είπε: «Ο διοικητής του τάγματος Τολιόπουλος ζητάει να διαπραγματευθεί για τη παράδοση προσωπικά με μόνιμο αξιωματικό».
Στα τμήματα του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν έξω από το Αγρίνιο, μόνιμοι αξιωματικοί υπήρχαν μόνο δύο: ο Αμάρμπεης και ο Γρηγοριάδης. Αν δεχόταν να μεταβούν και να διαπραγματευθούν προσωπικά, υπήρχε ο κίνδυνος οι γερμανοστολιάδες να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία και να συλλάβουν τους δύο αξιωματικούς ομήρους ή και να τους εκτελέσουν, αφήνοντας τις δυνάμεις ακέφαλες. Η εκτίμηση αυτών των κινδύνων οδήγησε τον Καλλίνο να πάρει μια απόφαση με γνώμονα το γενικό συμφέρον και όχι την προσωπική ασφάλεια. Σκέφθηκε τις συνέπειες μιας ασύμμετρης μάχης μέσα στην πόλη: τις σφαίρες που δεν ξεχώριζαν ανάμεσα σε προδότη και αγωνιστή, την πιθανή σφαγή των κρατουμένων αγωνιστών, την καταστροφή και τις καμένες οικίες. Η εικόνα μιας πόλης μεταμορφωμένης από το αίμα και την ερήμωση πέρασε σαν ταχύτατη κινηματογραφική σκηνή μπροστά του. Παρόλα αυτά, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία και να πραγματοποιηθεί η απελευθέρωση, αποφάσισε να αναλάβει το ρίσκο: θα πήγαινε ο ίδιος στη πόλη για τις διαπραγματεύσεις.
Για να είναι διαφανής η απόφαση και να μην προκύψουν αντιρρήσεις, ο Αμάρμπεης διαβεβαίωσε τους συντρόφους του: «Μόνιμοι αξιωματικοί είμαστε εγώ κι ο Γρηγοριάδης. Εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις, θα ενεργήσουμε επίθεση, που θα πρέπει να διευθύνει ο Φοίβος. Γι’ αυτό θα μπω εγώ στην πόλη μόνος μου». Ο Χατζής, ωστόσο, προσφέρθηκε να τον συνοδεύσει. Με αυτή την απόφαση η ομάδα συμφώνησε, έθεσε τις τελευταίες οδηγίες και ενημέρωσε τα τμήματα της Μεραρχίας.
Ο Αμάρμπεης ανακοίνωσε στην Επιτροπή ότι θα παρουσιαζόταν στο Αγρίνιο με το πραγματικό του όνομα, «Θόδωρος Καλλίνος», δηλώνοντας ότι ήταν υπολοχαγός πεζικού και απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων. Όρισε μάλιστα σαφή όρους για την είσοδό του: αν σε μισή ώρα δεν ερχόταν αρνητική απάντηση, αυτό θα σήμαινε αποδοχή και εκείνοι θα έμπαιναν στην πόλη οπλισμένοι μόνο με πιστόλια. Η Επιτροπή επέστρεψε στην πόλη και το συμβούλιο επικεντρώθηκε στις λεπτομέρειες των διαδρομών εισόδου, στην ειδοποίηση των τμημάτων για αποφυγή παρερμηνειών και στην προετοιμασία των διαπραγματεύσεων μέσα σε μια ώρα.
Τελικά, δεν εμφανίστηκε σύνδεσμος μέσα στη συμφωνημένη μισή ώρα και καθώς οι ενδείξεις συνηγορούσαν ότι ο Τολιόπουλος είχε αποδεχθεί τη συζήτηση, ο Καλλίνος με τον Χατζή εισήλθαν στην πόλη. Προχώρησαν με βήμα σιγανό στη μέση της προδιαγεγραμμένης διαδρομής, παρατηρώντας προσεκτικά τις παρυφές του δρόμου και τις ταράτσες, έτοιμοι να αντιδράσουν με τα πιστόλια τους σε οποιαδήποτε έκτακτη κατάσταση. Στον δρόμο δεν υπήρχε σχεδόν κανένας πολίτης· υπήρχε μόνο μια αίσθηση ησυχίας, διάσπαρτες ριπές όπλων σε άλλες συνοικίες και οι περίπολοι των γερμανοτσολιάδων που κινούνταν στις παρόδους.
Η παρουσία τους στο δρόμο έγινε γρήγορα αντιληπτή και μεταδόθηκε από σπίτι σε σπίτι. Κάποιοι κάτοικοι, με εμφανή αντιπάθεια, στάθηκαν στις αυλόπορτες και τους κοίταξαν με μίσος. Άλλοι, προφυλακτικά, χαιρετούσαν με ανακούφιση· μερικές γυναίκες και άνδρες ήταν φανερά συγκινημένοι. Υπήρχε, πάνω από όλα, η συγκινητική υποδοχή του λαού του Αγρινίου: κουρτίνες που ανασηκώνονταν, πρόσωπα που έσφιγγαν τα χείλη και σιωπηλοί χαιρετισμοί. Με αυτό τον τρόπο, μέσα σε είκοσι λεπτά, έφτασαν στην κεντρική πλατεία Μπέλου —τη σημερινή Πλατεία Δημοκρατίας— όπου τους υποδέχθηκε αξιωματικός γερμανοτσολιάς και τους οδήγησε στο σπίτι του Σκαλίγκου, που ήταν ο χώρος των διαπραγματεύσεων.
Στο πάνω πάτωμα, γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι στρωμένο με πράσινο ύφασμα, συνεδρίασε η Αντιπροσωπεία του Τολιόπουλου· περίπου δεκαπέντε άτομα παρόντα, ανάμεσά τους ο ίδιος ο Τολιόπουλος και ο υπασπιστής του. Ο Καλλίνος και ο Χατζής κάθισαν απέναντι, κοντά στην πόρτα, και ο Καλλίνος ανέλαβε εκ νέου να εξηγήσει με ψύχραιμο και αποφασιστικό τόνο τη θέση του ΕΛΑΣ: η παράδοση αμαχητί θα γλίτωνε ζωές, θα διασφάλιζε την προστασία των κρατουμένων και θα επέτρεπε στον ελευθερωτικό αγώνα να συνεχίσει τις επιχειρήσεις κατά των υποχωρούντων κατακτητών.
Ο Τολιόπουλος, μετά από σύντομη σύσκεψη με τους άνδρες του, συμφώνησε στους όρους με την προϋπόθεση ότι οι δεσμεύσεις θα τηρούνταν. Ο Καλλίνος εγγυήθηκε προσωπικά αυτές τις δεσμεύσεις, ενώ ο Χατζής απαίτησε την άμεση απελευθέρωση των κρατουμένων αγωνιστών.
Ο Καλλίνος μετά την υπογραφή των πρωτοκόλλων παράδοσης του Τάγματος έστειλε στον Γρηγοριάδη ένα γράμμα στο οποίο περιέγραφε τις λεπτομέρειες της παράδοσης, τις οδηγίες για την είσοδο των τμημάτων και τα μέτρα διατήρησης της τάξης και του αφοπλισμού.
Το βράδυ, έφτασαν πληροφορίες πως γερμανοτσολιάδες επιχειρούσαν να μεταφέρουν τρόφιμα και εφόδια από τις αποθήκες Παπαστράτου και Παπαπέτρου. Ο Χατζής οργάνωσε φρουρές στις αποθήκες, όπλισε ντόπιους και διεύρυνε την ασφάλεια. Την επόμενη ημέρα οι αποθήκες παραδόθηκαν στην Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ), την επιμέλεια της οποίας είχε ένας αντάρτης, ονόματι Σινέλης.
Το υπόλοιπο βράδυ πέρασε σε εγρήγορση. Ο Αμάρμπεης και ο Χατζής παρέμειναν στο ξενοδοχείο Ίλιον Παλάς, σε ένα δωμάτιο με μπαλκόνι στην πλατεία, απ’ όπου παρακολούθησαν το επόμενο πρωί την θριαμβευτική είσοδο του ΕΛΑΣ στην πόλη.
——————————————————————————————————————————————————————–
Πηγές: Θεόδωρου Καλλίνου – Αμάρμπεη, Η απελευθέρωση του Αγρινίου – 14 Σεπτεμβρίου 1944 | Κώστα Μαραγιάννη, Το Αγρίνιο – Μια περιδιάβαση στον τόπο – Μια προσέγγιση σε πρόσωπα και γεγονότα. | Θανάσης Κακογιάννης, Μνήμες και σελίδες της Εθνικής αντίστασης – Αγρίνιο – Δυτική Στερεά Ελλάδα
Φωτογραφία: Το φρουραρχείο (οικία Σκαλίγκου) του Τάγματος Ασφαλείας Αγρινίου
και το ξενοδοχείο Ίλιον Παλλάς
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν


