.
Ηρώ Διώτη
Η ακροδεξιά δεν είναι απλά ένα ιδεολογικό ζήτημα*
Είναι κυρίως ζήτημα ενός συγκεκριμένου κοινωνικού υποδείγματος
και των καθημερινών στάσεων που το συνοδεύουν: του ανταγωνισμού
Πώς αντιμετωπίζουμε σήμερα το γκρίζο κύμα της Ακροδεξιάς σε Ευρώπη και Ελλάδα;
Ποιά είναι η απάντηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς;
Το καλοκαίρι μια πολύ καλή μου φίλη, που είναι ψυχολόγος και είχε πάει σε μια ημερίδα για το μπούλινγκ στα σχολεία μου έλεγε πώς την ώρα που την παρακολουθούσε αναρωτιόταν πώς να μην είναι επιθετικά τα παιδιά όταν στο σπίτι βιώνουν την απελπισία των γονιών, τα θλιμμένα πρόσωπα, τη διαρκή ανάγκη να τη βγάλουμε και σήμερα, και την ιδέα ότι μόνοι μας θα πρέπει να επιβιώσουμε;
Πώς τα παιδιά να μη βγάζουν θυμό και βία όταν αυτό που ζουν δεν δίνει χώρο στην ιδέα ότι υπάρχει μια συλλογική απάντηση για να καλυτερεύσει η ζωή και όταν ο καθένας και η καθεμιά πρέπει να μπει στη λογική της επιβίωση του πιο ισχυρού ακόμη και ανάμεσα στους αδύναμους, το βασικό στοιχείο της ιδεολογίας της ακροδεξιάς; Με μια φράση δηλαδή το συστατικό στοιχείο της ακροδεξιάς είναι καθημερινότητα, είναι μια γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά.
Η αλήθεια είναι πώς τα τελευταία χρόνια μιλάμε αρκετά για την Ακροδεξιά. Είναι μια συζήτηση παρούσα τα τελευταία σχεδόν 15 χρόνια, και μέσα στο ελληνικό κίνημα, αφού πρώτα γελοιοποιήθηκαν και αποκρούστηκαν απόψεις που έλεγαν ότι μιλώντας για την Ακροδεξιά της δίνεις μια υπόσταση που δεν έχει. Ακόμα και το 2012 όταν εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι έδιναν στην Χρυσή Αυγή ποσοστό 7%, το μεγαλύτερο που πήρε ποτέ ναζιστικό κόμμα στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν πολλοί εκείνοι που μας επισήμαναν ότι αυτή ήταν μια ψήφος χαβαλέ, στην οποία δεν έπρεπε τάχα να δίνουμε χαρακτηριστικά που δεν είχε. Νομίζω ότι αυτή η συζήτηση, αφού προκάλεσε μεγάλη σύγχυση στο κοινωνικό κίνημα και έδωσε χώρο στον φασισμό για να αναπτυχθεί, τελείωσε το 2013. Από τότε, δυστυχώς, δεν σταματήσαμε ποτέ να μιλάμε για αυτή. Με κάθε ευκαιρία: τις εκλογικές της επιδόσεις, την επίδραση που έχει ο λόγος της στην κυβερνητική πολιτική και τον επίσημο δημόσιο λόγο, ακόμα επίσης και για την υπόθεση της δίκης της Χρυσής Αυγής, η οποία υπήρξε σε συμβολικό επίπεδο μια ιδιαίτερη μάχη, για μια ολόκληρη γενιά που ήρθε στην Αριστερά μετά το 2015, ένα υπόδειγμα νικηφόρας μάχης.
Όταν συζητάμε για την Ακροδεξιά, συνεχίζουμε να υποτιμούμε ορισμένα στοιχεία της , κάνοντας την ανάσχεσή της κατά την άποψη μου δυσκολότερη. Πρέπει λοιπόν τα στοιχεία αυτά να τα αναγνωρίσουμε προκειμένου να κάνουμε αποτελεσματικότερη την πάλη μας ενάντια στην Ακροδεξιά και τον φασισμό, που στο τέλος της ημέρας είναι πάλη για ισότητα και ελευθερία.
Το πρώτο στοιχείο από αυτά, είναι το γεγονός ότι αυτή η συγκεκριμένη τάση ανόδου των ακροδεξιών ιδεών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν συμβαίνει στο πλαίσιο ενός κύκλου που επαναλαμβάνεται, αλλά είναι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο, που έχει μεν ιστορικά ορισμένη διάσταση αλλά δεν έχει κανένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα.
Τι θέλω να πω με αυτό;. Περιγράφουμε συχνά τη σημερινή εποχή ως μια επανάληψη του Μεσοπολέμου. Αυτό μας καθησυχάζει σε έναν βαθμό και με τα αναλυτικά εργαλεία που χρησιμοποιούμε και μας δημιουργεί και τη βεβαιότητα ότι στο τέλος ο φασισμός θα χάσει. Προφανώς στοιχεία που συνδέουν τις δυο εποχές υπάρχουν. Έχουμε έναν καπιταλισμό σε κρίση, έχουμε κινήματα αντικαπιταλιστικά που ηττήθηκαν, έχουμε διεθνή ανταγωνισμό. Όμως ενώ 17 χρόνια από το 1929 ο ναζισμός είχε ηττηθεί παγκόσμια σήμερα 17 χρόνια από την αρχή της κρίσης είμαστε ακόμα σε μια κατάσταση υφεσιακή, μεγάλης φτώχειας και ανασφάλειας και μιας αίσθησης αβέβαιου μέλλοντος. Έχουμε λοιπόν μια κρίση που είναι πιο μακρόχρονη. Χρησιμοποιείται συχνά το επιχείρημα ότι η ακροδεξιά είναι το δεκανίκι του συστήματος αλλά νομίζω την ίδια στιγμή παραγνωρίζεται ότι ακόμα και αν η ακροδεξιά αξιοποιείται από το σύστημα για να επιβιώσει το ίδιο, η ακροδεξιά και ο φασισμός έχουν άλλα σχέδια αυτόνομα. Το ίδιο συνέβη και στον Μεσοπόλεμο. Όταν ο φον Σλάιχερ προτείνει τον Χίτλερ για πρωθυπουργό πράγματι τον προτείνει για δεκανίκι του συστήματος. Η ιστορία όμως μας έδειξε ότι η ατζέντα των ναζιστών ήταν κάτι πολύ πέρα από αυτό.
Ας δούμε και την αντιστοιχία του Τραμπ σήμερα. Ο Τραμπ βγήκε ζωντανός από μια αληθινή μάχη με το σύστημα το οποίο τον πολέμησε πραγματικά και επίμονα, και μετά το 2016 και μετά το 2020. Ας μη ξεχνάμε, ούτε τον τρόπο με τον οποίον του επιτέθηκε ένα μεγάλο κομμάτι των συστημικών ΜΜΕ, ούτε την προσπάθεια να παραπεμφθεί σε δίκη για διάφορα ζητήματα -δικαιότατα βεβαίως, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ένα σύστημα του αντιπαρατάχθηκε.
Να ένας λόγος για τον οποίον, όσο και αν μας διευκολύνει να σκεφτόμαστε τον φασισμό ως ένα απλό βοήθημα στο οποίο προσφεύγει το σύστημα όταν δει τα ζόρια, στην πραγματικότητα υπάρχει σε αυτόν μια αυτονομία και μια λαϊκή διάσταση με την οποία πρέπει να αναμετρηθούμε και για να το κάνουμε οφείλουμε να την κατανοήσουμε.
Η εκλογή του Τραμπ δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της στήριξης των πιο πλούσιων ανθρώπων στον κόσμο, σαν τον Έλον Μασκ, που κι αυτή δεν προέκυψε εντελώς αυθόρμητα. Είναι επίσης αποτέλεσμα της απελπισίας πρώτα των λευκών εργαζομένων, μετά των λατίνων, ακόμα και των μαύρων (ανάμεσα στους οποίους τον ψήφισε σχεδόν 1 στους 5), οι οποίοι είναι εντελώς πεισμένοι ότι η δημοκρατία και ο φιλελευθερισμός είναι εργαλεία της ελίτ, τα οποία τους φτωχαίνουν.
Είναι η αποτύπωση ενός νεοφασιστικού ρεύματος που είναι ισχυρό και βαθύ και απλώνεται σε κάθε πτυχή της ζωής των Αμερικανών, απομειώνοντας τη δύναμη των κοινωνικών διεκδικήσεων, των κινημάτων για την ειρήνη και της τάσης που παλεύει για ισότητα και ελευθερία.
Όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στα δικά μας, χρειάζεται επίπονη προσπάθεια για να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε λοιπόν αυτό το φαινόμενο, και κυρίως να απομακρυνθούμε από τις τυποποιημένες απαντήσεις και τις εύκολες γραμμικές θεωρήσεις που τις βγάζουμε από το ντουλάπι με τις βεβαιότητες.
Το επόμενο στοιχείο είναι η αναγνώριση της ζωντάνιας του φασιστικού φαινομένου. Δηλαδή, να το αντιληφθούμε ως ένα ρεύμα που αυτή τη στιγμή παράγει με μαζικό τρόπο ιδέες και γεγονότα, απεχθείς, φρικτές, βάρβαρες, αλλά τις παράγει και δεν βρίσκεται εδώ απλά για να αποκρούσει τις δικές μας ιδέες. Βρισκόμαστε δηλαδή στην κατάσταση που ευρύτατα κοινωνικά στρώματα επιλέγουν τον ανταγωνισμό ως πιο αποτελεσματική ασπίδα από την αλληλεγγύη. Και αυτή είναι η πηγή ενός λόγου αντι-κοινωνικού, που στρέφεται ενάντια στη συλλογική διεκδίκηση ο οποίος χαρακτηρίζει την Ακροδεξιά και κυριαρχεί αυτή τη στιγμή στον δυτικό κόσμο. Η απουσία προσδοκίας ότι οι συλλογικοί αγώνες μπορούν να φέρουν νικηφόρα αποτελέσματα οδηγούν σε ατομικές λύσεις, οι ατομικές λύσεις είναι υποχρεωμένες να επιτεθούν στους συλλογικούς αγώνες για να επιβιώσουν.
Εδώ βρίσκεται και η πηγή ζωντάνιας της Ακροδεξιάς. Το γεγονός ότι είναι ο ανταγωνισμός και όχι η αλληλεγγύη αυτή που γεννά κυρίως τις ιδέες στην κοινωνία καθιστά την Ακροδεξιά όχι μόνο τον υποδοχέα του θυμού αλλά και τον πολλαπλασιαστή του . Ας δούμε τι έγινε το 2023 με την είσοδο τριών διαφορετικών κομμάτων που ακουμπούν την ακροδεξιά αλλά και με τη Λατινοπούλου στις ευρωεκλογές. Η Αριστερά δεν έχει ποτέ καταφέρει να βάλει τέσσερα κόμματα στη Βουλή. Και θα ήθελα εδώ να θέσω και τη διάσταση του ότι ένα πολύ μεγάλο τμήμα των κινημάτων για τα δικαιώματα και τις ταυτότητες σήμερα φλερτάρουν και με την ανταγωνιστική λογική της εποχής και με τον φιλελευθερισμό -δηλαδή με την επιμονή στο ατομικό δικαίωμα. Αναγνωρίζοντας τη ζωτικότητα της ακροδεξιάς αναγνωρίζεις και την αυτονομία της άρα και την ιδιαίτερη στρατηγική που οφείλουμε να αναπτύξουμε απέναντί της.
Εδώ θα ήθελα να δώσω ένα παράδειγμα, να σας διαβάσω κάτι: «Αγαπώντας το περιβάλλον στο οποίο ζούμε δεν σημαίνει μόνο ότι το προστατεύουμε από την κλιματική αλλαγή, τη ρύπανση και την καταστροφή της βιοποικιλότητας: είναι ο μόνος τρόπος για να σώσουμε τον εαυτό μας και τα παιδιά μας από την εξαφάνιση όλων όσων είναι όμορφα στον κόσμο και από τη ζωή όπως τη γνωρίζουμε. Γι’ αυτό είτε θα φροντίσουμε το περιβάλλον είτε όλα τα υπόλοιπα δεν θα έχουν σημασία». Το έχει πει κάποια εκπρόσωπος ενός κινήματος ενάντια στις εξορύξεις ή ένας αριστερός οικολόγος; Όχι, το έχει πει η ακροδεξιά Μελόνι. Και αντίστοιχα τέτοιες θέσεις έχει εκφράσει η Λεπέν, ο Κασιδιάρης, η Λατινοπούλου.
Βλέπουμε λοιπόν πως οικειοποιείται η ακροδεξιά έναν λόγο που χρησιμοποιούν και τα οικολογικά κινήματα τα οποία είναι τα πιο ζωντανά και διεκδικητικά τμήματα της κοινωνίας και πόσο μπορεί να παρεισφρήσει σε αυτά.
Το τελευταίο που θα ήθελα να πω είναι ότι η ανάγνωση του φαινομένου αυτού πρέπει να γίνει παράλληλα με το πώς εξελίσσεται η ταξική διάρθρωση στις δυτικές κοινωνίες. Δηλαδή το κατά πόσο οι κοινωνίες μας έχουν πάψει να χωρίζονται σε τάξεις αλλά και πόσο αυτό και με ποιον τρόπο επιδρά στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Ο Ντιμπέ στο βιβλίο του ο καιρός των θλιμμένων παθών λέει ότι ο κόσμος σήμερα αντιλαμβάνεται τον διαχωρισμό και με διάφορες ταυτότητες (λευκός-μαύρος, άντρας-γυναίκα, κάτοικος πόλης-χωριού κοκ) κι εδώ υπάρχει η αντίφαση ότι ενώ αυξάνεται η ανισότητα τόσο αυξάνεται ο ανταγωνισμός και όχι η αλληλεγγύη. Αυτός ο διαχωρισμός σπρώχνει στον ατομικισμό και στρέφει ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου ενάντια στον διπλανό του που προσδιορίζεται από μια άλλη ανισότητα επιβεβαιώνοντας το νεοφιλελεύθερο αφήγημα. Και εδώ θα ήθελα να βάλω έναν προβληματισμό πάνω σε αυτό. Βγήκε μια έρευνα προχτές για τι ψηφίζει ο κόσμος που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα. Ο Βελόπουλος έχει 12,5% σε αυτούς που δηλώνουν ότι δεν τα βγάζουν πέρα. Εμείς είμαστε τρίτο κόμμα με 6% σε αυτούς που δηλώνουν ότι τα βγάζουν πέρα και αποταμιεύουν κιόλας. Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα γιατί εμείς δεν απευθυνόμαστε σε αυτούς. Απευθυνόμαστε στους άλλους. Κινδυνεύουμε λοιπόν, και δε θέλω να είμαι καθόλου καθησυχαστική σε αυτό να μετατραπεί η αριστερά σε ένα ανθρωπιστικό χόμπι αυτών που έχουν λύσει τα προβλήματα τους. Κι αυτό οφείλουμε να το αντιστρέψουμε.
Χρειαζόμαστε λοιπόν, απέναντι στην ακροδεξιά ανταγωνιστική αφήγηση, να περάσουμε στην ανάδειξη μεγάλων συλλογικών αφηγημάτων. Και κυρίως όχι μόνο αφηγημάτων αλλά στάσεων ζωής και υποδειγμάτων. Φυσικά αυτά τα αφηγήματα δεν μπορεί παρά να είναι ταξικά. Αλλά είναι κατά τη γνώμη μου βασικό, παρά τις πολλαπλές αντιθέσεις, να προτάξουμε ένα συλλογικό αφήγημα αντιπολεμικό, ελευθεριακό, εξισωτικό, οικολογικό, να προτάξουμε δηλαδή το όραμά μας, που είναι ο σοσιαλισμός και να το προτάξουμε στην πράξη. Αλλά κυρίως να δώσουμε τη μάχη των ιδεών μέσα από ένα διαφορετικό υπόδειγμα αλληλεγγύης που θα απαντά στη φρίκη και τη βαρβαρότητα. Είναι ικανό αυτό; Δεν ξέρω, και να είστε καχύποπτοι απέναντι σε όποιον λέει ότι ξέρει, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι αναγκαίο.
———————————————————————————————–
*Η ενωτική πρωτοβουλία ΜέΡΑ25 | Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά διοργάνωσε εκδήλωση – συζήτηση στο Αγρίνιο με θέμα την άνοδο της ακροδεξιάς και ομιλητές την Ηρώ Διώτη, τον Στέλιο Μερμίγκη, τον Πέτρο Παπακωνσταντίνου, και τον Δημήτρη Στρατούλη. To παραπάνω κείμενο αποτελεί το σώμα της ομιλίας της συντονίστριας της Κεντρικής Επιτροπής του ΜέΡΑ25, Ηρώς Διώτη.
————————————————————
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε στη στήλη αυτή εκφράζουν τους συντάκτες τους,
χωρίς να συμπίπτουν απαραίτητα με τις απόψεις μας