Γέγονε την 6η Αυγούστου


...

Ο γέγονε… Γέγονε|


Γεγονότα

 

1826 – Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης νικάει τους Τούρκους του Κιουταχή στο Χαϊδάρι. Ο Καραϊσκάκης μόλις διορίστηκε αρχιστράτηγος του στρατού της Στερεάς Ελλάδας αποβιβάστηκε με 130 άτακτους στην Σαλαμίνα, από όπου μετά από λίγο πήγε στην Ελευσίνα.

Εκεί τον ακολούθησαν και άλλοι άτακτοι και σύντομα η δύναμή του ανήρθε στους 2.500. Προστέθηκαν και άλλοι 1.700 από τα Μέθανα, 70 Φιλέλληνες, και τέσσερα πυροβόλα. Στις 28 Ιουλίου αποβιβάστηκε στην Ελευσίνα και έκανε στρατόπεδο. Εκεί ήρθε ο Κιουταχής από την Θήβα με 10.000 πεζούς και ιππείς, και 26 πυροβόλα. Ο Κιουταχής κυρίευσε την Αθήνα στις 3 Αυγούστου 1826 και ετοιμάστηκε να επιτεθεί κατά της Ακρόπολης που την υπεράσπιζε η φρουρά του Γκούρα.

Ο στρατός του Καραϊσκάκη και του Φαβιέρου κινήθηκε τη νύχτα της 5ης – 6ης Αυγούστου χωρίς αποσκευές και έφτασε τα μεσάνυχτα στο Χαϊδάρι, όπου και εγκαταστάθηκαν παντού στα καίρια σημεία. Τα χαράματα της 6ης Αυγούστου οι περίπολοι των Τούρκων αναγνώρισαν τις θέσεις των Ελλήνων και τους επιτέθηκαν με ιππικό. Οι Τούρκοι αναχαιτίστηκαν και υποχώρησαν καταδιωκόμενοι άτακτα.

Μετά από λίγο όμως έφτασε και το τούρκικο πεζικό και το κύριο ιππικό σώμα, τα οποία σχημάτισαν δύο φάλαγγες και επιτέθηκαν στους Έλληνες. Το ιππικό αποκρούστηκε και πάλι. Ακολούθησε το πεζικό, το οποίο αναχαιτίστηκε δύο φορές, αλλά στην τρίτη έφοδο τα ελληνικά χαρακώματα άρχισαν να κλονίζονται. Επενέβη ο λόχος των Φιλελλήνων και οι Τούρκοι ανατράπηκαν και υποχώρησαν άτακτα, καταδιωκόμενοι από Φιλέλληνες και άτακτους Έλληνες. Φτάνοντας στην πεδιάδα, οι άτακτοι σταμάτησαν αφήνοντας μόνους τους τακτικούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη νίκη και να επιστρέψουν στις θέσεις τους στο Χαϊδάρι.

Μετά την μάχη αυτή, ο Καραϊσκάκης αποφάσισε να εγκαταλείψει το Χαϊδάρι και να μεταφέρει το στρατόπεδο στην Ελευσίνα.

 

1945 – Το αμερικανικό βομβαρδιστικό «Enola Gay» ρίχνει την πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα, καταστρέφοντας το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και σκοτώνοντας περίπου 70.000 ανθρώπους, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Αμερικανών.

Το τελευταίο επεισόδιο στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά ως όπλο την ατομική βόμβα, που πρώτοι αυτοί είχαν κατασκευάσει τον Ιούνιο του 1945, και σκόρπισαν τον όλεθρο σε δύο ιαπωνικές πόλεις, τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (6 και 9 Αυγούστου 1945).

Με την ενέργειά τους αυτή, που βρήκε πολλούς επικριτές, κατόρθωσαν να επισπεύσουν το τέλος του πολέμου στα μέτωπα του Ειρηνικού και να ελαχιστοποιήσουν τις δικές τους απώλειες.

Παράλληλα, δήλωσαν με εμφατικό τρόπο ποιος θα είναι το αφεντικό στις παγκόσμιες υποθέσεις μετά τη λήξη του πολέμου.

 

1961 – Αποθεώνεται στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου η Μαρία Κάλλας, στο ρόλο της «Μήδειας», από την ομώνυμη όπερα του Λουίτζι Κερουμπίνι.

Στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου το 1961, έκανε η Κάλλας τον τελευταίο της ελληνικό θρίαμβο ερμηνεύοντας την τραγική ηρωίδα σε μια συγκλονιστική παραγωγή (Μινωτής – Τσαρούχης), που μεταφέρθηκε την επόμενη χρονιά και στη «Σκάλα» του Μιλάνου.

Το ρόλο είχε ερμηνεύσει η Κάλλας πρώτη φορά, τον Ιούνιο του 1953, στη Φλωρεντία και την επόμενη χρονιά θριάμβευσε στη «Σκάλα» με μαέστρο τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν. Τον Κρέοντα υποδύθηκε ο Τζουζέππε Μοντέστι ενώ σκηνοθέτης ήταν ο Αλέξης Μινωτής και σκηνογράφος ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος αποκαλούσε την Κάλλας: «Μεγάλη σαν τον Γκρέκο».

Μάλιστα τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί αρκετές μέρες πριν από την παράσταση με αρκετούς θαυμαστές της να στέκονται έξω από το θέατρο επειδή δεν κατάφεραν να βρουν εισιτήρια. Για εννέα χρόνια η Μήδεια ήταν μέρος του ρεπερτορίου της που την τραγούδησε 31 φορές.

Με αυτό το ρόλο έκανε και τη μοναδική εμφάνισή της στον κινηματογράφο, όταν στα δύσκολα χρόνια της απόσυρσής της, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι την έπεισε να ενσαρκώσει την σπαρακτική ηρωίδα. Με παραγωγό τον άλλο μεγάλο θαυμαστή της, τον Ρομπέρτο Ροσσελλίνι, τα γυρίσματα έγιναν τους καλοκαιρινούς μήνες του 1969 και η πρεμιέρα δόθηκε στη Ρώμη λίγους μήνες αργότερα (9.1.1970). Δυστυχώς, χωρίς την επιτυχία που εκείνη περίμενε.

 

1976 -Το βράδυ της 6ης Αυγούστου 1976 το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Χόρα» παραβιάζει για πρώτη φορά την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Το καλοκαίρι του 1976, για ακόμη μία φορά, Ελλάδα και Τουρκία φθάνουν στο χείλος της πολεμικής σύγκρουσης.

Αφορμή, αυτή τη φορά, ήταν η πραγματοποίηση ερευνών από τουρκικό σκάφος «Χόρα» στο Αιγαίο, σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Είχε προηγηθεί, στις αρχές του χρόνου, ο εντοπισμός των κοιτασμάτων πετρελαίου στον Πρίνο. Ετσι, με σκοπό την έρευνα για την ύπαρξη πιθανών κοιτασμάτων, το τουρκικό επιστημονικό σκάφος «Σισμίκ» (το προηγούμενο όνομα του ήταν «Χόρα») αποπλέει στις 23 Ιούλη του 1976 από τα στενά του Βοσπόρου για το Αιγαίο.

Ωστόσο, η έξοδος του «Χόρα» ήταν μάλλον η αφορμή, παρά η αιτία, για την όξυνση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πίσω από το ενδιαφέρον της τουρκικής κυβέρνησης για το πετρέλαιο, υπήρχε η ανομολόγητη, αλλά σαφής πρόθεση της Αγκυρας να ανατρέψει το υπάρχον καθεστώς στο Αιγαίο και να εγγράψει υποθήκες εδαφικών διεκδικήσεων. Δύο ήταν τα επίμαχα θέματα, το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης και η υφαλοκρηπίδα.

Η τουρκική ηγεσία αμφισβητούσε στην Ελλάδα, τόσο το δικαίωμα των 12 μιλίων της αιγιαλίτιδας ζώνης, όσο και την ύπαρξη υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών. Οι ΗΠΑ με την πολιτική των «ίσων αποστάσεων» συντηρούν ελεγχόμενη κρίση στην περιοχή ώστε να παίζουν, με το αζημίωτο, το ρόλο του επιδιαιτητή. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η έξοδος του «Χόρα» προκαλεί το συναγερμό των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, αφού από τους χάρτες πορείας προκύπτει ότι το τουρκικό σκάφος θα περνούσε, τουλάχιστον σε μια περίπτωση, πάνω από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, βορειοδυτικά της Λέσβου.

Το βράδυ της 6ης Αυγούστου 1976 το «Χόρα» παραβιάζει για πρώτη φορά την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Το πρωί της 7ης Αυγούστου γίνεται η δεύτερη παραβίαση. Η κυβέρνηση Καραμανλή μπροστά στην ωμή πρόκληση επιλέγει το δρόμο των διπλωματικών παρεμβάσεων. Καταθέτει προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ζητώντας την πολιτική καταδίκη της Τουρκίας και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων…

Το «Χόρα» ελλιμενίστηκε στη Σμύρνη στις 17 Αυγούστου. Οι προσφυγές της ελληνικής κυβέρνησης στους διεθνείς οργανισμούς έμειναν χωρίς αποτέλεσμα.

 

Γεννήσεις

 

1881 – Αλεξάντερ Φλέμινγκ. Ο Φλέμινγκ γεννήθηκε στο αγρόκτημα Lochfield, κοντά στο Ντάρβελ του Ανατολικού Άυρσαιρ, στη Σκωτία. Υπήρξε το τρίτο από τα 4 παιδιά του Χιού Φλέμινγκ (Hugh Fleming, 1816 – 1888) εκ του δεύτερου γάμου του. Μητέρα του ήταν η Γκρέις Μόρτον (Grace Stirling Morton, 1848 – 1928), κόρη ενός γείτονα κτηματία. Ο Χιού Φλέμινγκ είχε άλλα τέσσερα παιδιά από τον πρώτο του γάμο, ενώ ο ίδιος ήταν 59 ετών όταν πήρε τη δεύτερη σύζυγό του και πέθανε όταν ο Αλεξάντερ (γνωστός ως Alex) ήταν μόλις επτά ετών.

Ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ παρακολούθησε για δύο χρόνια την Ακαδημία του Κίλμαρνοκ. Αφού δούλεψε σε ένα ναυτιλιακό γραφείο επί τέσσερα χρόνια, ο εικοσάχρονος Φλέμινγκ κληρονόμησε ένα θείο του, τον Τζων Φλέμινγκ. (Για την ιστορία ότι ο πατέρας του έσωσε ένα παιδί, βλ. την ενότητα Προσωπικές ιστορίες). Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Τομ, είχε ήδη σπουδάσει Ιατρική και συνέστησε στον Αλεξάντερ να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Το 1901 λοιπόν ο Αλεξάντερ εγγράφηκε στο Νοσοκομείο Σαιν Μαίρυ του Λονδίνου. Κέρδισε την εισαγωγή του στην Ιατρική Σχολή με διάκριση το 1906, οπότε είχε την επιλογή να γίνει χειρουργός.

Ο Φλέμινγκ ωστόσο ήταν και μέλος λέσχης σκοποβολής. Ο επικεφαλής της λέσχης, θέλοντας να κρατήσει τον Φλέμινγκ στην ομάδα, του συνέστησε να ακολουθήσει το τμήμα ερευνών στο Σαιν Μαίρυ, όπου έγινε βοηθός βακτηριολόγου του Σερ Άλμροθ Ράιτ, ενός πρωτοπόρου στη θεραπεία με εμβόλια και στην Ανοσολογία. Ο Αλεξάντερ πήρε πτυχίο με «Χρυσό Μετάλλιο» το 1908 και έμεινε ως επιμελητής στο Σαιν Μαίρυ ως το 1914. Στις 23 Δεκεμβρίου 1915 ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ πήρε ως σύζυγό του μια νοσοκόμα, τη Σάρα Μάριον Μάκελροϋ (Sarah Marion McElroy), από το Κιλάλα της Ιρλανδίας, η οποία πέθανε το 1949. Το μόνο παιδί τους, ο Ρόμπερτ, έγινε παθολόγος. Μετά τον θάνατο της Σάρας, ο Φλέμινγκ έκανε δεύτερο γάμο με την Ελληνίδα ιατρό και βακτηριολόγο δρ. Αμαλία Φλέμινγκ (Αμαλία Κουτσουρή-Βουρέκα), συνάδελφό του στο νοσοκομείο Σαιν Μαίρυ, στις 9 Απριλίου 1953. Η Αμαλία έζησε 31 χρόνια μετά τον θάνατο του Φλέμινγκ.

Σε όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο Φλέμινγκ υπηρέτησε ως λοχαγός του Υγειονομικού Σώματος του Βασιλικού Στρατού (Royal Army Medical Corps), απασχολούμενος και σε ιατρεία στο πεδίο της μάχης στο Δυτικό Μέτωπο, στη Γαλλία. Το 1918 επέστρεψε στο Νοσοκομείο Σαιν Μαίρυ, στην Ιατρική Σχολή. Εκλέχθηκε Καθηγητής της Βακτηριολογίας εκεί το 1928.

 

1928 – Άντι Γουόρχολ. Γόνος ρουθήνων μεταναστών από τη Αυστρουγγαρία που εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια. Την περίοδο 1945-9 σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Κάρνεγκι και κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε αρχικά σαν σχεδιαστής παπουτσιών όπου και τον πρόσεξε ο πασίγνωστος τότε γκαλλερίστας Αλέξανδρος Ιόλας και τον προώθησε στο περιοδικό Glamour σαν εικονογράφο.

Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και αρχικά ήταν επηρεασμένη από θέματα διαφημίσεων, καθημερινά αντικείμενα και την εικονογραφία των κόμικς, δίνοντας τα πρώτα δείγματα γραφής της Ποπ Αρτ. Με πίνακες που απεικόνιζαν κουτιά σούπας της εταιρείας Κάμπελ ή μπουκάλια Κόκα Κόλα, απέκτησε μεγαλύτερη φήμη και μέχρι το 1963 παρήγαγε μαζικά τέτοιου τύπου επιτηδευμένα κοινότοπες αναπαραστάσεις καταναλωτικών προϊόντων, καθώς και προσωπογραφίες διασημοτήτων – μεταξύ αυτών και αρκετά πρόσωπα που αποτελούσαν σύμβολα της αμερικανικής ποπ κουλτούρας – σε φανταχτερά χρώματα και συχνά ως μεταξοτυπίες.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Γουόρχολ αφοσιώθηκε στον κινηματογράφο, σκηνοθετώντας ταινίες που χαρακτηρίζονταν από τη διάθεση πειραματισμού και πρόκλησης, το ερωτικό στοιχείο και ενίοτε την ασυνήθιστη διάρκειά τους. Στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν τα The Chelsea Girls (1966), Eat (1963), My Hustler (1965) και Blue Movie (1969). Στην ταινία Empire (1964), διάρκειας οκτώ ωρών με πλάνα αποκλειστικά του Empire State Building σε πραγματικό χρόνο, ο Γουόρχολ παρουσίασε στην πιο ακραία μορφή της, τη δική του αισθητική τού βαρετού. Από το 1962 μέχρι το 1968, εργαστήριο του αποτέλεσε ένας χώρος που στο παρελθόν στέγαζε εργοστάσιο, και για αυτό ονομάστηκε Factory. Σύντομα εξελίχθηκε σε τόπο συγκέντρωσης διασημοτήτων, καλλιτεχνών, μελών της αβάν γκαρντ και αντεργκράουντ κουλτούρας, τοξικομανών, ομοφυλόφιλων, μουσικών και φιλότεχνων.

Μετά από απόπειρα δολοφονίας του στο Factory από τη Βαλερί Σολάνας, στις 3 Ιουνίου του 1968, ο Γουόρχολ κράτησε αποστάσεις από τον αντισυμβατικό περίγυρό του, συναναστρεφόμενος περισσότερο με πλούσια μέλη της υψηλής κοινωνίας. Από το έργο του στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ξεχωρίζουν οι κατά παραγγελία προσωπογραφίες που τύπωνε ως μεγεθύνσεις φωτογραφιών Polaroid, πολλές από τις οποίες αφορούσαν πολιτικές φυσιογνωμίες και διασημότητες του Χόλυγουντ. Στη δεκαετία του 1980, συνεργάστηκε με τον Φραντσέσκο Κλεμέντε και τον νεοεξπρεσιονιστή ζωγράφο Ζαν Μισέλ Μπασκιά. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε εκ νέου με τη ζωγραφική, δίνοντας μια σειρά πινάκων βασισμένων σε θρησκευτικά θέματα της αναγέννησης, όπως ο Μυστικός Δείπνος (1986).

Πέθανε το Φεβρουάριου του 1987, στην πόλη της Νέα Υόρκης, μετά από επιπλοκές κατά τη διάρκεια επέμβασης αφαίρεσης της χολής του. Ο Γουόρχολ υπήρξε συστηματικός συλλέκτης έργων, κυρίως κοσμημάτων, διακοσμητικής και λαϊκής τέχνης, τα οποία δημοπρατήθηκαν μετά το θάνατό του. Το Μουσείο Άντι Γουόρχολ, με πλούσια συλλογή έργων του, εγκαινιάστηκε το 1994 στο Πίτσμπουργκ.

 

1952 – Λάκης Γαβαλάς. Γεννήθηκε στον Προφήτη Ηλία και μεγάλωσε στον Κορυδαλλό. Ο πατέρας του, Διονύσης, ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας με εργοστάσιο κοπής μαρμάρων που απασχολούσε μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Έχει δύο αδερφές, τη Νότα και τη Νούλη.

Σπούδασε στην Ελληνογαλλική Σχολή Αρρένων – Saint Paul και σε ηλικια 17 ετών ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός σε κατάστημα που κατασκεύαζε σχολικές τσάντες στο Μοναστηράκι. Παράλληλα, ξεκίνησε μαθήματα μπαλέτου στην ιστορική σχολή της Ραλλούς Μάνου. Η δουλειά του στο κατάστημα με τις τσάντες σε συνδυασμό με την αγάπη που είχε για τη μόδα, τον οδήγησαν στην Ιταλία. Εκεί συνεργάστηκε με το ιταλικό τηλεοπτικό κανάλι RAI ως χορευτής στα σόου της Ραφαέλα Καρά, Zero Tres Cuatro Cinco Seis.

Όπως έχει δηλώσει σε συντεντεύξεις του, «Ο χορός ήταν για μένα μια άσκηση ομαδικής πειθαρχίας. Τότε η μόδα δεν ήταν όπως τώρα, που απλώς τα μοντέλα περπατούν στην πασαρέλα. Τότε έπρεπε όλα να παρουσιάζονται με χορευτικές κινήσεις και ιδιαίτερες δεξιότητες. Ήθελαν κάποιον χορογράφο, κάποιον να σκηνοθετήσει την επίδειξη». Έτσι, αναλαμβάνει ως χορογράφος για τις πασαρέλες διάσημων οίκων μόδας, ενώ παράλληλα γνωρίζεται με πασίγνωστους σχεδιαστές, όπως, Αρμάνι, Βερσάτσε και ανέπτυξε φιλία με τον Νικόλα Τρουσάρντι, εγγονό του ιδρυτή και ιδιοκτήτη του οίκου Trussardi.
Μετά από εννέα χρόνια παραμονής στην Ιταλία, επιστρέφει στην Ελλάδα στις αρχές του 1980 και ανοίγει το πρώτο του κατάστημα στη Ρόδο με ρούχα από ημι-επώνυμες ιταλικές φίρμες που τα πουλούσε σε πολύ καλές τιμές. Το 1982, παίρνει την απόφαση και επιχειρεί το πρώτο του κατάστημα, στην Αθήνα, από τον οίκο Trussardi.

Η επιτυχία είναι τεράστια, ιδίως για μια χώρα που βρισκόταν πολύ πίσω για την εποχή στα σχετικά με τη μόδα θέματα. Σταδιακά το κατάστημα μεγαλώνει κι άλλο προσθέτοντας όλο και περισσότερες διάσημες εταιρείες (Moschino, Krizia, Dolce & Gabbana, DSquared2). Η επιτυχία του τον οδηγεί να μεταφέρει τα γραφεία της εταιρείας σε μεγαλύτερο χώρο. Έτσι, εγκαταλείπει τον χώρο της λεωφόρου Θησέως στην Καλλιθέα και εγκαθίσταται σε ένα πολυτελές κτήριο στην λεωφόρο Κηφισίας στο Μαρούσι. Παράλληλα, συστήνει Ανώνυμη Εταιρεία στην οποία βασικοί μέτοχοι αναλαμβάνουν εκτός από τον Λάκη, η αδερφή του Νότα και ο πρώην σύζυγος της αδερφής του Νούλης, Κώστας Πανουσόπουλος.

Η εταιρεία κερδίζει όλο και περισσότερο την εμπιστοσύνη τόσο του ελληνικού κοινού όσο και τον διεθνών οίκων του εξωτερικού. Στις αρχές του 2000, ο Γαβαλάς είχε πλέον την αντιπροσωπεία των Burberry, της σειράς Rive Gauche του Υves Saint Laurent, ενώ είχε φέρει στην Ελλάδα και τα ιταλικά αρώματα Acqua di Parma. Αντιπροσωπεύει 85 ξένες εταιρείες, το 90% των οποίων ήταν πολυεθνικές, διαθέτει 850 πελάτες στη χονδρική, 13 καταστήματα και 300 εργαζομένους.

Το 2003 ξεκίνησε και τη δική του, πιο οικονομική, νεανική μάρκα, τα LAK. Μετακομίζει στις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις του, στο οικόπεδο των 30.000 τετραγωνικών μέτρων στην Κάντζα, με τα τρία κτίρια, τις αποθήκες, τα γραφεία, το σχεδιαστήριο και το showroom. Η αξία αυτού του κτηρίου υπολογίζεται στα 32.000.000€.

 

Θάνατοι

 

1865 – Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1791 στο Μέγα Ρεύμα (νυν Αρναούτκιοϊ, Arnavutköy στα τούρκικα ), προάστιο της Κωνσταντινούπολης, και ήταν γιος του λογίου και αξιωματούχου (ποστέλνικου) στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες Νικολάου Μαυροκορδάτου (1744 – 1818) και της Σμαράγδας Καρατζά.

Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την ισχυρή φαναριώτικη οικογένεια Μαυροκορδάτου, ήταν δε τρισέγγονος του περίφημου Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του «Εξ Απορρήτων» ενώ από την πλευρά της μητέρας του από την φαναριώτικη Οικογένεια Καρατζά. Η απώτερη καταγωγή της οικογένειας του πατέρα του είναι από τη Χίο. Διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα από οικοδιδάσκαλο και έμαθε από νωρίς να μιλά με εξαιρετική ευχέρεια την τουρκική και τη γαλλική. Την περίοδο 1807-1811 σπούδαζε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.

Το 1812 ο θείος του Ιωάννης Καρατζάς ανήλθε στο αξίωμα του ηγεμόνα της Βλαχίας και τον προσλαμβάνει γραμματέα του. Σύντομα όμως ο Μαυροκορδάτος διακρίνεται και προάγεται στο αξίωμα του ποστέλνικου. Το 1818 και συγκεκριμένα στις 29 Σεπτεμβρίου ο Ιωάννης Καρατζάς, φοβούμενος για τη ζωή του, αναχωρεί από το Βουκουρέστι συνοδευόμενος από την οικογένειά του και διαφόρους αυλικούς, μεταξύ των οποίων και ο Μαυροκορδάτος.
Πρώτος σταθμός των φυγάδων ήταν η Γενεύη της Ελβετίας, όπου παρέμειναν για ένα εξάμηνο. Εκεί ο Μαυροκορδάτος παρακολούθησε μαθήματα οχυρωματικής, τα οποία θα εφάρμοζε αργότερα στο Μεσολόγγι. Έπειτα αναχώρησαν για την Πίζα της Ιταλίας, όπου συνάντησαν τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, στου οποίου το σπίτι εγκαταστάθηκαν.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο και έλαβε μέρος σε επαναστατικές διεργασίες δημιουργώντας τον λεγόμενο «Κύκλο της Πίζας», ο οποίος διαδραμάτισε παρασκηνιακό ρόλο στην εξέλιξη της επανάστασης του ’21. Το 1819 ο Μαυροκορδάτος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Τσακάλωφ, ο οποίος τον είχε επισκεφθεί στην Πίζα μαζί με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο.β[›] Ο «κύκλος της Πίζας» θεωρούσε ότι η επανάσταση απαιτούσε περισσότερο χρόνο και μεγαλύτερη προετοιμασία, ενώ ήταν αντίθετος στην τοποθέτηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας.

Στην Πίζα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ανέπτυξε στενούς φιλικούς δεσμούς με τον Άγγλο ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ και τη σύζυγό του, συγγραφέα, Μαίρη Σέλλεϋ, στην οποία δίδασκε αρχαία ελληνικά. Μέσω της γνωριμίας του με τον Σέλλευ διοχέτευσε στον βρετανικό τύπο δύο επιστολές με σχόλια για την ελληνική επανάσταση, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην Morning Chronicle, την εφημερίδα με την μεγαλύτερη κυκλοφορία της εποχής, και στο περιοδικό Examiner. Η φιλική αυτή σχέση φαίνεται να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην σταδιακή απόσυρση της αφοσίωσής του προς τον ρόλο της Ρωσίας και στην επιφυλακτική στροφή του προς τα βρετανικά συμφέροντα. Λίγο μετά την φυγή του Μαυροκορδάτου για την επαναστατημένη Ελλάδα, ο Σέλλευ του αφιέρωσε το ποίημα «Ελλάς: στην Εξοχότητά του πρίγκιπα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο» (Hellas: «To His Excellency Prince Alexander Mavrocordato»), που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 1821, εις ένδειξι “θαυμασμού, συμπάθειας και φιλίας”.

Την περίοδο της παραμονής του στην ιταλική χερσόνησο έγραψε στα γαλλικά το έργο «Συνοπτικά περί Τουρκίας» (Coup d’ oeil sur la Turquie), το οποίο δεν εξέδωσε λόγω των φιλελεύθερων ιδεών που εξέφραζε, έστειλε όμως αντίγραφα σε διάφορες προσωπικότητες.

 

1970 – Νίκος Τσιφόρος. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1909. Δύο χρόνια αργότερα η οικογένεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από τα έντεκά του χρόνια ο Νίκος Τσιφόρος άρχισε να ασχολείται μανιωδώς με το γράψιμο, ενώ την πρώτη του επιθεώρηση την έγραψε το 1928 για ένα θερινό θέατρο στη Φρεαττύδα. Η πρώτη του αυτή προσπάθεια απέτυχε αλλά δεν απογοητεύτηκε.

Αφού πήρε το πτυχίο της Νομικής, εργάστηκε για δυο χρόνια στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στη συνέχεια παραιτήθηκε για να μπαρκάρει στα καράβια. Ως το 1939 άλλαζε συνέχεια επάγγελμα, αλλά συνέχιζε να γράφει δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα έντυπα. Η πρώτη μεγάλη του επιτυχία ήρθε το 1944 όταν ο θίασος του Δημήτρη Χορν και της Μαίρης Αρώνη αποφάσισε να ανεβάσει στο θέατρο Ακροπόλ το θεατρικό έργο του Τσιφόρου «Η Πινακοθήκη των Ηλιθίων».

Τέσσερα χρόνια αργότερα, την περίοδο 1948-49 έκανε και την πρώτη του ταινία, η οποία προβλήθηκε με τον τίτλο «Τελευταία αποστολή», σε σενάριο και σκηνοθεσία δική του. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες (Προοδευτικός Φιλελεύθερος, Βήμα, Ελεύθερος Κόσμος) και περιοδικά (Τραστ, Ρομάντσο, Ταχυδρόμος, Πάνθεον), ενώ έγραψε πάνω από 40 θεατρικά έργα και περισσότερα από 60 σενάρια. Κάποια αυτά τα έγραψε μόνος του και άλλα σε συνεργασία, κυρίως με τον Πολύβιο Βασιλειάδη, με τον οποίο δημιούργησαν ένα από τα πιο σημαντικά δίδυμα θεατρικών συγγραφέων.

Πολυτάλαντος και πολυσχιδής, ευθυμογράφος, επιθεωρησιογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου, αφοσιώθηκε, παράλληλα, στη δημοσιογραφία γράφοντας χρονογραφήματα και εύθυμα στιγμιότυπα τα οποία συνήθως υπέγραφε με διάφορα ψευδώνυμα. Οι ήρωες του Νίκου Τσιφόρου κινούνται συνήθως στο περιθώριο της αθηναϊκής προπολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου, έχουν δοσοληψίες με το νόμο και το δραματικό διογκώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταλήγει γκροτέσκ. Πένα ευθύβολη, καυστική, συνέθετε ξεκαρδιστικές ιστορίες προσφέροντας απλόχερα το γέλιο σε μία Ελλάδα που το είχε απόλυτα ανάγκη.

Το 1965 αρρώστησε με καρκίνο. Μετά από πέντε χρόνια ταλαιπωρίας, με εγχειρήσεις και μεταστάσεις -χωρίς να σταματήσει ωστόσο να γράφει- πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1970. Από τα έργα του ξεχωρίζουν οι Σταυροφορίες, Τα Παιδιά της Πιάτσας, τα Παραμύθια Πίσω Από Τα Κάγκελα, Άνθρωποι Και Ανθρωπάκια, η παρωδία της Ελληνικής Μυθολογίας κ.ά.

 

————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia