Γέγονε την 27η Ιουνίου


...

Ο γέγονε… Γέγονε|


Γεγονότα

 

1913 – Οι Έλληνες νικούν τους Βουλγάρους στη Μάχη της Βέτρινας (Νέο Πετρίτσι). Ελληνοβουλγαρική ένοπλη σύγκρουση, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου (26 και 27 Ιουνίου 1913). Είναι γνωστή και ως Μάχη του Δεμίρ Χισάρ. Με τη νίκη του ο ελληνικός στρατός ανάγκασε τους Βουλγάρους να εγκαταλείψουν την ευρύτερη περιοχή των Σερρών, με αποτέλεσμα να γίνει δυνατή η απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας.

Η Βέτρινα (σήμερα Νέο Πετρίτσι Σερρών) είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους στις 19 Οκτωβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Μέχρι τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Βούλγαροι φρόντισαν να την οχυρώσουν αμυντικά για να τη χρησιμοποιήσουν ως προγεφύρωμα, ώστε σε περίπτωση μελλοντικού ελληνοτουρκικού πολέμου να εμποδίσουν την πορεία του ελληνικού στρατού προς τα στενά του Ρούπελ.

Ο ελληνικός στρατός μετά τη νικηφόρα μάχη της Δοϊράνης (23 Ιουνίου 1913) ξεχύθηκε στην κοιλάδα του Στρυμώνα, με σκοπό να καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία. Στην επιχείρηση συμμετείχαν δύο Μεραρχίες -η 1η υπό τον αντιστράτηγο Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη και η 6η υπό τον συνταγματάρχη Νικόλαο Δελλαγραμάτικα- με τη συμμετοχή μονάδων της 7ης Μεραρχίας.

Το βράδυ της 25ης Ιουνίου έφθασαν πληροφορίες στο ελληνικό στρατηγείο ότι τη Βέτρινα υπερασπίζονταν 12 τάγματα του βουλγαρικού στρατού, ενώ 10 ακόμη τάγματα του εχθρού βρίσκονταν στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα μπροστά από το Δεμίρ Χισάρ (σήμερα Σιδηρόκαστρο Σερρών). Την επομένη, 26 Ιουνίου, οι ελληνικές δυνάμεις συνέκλιναν στην περιοχή της Βέτρινας, χωρισμένες σε δύο φάλαγγες. Η πρώτη φάλαγγα ευρισκόμενη πλησίον του χωριού Χατζημπεϋλίκ (σήμερα Βυρώνεια Σερρών) δέχθηκε βουλγαρικά πυρά, τα οποία ως επί το πλείστον ήταν άστοχα. Η δεύτερη φάλαγγα κατόρθωσε να καταλάβει μερικά υψώματα της περιοχής και να προκαλέσει ρήγματα στην άμυνα των Βουλγάρων.

Νωρίς το πρωί της 27ης Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις επανέλαβαν την επίθεση στο μέτωπο της Βετρίνας και γρήγορα κατόρθωσαν να κάμψουν την άμυνα των Βουλγάρων, γύρω στις 9:30 το πρωί. Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν ανατολικά του Στρυμόνα, αφού πρώτα ανατίναξαν το μεσαίο τόξο της γέφυρας. Η 6η Μεραρχία ανέλαβε να τους καταδιώξει. Αφού διήλθε από ένα βατό σημείο του ποταμού, την ίδια ημέρα κατέλαβε και απελευθέρωσε το Σιδηρόκαστρο. Προτού αποχωρήσουν από το Σιδηρόκαστρο, οι Βούλγαροι προέβησαν σε σφαγές κατοίκων της πόλης και πήραν μαζί τους ως ομήρους τον επίσκοπο Πολυανής Φώτιο, τριάντα προκρίτους, καθώς και ιερείς και δασκάλους.

 

1967 – Το πρώτο ATM εγκαθίσταται σε τραπεζικό υποκατάστημα στο Ένφιλντ του Λονδίνου. Η Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή (Automated Teller Machine), γνωστή με το αρκτικόλεξο ΑΤΜ, είναι μία ηλεκτρομηχανική συσκευή, που διευκολύνει τις συναλλαγές, επιτρέποντας στους εξουσιοδοτημένους χρήστες, με τη χρήση ειδικών πλαστικών καρτών, να αναλαμβάνουν μετρητά από τον λογαριασμό τους και να έχουν πρόσβαση σε άλλες υπηρεσίες, όπως ερωτήσεις σχετικά με το υπόλοιπο λογαριασμού, μεταφορά κεφαλαίων και αποδοχή καταθέσεων. Σήμερα, σε όλο τον κόσμο, είναι εγκατεστημένα περισσότερα από 3 εκατομμύρια ΑΤΜ, σύμφωνα με την ΑΤΜΙΑ, που εκπροσωπεί τους κατασκευαστές ΑΤΜ.

Η ιδέα για την κατασκευή ενός τέτοιου μηχανήματος, που θα διευκόλυνε τις συναλλαγές εκτός του ωραρίου των τραπεζικών υποκαταστημάτων, ανήκε σε πολλούς τραπεζίτες σε Ανατολή και Δύση και άρχισε να διαμορφώνεται μεταπολεμικά με την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στις 30 Ιουνίου 1960, ο αμερικανo-αρμένιος φωτογράφος και εφευρέτης Λούθερ Σίμτζιαν (1905-1997) κατέθεσε αίτηση ευρεσιτεχνίας για μία αυτόματη μηχανή ανάληψης μετρητών με την ονομασία Bankograph, την οποία έλαβε στις 26 Φεβρουαρίου 1963. Ενδιάμεσα, το μηχάνημα εγκαταστάθηκε πειραματικά στη Νέα Υόρκη, από τη City Bank (νυν Citibank), αλλά αποσύρθηκε ύστερα από έξι μήνες, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από τους πελάτες της τράπεζας.
Σήμερα, είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο άνθρωπος που ανακάλυψε το ΑΤΜ είναι ο σκωτσέζος οικονομολόγος Τζον Σέφερντ – Μπάρον (1925-2010). Δουλεύοντας στην τυπογραφική εταιρεία «De La Rue» τη δεκαετία του ‘60 του κατέβηκε η ιδέα να κατασκευάσει ένα μηχάνημα αυτόματης ανάληψης χρημάτων. Ή έμπνευση του ήρθε στο μπάνιο του σπιτιού του: «Σκέφτηκα ότι πρέπει να υπάρχει τρόπος να μπορώ να κάνω ανάληψη χρημάτων οπουδήποτε κι αν βρίσκομαι, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στον κόσμο. Είχα την ιδέα του αυτόματου πωλητή σοκολάτας, με τη μόνη διαφορά ότι θα άλλαζα τη σοκολάτα με μετρητά» είπε σε μία συνέντευξή του.

Η Barclays ήταν η πρώτη τράπεζα που πείστηκε για την εφεύρεση του Σέφερντ – Μπάρον, η οποία έφερε την κωδική ονομασία DACS. Μετά από ένα ποτήρι τζιν, ο τότε διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας υπέγραψε συμβόλαιο μαζί του για την εξέλιξη της ανακάλυψής του. Το πρώτο μηχάνημα τοποθετήθηκε στο υποκατάστημα της Barclays στο Ένφιλντ του Βορείου Λονδίνου, στις 27 Ιουνίου 1967, που θεωρείται η γενέθλια ημέρα του ΑΤΜ. Ο κωμικός Ρεγκ Βάρνεϊ ήταν ο πρώτος πελάτης που πραγματοποίησε ανάληψη μετρητών.

Οι πλαστικές κάρτες δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα και το ΑΤΜ χρησιμοποιούσε ειδικές επιταγές εμποτισμένες με άνθρακα 14, μία ουσία με ήπια ραδιενεργή ακτινοβολία. Το μηχάνημα την ανίχνευε και στη συνέχεια την ταίριαζε μ’ έναν αριθμό ασφαλείας.

Ένα παράπλευρο προϊόν της εφεύρεσης ήταν ο κωδικός ασφαλείας, το γνωστό μας PIN. Αρχικά ο Σέφερντ – Μπάρον ήθελε το ΡΙΝ να αποτελείται από έξι ψηφία, αλλά η σύζυγός του Καρολάιν, σε μία κουβέντα που είχαν στο τραπέζι της κουζίνας, τον συμβούλεψε να μην ξεπερνά τα τέσσερα ψηφία, γιατί αλλιώς η ίδια δεν θα μπορούσε να θυμάται τον κωδικό.

Το ΑΤΜ του Σέφερντ – Μπάρον κέρδισε το στοίχημα, καθώς προηγήθηκε κατά εννέα ημέρες του σουηδικού Bankomat και ενός μήνα του αγγλικού Chubb MD2, που προωθούσε η Westminster Bank. Στην Ελλάδα τα πρώτα ΑΤΜ τοποθετήθηκαν τη δεκαετία του 1980 (Alpha Bank το 1983, Citibank το 1985) και η χρήση τους άρχισε να εξαπλώνεται την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα.

 

1976 – Παλαιστίνιοι εξτρεμιστές, που έχουν επιβιβαστεί από το αεροδρόμιο του Ελληνικού, καταλαμβάνουν αεροπλάνο της Air France πάνω από την Κόρινθο, με 246 επιβάτες και 12μελές πλήρωμα, προερχόμενο από το Τελ Αβίβ. Η περιπέτεια των επιβατών θα λήξει στις 4 Ιουλίου στο αεροδρόμιο Έντεμπε της Ουγκάντας, με αστραπιαία επέμβαση ισραηλινών κομάντος. Σκοτώθηκαν και οι έξι αεροπειρατές, τρεις όμηροι και από ισραηλινής πλευράς ο αρχηγός των κομάντος.

Όλα ξεκίνησαν πάνω από την Κόρινθο το πρωί της 27ης Ιουνίου 1976, όταν εκδηλώθηκε αεροπειρατεία σ’ ένα Airbus A300 της Air France με 248 επιβάτες και 12μελές πλήρωμα. Οι αεροπειρατές ήταν τέσσερις, δύο Παλαιστίνιοι που ανήκαν στην οργάνωση «Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» (PFLP) και δύο Γερμανοί της τρομοκρατικής οργάνωσης «Επαναστατικοί Πυρήνες» (Revolutionare Zellen).
Το αεροπλάνο προερχόταν από το Τελ Αβίβ και είχε προορισμό το Παρίσι, με ενδιάμεσο σταθμό το αεροδρόμιο του Ελληνικού, από το οποίο επιβιβάσθηκαν οι αεροπειρατές μαζί με άλλους επιβάτες. Ο επικεφαλής των αεροπειρατών Βίλφριντ Μπέζε ζήτησε την απελευθέρωση 40 Παλαιστινίων και 12 άλλων ατόμων, που κρατούνταν σε φυλακές της Κένυας, της Ελβετίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, προκειμένου να αφήσει ελεύθερους τους ομήρους.

Το αεροπλάνο άλλαξε πορεία και προσγειώθηκε στη Βεγκάζη της Λιβύης, όπου παρέμεινε για επτά ώρες. Αφού ανεφοδιάσθηκε, κατευθύνθηκε στην Καμπάλα της Ουγκάντα, όπου κυβερνούσε ο θηριώδης Ίντι Αμίν Νταντά, ο οποίος δήλωνε φίλος των Παλαιστινίων.

Η κυβέρνηση του Ισραήλ αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους αεροπειρατές και αποφάσισε να πραγματοποιήσει στρατιωτική επιχείρηση για τη διάσωση των ομήρων. Η περιώνυμη «Μοσάντ» ανέλαβε αμέσως δράση για τη συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών, προκειμένου να έχει επιτυχή έκβαση η επιχείρηση.

Το απόγευμα της 3ης Ιουλίου, τέσσερα C-130 της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας με 100 κομάντος κατευθύνθηκαν με σιγή ασυρμάτου προς το αεροδρόμιο του Έντεμπε, όπου έφθασαν λίγες ώρες αργότερα. Ένα άλλο αεροπλάνο με ιατρικό υλικό προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο «Κενυάτα» του Ναϊρόμπι. Η βοήθεια της Κένυας, που ήταν «στα μαχαίρια» με το καθεστώς Αμίν, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιχείρηση.

Τα ισραηλινά μεταγωγικά προσγειώθηκαν με ανοιχτές τις μπουκαπόρτες μία ώρα πριν από τα μεσάνυχτα. Αμέσως ξεφόρτωσαν μία μαύρη Μερσέντες και ορισμένα πολιτικά αυτοκίνητα συνοδείας, παραπλανώντας τους ουγκαντέζους, που νόμισαν ότι μετέφεραν τον δικτάτορα και την ακολουθία του.
Αμέσως κατευθύνθηκαν στο παλιό κτίριο του αεροδρομίου, όπου οι αεροπειρατές, που εν τω μεταξύ είχαν γίνει έξι, κρατούσαν μόνο τους 103 ομήρους εβραϊκής καταγωγής, καθώς τους υπόλοιπους τους είχαν απελευθερώσει. Οι ισραηλινοί κομάντος φώναξαν στους ομήρους στα εβραϊκά και τα αγγλικά να καλυφθούν και άρχισαν αμέσως την ανταλλαγή πυροβολισμών με τους αεροπειρατές, που είχαν τη βοήθεια της φρουράς του αεροδρομίου. Σε μισή ώρα όλα είχαν τελειώσει.

 

Γεννήσεις

 

1850 – Λευκάδιος Χερν (Λευκάδα, 27 Ιουνίου 1850 – Τόκιο, 26 Σεπτεμβρίου 1904) ή Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν (Αγγλικά: Patrick Lafcadio Hearn), γνωστός επίσης με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι (ιαπωνικά: 小泉八雲‎), ήταν διεθνής συγγραφέας ιρλανδοελληνικής καταγωγής που έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα το 1896, περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του για την Ιαπωνία, ιδιαίτερα για τις συλλογές του για τους ιαπωνικούς θρύλους και ιστορίες φαντασμάτων, όπως το Καϊντάν: Ιστορίες και μελέτες παράξενων πραγμάτων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Χερν είναι επίσης γνωστός για τα κείμενά του για την πόλη της Νέας Ορλεάνης, βασισμένα στη δεκαετή διαμονή του στην πόλη. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας.

Ο Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα, από όπου πήρε και το όνομά του, στις 27 Ιουνίου του 1850. Ήταν γιος του χειρουργού ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν (από την Κομητεία Όφαλι της Ιρλανδίας) και της Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη, Ελληνίδας ευγενούς καταγωγής από τα Κύθηρα από τον πατέρα της Αντώνιο Κασιμάτη. Ο πατέρας του υπηρετούσε στη Λευκάδα, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής των Επτανήσων, όπου ήταν ο πιο υψηλόβαθμος χειρουργός στο σύνταγμά του. Ο Λευκάδιος βαφτίστηκε Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Λευκάδα, αλλά φαίνεται ότι στα Αγγλικά ονομαζόταν Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn. Οι γονείς του Χερν παντρεύτηκαν με ελληνικό ορθόδοξο γάμο στις 25 Νοεμβρίου 1849, μερικούς μήνες αφού η μητέρα του είχε γεννήσει το πρώτο παιδί του ζευγαριού και μεγαλύτερο αδελφό του Χερν, Τζορτζ Ρόμπερτ Χερν, στις 23 Ιουλίου 1849. Ο Τζορτζ Χερν πέθανε στις 17 Αυγούστου 1850, δύο μήνες μετά τη γέννηση του Λευκάδιου. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στη Λευκάδα υπάρχει ακόμα.

 

1933 – Χορστ Μπραντστέτερ (Horst Brandstätter.) Ο Γερμανός επιχειρηματίας, «πατέρας» των παιγνιδιών Playmobil, γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1933 στο Τσίρντορφ της Βαυαρίας, μία κωμόπολη πολύ κοντά στη Νυρεμβέργη, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα η έδρα της εταιρείας του. Το 1952, αφού εκπαιδεύτηκε στην κατασκευή εκμαγείων, μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση παιχνιδιών, σε μία εποχή που τη διεύθυνσή της είχαν αναλάβει οι δύο θείοι του.

Πολύ σύντομα πείστηκε ότι το πλαστικό και όχι το μέταλλο θα ήταν το υλικό του μέλλοντος στην κατασκευή παιχνιδιών. Η πρώτη του επιτυχία, εμπορική και οικονομική, ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 με το χούλα – χουπ, το πλαστικό στεφάνι που «μάγεψε» παιδιά και μεγάλους και τους έκανε να χορεύουν ακατάπαυστα, γυρνώντας το γύρω από τη μέση τους.

Τη σωτηρία της από τη χρεοκοπία, ωστόσο, η εταιρεία τη χρωστά στην πετρελαϊκή κρίση, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, όταν η τιμή του πλαστικού, της πρώτης ύλης, είχε εκτοξευτεί στα ύψη. Τότε, ο Μπραντστέτερ ζήτησε από τον κατασκευαστή εκμαγείων Χανς Μπεκ (1929-2009) να δημιουργήσει ένα παιχνίδι με τη λιγότερη δυνατή πρώτη ύλη. Έτσι, γεννήθηκε η διάσημη φιγούρα των 7,5 εκατοστών. Οι τρεις πρώτες -ο Ινδιάνος, ο Ιππότης και ο Εργάτης- κυκλοφόρησαν το 1974 κι έγιναν ανάρπαστες.

Χάρη στα Playmobil, η εταιρεία Geobra Brandstätter έγινε η μεγαλύτερη του κλάδου στη Γερμανία, ξεπερνώντας και την εταιρεία παζλ Ravensburger. Το 2014 ο κύκλος εργασιών της έφτασε τα 595 εκατομμύρια ευρώ.

Ο Χορστ Μπρaντστέτερ πέθανε στις 3 Ιουνίου 2015 στο Φιρτ της Γερμανίας, σε ηλικία 81 ετών. Ο θανών είχε προετοιμάσει τη διαδοχή του από τη δεκαετία του ‘90, όταν σύστησε ένα ίδρυμα που αναλαμβάνει πλέον να διευθύνει την εταιρεία με βάση τις επιθυμίες του.

 

Θάνατοι

 

1951 – Κωνσταντίνος Σισμάνογλου, έλληνας μεγαλοεπιχειρηματίας από την Κωνσταντινούπολη.  Ο Κωνσταντίνος Σισμάνογλου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1857. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του τραπεζίτη και βιομηχάνου Ιωάννη Σισμάνογλου (1820-1894). Σπούδασε στο Ελληνικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης και έλαβε κατ’ ιδίαν εμπορικά μαθήματα. Από νεαρή ηλικία ανέλαβε τη διεύθυνση των τραπεζιτικών επιχειρήσεων του πατέρα του, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Αναστάσιο (1854-1934), με τον οποίο συμπορεύτηκε έκτοτε στις επιχειρηματικές και τις φιλανθρωπικές δραστηριότητές του.

Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τα δύο αδέλφια εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, όπου άνοιξαν χρηματιστηριακό γραφείο. Πολλές φορές εκδήλωσαν το αγαθοεργό τους πνεύμα, βοηθώντας τους Έλληνες του Παρισιού και κυρίως τους φοιτητές.
Με την έναρξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας κατήλθαν στην Αθήνα, όπου παρέμειναν έως το 1922. Ενθουσιασμένοι από τις πρώτες επιτυχίες του ελληνικού στρατού, εκδήλωσαν την πρόθεση να ιδρύσουν Λύκειο στην Άγκυρα, γενέτειρα του πατέρα τους, και γι’ αυτό το σκοπό διέθεσαν το ποσό των 4.000 χρυσών λιρών. Το σχέδιό τους, όμως, δεν υλοποιήθηκε, λόγω της επισυμβάσης Μικρασιατικής Καταστροφής.

Από την στιγμή αυτή, τα δύο αδέλφια άρχισαν να διαθέτουν μεγάλα χρηματικά ποσά για τη στέγαση και την περίθαλψη των προσφύγων. Δώρισαν το μεγάλο κτήμα τους στην Καβάλα σε 300 οικογένειες προσφύγων και κατέβαλαν συγχρόνως τα έξοδα για την εγκατάστασή τους.

Από το 1924, τα δύο αδέλφια συνέλαβαν την ιδέα να κτισθεί στην Ελλάδα ένα Σανατόριο ευρωπαϊκών προδιαγραφών για την περίθαλψη των πασχόντων από φυματίωση και την καταπολέμηση της νόσου, που τόσο σκληρά είχε δοκιμάσει την οικογένειά τους. Στις 6 Νοεμβρίου 1936, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Αναστάσιου Σισμάνογλου, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του “Φυματιολογικού Ινστιτούτου Ιωάννου Α. Σισμάνογλου και του Οίκου αυτού” στα Μελίσσια Αττικής (σημερινό Γενικό Νοσοκομείο Αττικής “Σισμανόγλειο – Αμαλία Φλέμινγκ”). Την ίδια ημέρα, ο Κωνσταντίνος Σισμάνογλου τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος από τον βασιλιά Γεώργιο Β’. Την ίδια περίοδο δώρησε στην πόλη της Κομοτηνής το “Σισμανόγλειο Γενικό Νοσοκομείο”, που λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Ο Κωνσταντίνος Σισμάνογλου πέθανε στις 27 Ιουνίου 1951 και τάφηκε στην Κωνσταντινούπολη.

 

2009 – Σπύρος Καλογήρου (Κυψέλη, 3 Νοεμβρίου 1922 – Πειραιάς, 27 Ιουνίου 2009) ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που ταυτίστηκε με τον ρόλο του κακού στην μεγάλη οθόνη. Χαρακτηριστική ήταν η τρεμάμενη φωνή του και το άγριο παρουσιαστικό του.

Μετά το δημοτικό τελείωσε την Σεβαστουπούλειο Εργατική Σχολή, όπου γράφτηκε για το φαγητό που προσέφεραν στους σπουδαστές μιας και η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή.

Από τα εφηβικά του χρόνια εργαζόταν ως φωτογράφος και διατηρούσε ένα φωτογραφείο μαζί με τον αδερφό του, το οποίο του εξασφάλιζε ικανοποιητικά κέρδη. Παράλληλα ασχολούνταν ερασιτεχνικά με το θέατρο και έγραφε και στίχους, τους οποίους διάβαζε στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Εκεί τον άκουσε κάποτε ένας σκηνοθέτης και τον προέτρεψε να ασχοληθεί επαγγελματικά με την ηθοποιία και να γραφτεί σε μια σχολή υποκριτικής. Όταν ο Καλογήρου αρνήθηκε, ο σκηνοθέτης της ΥΕΝΕΔ επέμεινε και τελικά τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου.

Εκεί εκτός από τα εφόδια που πήρε για την μετέπειτα καριέρα του, είχε την τύχη να γνωρίσει το 1952 και την γυναίκα της ζωής του, την κατά 13 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό Ευαγγελία Σαμιωτάκη (1935-2017).

 

————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia
.