...
Ο γέγονε… Γέγονε |
Γεγονότα
479 π.Χ. – Η Μάχη των Πλαταιών. Τον Αύγουστο του 479 π.Χ., στην πεδιάδα των Πλαταιών, παίχτηκε η τελευταία πράξη των Μηδικών πολέμων. Ο περσικός στρατός, υπό τον Μαρδόνιο, επιχείρησε για δεύτερη φορά να υποτάξει την Ελλάδα, μα βρέθηκε μπροστά σε μια ανυποχώρητη ελληνική συμμαχία.
Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, η Αθήνα ήταν ερείπια. Ο Μαρδόνιος, αναζητώντας διπλωματική λύση, έστειλε τον βασιλιά της Μακεδονίας, Αλέξανδρο Α’, να προτείνει στους Αθηναίους ειρήνη με δελεαστικούς όρους: ανοικοδόμηση της πόλης και ηγεμονία επί της Ελλάδας. Την ίδια ώρα, οι Σπαρτιάτες έσπευσαν με αντιπροσωπεία για να αποτρέψουν τυχόν συμβιβασμό. Οι Αθηναίοι, με τον Αριστείδη εκπρόσωπο, απάντησαν με αξιοπρέπεια: «Όσο ο ήλιος πορεύεται στον ουρανό, δεν θα συμμαχήσουμε με τους βέβηλους Πέρσες».
Η απόρριψη των προτάσεων οδήγησε τον Μαρδόνιο σε νέα εισβολή στην Αττική, που λεηλάτησε για δεύτερη φορά, πριν στρατοπεδεύσει στη Βοιωτία. Εκεί, στις υπώρειες του Κιθαιρώνα, οι Έλληνες –με αρχηγό τον Σπαρτιάτη Παυσανία και με καθοριστική τη συμμετοχή των Αθηναίων– συγκεντρώθηκαν για την τελική αναμέτρηση. Η πρώτη τους επιτυχία ήταν η εξουδετέρωση του Μασιστίου, αρχηγού του περσικού ιππικού, γεγονός που ανέβασε το ηθικό.
Στις 27 Αυγούστου, η μάχη των Πλαταιών ξέσπασε με σφοδρότητα. Ο περσικός στρατός συνετρίβη και ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε. Από τις εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες του, μόλις 40.000 κατόρθωσαν να διαφύγουν με τον Αρτάβαζο. Οι Έλληνες, αν και είχαν σημαντικές απώλειες, γιόρτασαν τη νίκη με αφιερώματα στους θεούς και σκληρή τιμωρία των Θηβαίων που είχαν ταχθεί με τον εχθρό.
Η μάχη των Πλαταιών δεν ήταν απλώς ένα στρατιωτικό κατόρθωμα. Ήταν η οριστική απελευθέρωση του ελληνικού κόσμου και η απαρχή μιας εποχής όπου η ελευθερία γέννησε πολιτική και πολιτισμό που έμελλαν να επηρεάσουν όλη την ανθρωπότητα.
1813 – Η μάχη της Δρέσδης έγινε το 1813 και ήταν σημαντική μάχη των Ναπολεόντειων Πολέμων, με νικηφόρα έκβαση για τους Γάλλους.
Η μάχη πραγματοποιήθηκε γύρω από την πόλη της Δρέσδης στη σημερινή Γερμανία.
Παρά το γεγονός ότι Γάλλοι είχαν πολύ λιγότερο στρατό, οι γαλλικές δυνάμεις υπό τις διαταγές του Ναπολέοντα Α΄ σημείωσαν μεγάλη νίκη ενάντια στον συμμαχικό στρατό (Αυστρία, Ρωσία, Πρωσία) υπό την ηγεσία του πρίγκηπα Κάρολου Φιλίππου.
Οι απώλειες ήταν μεγάλες, οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν χάσει περίπου 38.000 άνδρες και 40 όπλα. Οι γαλλικές απώλειες ανήλθαν σε περίπου 10.000 νεκρούς και τραυματίες. Κάποιοι από τους αξιωματικούς του Ναπολέοντα σημείωσαν ότι “υπέφερε από ένα βίαιο κολικό, το οποίο είχε προκληθεί από την κρύα βροχή, στην οποία είχε εκτεθεί σε όλη τη μάχη.”
1923 – Αιματηρό επεισόδιο στο δρόμο Ιωαννίνων – Κακκαβιάς. Στις 27 Αυγούστου 1923, η διαδρομή Ιωαννίνων – Κακκαβιάς βάφτηκε με αίμα. Λίγες ώρες αφότου ξεκίνησαν οι διεθνείς αντιπροσωπείες για επιτόπιες αναγνωρίσεις στη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων, η ιταλική αποστολή βρέθηκε στο στόχαστρο ενόπλων. Στο 54ο χιλιόμετρο, στη θέση Ζέπι, το ελληνικό αυτοκίνητο που ακολουθούσε έπεσε πάνω σε ένα φρικτό θέαμα: ο στρατηγός Ενρίκο Τελίνι, ο επίατρος Κόρτι, ο οδηγός Φαρνέτι και ο διερμηνέας Αθανάσιος Γκαζίρης κείτονταν νεκροί, ενώ λίγο αργότερα βρέθηκε δολοφονημένος και ο υπασπιστής Μπονατσίνι.
Η τραγωδία είχε ήδη λάβει διεθνείς διαστάσεις. Ο Μπότσαρης, μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας, τηλεγράφησε αμέσως στην κυβέρνηση και στο Στρατό, προκαλώντας συναγερμό στην Αθήνα. Ο υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Παπανδρέου διέταξε την άμεση αποστολή αξιωματικών της Χωροφυλακής στα Ιωάννινα, ενώ στο σημείο κατέφθασαν εσπευσμένα ο συνταγματάρχης Πλατής και άλλοι επιτελείς για έρευνα. Τα πρώτα στοιχεία έδειχναν σαφώς οργανωμένο σχέδιο: κορμοί δέντρων είχαν στηθεί ως οδόφραγμα, τα θύματα δεν είχαν ληστευθεί, ενώ βρέθηκαν δεκάδες κάλυκες Μάνλιχερ και ίχνη που οδηγούσαν προς το αλβανικό έδαφος. Οι δράστες, 8 έως 10 στον αριθμό, φαίνεται πως έδρασαν μεθοδικά και διέφυγαν πέρα από τα σύνορα.
Η αλβανική πλευρά επιχείρησε να ρίξει την ευθύνη στην Ελλάδα, επικαλούμενη μαρτυρία για Έλληνες στρατιώτες που έκοβαν δέντρα, ισχυρισμός που χαρακτηρίστηκε αβάσιμος λόγω των πρακτικών δυσκολιών της μεταφοράς. Ωστόσο, για τη φασιστική Ιταλία η ευθύνη ήταν ξεκάθαρη: κατηγόρησε επίσημα την Αθήνα και λίγες ημέρες αργότερα προχώρησε σε στρατιωτική απόβαση στην Κέρκυρα, εγκαινιάζοντας μία από τις πρώτες διεθνείς κρίσεις του Μεσοπολέμου.
Η δολοφονία του Τελίνι και των συνεργατών του παραμένει μέχρι σήμερα υπόθεση μελανή και αμφιλεγόμενη, με πολιτικές προεκτάσεις που ξεπέρασαν κατά πολύ τα σύνορα της Ηπείρου.
1942 – Η όπερα «Τόσκα» του Τζιάκομο Πουτσίνι κάνει πρεμιέρα στην Αθήνα από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Παρουσιάζεται στο θέατρο Παρκ της Πλατείας Κλαυθμώνος, με τη 19χρονη Μαρία Καλογεροπούλου (μετέπειτα Μαρία Κάλλας) στον κεντρικό ρόλο, υπό τη μουσική διεύθυνση του Σώτου Βασιλειάδη.
Η δημιουργία της όπερας πέρασε από χίλια κύματα. Ο συνθέτης είδε το ομώνυμο θεατρικό έργο του Βικτοριέν Σαρντού το 1887 στο Παρίσι, με τη Σάρα Μπερνάρ στο ρόλο της Τόσκα. Ενθουσιάστηκε και διαμήνυσε στον ατζέντη του να του κλείσει τα δικαιώματα του έργου για να το μεταφέρει στην όπερα. Το ίδιο έπραξαν και ο διάσημος συνάδελφός του Τζουζέπε Βέρντι και ο Αλμπέρτο Φρανκέτι. Τελικά, ο Βέρντι αποσύρθηκε, επειδή διαφωνούσε με το φινάλε του Σαρντού. Ο Φρανκέτι κέρδισε τα δικαιώματα, αλλά γρήγορα αποσύρθηκε, επειδή η έμπνευση τον είχε εγκαταλείψει και δεν μπόρεσε να συνθέσει μια μουσική αντάξια του έργου.
Έτσι, ο δρόμος έμεινε ανοιχτός για τον Πουτσίνι, ο οποίος δεν φάνηκε ζεστός, επειδή δεν είχε προτιμηθεί στην αρχή. Τελικά πείστηκε να συνθέσει την όπερα σε λιμπρέτο των Λουίτζι Ιλικα και Τζουζέπε Τζακόζα. Το Οκτώβριο του 1899 η όπερα ήταν έτοιμη, δώδεκα χρόνια μετά το αρχικό ενδιαφέρον του Πουτσίνι.
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1900 στο θέατρο Κοντσάντσι της Ρώμης, παρουσία όλης της καλής κοινωνίας. Παρέστη σύσσωμη η πολιτειακή και η πολιτική ηγεσία της Ιταλίας και πολλοί άνθρωποι της μουσικής, όπως οι συνθέτες Πιέτρο Μασκάνι, Φραντσέσκο Τσιλέα και ο Αλμπέρτο Φρανκέτι. Τον επώνυμο ρόλο ερμήνευσε η ρουμάνα σοπράνο Χαρίκλεα Νταρκλέ, η οποία ήταν ελληνικής καταγωγής και απόγονος της μεγάλης οικογένειας των Μαυροκορδάτων (Χαρίκλεια Χαρτουλάρη το πατρικό της όνομα). Οι συντελεστές της παράστασης και ο ίδιος ο Πουτσίνι γνώρισαν την αποθέωση και το παρατεταμένο χειροκρότημα των παρισταμένων.
Γεννήσεις
1909 – Λέστερ Γιανγκ, Ένας από τους πιο εμβληματικούς σαξοφωνίστες της τζαζ, γεννήθηκε το 1909 στο Γούντβιλ του Μισισίπι και μεγάλωσε κοντά στη Νέα Ορλεάνη, σε οικογένεια μουσικών. Ο πατέρας του, Γουίλις Χάντι Γιανγκ, έστησε μια οικογενειακή ορχήστρα, με τα τρία παιδιά του να παίζουν από βιολί και τρομπέτα έως σαξόφωνο και ντραμς. Ο ίδιος ο Λέστερ δοκίμασε διάφορα όργανα, ώσπου κατέληξε στο σαξόφωνο.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, άρχισε να ξεχωρίζει με το ιδιαίτερο ύφος του, περιοδεύοντας με ορχήστρες σε πολλές πολιτείες. Η πραγματική του καθιέρωση ήρθε τη δεκαετία του ’30, όταν συνεργάστηκε με τον Κάουντ Μπέισι, πραγματοποιώντας τις πρώτες του ηχογραφήσεις και προσελκύοντας το ενδιαφέρον του μουσικού κόσμου. Την ίδια περίοδο γνώρισε την Μπίλι Χόλιντεϊ, με την οποία ανέπτυξε μια στενή φιλία που άφησε εποχή στη σκηνή της τζαζ.
Το 1940 σχημάτισε τη δική του ορχήστρα, ενώ συνεργάστηκε και με τον αδελφό του, Λι Γιανγκ. Η επιστροφή του στον Μπέισι το 1943 τον καθιέρωσε ως σημείο αναφοράς για μια νέα γενιά μουσικών, μεταξύ των οποίων ο Τζον Κολτρέιν, ο Σόνι Ρόλινς και ο Σταν Γκετζ. Ωστόσο, το 1944 η καριέρα του διακόπηκε από τη στράτευσή του. Η καταδίκη του για χρήση ναρκωτικών τον οδήγησε σε πειθαρχείο, εμπειρία που άφησε ανεξίτηλα σημάδια.
Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στη μουσική, ηχογράφησε, περιόδευσε στην Ευρώπη και συμμετείχε στην ταινία Jammin’ the Blues. Παρά τις επιτυχίες, η μάχη του με τον αλκοολισμό τον κατέβαλε. Οι τελευταίες του ηχογραφήσεις έγιναν το 1959 στο Παρίσι. Λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, πέθανε στη Νέα Υόρκη, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά που άλλαξε τον ήχο της τζαζ για πάντα.
1941 – Σεζάρια Έβορα. Η «ξυπόλητη ντίβα» από το Πράσινο Ακρωτήριο, γεννήθηκε το 1941 στη Μιντέλο του νησιού Σάο Βισέντε. Από μικρή βίωσε τη σκληρότητα της ζωής· στα επτά της έχασε τον πατέρα της και η μητέρα της, ανήμπορη να τη συντηρήσει, την έστειλε σε ορφανοτροφείο. Εκεί, στη χορωδία, η μικρή Σεζάρια ανακάλυψε τη φωνή της.
Στα 16 γνώρισε τον ναυτικό Εντουάρντο, που τη μύησε στις παραδοσιακές μελωδίες των coladeiras και των mornas, τραγουδιών που μιλούν για τη λύπη και τη νοσταλγία. Σύντομα άρχισε να εμφανίζεται σε μπαρ και ξενοδοχεία, κερδίζοντας την αγάπη του νησιού της και τον τίτλο «Βασίλισσα των Μόρνας». Παράλληλα, ο διάσημος θείος της, ο συνθέτης B. Leza, έγραψε κομμάτια ειδικά για εκείνη.
Ωστόσο, η φτώχεια και οι δυσκολίες την ανάγκασαν να εγκαταλείψει για μια δεκαετία το τραγούδι. Αυτά τα «σκοτεινά χρόνια», όπως τα περιέγραφε, σημαδεύτηκαν από οικονομικές στερήσεις και τον αγώνα της με τον αλκοολισμό. Η ελπίδα ξαναγεννήθηκε όταν ο μουσικός Μπάνα την προσκάλεσε στην Πορτογαλία, ανοίγοντας τον δρόμο για την επανεκκίνησή της.
Η μεγάλη στροφή ήρθε στο Παρίσι, το 1988, όταν ηχογράφησε το άλμπουμ La Diva Aux Pieds Nus. Λίγο αργότερα, το «Sodade» την έκανε διεθνώς γνωστή, φέρνοντας στο προσκήνιο τη βαθιά μελαγχολία της μουσικής του Πράσινου Ακρωτηρίου. Το 1992, με το Miss Perfumado, η Έβορα κατέκτησε τη διεθνή σκηνή στα 47 της χρόνια. Από τότε, η φωνή της ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, εμπνέοντας ακόμη και καλλιτέχνες όπως ο Ντέιβιντ Μπερν.
Το 2011, ύστερα από σοβαρά προβλήματα υγείας, ανακοίνωσε την αποχώρησή της. Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, έφυγε από τη ζωή. Η Σεζάρια Έβορα άφησε πίσω της μια παρακαταθήκη νοσταλγίας και ποίησης, αποτυπώνοντας στο τραγούδι την ψυχή ενός ολόκληρου λαού.
Θάνατοι
1990 – Στίβι Ρέι Βον. Ο θρυλικός Αμερικανός κιθαρίστας του μπλουζ, γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1954 στο Ντάλας του Τέξας, σε μια οικογένεια με μουσικές ρίζες. Γιος του οικοδόμου και βετεράνου Τζίμι «Μπιγκ Τζιμ» Βον και της γραμματέως Μάρθας Τζιν Βον, ο Στίβι μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η μουσική ήταν καθημερινότητα, με τον μεγαλύτερο αδελφό του Τζίμι Βον να τον καθοδηγεί και να τον εμπνέει από νωρίς. Η πρώτη κιθάρα ήρθε ανήμερα των Χριστουγέννων του 1963, και από τότε η μουσική πορεία του ξεκίνησε με εντυπωσιακή ταχύτητα. Μαθαίνοντας τραγούδια από γκαράζ συγκροτήματα και τους θρύλους του μπλουζ, διαμόρφωσε το μοναδικό στυλ που τον καθιέρωσε αργότερα.
Η εφηβεία τον βρίσκει ήδη δεξιοτέχνη: αγοράζει τον πρώτο του δίσκο, αποκτά ηλεκτρική κιθάρα και σχηματίζει τα πρώτα γκρουπ, συμμετέχοντας σε σχολικές γιορτές και τοπικές συναυλίες. Το 1970 αφιερώνεται αποκλειστικά στη μουσική, μετακομίζοντας στο Όστιν και δημιουργώντας τους Blackbird. Οι πρώτες επαγγελματικές εμπειρίες, όπως οι Nightcrawlers και οι Paul Ray & the Cobras, τον εφοδιάζουν με πολύτιμη εμπειρία και τον οδηγούν στη δημιουργία των Double Trouble το 1978, το συγκρότημα που θα τον συνοδεύσει μέχρι το τέλος. Η φθαρμένη Stratocaster του, η «Number One», γίνεται το σήμα κατατεθέν του.
Το 1982 η καριέρα του εκτοξεύεται: εμφανίζεται στο Φεστιβάλ Τζαζ του Μοντρέ και τραβάει την προσοχή του Ντέιβιντ Μπάουι, ενώ ο Τζον Χάμοντ του ανοίγει τον δρόμο για την Epic Records. Το 1983 κυκλοφορεί το πρώτο του άλμπουμ, Texas Flood, και ακολουθούν Couldn’t Stand the Weather και Soul to Soul, έργα που τον εδραιώνουν ως κορυφαίο εκφραστή του μπλουζ. Παρά τα προσωπικά προβλήματα με αλκοόλ και ναρκωτικά, ο Στίβι καταφέρνει να ανακάμψει, χάρη και στη στήριξη της συντρόφου του Γιάννα Λάπιντους.
Η πορεία του κορυφώνεται με το βραβευμένο In Step το 1989 και εμφανίσεις-σταθμούς όπως το MTV Unplugged. Στις 27 Αυγούστου 1990, ο θάνατός του σε τραγικό δυστύχημα με ελικόπτερο τερματίζει πρόωρα τη ζωή του στα 36 του χρόνια, αφήνοντας όμως ανεξίτηλη την κληρονομιά του στη μουσική. Ο Στίβι Ρέι Βον, αυτοδίδακτος και εκλεκτικός, επηρέασε γενιές κιθαριστών, γεφυρώνοντας μπλουζ και ροκ και γράφοντας τη δική του, ανεπανάληπτη ιστορία στην ηλεκτρική κιθάρα.
2001 – Μιχάλης Δερτούζος. Ήταν διακεκριμένος καθηγητής στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών και στο τμήμα Πληροφορικής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασσαχουσέτης (MIT) αλλά και διευθυντής του Εργαστηρίου Επιστήμης Υπολογιστών (LCS) στο ίδιο ίδρυμα από το 1974 μέχρι το 2001.
Κατά την διάρκεια της θητείας του εκεί, το LCS καινοτόμησε σε ένα εύρος πεδίων, συμπεριλαμβανομένων της αποκρυπτογράφησης του RSA, των λογιστικών φύλλων, του NuBus, του X Window System και του διαδικτύου. Ο Δερτούζος ήταν πρωτοπόρος στο να ορίσει το World Wide Web Consortium και να το φέρει MIT. Ήταν υποστηρικτής του Ρίτσαρντ Στάλμαν, διευθυντή της εταιρείας GNU Project, και του FSF ενώ υποστήριξε και την συνεχή παρουσία τους στο MIT.
Προέβλεψε από πολύ νωρίς την επέκταση της χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, και μαζί με τον επίσης ερευνητή του MIT Νίκολας Νεγρεπόντε υπήρξε από τους πρωτοπόρους σε πολλούς τομείς της τεχνολογίας, ανάμεσα στους οποίους και τον Παγκόσμιο Ιστό. Το 1968 ήταν συνιδρυτής του Computek Inc., μιας εταιρείας γραφικών και έξυπνων τερματικών, μαζί με τους Μάρβιν Σ. Λιούις και Χιούμπερ Γκρέιχαμ.
Είχε γεννηθεί στην Αθήνα και ήταν γιος του Λεωνίδα Δερτούζου, αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού. Η καταγωγή του είναι από τη νησί της Άνδρου, όπου και η υπάρχει η προτομή του για τη συνεισφορά του στην πληροφορική. Αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών και φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Αρκάνσας με υποτροφία Φουλμπράιτ. Έλαβε το διδακτορικό του από το ΜΙΤ το 1964 και έγινε μέλος ΔΕΠ στο MIT. Επίσης, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Πληροφορικής Α.Π.Θ. στις 20 Νοεμβρίου 2000.
Πέθανε στις 27 Αυγούστου 2001 στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, σε ηλικία 64 ετών. Τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia


