...
Ο γέγονε… Γέγονε|
Γεγονότα
1859 – Η Μάχη του Σολφερίνο. To Σολφερίνο (ιταλικά: Solferino) είναι μικρή πόλη της επαρχίας της Μάντοβα, στη Λομβαρδία της Ιταλίας.
Έγινε γνωστή από την ομώνυμη μάχη, στο πλαίσιο του Δεύτερου Πολέμου της Ιταλικής Ανεξαρτησίας. Η μάχη έλαβε χώρα στις 24 Ιουνίου 1859 κοντά στην μικρή αυτή κωμόπολη, μεταξύ του αυστριακού στρατού υπό τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο – Ιωσήφ Α΄ και των συνασπισμένων δυνάμεων Γαλλίας και Πεδεμοντίου, υπό τους βασιλείς των δύο χωρών Ναπολέοντα Γ΄ και Βίκτωρα Εμμανουήλ Β΄.
Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν τυχαία και δεν είχαν προπαρασκευάσει τη μάχη. Η σύγκρουση άρχισε το πρωί και συνεχίστηκε μέχρι το μεσημέρι, μέσα σε κλίμα σύγχυσης και αταξίας. Ήταν, όμως, ιδιαίτερα σκληρή, με αποτέλεσμα ο αριθμός των θυμάτων να αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο. Η βαρβαρότητα και ο βαρύς φόρος αίματος ευαισθητοποίησε τον Ελβετό έμπορο Ερρίκο Ντυνάν που παρατηρούσε όσα διαδραματίζονταν ζωντανά και ο οποίος ανεξαρτήτως εθνικότητας περιέθαλψε με την βοήθεια των κατοίκων τους τραυματίες των αντιπάλων πλευρών. Ο Ντυνάν μετέφερε με την πένα του τη φρίκη της μάχης στο βιβλίο του «Μία ανάμνηση από το Σολφερίνο» το οποίο κινητοποίησε την κοινή γνώμη της εποχής και οδήγησε τελικά στην ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού.
2008 – Η δολοφονία του Τάσου Ισαάκ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδικάζει την Τουρκία για τις δολοφονίες του Τάσου Ισαάκ και του Σολωμού Σολωμού τον Αύγουστο του 1996 στη νεκρή ζώνη, κοντά στην κατεχόμενη Αμμόχωστο. Το Δικαστήριο επιδικάζει 80.000 ευρώ ως αποζημίωση στη χήρα του Ισαάκ και 35.000 στον πατέρα του Σολωμού. Επίσης, η Τουρκία θα πρέπει να καταβάλει από 15.000 ευρώ στον αδελφό του Ισαάκ και στον αδελφό του Σολωμού, ενώ θα πληρώσει 12.000 ευρώ δικαστικά έξοδα.
Μία ομάδα μοτοσυκλετιστών αναμεσά τους και ο 24χρονος Τάσος Ισαάκ, διαφώνησε με την απόφαση της Ομοσπονδίας συνεχίζοντας κανονικά το πλάνο της πορείας τους προς τα κατεχόμενα. Έχοντας πλέον φτάσει τον αριθμό των επτά χιλιάδων μοτοσικλετιστών, από ένα αφύλακτο στρατιωτικό φυλάκιο εισήλθαν στη νεκρή ζώνη του ΟΗΕ, τη λεγόμενη «Πράσινη Γραμμή», καθώς η Κυπριακή Αστυνομία απέτυχε να τους αναχαιτίσει. Την ίδια ώρα, στη λεγόμενη «γραμμή Αττίλα», είχαν συγκεντρωθεί τουλάχιστον 1.000 Τουρκοκύπριοι, ανάμεσά τους και πολλοί οπαδοί των «Γρίζων Λύκων», που είχαν καταφθάσει από την Τουρκία, απειλώντας ότι θα άνοιγε πυρ και αυτό ανησυχούσε τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από την 1η Αυγούστου η πορεία απασχολούσε το Εθνικό Συμβούλιο και τα άλλα σώματα της κυβέρνησης. Το κατοχικό καθεστώς πήρε επιπρόσθετα μέτρα στη γραμμή αντιπαράταξης. Παράλληλα, είχαν δοθεί εντολές να πυροβολούνται όσοι επιχειρούσαν να περάσουν στα κατεχόμενα.
Οι μοτοσικλετιστές αρχικά φαίνονταν αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν την πορεία και να φθάσουν τελικά στην Κερύνεια, προβάλλοντας παράλληλα τη θέση ότι δεν είχαν πρόθεση να συγκρουστούν ούτε με την Αστυνομία, αλλά ούτε και με τα Ηνωμένα Έθνη και ότι η πορεία τους ήταν ειρηνική. Παρόντες ήταν και οι 200 Ευρωπαίοι μοτοσικλετιστές που είχαν έλθει στην Kύπρο. Ωστόσο, μετά από συνάντηση που είχε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Γλαύκος Κληρίδης, με τον Πρόεδρο και το Συμβούλιο της Ομοσπονδίας των Μοτοσικλετιστών, η πορεία ματαιώθηκε. Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της ομοσπονδίας, Γιώργος Χατζηκώστας, σύμφωνα με ό,τι του είχε αναφέρει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Κύπρος ετίθετο σε κίνδυνο με προέλαση των Τούρκων. Έτσι μια πολύ καλά οργανωμένη πορεία διαλύθηκε και μετατράπηκε σε μια ανεξέλεγκτη πορεία που κανείς δεν ήταν σε θέση να ελέγξει πλέον.
Η κατάσταση ξέφυγε από τα οργανωμένα πλαίσια. Οι μοτοσικλετιστές άρχισαν να κινούνται προς διάφορες κατευθύνσεις. Τα πρώτα μικροεπεισόδια σημειώθηκαν στο ΣOΠAZ, στη Λευκωσία. Οι διαδηλωτές πέρασαν στη νεκρή ζώνη. Οι κατοχικές δυνάμεις άναψαν φωτιά για να τους απομακρύνουν. Στη Δερύνεια η κατάσταση ήταν χειρότερη, αφού άρχισαν οι συγκρούσεις για να εξελιχθούν στη συνέχεια σε δραματικές. Μοτοσικλετιστές και άλλοι διαδηλωτές βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους ένοπλους στρατιώτες της κατοχικής δύναμης αλλά και οργανωμένους Τούρκους και Τουρκοκύπριους αντιδιαδηλωτές που περιελάμβαναν και οργανωμένες ομάδες των Γκρίζων Λύκων.
Ο Tάσος Ισαάκ, στην προσπάθεια του να βοηθήσει έναν άλλον Ελληνοκύπριο, τον οποίο κτυπούσαν οι Τούρκοι, δέχθηκε επίθεση και έπεσε στο χώμα. Γύρω του μαζεύτηκαν μεγάλος αριθμός Τούρκων και Τουρκοκύπριων αντιδιαδηλωτών καθώς και μέλη της λεγόμενης αστυνομίας του ψευδοκράτους και άρχισαν να τον κτυπούν επανειλημμένα με πέτρες, ρόπαλα, λοστούς, μέχρις ότου αυτός εξέπνευσε. ‘Αφησε την τελευταία του πνοή 95 μέτρα από την την ελληνοκυπριακή πλευρά και 32 από την τουρκοκυπριακή, σύμφωνα με την έκθεση του OHE. Δύο ιρλανδοί αστυνομικοί, μέλη της διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ (UNFICYP), δεν κατάφεραν να τον αποσπάσουν από τα χέρια των μαινόμενων Τουρκοκυπρίων. Τα υπόλοιπα μέλη της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ, τα οποία ήταν παρόντα στην σκηνή, επέλεξαν να μην επέμβουν. Καθοδηγητής της δολοφονικής δράσης εναντίον του Tάσου Ισαάκ φέρεται να ήταν ο αρχηγός του παραρτήματος των Γκρίζων Λύκων στα κατεχόμενα, Μεχμέτ Αρσλάν. Από τη γενικευμένη συμπλοκή στη νεκρή ζώνη τραυματίστηκαν συνολικά 54 Ελληνοκύπριοι, 17 Τουρκοκύπριοι και 12 μέλη της ειρηνευτικής δύναμης.
Γεννήσεις
1911 – Ερνέστο Σάμπατο. Γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου 1911 στο χωριό Ρόχας στην Επαρχία του Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή. Ο πατέρας του ήταν Ιταλός μετανάστης, ενώ η μητέρα του κατά το ήμισυ Αλβανίδα και κατά το ήμισυ Ιταλίδα. Ήταν το προτελευταίο από τα έντεκα παιδιά τους. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό του και κατόπιν φοίτησε στο Εθνικό Κολέγιο της πόλης Λα Πλάτα. Σπούδασε Φυσική στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης.
Το 1933, εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό κόμμα κι έγινε γραμματέας της Κομμουνιστικής Νεολαίας.
Το 1934 ως αντιπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος εστάλη στις Βρυξέλλες για να συμμετάσχει σε συνέδριο κατά του φασισμού και του πολέμου. Εκεί πληροφορήθηκε για τους διωγμούς που γίνονταν από τον Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αργεντινής αποφάσισε να τον στείλει για δυο χρόνια στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Λένιν της Μόσχας, ώστε να επανέλθει στη σωστή γραμμή. Αλλά εκείνος πήγε στο Παρίσι. Έγραψε το μυθιστόρημα «Η βουβή πηγή» το οποίο ποτέ δεν εκδόθηκε.
Το 1984 ορίστηκε από τον πρόεδρο της Αργεντινής Ραούλ Αλφονσίν πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για την Εξαφάνιση Προσώπων, η οποία διερεύνησε την τύχη όσων εξαφανίστηκαν επί καθεστώτος Βιντέλα τη δεκαετία του 1970. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας εκδόθηκαν το 1984 σε έναν τόμο υπό τον τίτλο «Nunca Más» («Ποτέ Ξανά»). Τη χρονιά αυτή του απονεμήθηκαν πολλές διακρίσεις: Διακεκριμένος Πολίτης του Μπουένος Άιρες, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Αντιοχείας στην Κολομβία, Βραβείο Γκαμπριέλα Μιστράλ από την Οργάνωση Αμερικανικών Κρατών, Βραβείο Θερβάντες.
Λάτρης του τάνγκο (και του Κάρλος Γαρδέλ) αλλά και των νέων τεχνολογιών, ήταν ο πρώτος Αργεντίνος συγγραφέας που κυκλοφόρησε σε μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου το δοκίμιό του La Resistencia (2000).
Στις 30 Απριλίου 2011 ανακοινώθηκε από την οικογένειά του ο θάνατός του, στο σπίτι του, στο Σάντος Λουγάρες του Μπουένος Άιρες. Απεβίωσε λίγους μήνες πριν κλείσει τα 100 του χρόνια ζωής.
1987 – Λιονέλ Μέσι Κουτσιτίνι (ισπανικά: Lionel Andrés Messi Cuccittini, γεννήθηκε 24 Ιουνίου 1987), γνωστός ως Λιονέλ Μέσι, είναι Αργεντινός διεθνής ποδοσφαιριστής, ο οποίος αγωνίζεται ως επιθετικός για την Παρί Σεν Ζερμέν και την Εθνική Αργεντινής.
Συχνά θεωρείται ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του 21ου αιώνα και ένας από τους καλύτερους του αθλήματος όλων των εποχών. Είναι πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Πριμέρα Ντιβισιόν και δεύτερος καλύτερος σκόρερ στην ιστορία του Τσάμπιονς Λιγκ, διοργάνωση στην οποία έχει τερματίσει πρώτος σκόρερ τέσσερις συνεχόμενες σεζόν, όντας συχνά και σε ρόλο πλεϊ-μέικερ και δημιουργίας παιχνιδιού για την ομάδα.
Αγωνιζόταν με τη Νιούελς Ολντ Μπόις στην Αργεντινή προτού μετακομίσει στην Ευρώπη για λογαριασμό της Μπαρτσελόνα σε ηλικία 13 ετών. Μεταξύ των πολλών τίτλων που έχει κατακτήσει, περιλαμβάνονται τέσσερα Τσάμπιονς Λιγκ, δέκα Πρωταθλήματα Ισπανίας, τρία Ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ, τρία Παγκόσμια Κύπελλα Συλλόγων, ένα Κόπα Αμέρικα, ένα χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Κ-20. Είναι έτσι ο ποδοσφαιριστής με τους περισσότερους τίτλους στην ιστορία της Μπαρτσελόνα (35) και στους κορυφαίους σε όλη την ποδοσφαιρική ιστορία (40 τίτλοι έως τον Ιούνιο του 2022).
Είναι ο παίκτης στην ιστορία με τον μεγαλύτερο αριθμό βραβείων της IFFHS καθώς και ο μοναδικός παίκτης που έχει κερδίσει βραβεία της IFFHS σε τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες, Ανακηρύχθηκε επίσημα από την IFFHS ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του κόσμου για την περασμένη δεκαετία (2011–2020).
Έχει ανακηρυχθεί επίσης καλύτερος παίκτης στην ιστορία του Τσάμπιονς Λιγκ τα τελευταία 20 χρόνια από την ΟΥΕΦΑ. Έχοντας λάβει 6 φορές τον τίτλο του Παίκτη της Χρονιάς της ΦΙΦΑ, 7 φορές το βραβείο της Χρυσής Μπάλας (συνεχόμενες 2009 με 2012, το 2015, το 2019 και το 2021), 6 φορές τον τίτλο του κορυφαίου σκόρερ της χρονιάς στην Ευρώπη (Χρυσό Παπούτσι), άλλες δύο τον τίτλο του κορυφαίου παίκτη για την Ευρώπη της ΟΥΕΦΑ (2009 και 2015), μία του πολυτιμότερου σε Παγκόσμιο Κύπελλο (2014) και δύο του Κόπα Αμέρικα (2015 και 2021), ο Μέσι είναι ο ποδοσφαιριστής με τις περισσότερες ατομικές διακρίσεις στην ιστορία του αθλήματος.
Είναι κάτοχος του ρεκόρ διεθνών τερμάτων της ζώνης ΚΟΝΜΕΜΠΟΛ από το Σεπτέμβριο του 2021. Έχει σημειώσει περισσότερα από 780 γκολ σε επίσημους αγώνες (κατάλογος ποδοσφαιριστών ανδρών με 500 ή περισσότερα γκολ), καθώς και πάνω από 300 τελικές πάσες (ασίστ) σε επίσημους αγώνες μέχρι σήμερα.
Θάνατοι
1935 – Κάρλος Γκαρντέλ. Ο άνθρωπος που σφράγισε με τη φωνή και τη γοητεία του το τάνγκο, το μουσικό είδος που γεννήθηκε στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο στα τέλη του 19ου αιώνα και αγαπήθηκε σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Οι θαυμαστές του τον αποκαλούσαν «Καρλίτος», «Βασιλιά του Τανγκό», «Μάγο» (El Mago) και περιπαικτικά «Ο Μουγκός» (El Mudo). Γάλλοι, Ουρουγουανοί και Αργεντίνοι ερίζουν για την καταγωγή του.
Ο Κάρλος Γκαρντέλ (Carlos Gardel) γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1890 στην Τουλούζη της Γαλλίας. Το πραγματικό όνομά του ήταν Σαρλ Ρομιό Γκαρντέλ ή Γκαρντές. Σε ηλικία 27 μηνών βρέθηκε μαζί με τη μητέρα του στην Αργεντινή, συγκεκριμένα στη συνοικία Αμπάστο του Μπουένος Άιρες. Από την πλευρά τους, οι Ουρουγουανοί υποστηρίζουν ότι ο Γκαρντέλ δεν γεννήθηκε στην Τουλούζη, αλλά σε μια μικρή πόλη της χώρας τους.
Ο Γκαρντέλ άρχισε την καριέρα του σε ηλικία 23 ετών, τραγουδώντας σε μπαρ και γιορτές. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Χοσέ Ρασάνο, με τον οποίο ερμήνευε κυρίως παραδοσιακά τραγούδια. Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στο λεγόμενο tango-cancion (τάνγκο-τραγούδι) και το πρώτο του τραγούδι Mi noche triste (Η θλιμμένη μου νύχτα) έγινε τεράστια επιτυχία σε όλη τη Λατινική Αμερική το 1913, πουλώντας 10.000 δίσκους, αριθμός μυθικός για εκείνη την εποχή.
Γνώρισε την αποθέωση σε όλη τη Νότιο και Κεντρική Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη, όπου εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Πρωταγωνίστησε, επίσης, σε κινηματογραφικές ταινίες με θέμα το ταγκό και τη μουσική του.
Το τέλος ήρθε ξαφνικά, στις 24 Ιουνίου 1935, όταν το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε συνετρίβη στο Μεντεγίν της Κολομβίας. Εκατομμύρια άνθρωποι έκλαψαν για τον χαμό του, ενώ η σορός του “ταξίδεψε” στην Κολομβία, στις ΗΠΑ και τη Βραζιλία.
Ετάφη στο νεκροταφείο Τσακαρίτα του Μπουένος Άιρες. Εκεί σπεύδουν καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι για να αφήσουν ένα λουλούδι στο άγαλμα που έχει τοποθετηθεί δίπλα στον τάφο του. Μάλιστα, οι υπεύθυνοι του νεκροταφείου φροντίζουν ώστε το τσιγάρο που υπάρχει στο χέρι του να είναι πάντοτε αναμμένο.
Μεγάλες επιτυχίες του Κάρλος Γκαρντέλ θεωρούνται τα τραγούδια: Mano a Mano (Χέρι με Χέρι), Noche Fria (Κρύα βραδιά), Me da pena confesarlo, Tomo y obligo, Amor (Αγάπη), Mi Buenos Aires querido (Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες), Cuesta abajo, Amores de estudiante (Μαθητικοί Έρωτες), Soledad (Μοναξιά), Volver (Η επιστροφή), Por una cabeza (Με βραχεία κεφαλή) και El día que me quieras.
1949 – Θεμιστοκλής Σοφούλης (Βαθύ Σάμου, 1860 – Αθήνα, 24 Ιουνίου 1949) ήταν Έλληνας κεντρώος φιλελεύθερος πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Ο Σοφούλης σπούδασε αρχικά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του στον τομέα της Αρχαιολογίας στη Γερμανία. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, αναγορεύθηκε υφηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ως αρχαιολόγος συμμετείχε σε πολλές ανασκαφές. Μεταξύ άλλων ήταν υπεύθυνος και για τις ανασκαφές στην αρχαία Μεσσήνη το 1895. Όμως, η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του είχε άδοξο τέλος, επειδή το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν τον εξέλεξε τελικά τακτικό καθηγητή Αρχαιολογίας. Έτσι, το 1899 ο Σοφούλης επέστρεψε στη γενέτειρά του, τη Σάμο.
Γιος του έμπορου και μετέπειτα πολιτικού Παναγιώτη Σοφούλη, αναμείχθηκε με την πολιτική για πρώτη φορά το 1900, όταν ως αρχηγός του Κόμματος των Προοδευτικών, μιας παράταξης με νέες εθνικές και προοδευτικές ιδέες, εκλέχθηκε «πληρεξούσιος» (δηλ. βουλευτής) της πρωτεύουσας της Σάμου στην Εθνοσυνέλευση των Σαμίων.
Η Σάμος εκείνη την εποχή ανήκε μεν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά τελούσε υπό ημιαυτόνομο καθεστώς με ορθόδοξο ηγεμόνα, τον οποίο διόριζε η Υψηλή Πύλη. Το άλλο σαμιώτικο κόμμα, οι «Χατζηγιαννικοί» (ονομάζονταν έτσι επειδή είχαν για ηγέτη τους τον Ιωάννη Χατζηγιάννη, πολιτευτή από το Καρλόβασι), ήταν αντίθετο στην ένωση της Σάμου με την Ελλάδα. Έτσι, όταν ο Σοφούλης εκλέχθηκε πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης (δηλ. πρωθυπουργός) των Σαμίων το 1902, οι Χατζηγιαννικοί κατηγόρησαν τους Προοδευτικούς του Σοφούλη ότι «από του έτους 1902 εκπροσωπούσιν εν Σάμω την ενωτικήν ιδέαν και προς τελεσφόρησιν του σκοπού τούτου εργάζονται πάντες εν κοινή μετά της Κυβερνήσεως της Ελλάδος συνεννοήσει».
Η σύγκρουση Χατζηγιαννικών–Προοδευτικών πήρε μεγάλες διαστάσεις τον Μάιο του 1908, όταν ο ηγεμόνας Ανδρέας Κοπάσης έφερε οθωμανικό στρατό στη Σάμο, παραβιάζοντας τα προνόμια του νησιού. Ακολούθησαν συμπλοκές με νεκρούς στην περιοχή της πρωτεύουσας, για τις οποίες ο Σοφούλης και οι στενοί συνεργάτες του κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο από το Κακουργοδικείο της Σάμου. Για να αποφύγει τη σύλληψη, ο Σοφούλης κατέφυγε στην Αθήνα, όπου άρχισε να οργανώνει επαναστατικό σώμα για την εκδίωξη των Τούρκων από το νησί του.
Ο Κοπάσης δολοφονήθηκε το Μάρτιο του 1912 από τον Σταύρο Μπαρέτη, και στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Σοφούλης, με οπλαρχηγούς και οπαδούς του, αποβιβάσθηκε στη Σάμο για να κηρύξει την επανάσταση κατά του ηγεμονικού καθεστώτος. Ο τουρκικός στρατός που βρισκόταν στο νησί συνθηκολόγησε και αποχώρησε, ενώ η τοπική εξουσία πέρασε στην Εθνοσυνέλευση των Σαμίων. Στις 11 Νοεμβρίου 1912 η Σάμος κήρυξε επισήμως την ένωσή της με την Ελλάδα και τη διακυβέρνηση του νησιού ανέλαβε προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη.
————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia
.