Ο γέγονε… Γέγονε|
Γεγονότα
1875 – Ιδρύεται το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (γερμ. Sozialdemokratische Partei Deutschlands, SPD) είναι ένα από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας, μαζί με την Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU). Πρόεδρος του Κόμματος μέχρι τις 2/6/2019 ήταν η Αντρέα Νάλες, οπότε και παραιτήθηκε λόγω του αρνητικού αποτελέσματος στις Ευρωεκλογές του 2019.
Το «Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας» ιδρύθηκε στις 23 Μαΐου 1863 στη Λειψία από τον Φέρντιναντ Λασάλ, με το όνομα «Γενικός Σύνδεσμος Γερμανών Εργατών» (Allgemeiner Deutscher Arbeiterverein – ADAV) και είναι το μεγαλύτερο σε ηλικία σύγχρονο κόμμα της Γερμανίας.
Στο ξεκίνημά του το κόμμα βρισκόταν κοντά στα εργατικά συνδικάτα και ιδεολογικά υποστήριζε τον επαναστατικό μαρξισμό, όπως και τα περισσότερα σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του 19ου αιώνα. Στην ιδεολογική αυτή στάση οφείλεται ότι το κίνημα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας καταπιέστηκε έντονα στο Γερμανικό Ράιχ της εποχής, ειδικά υπό την καγκελαρία του Ότο φον Μπίσμαρκ.
Παρόλα αυτά όμως έγινε το μεγαλύτερο κόμμα του τότε καιρού, αφού αντιπροσώπευε το τεράστιο στρώμα των εργατών, οι οποίοι βρίσκονταν σε κοινωνικά δύσκολη θέση. Στις 27 Μαΐου 1875 ενώθηκε με το «Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα» (Sozialdemokratische Arbeiterpartei), που είχαν ιδρύσει οι Άουγκουστ Μπέμπελ και Βίλχελμ Λίμπκνεχτ. Το φθινόπωρο του 1890 το κόμμα πήρε το σημερινό του όνομα. Το ίδιο έτος πήρε στις εκλογές τα 19,8 % των ψήφων (35 έδρες) ενώ το 1912 διατηρούσε με 34,8 % των ψήφων την μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα στο Ράιχσταγκ (110 έδρες).
Στις αρχές του 20ού αιώνα ο σοσιαλδημοκράτης Έντουαρντ Μπέρνσταϊν σε μια σειρά άρθρων του διατύπωσε τη θεωρία ότι η σοσιαλδημοκρατία θα έπρεπε να εγκαταλείψει τα επαναστατικά συνθήματα και να εξελιχτεί σε δημοκρατικό μεταρρυθμιστικό κόμμα (Revisionismustheorie). Με την λεγόμενη αυτή ρεβιζιονιστική του θέση ο Μπέρνσταϊν ήρθε σε αντίθεση με τις επαναστατικές δυνάμεις εντός του κόμματος, αλλά τελικά οι θεωρίες του επηρέασαν την πορεία του κόμματος, ειδικά στην περίοδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
1911 – Ψηφίζεται το νέο Σύνταγμα της Ελλάδας, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το Ελληνικό Σύνταγμα του 1911, ήταν ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός για την συνταγματική ιστορία της Ελλάδας. Μετά την άνοδο του Ελευθέριου Βενιζέλου στην εξουσία μετά την επανάσταση στο Γουδί το 1909, ο Βενιζέλος αφοσιώθηκε στην προσπάθεια για μεταρρύθμιση του κράτους.
Το κύριο αποτέλεσμα ήταν μια σημαντική αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος του 1864. Η αναθεώρηση του 1911 προτάθηκε ως διέξοδος από την πολιτειακή κρίση της περιόδου εκείνης ενώ δε στόχευε στη μεταβολή ούτε του πολιτεύματος ούτε της οργανωτικής δομής της πολιτείας.
Την αναθεώρηση του 1911 χαρακτηρίζει η τάση για οργάνωση και εμπέδωση του «κράτους δικαίου», αλλά και γενικότερα «του στοιχείου του φιλελευθερισμού εις το δημοκρατικόν πολίτευμα».
Η Β’ Αναθεωρητική Βουλή τροποποίησε ή συμπλήρωσε 54 συνολικά άρθρα από τα 110 του Συντάγματος του 1864 και είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις μεταβολές που επέφερε – σε ό, τι αφορά ιδίως την οργάνωση και την άσκηση των εξουσιών – εμπνέονταν άμεσα από τις θέσεις που είχε υποστηρίξει πάνω στα ίδια θέματα ο Χαρίλαος Τρικούπης, 20-30 χρόνια νωρίτερα, επηρεασμένα από τον φιλελευθερισμό του Βενιζέλου.
1955 – Ιδρύεται το Υπουργείο Βορείου Ελλάδος, μετέπειτα Μακεδονίας – Θράκης. Πρώτος υπουργός αναλαμβάνει ο Στρατηγός Κοσμάς. Θα καταργηθεί από την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου το 2009 και θα επανιδρυθεί το 2012 επί κυβέρνησης Σαμαρά.
Το Υπουργείο Βορείου Ελλάδος (Βόρειας Ελλάδας) συστάθηκε για πρώτη φορά το 1955 από την Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπάγου ως συνέπεια της κατάργησης των Γενικών Διοικήσεων, οι οποίες αντικαταστάθηκαν, ως επί το πλείστον, από τις Νομαρχίες. Πρώτος Υπουργός διετέλεσε ο Γεώργιος Κοσμάς.
Σε αυτό το πλαίσιο, δημιουργήθηκε το «Υπουργείο Βορείου Ελλάδος», με έδρα το Διοικητήριο στη Θεσσαλονίκη. Αρμοδιότητα του Υπουργείου ήταν ο συντονισμός και η επίβλεψη εκτέλεσης της κυβερνητικής πολιτικής στην περιφέρειά του (Μακεδονία και Θράκη), καθώς και η εποπτεία των Νομαρχών.
Καταργήθηκε το 1971 από τη δικτατορική κυβέρνηση Γεωργίου Παπαδόπουλου λόγω της σύστασης, στο πρότυπο των παλαιότερων Γενικών Διοικήσεων, οι Περιφερειακές Διοικήσεις Αττικής και Νήσων, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Πελοποννήσου και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, Θεσσαλίας, Κρήτης, Ηπείρου, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Οι αρμοδιότητές του μοιράστηκαν στις ανάλογες Περιφερειακές Διοικήσεις, προΐστατο ο αντίστοιχος υφυπουργός, που υπήχθησαν στο Υπουργείο Εσωτερικών. Το Υπουργείο επανιδρύθηκε με την Μεταπολίτευση, το 1974 από την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή ενώ το 1988 μετονομάστηκε σε Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης.
1986 – Η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) αποστρατιωτικοποιείται και μετονομάζεται σε Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ).
Αρχικά η Υπηρεσία αυτή φέρεται να ιδρύθηκε το 1953 με την ονομασία Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών Ελλάδος (ΚΥΠΕ), πιθανώς κατά το πρότυπο της CIA. Λίγο αργότερα, ο τίτλος περιορίστηκε στο ΚΥΠ. Πρώτος διοικητής της τότε ΚΥΠΕ ανέλαβε ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού (αργότερα Αντιστράτηγος) Αλέξανδρος Νάτσινας (19??-Μάρτιος 1995).
Καθ’ όλη τη διάρκεια των κυβερνήσεων Παπάγου και Καραμανλή, η ελληνική ΚΥΠ ήταν υπό τον απόλυτο έλεγχο της αμερικανικής CIA. Τόσο μεγάλος ήταν ο βαθμός υποτέλειας, ώστε οι μισθοί των πρακτόρων πληρώνονταν απευθείας από τους Αμερικανούς, χωρίς καμία ανάμειξη του ελληνικού κράτους, έως ότου την πρακτική αυτή σταμάτησε ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964.
Οι ηγέτες της Χούντας των Συνταγματαρχών αναδείχθηκαν μέσω της ΚΥΠ. Ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Γεώργιος Παπαδόπουλος υπηρέτησε εκεί για πέντε χρόνια (1959-1964), αναμείχθηκε στην προετοιμασία του σχεδίου ΠΕΡΙΚΛΗΣ και διατέλεσε προσωπικός γραμματέας του Νάτσινα, επικεφαλής του Β’ Κλάδου, που είχε να κάνει με την εσωτερική ασφάλεια της χώρας και σύνδεσμος ΚΥΠ-CIA. Ο επίσης Συνταγματάρχης Πυροβολικού Νικόλαος Μακαρέζος διορίστηκε το 1966 επί κυβερνήσεων των αποστατών, επικεφαλής του επίλεκτου Α’ Κλάδου της ΚΥΠ, που ήταν υπεύθυνος για τους Έλληνες κατασκόπους σε ξένες χώρες.
Επί Χούντας Παπαδόπουλου, την ΚΥΠ διοίκησαν διαδοχικά ο Ταξίαρχος Πυροβολικού Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, γόνος αρχοντικής στρατιωτικής οικογένειας, της οποίας γενάρχης ήταν ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, και ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού (αργότερα Υποστράτηγος) Μιχάλης Ρουφογάλης. Ο Ρουφογάλης ήταν γνωστός περισσότερο για την κοσμική ζωή του και την αδυναμία του στο ωραίο φύλο και λιγότερο για τις κατασκοπευτικές του ικανότητες. Έτσι, το βάρος της καταστολής του αντιδικτατορικού κινήματος ανέλαβε η ΕΣΑ του Δημήτρη Ιωαννίδη, και όχι τόσο η ΚΥΠ. Επειδή όμως υπήρχε μεγάλη αντιζηλία μεταξύ της ΚΥΠ και της ΕΑΤ-ΕΣΑ, το 1973 ο Ιωαννίδης αντικατέστησε τον Ρουφογάλη με τον Λάμπρο Σταθόπουλο.
Όλα αυτά τα χρόνια, στην ιεραρχία της ΚΥΠ δέσποζαν οι αξιωματικοί του Πυροβολικού. Οι λόγοι ήταν κυρίως δύο: ο ιδρυτής Νάτσινας προερχόταν από αυτό, ενώ σε γενικές γραμμές οι αξιωματικοί του Πυροβολικού είχαν την καλύτερη εκπαίδευση στον Στρατό.
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός στην ιστορία της Υπηρεσίας είναι το 1981 και η νίκη του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι αποφασισμένος να ελέγξει απόλυτα τις υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας. Στην ηγεσία της ΚΥΠ τοποθετείται ο απόστρατος Αντιστράτηγος Πεζικού Γεώργιος Πολίτης, στενός φίλος του Στρατηγού και Υπουργού του ΠΑΣΟΚ, Αντώνη Δροσογιάννη. Υπαρχηγός αναλαμβάνει ο Ταξίαρχος Βασίλης Τσαγρής, που στη διάρκεια της Χούντας είχε δραπετεύσει στην Ιταλία και είχε αναλάβει το παραστρατιωτικό τμήμα του ΠΑΚ.
Το 1986, με τον νόμο 1645, που δημοσιεύτηκε στις 26 Αυγούστου του 1986 στο τεύχος 132Α΄ ΦΕΚ, η υπηρεσία που έως τότε συνέχισε να ονομάζεται “Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών” (Κ.Υ.Π.) μετονομάσθηκε σε “Ε.Υ.Π.” και αποτελεί αυτοτελή πολιτική δημόσια υπηρεσία με έργο τη συλλογή, επεξεργασία και διανομή πληροφοριών που αφορούν στην ασφάλεια της χώρας. Το καθεστώς λειτουργίας της Ε.Υ.Π. ρυθμίζεται από προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του παραπάνω ιδρυτικού της νόμου (Ν. 1645/86). Πρώτος Διοικητής της νέας ΕΥΠ διορίζεται με απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Κώστας Τσίμας.
Γεννήσεις
1821 – Απόλλων Μάικοφ. Απόλλωνας Νικολάιεβιτς Μάικοφ ήταν ένα Ρώσος ποιητής, πιο γνωστός για το στίχο του με στίχους που προβάλλουν εικόνες ρωσικών χωριών, φύσης και ιστορία. Η αγάπη του για αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, το οποίο σπούδασε για μεγάλο μέρος της ζωής του, αντικατοπτρίζεται επίσης στα έργα του. Ο Μάικοφ πέρασε τέσσερα χρόνια μεταφράζοντας το έπος Η ιστορία της εκστρατείας του Ιγκόρ (1870) στα σύγχρονα ρωσικά.
Μετέφρασε τη λαογραφία του Λευκορωσία, Ελλάδα, Σερβία και Ισπανία, καθώς και έργα από Χάιν, Adam Mickiewicz και Γκάιτε, μεταξύ άλλων. Αρκετά από τα ποιήματα του Maykov τέθηκαν σε μουσική από Ρώσους συνθέτες, μεταξύ αυτών Ρίμσκι-Κορσάκοφ και Τσαϊκόφσκι.
Ο Maykov γεννήθηκε σε μια καλλιτεχνική οικογένεια και εκπαιδεύτηκε στο σπίτι, από τον συγγραφέα Ιβάν Γκοντσάροφ, μεταξύ άλλων. Σε ηλικία 15 ετών, άρχισε να γράφει την πρώτη του ποίηση. Μετά την ολοκλήρωση του γυμναστήριο φυσικά σε μόλις τρία χρόνια, εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο Αγίας Πετρούπολης το 1837.
Άρχισε να δημοσιεύει τα ποιήματά του το 1840 και βγήκε με την πρώτη του συλλογή το 1842. Η συλλογή εξετάστηκε ευνοϊκά από τον επιδραστικό κριτικό Vissarion Belinsky. Μετά από αυτό, ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, επιστρέφοντας στην Αγία Πετρούπολη το 1844, όπου συνέχισε να δημοσιεύει ποίηση και διακλαδίζεται σε λογοτεχνική κριτική και δοκίμιο.
Συνέχισε να γράφει καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του, αμφισβητώντας αρκετές φορές μεταξύ των συντηρητικών και φιλελεύθερων στρατοπέδων, αλλά διατηρώντας μια σταθερή παραγωγή ποιοτικών ποιητικών έργων. Στις φιλελεύθερες μέρες του ήταν κοντά στο Belinsky, Νικολάι Νεκράσοφ, και Ιβάν Τουργκένεφ, ενώ στις συντηρητικές περιόδους του ήταν κοντά Fyodor Dostoyevsky. Τελείωσε τη ζωή του ως συντηρητικός. Ο Maykov πέθανε στην Αγία Πετρούπολη στις 8 Μαρτίου 1897.
1917 – Έντουαρντ Λόρεντζ. Ο Έντουαρντ Λόρεντζ (Edward Lorenz) ήταν αμερικανός μετεωρολόγος, που ανέπτυξε τη «θεωρία του χάους» και εισήγαγε τον όρο «το σύνδρομο της πεταλούδας».
Οι ανακαλύψεις του άνοιξαν το δρόμο σ’ ένα νέο πεδίο έρευνας με μεγάλο αντίκτυπο, όχι μόνο στα Μαθηματικά, αλλά και στη Βιολογία, στη Φυσική, ακόμη και στις Κοινωνικές Επιστήμες.
Γεννήθηκε στις 23 Μαΐου 1917 στο Γουέστ Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Σπούδασε μαθηματικά στο κολέγιο Ντάρμουθ του Νιου Χαμσάιρ και στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως μετεωρολόγος στο Στρατό και μετά την αφυπηρέτησή του αποφάσισε να σπουδάσει Μετεωρολογία στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ). «Ως παιδί πάντα με ενδιέφερε να κάνω πράγματα με τους αριθμούς και με ενθουσίαζαν οι αλλαγές του καιρού», έγραψε στην αυτοβιογραφία του.
Τη δεκαετία του ’60, ως καθηγητής στο ΜΙΤ, μέσα από μετεωρολογικά μοντέλα που ανέπτυξε, ο Έντουαρντ Λόρεντζ υποστήριξε την άποψη ότι τα μικρά γεγονότα και οι αλλαγές σ’ ένα σύστημα όπως η ατμόσφαιρα, μπορούν να οδηγήσουν σε τεράστιες αλλαγές. Τεκμηρίωσε την άποψή του αυτή το 1972 στην περίφημη μελέτη του «Προβλεψιμότητα: Μπορεί η κίνηση των φτερών μιας πεταλούδας στη Βραζιλία, να προκαλέσει τυφώνα στο Τέξας;».
Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο Έντουαρντ Λόρεντς έβαλε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του Καρτεσιανού σύμπαντος και άνοιξε το δρόμο σ’ αυτό που ορισμένοι αποκαλούν τρίτη επιστημονική επανάσταση στον 20ό αιώνα, μετά τις θεωρίες της σχετικότητας και της κβαντοφυσικής, καθώς απέδειξε ότι συγκεκριμένα ντετερμινιστικά συστήματα έχουν προβλέψιμα όρια. Το 1991 τιμήθηκε με το βραβείο Κιότο «για την καθοριστική επίδρασή του σ’ ένα ευρύ πεδίο της βασικής επιστήμης, που επέφερε τις πιο δραματικές αλλαγές στην άποψη της ανθρωπότητας για τη φύση από την εποχή του Νεύτωνα».
Ο Έντουαρντ Λόρεντζ ήταν δεινός πεζοπόρος και χιονοδρόμος μέχρι τα βαθιά γεράματά του και πάντα κοντά στην επιστήμη του. Ο σπουδαίος αυτός επιστήμονας έφυγε από τη ζωή στις 16 Απριλίου 2008, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Θάνατοι
1868 – Ιωάννης (Γενναίος) Κολοκοτρώνης Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης ήταν αγωνιστής του ’21 και πολιτικός. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας από τις 26 Μαΐου έως τις 10 Οκτωβρίου του 1862. Ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1805 στη Ζάκυνθο και ήταν δευτερότοκος γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της Κατερίνας Καρούσου.
Το προσωνύμιο «Γενναίος», με το οποίο είναι γνωστός, του δόθηκε από τους συναγωνιστές του, λόγω της γενναιότητας που επεδείκνυε στα πεδία των μαχών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Παρά το νεαρό της ηλικία του, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και τον επόμενο χρόνο στην πολιορκία της Πάτρας.
Στη συνέχεια μετέβη στη Δυτική Ελλάδα, επικεφαλής 400 ανδρών, για να λάβει μέρος στην εκστρατεία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο, αλλά επέστρεψε στην Πελοπόννησο πριν από την καταστροφική μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822).
Μέσα στο 1822 έλαβε μέρος στη μάχη των Δερβενακίων (26-28 Ιουλίου) και το 1823 στην πολιορκία και άλωση του Ναυπλίου και του Ακροκορίνθου. Επέδειξε αξιοσημείωτες στρατιωτικές ικανότητες και προήχθη στο βαθμό του χιλίαρχου. Στο διάστημα των Εμφυλίων συγκρούσεων (1823-1824) τάχθηκε στο πλευρό του πατέρα του, αλλά δεν φυλακίστηκε, όπως ο Γέρος του Μοριά. Κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο ανέπτυξε σημαντική πολεμική δράση και διακρίθηκε στις σωρεία μαχών.
Κατά την καποδιστριακή περίοδο, έλαβε μέρος στην πολιορκία και την άλωση της Ναυπάκτου (Απρίλιος 1829) και προήχθη στο βαθμό του συνταγματάρχη. Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, του οποίου υπήρξε θερμός φίλος, η δράση του υπήρξε παράλληλη με τη στάση του πατέρα του, όπως και κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. Μετά τη χορήγηση χάριτος και την αποφυλάκιση του καταδικασμένου σε θάνατο πατέρα του, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης διορίστηκε υπασπιστής του Όθωνα και το 1841 προήχθη σε υποστράτηγο.
Πιστός στον Όθωνα, τάχθηκε κατά της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, γεγονός που τον οδήγησε σε ολιγόμηνη φυγή από την Ελλάδα. Μετά την επάνοδό του διορίστηκε γερουσιαστής, διατηρώντας παράλληλα τη στρατιωτική του ιδιότητα. Το 1852 κατέστειλε την εξέγερση του Παπουλάκου στη Μάνη και το 1862 κατέπνιξε τη λεγόμενη Ναυπλιακή Επανάσταση. Στις 26 Μαΐου 1862 σχημάτισε την τελευταία κυβέρνηση του Όθωνα, σε μία προσπάθεια να σώσει το θρόνο.
Το αντιοθωνικό ρεύμα είχε φουντώσει και ο Κολοκοτρώνης αντιλαµβανόµενος τις δυσκολίες των περιστάσεων υπέβαλε δύο φορές την παραίτησή του, τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 1862. Και οι δύο παραιτήσεις δεν έγιναν δεκτές και τελικά η κυβέρνησή του ανατράπηκε στις 11 Οκτωβρίου 1862, με την έξωση του Όθωνα. Έζησε για λίγο στην Ιταλία και τον Φεβρουάριο του 1863 επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά δεν αναμίχθηκε έκτοτε στην πολιτική.
1906 – Ερρίκος Ίψεν. Ο Χένρικ Ίψεν (Henrik Ibsen, 20 Μαρτίου 1828 – 23 Μαΐου 1906) ήταν Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. Ως ένας από τους ιδρυτές του μοντερνισμού στο θέατρο, ο Ιψεν αναφέρεται συχνά ως ο πατέρας του ρεαλισμού και ένας από τους πιο επιδραστικούς θεατρικούς συγγραφείς της εποχής του. Σημαντικά του έργα του είναι μεταξύ άλλων τα Πέερ Γκυντ, , Το κουκλόσπιτο, Έντα Γκάμπλερ, Βρυκόλακες, Η αγριόπαπια και Αρχιμάστορας Σόλνες. Είναι ο πιο πολυπαιγμένος θεατρικός συγγραφέας στον κόσμο μετά το Σαίξπηρ , και Το κουκλόσπιτο ήταν το πιο πολυπαιγμένο έργο στον κόσμο το 2006.
Το πρώτο ποιητικό και θεατρικό έργο του Ιψεν, Πέερ Γκυντ, έχει έντονα σουρρεαλιστικά στοιχεία. Μετά από αυτό ο Ιψεν εγκατέλειψε το στίχο και έγραφε σε ρεαλιστική πρόζα. Αρκετά από τα μεταγενέστερα θεατρικά του έργα θεωρήθηκαν σκανδαλώδη από πολλούς της εποχής του, όταν αναμενόταν το ευρωπαϊκό θέατρο να δίνει πρότυπα αυστηρά ηθικής οικογενειακής ζωής και ευπρέπειας. Στα επόμενα έργα του ο Ιψεν εξέτασε τις πραγματικότητες, που κρύβονταν κάτω από την επιφάνεια, αποκαλύπτοντας πολλά που ήταν ενοχλητικά σε αρκετούς από τους συγχρόνους του. Είχε μια κριτική ματιά και διερευνούσε ελεύθερα τις συνθήκες της ζωής και τα ζητήματα ηθικής. Σύμφωνα με εκτιμήσεις πολλών κριτικών Η αγριόπαπια και το ”Ρόσμερσχολμ συναγωνίζονται για την πρώτη θέση μεταξύ των έργων του. Ο ίδιος ο Ιψεν θεωρούσε ως αριστούργημά του το Ο Αυτοκράτορας και ο Γαλιλαίος.
Ο Ιψεν κατατάσσεται συχνά μεταξύ των πιο διακεκριμένων θεατρικών συγγραφέων της ευρωπαϊκής παράδοσης. Θεωρείται ευρέως ως ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας του 19ου αιώνα. Επηρέασε άλλους θεατρικούς συγγραφείς και μυθιστοριογράφους, όπως οι Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Όσκαρ Γουάιλντ, Άρθουρ Μίλερ, Τζέιμς Τζόυς, Ευγένιος Ο’ Νηλ και Μίροσλαβ Κρλέζα. Προτάθηκε για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1902, το 1903 και το 1904.
Ο Ιψεν έγραψε τα έργα του στα Δανική γλώσσα (την κοινή γραπτή γλώσσα Δανίας και Νορβηγίας κατά τη διάρκεια της ζωής του) και αυτά εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Gyldendal της Δανίας. Αν και τα περισσότερα έργα του τοποθετούνται στη Νορβηγία – συχνά στο Σίεν, την πόλη-λιμάνι όπου μεγάλωσε – ο Ιψεν έζησε 27 χρόνια στην Ιταλία και τη Γερμανία και σπάνια επισκέφτηκε τη Νορβηγία κατά τα πιο παραγωγικά του χρόνια. Γεννημένος στην οικογένεια Πάους-Ιψεν, εμπόρων της ανώτερης μεσαίας τάξης, διαμόρφωσε τα έργα του σύμφωνα με το οικογενειακό του περιβάλλον και συχνά χαρακτήρες με πρότυπο μέλη της οικογένειάς του. Ηταν πατέρας του πρωθυπουργού (1903-1905) Σίγκουρντ Ιψεν. Τα έργα του Ιψεν είχαν έντονη επιρροή στο σύγχρονο πολιτισμό.
————————————————————————————–
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia