Ο οικισμός Φουρνά
βρίσκεται σε υψόμετρο 840 μέτρων,
στη συμβολή τριών υδάτινων ροών:
ρέμα Αφωρεσμένα, ρέμα Σερμετζέλη και ρέμα Μπαρμπάτα*
- του Τάκη Ντάσιου
Περί της προέλευσης της ονομασίας Φουρνά, ο Χαράλαμπος Χατζηθάνος στήριξε την προέλευση του ονόματος Φουρνά, γράφοντας, ότι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στο πέρασμα εκείνο – όπου η θέση του οικισμού -, υπήρχε ένα μονάχα κτίσμα, φούρνος, που έψηνε ψωμί, για να εξυπηρετεί τους ταξιδιώτες που διέρχονταν απ΄ εκεί και εξ αυτού ονομάστηκε η τοποθεσία «στου φουρνά».
Οι Τούρκοι αποκαλούσαν τον οικισμό Κιοστάν΄ ή Κιοστένι = πρωτεύουσα, προσδίδοντας τη βαρύτητα ενός ιδιαίτερου οικισμού. Πράγματι εδώ ήταν η έδρα του κοτσάμπαση και του λογοθέτη της περιοχής. Σ’ αυτή την εποχή της προ-επαναστατικής και επαναστατικής περιόδου του ΄21, σημειώνεται και η μεγαλύτερη πρόοδος του Φουρνά.
O Ιωάννης Νεράντζης στην εισήγησή του «εντοπισμένες αρχαιολογικές θέσεις, οικισμοί οχυρωμένοι και ανοχύρωτοι, στο νομό Ευρυτανίας σε αντιστοιχία με τα ονόματα σημερινών χωριών», στου Φουρνά αναφέρει τις θέσεις: «Αμόρια» ή «Μόρια» και τη θέση «Προφήτης Ηλίας» (Νεράντζη Ιωάννη2007:σ.62). Η κορφή Λυκομνήματα ή Προφήτης Ηλίας, ύψους 1.515 μ., δεσπόζει του χώρου, επικοινωνεί με τον όγκο της Βουλγάρας μέσω του αυχένα Ζαχαράκη και ελέγχει κάθε κίνηση από βόρεια και νότια, μέχρι το άλλο διάσελο, αυτό του Αγίου Νικολάου Τυμφρηστού.
Υδάτινες ροές, χαμηλό υψόμετρο, χειμερινές ανθρώπων κινήσεις και γύρω ορεινοί όγκοι, υψηλό υψόμετρο με τα περάσματά τους, καλοκαιρινές συνήθως επιλογές.
Με σημείο αναφοράς του Φουρνά, καταγράφονται οι ανθρώπινες κινήσεις προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ας τις δούμε πιο αναλυτικά:
1. προς τα βόρεια
Εδώ πρωταγωνιστούν τα ορεινά, με τα υψηλά περάσματα,
τα διάσελα, οι «δρόμοι των βουνών».
«Στην διαδρομή από τον Κλειτσό μέχρι το χωριό Νεράιδα, αυτή διέρχεται απ’ τις δυτικές πλαγιές του ορεινού όγκου της Βουλγάρας, ύψ. 1.654 μ. Το όνομά της οφείλεται στην πανωλεθρία που έπαθαν από τους ντόπιους κοντά στον οικισμό Κορίτσα οι Βούλγαροι του Σαμουήλ στα 996 μ.Χ., όταν νικημένοι στη Λαμία από τον βυζαντινό στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό, προσπάθησαν να υποχωρήσουν και να απεγκλωβιστούν απ’ την περιοχή». (Σύγχρονη γεωγραφία – Άτλας της Ελλάδας, τ. Β΄, σ.618)
«..στην τοποθεσία (Τριφύλλια) είχε τα κονάκια του και ξεκαλοκαίριαζε τα πρόβατά του ο τσέλιγκας Γαλανός. Στο ίδιο μέρος λημέριαζε και ο Κατσαντώνης με τα παλικάρια του. Ο Γαλανός που ήταν πιστό όργανο του κοτζάμπαση Τσολάκογλου της Ρεντίνας, τροφοδοτούσε αναγκαστικά τον Κατσαντωναίϊκο ασκέρι, αλλά κρυφά ειδοποίησε τον δερβεναγά της περιοχής Ιλιάσμπεη». [Αγραφιώτη Ν. Γεωργίου2005: Σαρακατσιαναίοι κλεφταρματολοί και το δημοτικό τραγούδι, σ.35, Αθήνα]. «Απ’ τις αναρίθμητες παλικαριές του Κατσαντώνη καταθέτω μόνο τη νικηφόρο μάχη του στο στενό της Τριφύλλιας με τους 300 άντρες του ντερβέναγα, Ελιάζ – μπέη, τον οποίο σκότωσε με τα χέρια του. (Yemeniz σ. 34)». [Σπανδωνίδη Ειρήνη1939:Τραγούδια της Αγόριανης (Παρνασσού), σ.228, εκδ. Πυρσός Α.Ε., Αθήνα]
«..Ο Καραϊσκάκης με τα παλικάρια του, φτάνουν νύχτα στην Καστανιά Καρδίτσας και τραβάνε στο Κλειτζό (διερχόμενοι απ τον αυχένα Τριφύλλια) και περνάνε αντίκρυ στο μοναστήρι της Βράχας, θέση δυνατή σιμά στο Καρπενήσι. Ο Ράγκος κι οι Τούρκοι κινάνε από τρία μέρη ενάντια τους. Άλλοι από Ρεντίνα, άλλοι από Κλειτσό και άλλοι από Φουρνά». [Παπαδόπουλου Κων/νου2007:«Η τραγική πορεία του Καραϊσκάκη στην Ευρυτανία του 1824», σ. 288 στο Πρακτικά συνεδρίου: Η Ευρυτανία στις περιγραφές Ελλήνων και ξένων περιηγητών από την αρχαιότητα ως την εποχή μας, εκδ. ΕΥ.Κ.Ε.Σ.Ε.]
Κάτι απ’ την νεότερη ιστορία του τόπου μας. Η πορεία του αποσπάσματος του Δημοκρατικού Στρατού απ’ τα Άγραφα στον Γράμμο, με τον Χαρ. Φλωράκη, στα 1949 ξεκίνησε απ’ τη Βράχα, πέρασε τον ποταμό Μέγδοβα και συνέχισε το «δρόμο των βουνών». [Τριαντάφυλλου Α. Γεροζήση2004: Επίλεκτο απόσπασμα 1ης Μεραρχίας ΔΣΕ Φλωράκη-Μπελογιάννη-Παπαγεωργίου, Γράμμος-Άγραφα-Μουργκάνα, Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1949, σ.88, εκδ. Σύγχρονη εποχή]
Και στα τελευταία του εμφυλίου «..το τμήμα του Παύλου Μπέικου, εκ Κλειτσού Ευρυτανίας προωθήθηκε στην περιοχή Κλειτσού – Βράχας. Τέλη Μαρτίου, 1950, μικρές ομάδες ανταρτών περιφέρονταν στα δάση της Βουλγάρας» [Ψημμένου Τάκη1985: Αντάρτες στ΄ Άγραφα (1946-1950), αναμνήσεις ενός αντάρτη, σ.415, 420, εκδ. Σύγχρονη εποχή, Αθήνα
2. Προς τα νότια
Απ’ το Δήμο Φουρνά, προσέγγιζαν τη πρωτεύουσα της Ευρυτανίας, το Καρπενήσι, από δυο μεριές, κυκλώνοντας τον όγκο του Βελουχιού (Τυμφρηστού): Η μια κίνηση ακολουθούσε το ρέμα Σερμετζέλη, Βρωμόβρυση 1.300 μ., Τσούκα, 1.346 μ., Πετσαλούδα 1.363 μ., Άγιοι Απόστολοι, αυχένας Τυμφρηστού, Καρπενήσι και απ την άλλη μεριά και η άλλη, Χαμηλά απ’ τον Ταυρωπό, μέσω των χωριών Δομιανοί, Παυλόπουλο, Στένωμα, Άγιος Αθανάσιος, Καρπενήσι
Μια ακόμη κίνηση προς τα νότια. «Προπολεμικά, είχε γίνει μια μεγάλη προσπάθεια για τη δασική εκμετάλλευση του δάσους Φουρνά, με την ολοκλήρωση της δασικής οδού Μακρακώμης – Φουρνά και την ίδρυση εργοστασίου στη Μακρακώμη. Φυσικά η ολοκλήρωση ενός τέτοιου δρόμου επιλέχτηκε για να εξυπηρετήσει ευρύτερα τους κατοίκους των δήμων Κτημενίων και Δολόπων. Δυστυχώς η μη ολοκλήρωση συνέπεσε με την κήρυξη του πολέμου και οι αρχές κατοχής λήστεψαν την ξυλεία και εκμεταλλεύτηκαν το μοναδικό αυτό εργοστάσιο». (Γούλα Γεωργ. Δημοσθένη1946:74).
Ο ορεινός όγκος της Βουλγάρας διαθέτει βοσκήσιμες εκτάσεις, που «κρατούσαν» τους γηγενείς κτηνοτρόφους και βλάχους που ξεκαλοκαίριαζαν με τα κοπάδια τους. Συγκεκριμένα η κοινότητα Κλειτσού διατηρούσε αξιόλογη νομαδική και οικόσιτη κτηνοτροφία μέχρι τα πρόσφατα χρόνια. Πέρα απ’ τους γηγενείς Αγραφιώτες κτηνοτρόφους, στο Δήμο Φουρνά ανέβαιναν απ’ τα νότια και ανατολικά και οι μετακινούμενοι Σαρακατσαναίοι νομάδες, όπως, οι: Σπύρου Καλέ, Κατσαβριά Νίκου και αδελφών Λέντα, σύμφωνα με τις προπολεμικές καταγραφές της Αγγελικής Χατζημιχάλη. [Χατζημιχάλη Αγγελική1957: Σαρακατσάνοι, παράρτημα,. Στατιστικοί πίνακες, σ.30-32].
Στην μελέτη μας, καταγράψαμε τις κινήσεις των μετακινούμενων κτηνοτρόφων, οι οποίοι απ’ την Λαμία, ακολουθώντας τη ροή του Σπερχειού ποταμού, διέρχονταν απ την Μακρακώμη – Βίτωλη – Ροβολιάρι – Ράχη Λυκομνήματα ή (Προφήτης Ηλίας) και έφταναν στη Βουλγάρα. Αργότερα, γι’ αυτή τη διαδρομή χρησιμοποιούσαν το τραίνο απ’ τη Λειβαδιά μέχρι τον Σ.Σ. Λιανοκλαδίου.
3. Κατά τα δυτικά..
Οι κινήσεις αυτές είχαν να κάνουν με το «όπως πάνε τα νερά» του Καμπύλου ή Μέγδοβα ποταμού. Ο διακεκριμένος Φουρνιώτης, Γιαννάκης Κωστάκης ή Κωστάρας «έχασε μία περιουσία καθώς και τα περισσότερα ζώα του. Όσες από τις αγελάδες του διασώθηκαν τις μετέφερε στο Μεσολόγγι για να χρησιμεύσουν στη διατροφή του ελληνικού στρατού στο Μακρυνόρος» (Παπακαρυά Κ. Δημ.1992:216)
Κάτι ακόμη, η Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρα Βράχας, ανεγέρθη το 1745 και στην εποχή της ακμής της η μονή χαρακτηριζόταν ως «κοινόν πανδοχείον». Στην μονή εύρισκαν φιλοξενία όχι μόνο διερχόμενοι αγωγιάτες και κάθε λογής επισκέπτες, αλλά και τρομεροί κλέφτες και ληστές από διάφορες περιοχές. Η μονή είχε σημαντική κτηνοτροφική περιουσία, [Γ.Α.Κ., φάκ. 194, έγγρ. 1-54], αλλά και κτήματα στο χωριό Βράχα και στο Μεσολόγγι, όπου ξεχείμαζαν τα κοπάδια της». [Γκιόλια Α. Μάρκου1999: Ιστορία της Ευρυτανίας στους νεότερους χρόνους (1393-1821), σ. 405-6, εκδόσεις Πορεία, Αθήνα].
Στην δικαιοδοσία του Δήμου, εκτός των γηγενών κτηνοτρόφων, ο τόπος συντηρούσε και μεταβατική κτηνοτροφία. Οι μετακινούμενοι βλάχοι (Σαρακατσαναίοι), ξεχείμαζαν στο κάμπο του Μεσολογγίου και την Άνοιξη ανέβαιναν στα βοσκοτόπια του δήμου, ακολουθώντας τη ροή του ποταμού. Έτσι, π.χ. απ το μοναστήρι της Βράχας, οι άνθρωποι κατευθύνονταν παραποτάμια στις: Λογγιές (κάτω απ το χωριό Έλσιανη), στη γέφυρα Παπαδιάς, γεφύρι Βίνιανης, γέφυρα Ταυρωπού «Σίδηρα», (συμβολή ρέματος Καλεσμενιώτικου με Ταυρωπό) και άντε πιο κάτω ακολουθώντας το «μεγάλο ντερβένι». (Λουκόπουλου Δημητρίου1930:127).
Στα δυτικά, ο κάμπος του Μεσολογγίου, εκτός του χειμαδότοπου, είχε και το αλάτι, μονοπωλιακό είδος στην Ευρυτανία και οι κάτοικοι πηγαινοέρχονταν στον κάμπο για να το προμηθευτούν: Η τιμή του αλατιού – τους καλοκαιρινούς ιδιαίτερα μήνες, που έρχονταν οι βλάχοι στα βουνά τους – ανταλλάσσονταν «δύο αλάτι με μια οκά καλαμπόκι».
4. Στα ανατολικά
Η διαχωριστική γραμμή, που αποτελούσε και την οριοθετική τότε γραμμή Ελλάδας-Τουρκίας, μετά το 1830, ξεκινούσε: απ’ το γεφύρι του Κοράκου επί του Αχελώου και έφτανε μέχρι την κορυφογραμμή Ίταμου – Καπροβούνι – Βουλγάρα – Ζαχαράκη. Η τοποθεσία Ζαχαράκη, με τον αυχένα της δημιουργεί οροπέδιο εκεί που σμίγουν και διαχωρίζονται οι νομοί, στα τρία σύνορα: Φθιώτιδας, Ευρυτανίας και Καρδίτσας. Πήρε το όνομά της απ’ την βρύση που έκτισε ο Κώστας Ζαχαράκης εκεί (πριν ονομάζονταν Κονιαρόβρυση).
«Γνωρίζουμε ότι οι ληστές του 19ου αιώνα συγκεντρώνονταν σε τόπους με ιδιαίτερα οικο-γεωγραφικά χαρακτηριστικά, όπου ασκούνταν συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες: είναι ο ορεινός όγκος της νομαδικής κτηνοτροφίας, των απομονωμένων οικισμών, των δυσπρόσιτων περιοχών, ο χώρος των «διαβάσεων». Τα βουνά είναι ο χώρος των ληστών, αλλά όπου υπάρχουν βουνά δεν υπάρχουν πάντα ληστές». [Κοταρίδη Γ. Νίκου1993: Παραδοσιακή επανάσταση και εικοσιένα, σ. 296, σειρά Θεωρία και κοινωνία, εκδ. Πλέθρον]
Ένα παράδειγμα, τον Μάιο του 1856, ο Ντρέλας με 25-30 συντρόφους αναφέρεται στο δήμο Κτημενίων (Φουρνά) στη στάνη του τσέλιγκα Ταμπαλέξη, από όπου πήρε τρόφιμα και δύο συγγενείς του τσέλιγκα αιχμαλώτους. Πληγώθηκε στο γόνατο και κρυβόταν με ένα σύντροφό του σε σπηλιά έξω από το χωριό Κλειτσού [ΓΑΚ, υπ. Εσωτ. Φ. 164, υπ. Εσωτ. Προς βασιλιά, 1 και 5 Ιουλίου, 5 Αυγ. και 27 Σεπτ. 1856].
«Μια στράτα, που τράβαγε κλεψιμέϊκα ήταν κι αυτή που πάει στη Θεσσαλία. Τάγερναν πίσω τη ράχη Όθρυ και σύρε να τα βρεις» (Λουκόπουλου Δημητρίου1930:209)
«..μετά το 1960, όπου οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το τραίνο, φόρτωναν τα κοπάδια απ’ τον κάμπο της Κωπαϊδας και Θήβας, π.χ. Λειβαδιά και κατέβαιναν στην Καϊτσα (Σ.Σ. Αγγείων). Απ’ εκεί ανηφόριζαν δυτικά διερχόμενοι από τα χωριά: Κάτω Κτιμένη, Λουτρά Σμοκόβου, Βαθύλακκος, απ’ τα ανατολικά, ανέβαιναν για ξεκαλοκαιριό στα θερινά βοσκοτόπια των κορφάδων της Βουλγάρας (1.616 μ., 1.654 μ., 1.588 μ.)
Επίλογος
Με αφετηρία το οικιστικό τρίγωνο: Φουρνά – Κλειτσός – Βράχα (πρώην Δήμος Φουρνά), περπατήσαμε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ακολουθήσαμε τις κινήσεις ανθρώπων προς κάθε κατεύθυνση, που οι ανάγκες των χάραξαν και «δείξαμε» ότι του Φουρνά υπήρξε βασικά ένα «εσωτερικό», λόγω του ορεινού ανάγλυφου, σταυροδρόμι ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Οι άνθρωποι στην απομόνωσή τους κατάφεραν και «έκτισαν» τέτοια φυσικά και αρμονικά δεσμά με το φυσικό περιβάλλον, αλλά και αναμεταξύ τους λόγω του χώρου, που άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου, γράφοντας την δική τους ξεχωριστή ιστορία. Έτσι ο πρώην δήμος Φουρνά, από κομβικό ανθρωπογεωγραφικό σημείο αναφοράς, αρχικά, αναδείχτηκε σ ένα σπουδαίο σταυροδρόμι πολιτισμικής κληρονομιάς» (Τάκη Ντάσιου, 21 Ιουλίου 2012).