Ελληνική PISA- Δυτική Ελλάδα: Μαθητές 46 σχολείων
στις εξετάσεις- «Απόντες» οι μαθητές του 47ου από την Ηλεία
Πραγματοποιήθηκαν χθες οι εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για μαθητές/τριες της ΣΤ’ τάξης των Δημοτικών σχολείων και της Γ’ τάξης των Γυμνασίων σε όλη την Ελλάδα και στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας (Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία). Οι συγκεκριμένες εξετάσεις αφορούσαν μαθητές της έκτης τάξης του δημοτικού και της Γ’ Γυμνασίου. Συμμετείχαν 600 σχολεία απ’ όλη την Ελλάδα. Από τη Δυτική Ελλάδα συμμετείχαν τελικά 46 σχολεία. Στην Αχαΐα, συμμετείχαν 10 σχολεία από την πρωτοβάθμια και 6 από τη δευτεροβάθμια.
Στην Αιτωλοακαρνανία, συμμετείχαν 11 σχολεία από την πρωτοβάθμια και 9 από την δευτεροβάθμια. Τέλος στην Ηλεία επρόκειτο να συμμετάσχουν 4 σχολεία από την πρωτοβάθμια (τελικά το ένα απείχε) και 7 από την δευτεροβάθμια.
Όπως αναφέρει. μιλώντας στο thebest.gr. o Κωνσταντίνος Γιαννόπουλος Περιφερειακός Διευθυντής Εκπαίδευσης, «σε γενικές γραμμές η διαδικασία κύλησε ομαλά, δεν είχαμε αποχή, μόνο ένα δημοτικό σχολείο, στην Ηλεία, που ήταν προγραμματισμένο να συμμετέχει, τελικά δεν συμμετείχε γιατί οι γονείς δεν έστειλαν τα παιδιά.
Στο πλαίσιο αυτών των διαγνωστικών εξετάσεων, έγιναν κάποιες ερωτήσεις στα παιδιά, σε Γλώσσα και μαθηματικά ενώ ζητούμενο είναι να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτές οι ερωτήσεις είναι κατανοητές από τους μαθητές και αν μπορούν να απαντήσουν σύμφωνα με την ηλικία τους. Μέσα από τα αποτελέσματα θα έχουμε μία εικόνα σχετικά με το επίπεδο στο οποίο βρισκόμαστε. Τα αποτελέσματα συλλέχθηκαν ανώνυμα, οι μαθητές δεν έδωσαν τα ονόματα τους ενώ το υπουργείο θα μας ενημερώσει για το τι προκύπτει από αυτές τι εξετάσεις».
Η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Νίκη Κεραμέως, είχε δηλώσει σχετικά με τις εξετάσεις: «Ξεκινούμε ένα νέο θεσμό, αποσκοπώντας στην εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και το βαθμό που επιτυγχάνονται τα προσδοκόμενα μαθησιακά αποτελέσματα. Μέσα από σύγχρονα εκπαιδευτικά εργαλεία, θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τα πορίσματα της πανελλαδικής αυτής διαδικασίας, ώστε να βελτιώσουμε τα προγράμματα σπουδών, τη διδακτική μεθοδολογία, το εκπαιδευτικό υλικό, αλλά και να προβούμε σε στοχευμένες επιμορφωτικές δράσεις για τους εκπαιδευτικούς μας. Γνωρίζοντας τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, μπορούμε να σχεδιάσουμε πληρέστερα και με μεγαλύτερη ακρίβεια την πολιτική μας και να επιτύχουμε περισσότερα, προς όφελος των παιδιών μας και ολόκληρης της εκπαιδευτικής κοινότητας.»