Ευάγγελος Παπαστράτος: «Γεννήθηκα στο Αγρίνιο, το παλιό Βραχώρι»



Ευάγγελος Παπαστράτος

«Γεννήθηκα στο Αγρίνιο, το παλιό Βραχώρι,
τον Δεκέμβρη του 1884»

«Από τις πιο άκαρπες φαινομενικά δουλειές βγαίνουν κάποτε,
όταν κανείς ξέρει να τις αξιοποιεί, ανέλπιστα αποτελέσματα»


Αν υπάρχει ένα όνομα που συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία του ελληνικού καπνού, αυτό είναι του Ευάγγελου Παπαστράτου. Με ελάχιστα μέσα αλλά με επιχειρηματικό δαιμόνιο και αγάπη για τον καπνό, δημιούργησε έναν «επιχειρηματικό μύθο» που παραπάνω από έναν αιώνα αποτελεί τη μεγαλύτερη ελληνική καπνοβιομηχανία και έναν από τους πιο ισχυρούς πρεσβευτές του ελληνικού επιχειρείν.

Γεννημένος στο Αγρίνιο το 1884, ο γιος του Αναστασίου και της Χαρίκλειας Παπαστράτου μεγάλωσε σε πολύτεκνη οικογένεια και έχασε τον πατέρα του πριν κλείσει τα τέσσερά του χρόνια. Στα 12 του ξεκίνησε να εργάζεται στο εμπορικό κατάστημα του Αν. Παναγόπουλου.

«Γεννήθηκα στο Αγρίνιο, το παλιό Βραχώρι, τον Δεκέμβρη του 1884. Εκεί μεγάλωσα κι εκεί εργάστηκα ως τα τριάντα μου χρόνια. ‘Aρχισα να δουλεύω το 1896. Τον πρώτο καιρό στο μαγαζί (σ.σ.: κατάστημα υφασμάτων Παναγόπουλος) μου ανέθεσαν να κάνω το σκούπισμα… Όταν δεν είχα άλλη δουλειά, έπρεπε να στέκω έξω από το μαγαζί για κράχτης κι όταν έβλεπα να περνούν στον δρόμο οι χωριάτες, να τους καλώ να μπουν μέσα να ψωνίσουν».

«Το μηνιάτικο των πέντε δραχμών δεν έφτανε ούτε για τα ρούχα που χρειαζόμουν… Λογάριαζα, όμως, από τότε ν’ αποχτήσω την πείρα για ν’ ανοίξω αργότερα δική μου δουλειά, έστω και πολύ μικρή, γιατί έβλεπα πως με τέτοιες εργασίες άλλοι κέρδιζαν χίλιες και δυο χιλιάδες δραχμές τον χρόνο».

Με μηνιαίο μισθό πέντε δραχμών, είχε ήδη βάλει στόχο να αποκτήσει πείρα ώστε να ανοίξει δική του δουλειά. Η εργατικότητά του και το εμπορικό του δαιμόνιο τον έφεραν κοντά στον κόσμο του καπνού. Σύντομα βρέθηκε να παρακολουθεί ζυγίσματα και να συμμετέχει στην επεξεργασία καπνών, αποκτώντας την πρώτη του εξειδίκευση. Στα 17 του άφησε το μαγαζί και προσελήφθη στην καπνεμπορική «Ρόζης και Βαρνάβας», όπου απέκτησε τα απαραίτητα εφόδια για την μετέπειτα πορεία του. Το 1906, σε συνεργασία με τον τυρέμπορο Σωτήρη Αυγερινό, ίδρυσε την «Αυγερινός-Παπαστράτος» με κεφάλαιο 6.000 δραχμών, τα μισά από δάνειο.

«Σε ηλικία εικοσιδυό ετών περίπου, ύστερα από δεκάχρονη υπαλληλική επίμονη δουλειά, άρχισα την εμπορική μου σταδιοδρομία,  με αρχικό κεφάλαιο τρεις χιλιάδες δραχμές δανεικές,  αλλά μπορώ να το πώ, και με τα ηθικά κεφάλαια της εντιμότητας,  της πείρας και της φιλεργίας, που κατά τη γνώμη μου, είναι τα πολυτιμότερα κεφάλαια για κάθε άνθρωπο  και προπάντων για έναν νέο που θέλει να προκόψει».

Η εταιρεία σημείωσε γρήγορη ανάπτυξη, επικεντρώνοντας στην ποιότητα και τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους παραγωγούς. Το 1909 πραγματοποίησε τις πρώτες εξαγωγές και άνοιξε δρόμο για τα ελληνικά καπνά στη Γερμανία. Η πορεία της διακόπηκε από τους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ το 1913, μετά τον θάνατο του Αυγερινού, η εταιρεία διαλύθηκε με κέρδη 150.000 δραχμών.

Τότε, ο Ευάγγελος μαζί με τα αδέλφια του Σωτήρη, Ιωάννη και Επαμεινώνδα ίδρυσαν την «Αφοι Παπαστράτου». Το 1919 μετέφεραν την έδρα στην Αθήνα και επένδυσαν σε υποκαταστήματα και σύγχρονα μηχανήματα.

«Ποτέ δεν εδίστασα να δουλεύω 14-16 ώρες το ημερόνυκτο… Από τη νεανική μου ηλικία είχα συνηθίσει να μην είμαι σπάταλος, αλλά ούτε και τσιγγούνης και είχα ως αρχή να κανονίζω τα έξοδά μου ανάλογα με τα έσοδά μου. Δεν ξεχνούσα ποτέ το πνεύμα της αποταμιεύσεως, γιατί αυτό μου έδινε την ευκαιρία να μεγαλώνω τη δουλειά μου. Κατά τη γνώμη μου το χρήμα είναι μέσο και η ύπαρξή του δεν μπορεί να εξασφαλισθεί χωρίς ηθικές αρχές και χωρίς σύστημα. Καμιά προσπάθεια δεν καρποφορεί αν εκείνος που επιδίδεται σ’ αυτήν δεν έχει ιδανικά».

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η εταιρεία όχι μόνο άντεξε αλλά αύξησε την παραγωγή της. Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 οι εξαγωγές, κατά μέσο όρο, έφταναν τους 3.382 τόνους καπνού τον χρόνο, κατακτώντας τις αγορές των ΗΠΑ, του Καναδά, της Αιγύπτου και της Σκανδιναβίας. Το 1931 εγκαινίασαν το εργοστάσιο στον Πειραιά, παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, λανσάρανε τον «Άσσο», ταυτίζοντας το όνομά τους με το τσιγάρο στην Ελλάδα.

Η περίοδος από το 1936 μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, ήταν ίσως η δυσκολότερη στην ιστορία της εταιρείας. Μεγάλο μέρος του εργοστασίου στον Πειραιά καταστρέφεται, ενώ οι κατοχικές κυβερνήσεις περιόρισαν σημαντικά την παραγωγή, επιτάσσοντας συχνά τα εμπορεύματά της εταιρείας. Μόλις λίγα χρόνια μετά το τέλος της Κατοχής, η Παπαστράτος επέστρεψε στην ηγετική της θέση εγκαινιάζοντας μια περίοδο αλματώδους ανάπτυξης και ευημερίας η οποία συνεχίζεται σχεδόν απρόσκοπτα μέχρι σήμερα. Μετά το τέλος του πολέμου, η εταιρεία αναπτύσσεται με «φρενήρεις ρυθμούς» επενδύοντας σημαντικά σε υποδομές, πρώτες ύλες και ανθρώπινο δυναμικό, καταγράφοντας σταθερά αυξημένη κερδοφορία και άνοδο στις εξαγωγές.

«Από τις πιο άκαρπες φαινομενικά δουλειές βγαίνουν κάποτε, όταν κανείς ξέρει να τις αξιοποιεί, ανέλπιστα αποτελέσματα. Όταν κανείς κατορθώσει να φτιάξει δική του επιχείρηση, πρέπει να κρατήσει γερά το τιμόνι της δουλειάς του και να παρακολουθεί τα πάντα από κοντά… Να συγκεντρώσει άγρυπνα την προσοχή του στις καινούργιες ιδέες, που μπορούν να είναι χρήσιμες στον κλάδο του, στις νέες τελειοποιήσεις που θα μπορέσει να επιφέρει στις αρχικές του μεθόδους εργασίας. Να μην ξεχνά πως όσο τέλειο κι αν ήταν το έργο του όταν το δημιούργησε ο ίδιος, είναι σχεδόν βέβαιο πώς κάθε έργο γερνά με τον καιρό και χρειάζεται συνεχώς ανανέωση και συμπλήρωση».

Τη δεκαετία του 50’ η Παπαστράτος λανσάρει για πρώτη φορά το τσιγάρο με φίλτρο και το μαλακό πακέτο, ενώ απασχολεί περισσότερους από 2.500 εργαζόμενους, αριθμός ιδιαίτερα μεγάλος για μια ελληνική ιδιωτική επιχείρηση εκείνης της εποχής. Την επόμενη δεκαετία αναλαμβάνει τη διάθεση καπνού στην ιταλική αγορά για την παραγωγή του «Άσσου», ενώ το 1966 συνεργάζεται με τη γερμανική Reemtsma για την παραγωγή του «Astor». Το 1974 η Παπαστράτος προχωρά σε συμφωνία-σταθμό με την Philip Morris International για την παραγωγή του θρυλικού Marlboro στην Ελλάδα, το οποίο δίχως αμφιβολία αποτέλεσε σήμα κατατεθέν για τη γενιά της μεταπολίτευσης. Μετά την πτώση της Χούντας, η εταιρεία εκσυγχρονίζεται με νέες υποδομές αυξάνοντας μάλιστα την παραγωγή της σε 4.000 τσιγάρα το λεπτό.

«Συνάντησα κι εγώ στη ζωή μου δύστροπους ανθρώπους. Προτίμησα να είμαι υποχωρητικός, παρά να δίνω το δικαίωμα να με χαρακτηρίσουν σκληρό ή άδικο. Απέφυγα όμως να έχω στο εξής συναλλαγές μαζί τους…».

Πέντε χρόνια αργότερα, ο οραματιστής επιχειρηματίας και πρωτεργάτης της Παπαστράτος, Ευάγγελος Παπαστράτος, φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 95 ετών αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στο ελληνικό επιχειρείν. Τη συνέχιση του οράματος του εμβληματικού επιχειρηματία αναλαμβάνει ο Τάσος Παπαστράτος, ο τελευταίος από τους απογόνους των τεσσάρων αδελφών που έφερε αυτό το όνομα, ο οποίος απεβίωσε το 1998 κλείνοντας έναν μεγάλο κύκλο της ιστορικής εταιρείας. Την ίδια χρονιά ιδρύεται το Ίδρυμα Παπαστράτος το οποίο αναλαμβάνει να συνεχίσει το πλούσιο κοινωνικό έργο που είχαν ξεκινήσει οι αδελφοί Παπαστράτου από την αρχή της πορείας τους.

 

——————————————————————————————————————————————————————–
Υποσημείωση: Οι χρονολογίες που καταγράφονται πριν την 16η Φεβρουαρίου 1923 είναι σύμφωνες με την χρονολόγηση των πηγών. Για την αντιστοίχιση με τη σημερινή χρονολόγηση πρέπει στην αντίστοιχη χρονολογία να προστεθούν 13 μέρες.
Φωτογραφία: Ευάγγελος Παπαστράτος
και φωτογραφίες από το 1ο εργοστάσιο στον Πειραιά
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον

και όχι για  να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν