Το κοίταζα, σαν εκείνο τον αρχαίο Θεό
των Ρωμαίων τον Ιανό, πούχε δυο πρόσωπα:
ένα πίσω να βλέπει τα περασμένα
κι ένα μπρός για τα μελλούμενα.
- του Γιώργου Γαλανόπουλου
Ανήμερα των Φώτων, αφού ράντισα το σπίτι πήγα και στο μαγαζί ν’ αγιάσω,κληρονομημένη συνήθεια να ‘ναι καλή χρονιά κι ευλογημένος, όποιος στο μαγαζί μας μπαίνει φίλος και μουστερής.
Έψαχνα στα ράφια τα σκελεθρωμένα, να βρώ χρήσιμα στ’απομειναρια και κάτι θυμήθηκα.
Ανέβηκα στη σκάλα ψηλά σε μιά αποκρυφη γωνιά τέντωσα το χέρι και έπιασα ένα μπουκαλάκι τυλιγμένο σε νάιλον σακουλίτσα πολυκαιρισμένη, κιτρινισμένη.
Στο μπουκαλάκι, τάχα αεροστεγώς μονωμένο με προχειρη ταινία, ο πατέρας έγραψε με τα ωραία γράμματα του: Αγίασμα 1968 – 1998.
Krasni ugol, λένε στα ρουσικα τη γωνιά ψηλά στο ταβάνι που ‘χουν το εκονοστάσι κι ό,τι πολύτιμο και ιερό του σπιτιού εκεί το βάζουν. Κάθε χρονιά, απ’ το Γενάρη του ’50 , των Φώτων, την ημέρα ο πατερας σ’ αυτή την «ιερή» γωνιά έβαζε ένα μπουκαλάκι αγίασμα• μαζεύτηκαν πολλά, λίγες σταλαγματιές κάθε χρονιάς έκαμαν ένα μπουκαλάκι αγίασμα τριαντάχρονων αγιασμάτων
Κάποια χρονιά μετέφερα πολλά στο σπίτι, αυτό δεν ξέρω γιατί ξέμεινε εκεί.
Το κοίταζα, σαν εκείνο τον αρχαίο Θεό των Ρωμαίων τον Ιανό, πούχε δυο πρόσωπα: ένα πίσω να βλέπει τα περασμένα κι ένα μπρός για τα μελλούμενα.
Ιανουάριος 1968 – Ιανουάριος 1998.
Το κοίταζα… Αποταμίευση ευλάβειας-παρακαταθήκη ευσέβειας.
Ραντιείς με πατέρα… και καθαρισθήσομαι και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι… αγαλλιάσονται οστέα..!
Μεταλαβα ευλάβεια, ράντισα ευσέβεια το μαγαζί, προσκύνησα μ’ ευγνωμοσύνη κι ευχήθηκα για όσους στο μαγαζί μας το πάτημά τους άφησαν.