Εκλογές στο χακί

Προχτές, Κυριακή 2 Ιουνίου,
πολλοί θυμήθηκαν την επέτειο του Γουέμπλεϊ
αλλά εγώ θυμήθηκα μιαν άλλη 2η του Ιούνη.
Το 1985, στις 2 Ιουνίου, που ήταν και πάλι Κυριακή,
είχαν γίνει βουλευτικές εκλογές,
οι πρώτες μετά τη  νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981

 

Την Κυριακή, 9 Ιουνίου,
ψηφίζουμε για τις ευρωεκλογές

 

του Νίκου Σαραντάκου

 

Τις εκλογές εκείνες δεν τις έζησα από τόσο κοντά όσο θα ήθελα, που θα σήμαινε να πηγαίνω σε συγκεντρώσεις, να κολλάω αφίσες και να είμαι εκλογικός αντιπρόσωπος του ΚΚΕ, διότι ήμουν φαντάρος, ήδη από τον Οκτώβριο του 1984 -και βρισκόμουν πια στην Κομοτηνή, δεκανέας σε κάποιον Λόχο Εφοδιασμού Μεταφορών· θυμάμαι τον αριθμό του, αλλά μπορεί να είναι και στρατιωτικό μυστικό, οπότε περιμένω να περάσουν τα 50 χρόνια για να το φανερώσω.

Προς το παρόν, έχουν περάσει μόνο 39 χρόνια από το 1985, οπότε θα θυμηθώ τις εκλογές που έζησα στον στρατό -στο χακί, αν προτιμάτε.

Στις εκλογές εκείνες, το μεγάλο φαβορί ήταν το ΠΑΣΟΚ, που λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάρτιο, είχε προτείνει για πρόεδρο δημοκρατίας τον Χρήστο Σαρτζετάκη και είχε καταφέρει, έστω και με ακροβασίες, να συγκεντρώσει 180 ψήφους με την υποστήριξη του ΚΚΕ -θα θυμίσω ότι στις εκλογές του 1981 μόνο τρία κόμματα είχαν εκλέξει βουλευτές: ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΚΚΕ. Όχι επειδή υπήρχε όριο -δεν υπήρχε. Αλλά με έναν θηριώδη δικομματισμό (84% τα δύο πρώτα κόμματα και 11% το ΚΚΕ) δεν έμεινε περιθώριο για άλλες δυνάμεις.

Το ΠΑΣΟΚ ζητούσε λοιπόν την επανεκλογή του, παρουσιάζοντας μιαν ειδυλλιακή εικόνα της πρώτης τετραετίας με αφίσες σαν κι αυτή με το κοριτσάκι, που έμεινε στις μνήμες. Η Νέα Δημοκρατία, με αρχηγό πλέον τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, προσπαθούσε να ξαναβρεί τα πατήματά της. Είχε στόχο την ανατροπή, αλλά ήξερε πως δεν θα το πετύχει. Θυμάμαι ένα τρικάκι που είχε κυκλοφορήσει τότε η ΝΔ, με γλωσσικό ενδιαφέρον. Έγραφε: 31 Μάη, 1 Ιούνη, 2 Ιούνη, 3 Ιουνίου –δηλαδή ότι θα νικούσαν στις «2 Ιούνη» και θα αποκαθιστούσαν τον «κανονικό» τύπο της ημερομηνίας που τον είχαν αλλοιώσει οι μαλλιαρομαρξιστές του ΠΑΣΟΚ. Το ΚΚΕ επιδίωκε να ενισχύσει τις θέσεις του και το ΚΚΕ εσωτ. είχε στόχο να επιστρέψει στη Βουλή.

Στην Κομοτηνή είχα έναν συνάδελφο, Αθηναίος κι αυτός, που πηγαίναμε μαζί βόλτες στις εξόδους μας και συζητούσαμε και πολιτικά, ας τον πούμε Παυλίδη, κάπως έτσι ήταν το επώνυμό του. Ο Παυλίδης εκφραζόταν επικριτικά και για το ΠΑΣΟΚ και για τη Νέα Δημοκρατία, οπότε τον έψηνα να ψηφίσει ΚΚΕ, αλλά δεν τον είχα πείσει. Σε άλλες εξόδους, έβρισκα επίσης τους συντρόφους από το ΚΚΕ και τα λέγαμε -γνώρισα τότε και κομμουνιστές από τη μειονότητα, που είχαν τη διπλή καταπίεση, από το ελληνικό κράτος κι από το προξενείο. Οι επιστήμονες της μειονότητας, που είχαν σπουδάσει στην Τουρκία, επειδή δεν τους αναγνώριζαν τα πτυχία, αφού το ΔΙΚΑΤΣΑ εσκεμμένα κωλυσιεργούσε, δούλευαν μαύρα πχ οδοντίατροι, χωρίς άδεια ασκήσεως, οπότε είχαν ανάγκη το προξενείο να τους καλύπτει. Οι κομμουνιστές της μειονότητας δεν είχαν αυτή την κάλυψη. Και δεν ήταν μόνο αυτή η διάκριση: άδεια οδήγησης δεν μπορούσαν να βγάλουν, οικοδομική άδεια πολύ δύσκολα, άδεια κυνηγιού σχεδόν ποτέ, εκτός αν είχαν άκρες με το ελληνικό παρακράτος. Ο λοχίας μου (είπαμε, εγώ ήμουν δεκανέας), που ήταν σειρά μου και Κομοτηναίος, καμάρωνε πως ο πατέρας του μπορούσε να δίνει, με το σταγονόμετρο βέβαια, άδειες σε «δικούς του» μειονοτικούς. Μια συντρόφισσα που δούλευε στην Τράπεζα, μου έλεγε ότι έδιναν καλύτερα επιτόκια στο δάνειο αν χριστιανός αγόραζε χωράφια μουσουλμάνου.

Ο λοχίας αυτός, που δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα και δεν θέλω να φανερώσω το επώνυμό του, ας τον πούμε Κουγιουμτζή, μια και το επώνυμό του ήταν επαγγελματικό τουρκογενές, ο Κουγιουμτζής λοιπόν, ως ντόπιος και ως άνθρωπος της πιάτσας, ήξερε τούρκικα. Μια φορά, αν και αυτό πρέπει να έγινε μετά τις εκλογές, είχαμε πιάσει δυο Βούλγαρους φαντάρους λιποτάκτες, που είχαν κατέβει από το βουνό, τη Ροδόπη. Ήταν Τούρκοι της Βουλγαρίας, διότι στη Βουλγαρία υπάρχουν Τούρκοι ενώ στην Ελλάδα μόνο Μουσουλμάνοι (κι εγώ που είμαι άθεος, τι είμαι; έλεγε ο Μουσταφά, που έγινε και βουλευτής μετά). Τότε η Βουλγαρία είχε σοσιαλισμό, αλλά (ή: κι έτσι) ο Ζίβκοφ είχε πάρει σκληρά μέτρα εναντίον της τουρκικής μειονότητας, τους είχε αλλάξει τα φώτα και τα ονόματα (ο αρσιβαρίστας ο Σουλεϊμάνογλου είχε αναγκαστεί να γίνει Σαλαμάνοφ, μέχρι που έφυγε στην Τουρκία και ξαναβρήκε το όνομά του). Είχαμε λοιπόν «συλλάβει» τους δυο λιποτάκτες και τους κρατήσαμε μερικές μέρες στο λόχο μου, υπό κράτηση, σε έναν περιφραγμένο χώρο που είχε έναν οικίσκο μέσα, και μαζευόμασταν κι εμείς και τους βλέπαμε σαν περίεργα ζώα, καθώς ήταν πολύ πιο κουρεμένοι από εμάς, και ο λοχίας ο Κουγιουμτζής λοιπόν πήγαινε κι έπιανε κουβέντα με τους δυο Βούλγαρους που ήταν Τούρκοι, τους δίναμε και κανα τσιγάρο, που δεν το πρόβλεπε το σιτηρέσιο της υπηρεσίας. Μετά τους πήραν και τους πήγαν αλλού.

Τούρκικα ήξερε κι ο άλλος ο δεκανέας, επίσης Κομοτηναίος, που ήταν δικηγόρος, από γνωστή οικογένεια της πόλης, κι έτσι μετά το μεσημέρι έφευγε και πήγαινε στο γραφείο του. Φυσικά δεν είχαμε φαντάρους από τη μειονότητα στην Κομοτηνή, διότι εκείνο τον καιρό, δεν ξέρω αν έχει αλλάξει τώρα, απαγορευόταν να μετατεθούν στα μέρη τους κι έτσι ο λόχος διοικήσεως στο ΚΕΕΜ στη Σπάρτη αποτελούταν (σικ, ρε) αποκλειστικά από παλιούς φαντάρους, αφενός Λάκωνες και αφετέρου Μουσουλμάνους (είπαμε, Τούρκοι δεν υπάρχουν και άλλωστε στη Μάνη Τούρκος δεν πάτησε ποτές). Και βέβαια, όλοι έπαιρναν την ειδικότητα ΤΦ/ΓΚ, που θα πει τυφεκιοφόρος γενικών καθηκόντων: μακάρι να ήταν ο άλλος γιατρός, μηχανικός ή δικηγόρος, ΤΦ/ΓΚ θα γινόταν και απαγορευόταν να γίνει έφεδρος αξιωματικός, αν και αυτό ίσως να έχει αλλάξει τώρα. (Αργότερα γνώρισα στο Φάληρο τον κυρ Λευτέρη από την Πόλη, που καμάρωνε ότι είχε κάνει αξιωματικός στον τουρκικό στρατό).

Όταν πλησίαζε η μέρα των εκλογών, μας είπαν ότι θα πρέπει να πάμε φρουρά στα εκλογικά τμήματα, έτσι γινόταν τότε. Ο δικηγόρος ο Κομοτηναίος φυσικά κανόνισε να πάει φρουρά στο τμήμα που ήταν κοντά στο σπίτι του, εμένα με έστειλαν στη Σκιάδα, μαζί με άλλους δυο φαντάρους από τον λόχο -ως δεκανέας ήμουν επικεφαλής. Είχα αφήσει και μουστάκι τότε, για να επιβάλλομαι.

Η Σκιάδα είναι ένα μειονοτικό χωριό, που βρίσκω στο Γκουγκλ Μαψ ότι απέχει 23 χιλιόμετρα από την Κομοτηνή, στους πρόποδες της Ροδόπης. Το Γκουγκλ Μαψ δίνει σήμερα μισή ώρα για τη διαδρομή, αλλά τότε οι δρόμοι ήταν αλλιώς, χωμάτινοι από ένα σημείο και μετά, και με το Στάγερ κάναμε πάνω από ώρα. Δεν θυμάμαι αν πήγαμε την Παρασκευή ή το Σάββατο, παραμονή των εκλογών.

Εγκατασταθήκαμε στο (μειονοτικό) σχολείο του χωριού, που ήταν μέσα ή πλάι στο τζαμί, και που χρησίμευε και για εκλογικό τμήμα. Εκεί στρώσαμε, εκεί μέναμε τις τρεις μέρες, εκτός όταν πηγαίναμε βόλτα στο χωριό. Είχε ένα και μοναδικό καφενείο, που το είχε ανοίξει ένας που, όπως μας είπε, διότι ήταν μάλλον ομιλητικός και μιλούσε και καλά ελληνικά, είχε φύγει από το χωριό για μια γυναικοδουλειά (δεν έδωσε περαιτέρω διευκρινίσεις), είχε πάει καμιά δεκαριά χρόνια στα καράβια και είχε γυρίσει πίσω μ’ ένα μικρό κομπόδεμα και είχε ανοίξει το καφενείο. Ήταν ο μόνος ντόπιος που μας μίλησε εκείνες τις τρεις μέρες, οι άλλοι μας έβλεπαν με μισό μάτι, αλλά κι εγώ σαν στρατός κατοχής αισθανόμουν.

Πέρα από το καφενείο δεν κάναμε μακρινές πεζοπορίες διότι μας είχαν δώσει διαταγή να μην απομακρυνόμαστε, οπότε μέναμε κυρίως μέσα στο τζαμί-σχολείο και λέγαμε ιστορίες. Ο ένας φαντάρος, ο κοντός, ήταν εργατόπαιδο κι έλεγε ιστορίες από το συνεργείο όπου δούλευε, και πώς θα γινόταν νταλικιέρης όταν έπαιρνε το επαγγελματικό -πράγματι, όσοι οδηγούσαν συστηματικά, με την απόλυση από τον στρατό έβγαζαν επαγγελματική άδεια οδήγησης. Ο άλλος, ο ψηλός, ήταν αγρότης και φουλ ερωτευμένος με τη Χαρούλα Αλεξίου: να την έχω μπροστά μου και μόνο να την κοιτάζω, να μην την αγγίζω, μου φτάνει, έλεγε.

Τη μέρα των εκλογών ήρθε πρωί πρωί ο δικηγόρος, ανήλιαγα, μαζί με τον γραμματέα και το εκλογικό υλικό, ήρθαν και οι της εφορευτικής, που ήταν από το χωριό, και άρχισαν να έρχονται και να ψηφίζουν. Όπως σε πολλά χωριά, το τμήμα ήταν μικτό, μαζί άντρες και γυναίκες, διότι τον καιρό εκείνο στις πόλεις τα εκλογικά τμήματα ήταν χωρισμένα, ανδρών και γυναικών. Ήρθαν και κάποιες οικογένειες από την Κομοτηνή, με καλά αυτοκίνητα και με καλά ρούχα και με τα παιδιά τους μαζί -ευκαιρία προφανώς να δουν τους συχωριανούς.

Στην αρχή η προσέλευση των ψηφοφόρων ήταν αθρόα, αλλά μετά το μεσημέρι αραίωσε. Πέρασε καμιά ώρα, 4 με 5, που δεν ήρθε ούτε ένας. Καθώς ήταν Ιούνιος και ο ήλιος βασίλευε αργά, οι κάλπες θα έκλειναν μετά τις 8 ή 9, δεν θυμάμαι. Οπότε, κατά τις πεντέμισι οι ντόπιοι της εφορευτικής άρχισαν να παρακαλάνε τον δικηγόρο να κλείσει τις κάλπες και να κάνουν την καταμέτρηση. Αυτός φυσικά αρνιόταν, κι εκείνοι του έλεγαν ότι έχουν ψηφίσει όλοι και αποκλείεται να έρθει άλλος και αδίκως περιμένουμε.

Ο γραμματέας τούς είπε ότι υπάρχουν τόσοι και τόσοι στον εκλογικό κατάλογο που δεν έχουν ψηφίσει, αλλά οι ντόπιοι πήραν τον κατάλογο και άρχισαν να ελέγχουν ένα ένα τα ονόματα: η τάδε, πέθανε το χειμώνα· αυτός, είναι στην Πόλη· ο τάδε, είναι φαντάρος· ο δείνα, λείπει στην Αθήνα· η τάδε, είναι στο νοσοκομείο στην Κομοτηνή· αυτή, έχει πάει στην Πόλη, και ούτω καθεξής. Ήταν όμως τιμιοι, διότι παραδέχτηκαν ότι υπάρχει κι ένας βοσκός, ο Χασάν ας τον πούμε, που βρισκόταν σε απόσταση βολής από το χωριό και που μπορεί να κατέβαινε να ψηφίσει. Ο δικηγόρος όμως τους το ξέκοψε, ακόμα και να έρθει τώρα ο Χασάν να ψηφίσει, κάλπη δεν κλείνει πριν από τη δύση του ηλίου. «Κι έπειτα, δεν θ’ αργήσουμε, δεν έχει σταυρούς». Πράγματι, οι εκλογές γίνονταν με λίστα.

Ο Χασάν δεν ήρθε, κι έπειτα από κανα δίωρο έκλεισαν οι κάλπες και άρχισε η καταμέτρηση. Στις εκλογές εκείνες, εκτός από τα άλλα κόμματα, κατέβαινε στη Ροδόπη κι ένας ανεξάρτητος υποψήφιος, μειονοτικός, ο Γκαλήπ Γκαλήπ (έτσι το έγραφε, αν θυμάμαι καλά), που δεν τον είχε βάλει στο ψηφοδέλτιο η Νέα Δημοκρατία κι έτσι κατέβηκε μόνος του. Ο Γκαλήπ είχε αρκετή δύναμη στο χωριό, πήρε κανα 15%. Όλοι οι άλλοι ψήφοι (ωχ, οι άλλες ψήφοι είναι το σωστό) ήταν ή ΠΑΣΟΚ ή Νέα Δημοκρατία. Όταν βγήκε κι ένα ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, ο δικηγόρος σήκωσε το φρύδι -δεν σκέφτηκε ότι ψήφιζε και η φρουρά, δικό μου ήταν βέβαια.

Την άλλη μέρα νωρίς το πρωί ήρθε το Στάγερ και μας πήρε κι έτσι έληξε το τριήμερο που ήμουν η ανώτατη αρχή του χωριού. Έμαθα και τα πανελλαδικά αποτελέσματα, διότι δεν είχαμε προνοήσει να πάρουμε τρανζιστοράκι μαζί μας κι έτσι δεν τα ξέραμε, που ήταν μάλλον απογοητευτικά, αφού ο ήδη θηριώδης δικομματισμός ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο -87% συγκέντρωσαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, πρέπει να είναι το ρεκόρ όλων των εποχών. Το ΠΑΣΟΚ έπεσε καναδυό μονάδες, αλλά η ΝΔ ανέβηκε περίπου πέντε. Το ΚΚΕ έχασε μία μονάδα και μία έδρα -τότε άρχισε να χτυπάει το καμπανάκι, με την πτώση που σημείωσε στα αστικά κέντρα. Το ΚΚΕ εσωτ. κατάφερε να ξαναμπεί στη Βουλή, κι έτσι, παρόλο που τέσσερα χρόνια πριν ο Χαρίλαος είχε πει ότι με τους αναθεωρητές ασχολείται πλέον μονάχα το Ιστορικό τμήμα της Κεντρικής Επιτροπής, καταλάβαμε ότι θα πρέπει να συνεννοηθούμε μαζί τους, όπως και έγινε τα επόμενα χρόνια αφού έπαψαν να έχουν το Κάπα στον τίτλο τους.

— Τελικά ΠΑΣΟΚ ψήφισες; ρώτησα τον Παυλίδη κανα δυο μέρες πιο μετά.

— Όχι, Λεβέντη, μου απάντησε. Είδα ότι διαφέρει από τους άλλους και είπα να τον ενισχύσω.

Πράγματι, κατέβαινε τότε ο Βασίλης Λεβέντης με το κόμμα Ελεύθεροι που είχε ιδρύσει στις ευρωεκλογές του 1984. Πήρε κάπου 5000 ψήφους, ποσοστό 0,08%, μία από αυτές του φίλου μου.

Τριάντα χρόνια αργότερα, τον Λεβέντη τον ψήφισαν πολύ περισσότεροι κι έτσι κατάφερε επιτέλους να μπει στη Βουλή -αλλά έχω χάσει τα ίχνη του Παυλίδη και δεν ξέρω αν έμεινε πιστός σε αυτόν που διέφερε από τους άλλους.

 

Πηγή: sarantakos.wordpress.com