Claire keegan | Ανταρκτική


.

Claire keegan | Ανταρκτική

Δεκαπέντε ιστορίες που κινούνται από τη βάναυση,
δύσκολη επαρχιώτικη ζωή στην Ιρλανδία
μέχρι το καυτό τοπίο του αμερικάνικου νότου


Η Keegan διερευνά έναν κόσμο όπου τα όνειρα, η μνήμη και η τύχη έχουν συντριπτικές συνέπειες για όλους. Η γραφή της, συχνά σκοτεινή, υπαινικτική και ατμοσφαιρική, κάνει τον αναγνώστη να νιώθει πως κάτι βαρυσήμαντο παραμονεύει σε κάθε μία από αυτές τις σμιλεμένες ιστορίες. Συγκινητικό, χάρη στη χαμηλόφωνη έντασή του, το βραβευμένο αυτό βιβλίο αποτελεί ένα σπάνιο, εντυπωσιακό δείγμα γραφής.

Διαβάστε ένα απόσπασμα
από τη συλλογή διηγημάτων της Κλερ Κίγκαν

«Ανταρκτική»

Μετάφραση Μαρτίνα Ασκητοπούλου
Κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Οι Αδερφές

Είναι έθιμο των Πόρτερ να στέλνουν πάντα μια καρτ ποστάλ για να ανακοινώσουν την άφιξή τους. Η Μπέτυ περιμένει. Κάθε φορά που γαβγίζει ο σκύλος, τρέχει χωρίς δεύτερη σκέψη στο παράθυρο δίπλα στη σκάλα, κοιτάζοντας μέσα από τον καταπράσινο φράχτη φτέρης να δει αν ο ταχυδρόμος ανεβαίνει με το ποδήλατό του τη λεωφόρο. Είναι σχεδόν Ιούνιος. Δεν κάνει πια ψύχρα· τα δαμάσκηνα βαραίνουν τα κλαδιά των δέντρων. Σύντομα θα καταφτάσουν οι Πόρτερ και θα απαιτούν περίεργα φαγητά, καθαρά μαντίλια, θερμοφόρες, πάγο.

Η Λουίζα, η αδερφή της Μπέτυς, έφυγε στην Αγγλία όταν ήταν μικρή και παντρεύτηκε τον Στάνλεϊ Πόρτερ, έναν πωλητή που την ερωτεύτηκε, επειδή, έτσι της είπε, τα μαλλιά της έπεφταν ως τη μέση της. Η Λουίζα είχε πάντα πανέμορφα μαλλιά. Όταν ήταν μικρές, η Μπέτυ της τα χτένιζε κάθε βράδυ, εκατό φορές, και έδενε καλά τη χρυσή πλεξούδα με μια μεταξωτή κορδέλα.

Τα μαλλιά της Μπέτυς είναι, και πάντα ήταν, ένα βαρετό καστανό χρώμα. Τα χέρια της ήταν πάντα το καλύτερο χαρακτηριστικό της, λευκά, τα χέρια μιας κυρίας, που έπαιζαν το εκκλησιαστικό όργανο κάθε Κυριακή. Τώρα, μετά από χρόνια δουλειάς, τα χέρια της έχουν καταστραφεί, το δέρμα στις παλάμες της είναι σκληρό και αντρικό, οι κόμποι των δαχτύλων της πρησμένοι· το δαχτυλίδι της μητέρας της δεν μπορεί να βγει.

Η Μπέτυ ζει στο υποστατικό, στο μεγάλο σπίτι, όπως το λένε. Κάποτε ανήκε σε έναν προτεστάντη σπιτονοικοκύρη, ο οποίος το πούλησε και μετακόμισε αλλού έπειτα από τη διάλυση ενός άκληρου γάμου. Η Επιτροπή Γης, που αγόρασε το κτήμα, γκρέμισε την τριώροφη πλευρά του σπιτιού και πούλησε στον νιόπαντρο πατέρα της Μπέτυς το εναπομείναν διώροφο τμήμα με τα δωμάτια των υπηρετών και τα γύρω τριακόσια στρέμματα, για ένα ασήμαντο ποσό. Το σπίτι φαντάζει πολύ μικρό δίπλα στον κήπο και παραείναι κοντά στην αυλή, όμως οι τοίχοι του που είναι καλυμμένοι με κισσό φαίνονται υπέροχοι όπως και να ’χει. Η αψιδωτή γρανιτένια είσοδος οδηγεί σε μια αυλή με στάβλους, έναν αχυρώνα και μεγάλες αποθήκες, ένα υπόστεγο για τα οχήματα, σκυλόσπιτα κι ένα αγροτόσπιτο. Στην πίσω πλευρά έχει ένα όμορφο περιφραγμένο περιβόλι όπου ο προηγούμενος ιδιοκτήτης άφηνε έναν ταύρο Άνγκους να βοσκάει, για να τρομάζει τα παιδιά, μιας και δεν είχε δικά του. Το μέρος ήταν ξεχασμένο στην ιστορία, στο παρελθόν. Οι άνθρωποι έλεγαν ότι κάποτε ο βουλευτής Παρνέλ είχε βγάλει ένα δόντι στην αίθουσα υποδοχής. Η μεγάλη κουζίνα έχει ένα παράθυρο με κάγκελα, έναν φούρνο γκαζιού και το τραπέζι από ξύλο ελάτης, το οποίο η Μπέτυ τρίβει κάθε Σάββατο. Το λευκό, μαρμάρινο τζάκι στην αίθουσα υποδοχής ταιριάζει με τα μαονένια έπιπλα. Μια ελικοειδής σκάλα ανεβαίνει σε ένα καλοφωτισμένο πλατύσκαλο όπου οι δρύινες πόρτες οδηγούν σε τρία μεγάλα υπνοδωμάτια με θέα στην αυλή, κι ένα μπάνιο, που η Μπέτυ αναγκάστηκε να συνδέσει με το δωμάτιο του πατέρα της όταν εκείνος αρρώστησε.

Η Μπέτυ ήθελε κι εκείνη να φύγει στην Αγγλία, έμεινε όμως για να κρατήσει το σπίτι. Η μητέρα τους πέθανε ξαφνικά όταν η Μπέτυ και η Λουίζα ήταν μικρές. Ένα απόγευμα βγήκε για να φέρει ξύλα και επιστρέφοντας από το λιβάδι έπεσε νεκρή στα μισά της διαδρομής. Η Μπέτυ, εφόσον ήταν η μεγαλύτερη, το θεώρησε απολύτως λογικό να πάρει τη θέση της μητέρας της και να φροντίζει τον πατέρα της, έναν ιδιότροπο άνθρωπο, επιρρεπή σε βίαιες εκρήξεις θυμού. Δεν είχε μια εύκολη ζωή. Είχε κοπάδια αγελάδες να συγκεντρώσει και να εξετάσει, γουρούνια να παχύνει, γαλοπούλες να στείλει με το τρένο στο Δουβλίνο πριν από τα Χριστούγεννα. Περιποιούνταν το λιβάδι το καλοκαίρι και θέριζαν ένα χωράφι βρόμης το φθινόπωρο.

Ο πατέρας της έδινε οδηγίες και έκανε όλο και λιγότερα, πλήρωνε έναν άντρα να έρχεται και να κάνει την πιο σκληρή δουλειά. Γκρίνιαζε για τα έξοδα του κτηνίατρου, έβρισε τον ιερέα που ήρθε να τον διαβάσει όταν αρρώστησε, υποτιμούσε τη μαγειρική της Μπέτυς και ισχυριζόταν ότι τίποτα δεν ήταν όπως θα έπρεπε. Τίποτα δεν ήταν όπως παλιά, αυτό εννοούσε. Μισούσε την αλλαγή. Προς το τέλος, φόραγε το μαύρο παλτό του και περπατούσε στα χωράφια, παρατηρούσε πόσο είχε ψηλώσει το γρασίδι στο λιβάδι, μετρούσε τους κόκκους καλαμποκιού σε κάθε μίσχο, σχολίαζε πόσο αδύνατη ήταν μια αγελάδα ή ότι η πύλη είχε σκουριάσει. Έπειτα έμπαινε στο σπίτι λίγο πριν νυχτώσει και έλεγε « Έχει μείνει ελάχιστος χρόνος. Ελάχιστος».

«Μη γίνεσαι τόσο μακάβριος» απαντούσε συνήθως η Μπέτυ και συνέχιζε ακάθεκτη· τον προηγούμενο όμως χειμώνα ο πατέρας της ξάπλωσε στο κρεβάτι του και για τις επόμενες τρεις μέρες πριν από τον θάνατό του παρέμενε εκεί γρυλίζοντας και δίνοντας κλοτσιές στον αέρα, φωνάζοντας «Ξινόγαλα! Ξινόγαλα!» Όταν πέθανε μια Τρίτη βράδυ, όταν άφησε δηλαδή τον εαυτό του να πεθάνει, η Μπέτυ ένιωσε μάλλον ανακούφιση παρά στεναχώρια.

Συνεχίστε την ανάγνωση στο bookpress.gr

 

————————————————————-

 

Τίτλος: Ανταρκτική
Συγγραφέας: Claire Keegan
Μετάφραση: Μαρτίνα Ασκητοπούλου
Εκδότης: Μεταίχμιο
ISBN: 978-618-03-4162-1
Ξενόγλωσσος τίτλος: Antarctica
Χρονολογία Έκδοσης: 3/12/2024
Αριθμός σελίδων: 296
Επιμέλεια:

————————————————————-

Τα βιβλία της Κλερ Κίγκαν

Τα βιβλία της Κλερ Κίγκαν (Claire Keegan) είναι διεθνή μπεστ σέλερ, έχουν κερδίσει κοινό και κριτικούς, και έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες. Η Ανταρκτική, η πρώτη της συλλογή διηγημάτων τιμήθηκε με το Rooney Prize for Irish Literature και η δεύτερη συλλογή της Walk the Blue Fields με το Edge Hill Prize ως η καλύτερη συλλογή διηγημάτων στη Βρετανία. Η νουβέλα Τα τρία φώτα κέρδισε το Davy Byrnes Award, το σημαντικότερο βραβείο που αφορά διηγήματα. Η νουβέλα της Μικρά πράγματα σαν κι αυτά, το καλύτερο βιβλίο του 21ου αιώνα σύμφωνα με τους New York Times, βρέθηκε στη βραχεία λίστα των βραβείων Booker και Rathbones Folio Prize, και κέρδισε τα Orwell Prize for Political Fiction και The Kerry Prize for Irish Novel of the Year. Η νουβέλα Πολύ αργά πια κυκλοφόρησε πρώτη φορά στο New Yorker και βρέθηκε στη βραχεία λίστα των British Book Awards. Βραβεύτηκε στην Ιρλανδία ως Γυναίκα της χρονιάς στη λογοτεχνία (2022) και Συγγραφέας της χρονιάς (2023), και τιμήθηκε με το  Seamus Heaney Award for Arts and Letters (2024), και πρόσφατα με το βραβείο Siegfried Lenz.

 

———————————————————————–
Πηγή: https://bookpress.gr/


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *