Χρόνης Μίσσιος: Η αριστερά και η ουρά της αθερίνας

Χρόνης Μίσσιος: «Εκείνο που μ’ εξοργίζει κυριολεκτικά,
είναι η ανθρώπινη ποιότητά μας, η ανθρώπινη πορεία μας…
Σήμερα βέβαια όλοι έχουν αποκατασταθεί,
και οι περισσότεροι είναι στο κόμμα,
αντάμα με τους χτεσινούς διώκτες και βασανιστές τους.

Τι να πεις… Ολόκληρη η αριστερά πρέπει να περάσει από ψυχιατρείο…
Μωρέ, καμιά φορά λέω, καλά που δε νικήσαμε…»
( “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς”, εκδ. Γράμματα)

Καλά… Ο Χρόνης Μίσσιος έφυγε νωρίς… Πριν φύγει όμως, μας άφησε ένα «κλειδί κάτω από το γεράνι» για να μπορέσουμε να ξεκλειδώσουμε τον γρίφο μιας παράδοξης αφαίρεσης: «8-3=11»

Συντομογραφία ζωής

Ο Χρόνης Μίσιος γεννήθηκε στην Καβάλα στις 8 Νοεμβρίου του 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Η οικογένειά του κυνηγημένη κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και ο ιδιος δουλεύει σαν μικροπωλητής στο λιμάνι.

Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού, λόγω οικονομικής ανέχειας. Λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ ένα τυχαίο γεγονός.

Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Ένα μόνο «διάλειμμα» ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και στη συνέχεια ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Στις φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας και Κορυδαλλού πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της απριλιανής δικτατορίας.

Μέσα στις φυλακές έμαθε ανάγνωση και γραφή ενώ με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία. Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (1985) δημιούργησε τόσο μεγάλη αίσθηση που τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Ήταν ο συγγραφέας που μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του, όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» (1988).

Πλέον είχε καθιερωθεί στον λογοτεχνικό χώρο ως εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου. Ακολούθησαν «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991), «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996), το αινιγματικό “8-3=11” και το «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001).

Συμμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ πραγματοποίησε και τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας. “Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι, με την σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ «πάλεψε» με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.

«Ο Μανόλης Αναγνωστάκης μου έμαθε γράμματα στη φυλακή, ήμασταν θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ», είχε πει ο Χρόνης Μίσσιος στον Αργύρη Παπαστάθη στο περιθώριο μιας συνέντευξης που του είχε παραχώρησε ένα ζεστό μεσημέρι του 2010 στο σπίτι του στο Μικροχώρι της Αττικής, που ζούσε αποτραβηγμένος με τη σύζυγό του Ρηνιώ και τα τρία σκυλιά τους,

«Το σπίτι του ήταν ένα αγροτόσπιτο, περιτριγυρισμένο από νεοελληνικές βίλες και για να τον συναντήσει κανείς», σημείωσε ο Αργύρης Παπαστάθης στο εισαγωγικό εκείνης της συνέντευξης, «έπρεπε να ακολουθήσει κανόνες… συνωμοτικότητας: Ένα ημιφορτηγό μας περίμενε στην ταβέρνα “Μπάρμπα Βασίλης”, για να μας οδηγήσει στο δρομάκι που έφτανε ως την πόρτα του».

 

Χρόνης Μίσσιος σε πρώτο πρόσωπο

 

 

– Τι σημαίνει για εσάς αυτή η κρίση;

«Πιστεύω ότι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, είναι καθολική και παγκόσμια. Ο πλανήτης μας είναι πλέον μια μικρή γειτονιά γεμάτη κινδύνους και εγκληματικές συμμορίες που δεν γνωρίζουν σύνορα. Πιστεύω πως κανένας λαός, καμία χώρα δεν μπορεί να ονειρευτεί μια κοινωνία ισόνομη, ελεύθερη και ειρηνική».

– Γιατί;

«Πολλά θα μπορούσε να αναφέρει κανείς: για τον κίνδυνο του πυρηνικού ολέθρου, για την καταστροφή του περιβάλλοντος, για τον χρηματιστηριακό ιμπεριαλισμό κτλ. Πρόσφατο παράδειγμα έχουμε το έγκλημα της ΒΡ. Κι όμως κανένας δεν θα τιμωρηθεί, κανένας δεν ζητάει να σταματήσουν οι εξορύξεις στα βάθη του ωκεανού. Όλοι μιλούν για το πόσα σεντς έπεσε η μετοχή της. Η ανάγκη συνεργασίας των λαών είναι επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε. Η ανάγκη μιας παγκόσμιας δράσης για να αλλάξουμε τους κοινωνικούς θεσμούς, τις αξίες μας και τη συμπεριφορά μας απέναντι στη φύση και στον συνάνθρωπό μας είναι στοιχειώδης προϋπόθεση».

– Τι μπορούμε να κάνουμε;

«Σήμερα είναι εύλογο το ερώτημα, αν το προνόμιο της λογικής του ανθρώπου είναι όντως προνόμιο ή κατάρα. Η οικολογική κρίση του πλανήτη και των ανθρωπίνων κοινωνιών δεν είναι ένα εφιαλτικό σενάριο για το μέλλον αλλά μια οδυνηρή πραγματικότητα. Ο κόσμος του Όργουελ επιβεβαιώθηκε. Ο κόσμος του Χάξλεϊ είναι παρών. Μόνο με αυτογνωσία της ύπαρξής μας και τη συμφιλίωσή μας με αυτόν τον υπέροχο αινιγματικό κόσμο που μας γέννησε μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία μας. Χρειαζόμαστε άλλη ιεράρχηση των αξιών, άλλους κοινωνικούς θεσμούς, άλλη φιλοσοφία. Όσο η κυρίαρχη αξία των κοινωνιών μας παραμένει η κερδοσκοπία, τα βήματα της ανθρώπινης ιστορίας- όπως είπε κάποτε και ο Δαντόν- θα είναι οι ταφόπετρες των ρομαντικών».

– Λέτε ότι η ζωή μετριέται μονάχα με τις συγκινήσεις που επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη ουσία μας. Πιστεύετε ότι χάσαμε την ουσία τα τελευταία χρόνια;

«Νομίζω πως ναι. Η σημερινή κοινωνία δείχνει να έχει πέσει σε κώμα. Ο άνθρωπος από μια συμπαντική οντότητα με όνειρα, επιθυμίες, έρωτες και αισθήσεις μετατρέπεται σε ένα αντικείμενο παραγωγής και κατανάλωσης προϊόντων. Έχει χάσει τον προσανατολισμό του, έχει χάσει τις αξίες τού ευ ζην».

– Πώς βιώνετε την κρίση στην Ελλάδα;

«Αισθάνομαι ταπεινωμένος και περιφρονημένος. Νομίζω ότι ξαναζώ την εποχή του Πιουριφόι, τότε που η χώρα μας ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Δεν πίστευα πως θα ζήσω μια νέα υποτέλεια της πατρίδας μου. Λέει ο Πρωθυπουργός ότι ήμασταν ο αδύναμος κρίκος και γι΄ αυτό μας χτύπησε τόσο καίρια ο τοκογλυφικός καπιταλισμός. Γιατί όμως είμαστε ο αδύναμος κρίκος; Είναι ένα ερώτημα στο οποίο οφείλει να απαντήσει το πολιτικό μας σύστημα και άλλοι κοινωνικοί φορείς που υποτίθεται ότι διακονούν τα συμφέροντα του λαού».

– Ωστόσο ο λαός, όλοι εμείς, δεν έχουμε ευθύνη γι΄ αυτό που μας συνέβη;

«Αναμφίβολα ναι. Αυτό όμως δεν είναι το κυρίως πρόβλημα. Όπως και το σύνθημα “φέρτε πίσω τα κλεμμένα”. Είναι σωστό αλλά ταυτόχρονα παραπλανητικό. Διότι το πρόβλημα είναι το σύστημα και οι θεσμοί που καθιερώσαμε. Θεσμοί που παράγουν βία, βαρβαρότητα και ψυχασθένεια, διότι πώς να κατανοήσει κανείς διαφορετικά την αφύσικη ζωή που μας υποχρέωσαν να βιώνουμε. Για να γυρίσουμε στα δικά μας: το εξοργιστικό είναι ότι μας εγκαλούν για έλλειψη πατριωτισμού όσους διαφωνούμε και αντιστεκόμαστε σε αυτά τα κατοχικά μέτρα. Είναι αυτοί που εκλέχθηκαν και ορκίστηκαν- οι περισσότεροι αλλεπάλληλες φορές- να υπερασπισθούν την πατρίδα και τα συμφέροντα του λαού της και μας οδήγησαν σε μια νέα εθνική υποτέλεια. Αιδώς, Αργείοι…».

– Είστε πολύ σκληρός.

«Στα 80 μου χρόνια δεν έχω το δικαίωμα της συγγνωστής πλάνης ούτε καμία δέσμευση για να μη λέω αυτό που σκέφτομαι και πιστεύω. Είναι τουλάχιστον ανόητο να υποστηρίζει κανείς ότι μια χώρα οικονομικά υποδουλωμένη μπορεί να είναι εθνικά και πολιτικά ελεύθερη και ανεξάρτητη. Ίσως αυτή η νέα υποτέλεια γεννήσει μια νέα εθνική αντίσταση».

– Εθνική αντίσταση; Με ποια μορφή και πότε;

«Όταν ο λαός βγει επιτέλους από τις κομματικές μάντρες. Τι όραμα θα έχει αυτή η αντίσταση; Τι μορφές θα πάρει; Δεν ξέρω. Εγώ είμαι ήδη παρελθόν και δυσκολεύομαι ήδη να κατανοήσω το παρόν. Ελπίζω οι μορφές που θα πάρει να μην είναι βίαιες και εξουσιαστικές. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως η βία και η εξουσία πρόδωσαν τα ωραιότερα όνειρα των επαναστατών».

– Πιστεύετε ότι υπάρχει ανάγκη τιμωρίας των ενόχων που μας οδήγησαν εδώ;

«Δεν πιστεύω στην καταστολή. Πιστεύω στην πρόληψη. Δυστυχώς όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες στην εποχή μας έχουν εγκαταλείψει την πρόληψη, την αναζήτηση και αντιμετώπιση των αιτίων που γεννούν τα κοινωνικά φαινόμενα και επαφίενται στην καταστολή σε ολόκληρο το φάσμα του κοινωνικού γίγνεσθαι».

– Είστε ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας της Αριστεράς στην Ελλάδα τον αιώνα που πέρασε. Αναγνωρίζετε κάποιο «ιστορικό λάθος» στη διαδρομή της από το 1974 ως σήμερα;

«Κατ΄ αρχάς θέλω να σου πω ότι η διαδρομή μου στην Αριστερά ήταν, παρά τις αντιξοότητες, από τις πιο ευτυχισμένες και πλούσιες περιόδους της ζωής μου. Είχαμε όνειρο, είχαμε όραμα, είχαμε μύθους και ψευδαισθήσεις. Η Αριστερά είχε βαθιές ρίζες μέσα στην ελληνική κοινωνία. Παρ΄ ότι ηττήθηκε στρατιωτικά, γρήγορα ξαναγεννήθηκε και στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 ήταν ο μόνος παραγωγός πολιτισμού στη χώρα μας. Η Αριστερά ήταν επαναστατική, όχι με τη συνωμοτική έννοια αλλά με τον πολιτισμό της, μια πορεία που ήρθε να διακόψει η δικτατορία. Ούτε όμως η χούντα τη νίκησε. Η Αριστερά ηττήθηκε στη Μεταπολίτευση. Διασπασμένη για άλλη μία φορά πολεμούσε με τα “ευαγγέλια” προσπαθώντας να στρατολογήσει η κάθε πλευρά με το μέρος της περισσότερους κομμουνιστές. Να τους κάνει τι, αλήθεια; Να τους βάλει στο μπαούλο; Δεν αντιλήφθηκε τη νέα εποχή στην οποία εισερχόταν η ελληνική κοινωνία, τις προσδοκίες και τα προβλήματά της. Έτσι ήρθε το ΠαΣοΚ, πήρε όλο το πακέτο των συνθημάτων και των αιτημάτων της Αριστεράς και το απαξίωσε. Εκτοτε η Αριστερά ψάχνει την προίκα της σε λάθος μέρος. Σήμερα ειλικρινά δεν ξέρω αν υπάρχει Αριστερά. Αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι Αριστερά δεν παράγει τίποτα, ούτε καν πολιτικό πολιτισμό».

– Τι εντύπωση σας προκάλεσε η νέα διάσπαση του Συνασπισμού;

«Επιβεβαιώνει αυτό που είπαμε προηγουμένως. Είναι ένα πείραμα που χρόνια τώρα παλεύει χωρίς να κατορθώνει να συνθέσει απόψεις. Οι διασπάσεις και οι επαναδιασπάσεις αυτού του χώρου μου φέρνουν στο μυαλό την επίδραση που έχει η ουρά της αθερίνας στον τρικυμισμένο ωκεανό».

– Αρα τι προτείνετε;

«Πιστεύω ότι ο μόνος δρόμος, η τελευταία έξοδος προς την ελευθερία του ανθρώπου και του πλανήτη είναι η ολιστική οικολογική φιλοσοφία, σκέψη, πράξη και συμπεριφορά. Η οικολογία ούτε φέρει ούτε εδραιώνει καμία εξουσία, αντίθετα την καθιστά άχρηστη. Είναι μια επανάσταση αυτογνωσίας, μια επανάσταση ανθρώπινης συνείδησης. Δεν είναι μια “πίστη” σε μια ιδεολογία αλλά μια καθημερινή πρακτική για να επανασυνδέσουμε τη λογική με τις αισθήσεις, να απελευθερώσουμε τη συμπαντική μας ιδιαιτερότητα. Να αναγνωρίσουμε τη διαφορετικότητα, την αυταξία και την αναγκαιότητα του συνόλου της ζωής. Είναι ένας δρόμος επαναπροσέγγισης του κόσμου που μας περιβάλλει, ένας δρόμος στην αναζήτηση της χαράς αντί της αγωνίας. Εχουμε ανάγκη να ξαναβρούμε την προσωπική μας αισθητική, τα προσωπικά μας μονοπάτια, του έρωτα, της αγάπης και της τρυφερότητας, το άρωμα του κόσμου και της ύπαρξής μας».

 

(Πηγές βιογραφικού: ΕΚΕΒΙ, biblionet.gr, Βικιπαιδεια)
[Χρόνης Μίσσιος, στο Βήμα της Κυριακής, 20 Ιουνίου, 2010 (Αργύρης Παπαστάθης)]

AgrinioStories