Ο πατέρας μου – τέλος του ΄30, αρχές του ΄31 –
ήρθε από το Παναιτώλιο στο Αγρίνιο
Αφήγηση Χρήστου Χατζηαγάπη Επιμέλεια Κειμένου: Λ. Τηλιγάδας
Όταν πρωτοήρθε ο πατέρας μου στο Αγρίνιο και στο Παναιτώλιο πήρε το όνομα «Κουβαρντάς». Το όνομα αυτό το πήρε, γιατί όλοι τότε ήταν φτωχοί άνθρωποι και στο Αγρίνιο και στο Παναιτώλιο. Όλοι τον έβλεπαν σαν άνθρωπο, που όταν του ζητούσαν, κάποια χρήματα αυτός τους έδινε. Ανάμεσα σε κείνους που είχε δώσει χρήματα, σαν Aμερικάνος που είχε τον τρόπο του, ήταν και ένας γείτονάς μας, Κραβαρίτης, ονόματι Θύμιος, που ο πατέρας μου τού είχε δώσει ένα κατοστάρικο.
Ήρθε λοιπόν ο πατέρας μου, τέλος του ΄30, αρχές του ΄31 από το Παναιτώλιο στο Αγρίνιο και βρίσκει το Θύμιο και του λέει: «Θύμιο, μήπως έχεις να μου επιστρέψεις εκείνο το κατοστάρικο, που σου είχα δώσει κάποτε, γιατί έχω ανάγκη;» Ψάχνεται αυτός και βγάζει από την τσέπη του 33 δραχμές. Με αυτές τις 33 δραχμές ο πατέρας μου ξεκίνησε τη νέα του ζωή.
Τότε στη συμβολή των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Αναπαύσεως ήταν ο πλάτανος που υπάρχει ακόμα και σήμερα. Από κει περνούσανε οι αγρότες από το Μπίτσοβο, που φέρνανε ντομάτες για να τις πουλήσουν στα μανάβικα. Από κει περνούσε και ένας γείτονάς μας, ονόματι Θανάσης Φούκας, με την οικογένειά του. Τώρα τα οικόπεδά τους, τα «Φουκέικα», γεμίσαν με πολυκατοικίες.
Τα Φουκέικα είναι πάνω από τα Κραβαριτέικα, στη σημερινή οδό Αρακύνθου. Τότε είχαν εκεί ένα μικρό σπιτάκι. Από το Θανάση Φούκα, ο πατέρας μου, πήρε εκείνο το πρωί δύο μεγάλες κόφες ντομάτες. Τον σταμάτησε και τον ρώτησε:
– Πόσο τις πουλάς μανάβη;
– Δύο δραχμές το κιλό.
– Θα σου δώσω εγώ τα λεφτά και θα τις πάρω.
Τις πλήρωσε με τις 33 δρχ. που είχε πάρει από τον Κραβαρίτη και στάθηκε έξω από τα Τηλιγαδέικα και πουλάει τις ντομάτες από δύο δραχμές το κιλό τέσσερις δραχμές, όσο ήταν η λιανική πώληση της ντομάτας εκείνη την εποχή. Την άλλη μέρα πήρε τέσσερα κοφίνια και τις πούλησε και αυτές. Έτσι και σιγά – σιγά κατάφερε να συγκεντρώσει ένα ποσό. Σαν αποθήκη για να βάζει τα πράγματά του, τις ζυγαριές του κ.λπ. είχε στην αρχή το μαγαζί του Νίκου Τηλιγάδα, το οποίο αργότερα το ενοικίασε.
Εκείνες τις μέρες, το 1931, είχε γίνει στο Αγρίνιο η Δημοτική αγορά και βγήκε μια πρόσκληση από τον Παναγόπουλο (δήμαρχος Αγρινίου), όσοι επιθυμούν από τους πλανόδιους πωλητές να δηλώσουν ενδιαφέρον για να νοικιάσουν μέσα σ’ αυτή ένα μαγαζί. Ένας από αυτούς που συμμετείχαν τότε στο διαγωνισμό ήταν κι ο πατέρας μου, ο οποίος ενοικίασε το πρώτο αριστερά μαγαζί στην είσοδο της αγοράς και το έκανε μανάβικο.
Η δουλειά πήγαινε καλά. Το κράτησε ένα – δύο χρόνια και μετά το υπενοικίασε σε έναν που λε-γόταν Αντωνίου. Το μικρό του όνομα δεν το θυμάμαι. θυμάμαι όμως το γιο του, τον Τάκη Αντωνίου, τον ποιητή, ο οποίος ήταν και συμμαθητής μου. Αυτό το μαγαζί ο πατέρας του το κράτησε πολλά χρόνια. Ο πατέρας μου λοιπόν, πήρε «αέρα» από τον Αντωνίου και ήρθε και νοίκιασε τότε το μαγαζί του πατέρα σου και το έκανε παντοπωλείο και μανάβικο μαζί. Μετά από λίγο νοίκιασε και το φούρνο του Παυσανία Τηλιγάδα.
Η οικογένειά μου εκείνη την εποχή ζούσε ακόμα στο νοίκι, αφού δεν είχαμε ακόμα φτιάξει το σπίτι που έχουμε τώρα. Μέναμε λοιπόν, στου Λαναρά, στου Ζαχαρόπουλου δηλαδή (Λαναράς ήταν το παρατσούκλι του). Ήταν ένα μεγάλο σπίτι δίπατο με υπόγειο από κάτω. Σ’ αυτό το σπίτι γεννήθηκα. Μαμή ήταν η Λαναρού, μια χοντρή γυναίκα, σύζυγος του Ζάχου Λανάρα.
Οι κοπέλες του Λαναρά είχανε αργαλειούς στο ισόγειο και υφαίνανε κιλίμια και διάφορα άλλα χειροτεχνήματα και έμειναν οικογενειακώς στο από πάνω πάτωμα. Ένα τμήμα του ισογείου το εί-χανε χωρίσει και εκεί έμενε η οικογένειά μου. Σ’ αυτό το ισόγειο γεννήθηκα κι εγώ. Ήταν ένα μικρό διαμερισματάκι, με ένα-δύο δωμάτια και απέναντι ακριβώς είχαμε τη δημοτική βρύση. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν βρύσες στα σπίτια και νερό παίρναμε από τις βρύσες του δήμου που ήταν σε διάφορα σημεία. Αυτή που λέμε, ήταν στη συμβολή των οδών Χαρ. Τρικούπη και Αναπαύσεως (Ηρακλείτου σήμερα) μπροστά από ένα μεγάλο πλάτανο. Στο σημείο που ήταν η βρύση, ήταν και ένα εικόνισμα, του Αγίου Γεωργίου.
Η άλλη η βρύση της γειτονιάς ήταν στη γωνία του οικοπέδου του Φαφλιώρα, εκεί που σήμερα η οδός Τριχωνίδος συναντάει τη Χαρ. Τρικούπη. Εκτός βέβαια από τις δημόσιες βρύσες, οι οποίες βρίσκονταν σε διάφορα σημεία της πόλης, τα περισσότερα σπίτια ικανοποιούσαν όλες τις ανάγκες τους για νερό από πηγάδια.
Εκεί στη γωνία της Ευγενίου είχε ένα σπιτάκι μικρό ο Λαναράς, το οποίο το έδωσε προίκα σε μία από τις κόρες του που την έλεγαν Αλεξάνδρα. Η Αλεξάνδρα παντρεύτηκε έναν Ξηρομερίτη, καταδιωκόμενο από τους Χίτες, ονόματι Κατσίκα, ο οποίος έφτιαξε μπροστά από το σπίτι του ένα μικρό κιόσκι και έψηνε κοκορέτσια, σπλινάντερα και διάφορους άλλους μεζέδες. Με αυτό τον τρόπο έβγαζε ένα μεροκάματο. Δίπλα σε αυτή την ιδιοκτησία ήταν η ιδιοκτησία του Ασημάκη».
Το 1937 άρχισαν να κτίζονται οι φούρνοι του καπνικού σταθμού, τα «φούρνια», όπως τα λέγαμε εμείς τότε, που ξέραιναν τα καπνά. Εκεί δούλευαν αρκετοί εργάτες και τεχνίτες. Το γεγονός αυτό έκανε τον πατέρα μου να κλείσει το φούρνο και να ανοίξει στην ίδια θέση ένα μαγειρείο, για να εξυπηρετήσει τις καθημερινές ανάγκες σίτισης αυτών των εργατών.
Η δραστηριότητα αυτή τον γνώρισε με πολλούς εργάτες, οι οποίοι τον βοήθησαν, με το αζημίωτο φυσικά, να ανοίξει ένα πηγάδι βάθους οκτώ μέτρα στο οικόπεδο του σπιτιού μας. Το πηγάδι αυτό είχε ένα πολύ καθαρό και ωραίο νερό το οποίο πέρα από τις δικές μας ανάγκες, ξεδιψούσε και τους περαστικούς Παναιτωλιώτες που έρχονταν στο Αγρίνιο με τα πόδια. Μην φανταστείς κανένα δρόμο όπως είναι σήμερα. Τότε ο δρόμος από το Αγρίνιο μέχρι το Παναιτώλιο ήταν χωματόδρομος, στρωμένος με χαλίκι από την Κλεισούρα. Από την πλατεία Μπέλλου βέβαια μέχρι και την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ήταν άσφαλτος, αλλά από κει και κάτω ήταν χωματόδρομος».
Δείτε όλες τις αναρτήσεις της αφήγησης του Χρ. Χατζηαγάπη ΕΔΩ