Ας υποθέσουμε πως από μια κλινική
λείπουν, πάντα, κλινοσκεπάσματα.
- γράφουν:
Νίκη Γιάνναρη και Χριστίνα Κυδώνα
Κάθε πρωί, η προϊσταμένη, αναβλέψασα εις τον ουρανόν και περιμένοντας ένα θαύμα, ευλογεί 7 από αυτά, αλλά θαύμα δεν γίνεται, οι άρρωστοι παραμένουν ξεσκέπαστοι – υπάρχουν 30 σεντόνια ενώ χρειάζονται 50.
Γονυπετής τηλεφωνεί στην υπεύθυνη ιματισμού και την ικετεύει.
Αυτή σκανδαλίζεται και σκανδαλιζόμενη απαντά: «Δεν έχω! Τι θες να κάνω; Να διαρρήξω και αυτά τα λιγοστά ιμάτια που μου δίνουν; Κάνε ό,τι μπορείς!». Η προϊσταμένη ξαναευλογεί. Τίποτα. Όχι θαύμα, όχι δώδεκα κοφίνους, ούτε λέπι σε κλινοσκέπασμα.
Η υπεύθυνη ιματισμού, εξ αντανακλάσεως απελπισμένη, τηλεφωνεί στην τομεάρχισσα. «Δεν υπάρχουν, δεν δύναμαι, δεν απαντώ, άλλη ερώτηση και μη με σκανδαλίζεις, πρωί-πρωί», αποκρίνεται εκείνη, «τεντώστε τις μαξιλαροθήκες μπας και μακρύνουν», «τι θες; να αρχίσει η διοίκηση να μας μοιράζει επιτίμια;»
Αχ! Κάθε πρωί, τις εξυψώνει δανειστές αυτό το ίδιο, κλινοσκέπασμα, που τις σκύβει επαίτες του, όπως θα έλεγε και η ποιήτρια, και έτσι κυλούν τα χρόνια των ελλείψεων και οι δίσεκτοι μήνες στην κλινική.
Ξαφνικά, μια μέρα, κάποιος σκέφτεται να σπάσει αυτήν την αλυσίδα της αδιέξοδης απόγνωσης και να απευθυνθεί, εγγράφως, στους αρμοδίους: Το και το, δεν έχουμε σεντόνια, υπογραφή, σφραγίδα, πρωτοκολλήθηκε.
Όμως, ποιος είναι αυτός που θα τολμούσε να απευθυνθεί εγγράφως στον (παραπάνω του) αρμόδιο, στο βαθμό που θέλει και να τον προστατεύσει και να προστατευτεί, ώστε να μην πέσει σε δυσμένεια και κατηγορηθεί έπειτα για περιττές έριδες και εργασιακές αναμπουμπούλες;
Η πρώτη, που είναι καλός άνθρωπος τόσο που θέλει να προστατεύσει τη δεύτερη, η οποία κάνει, ούτως ή άλλως, ό,τι μπορεί, αλλά προτιμά να μην εκθέσει την τρίτη που κάθε μέρα αγωνιά, θέλοντας και τον εαυτό της να προστατεύσει και να μη βγάλει στα μανταλάκια τον τέταρτο ο οποίος, επίσης, τυγχάνει καλός και αγαθός και έντιμος και, εάν θέλει να τα έχει καλά με τον αρμοδιότερο, το κάνει όχι για ίδιον όφελος, αλλά για να προστατέψει τους, ούτως ή άλλως απροστάτευτους αρρώστους και, προς τούτο, προστατεύει τον αρμοδιότερό του, ο οποίος, απαξάπαντος, χρήζει προστασίας επειδή, οι έγγραφες ελλείψεις, όσο και να το κάνεις, σε αφήνουν απροστάτευτο με απρόβλεπτες συνέπειες κι αυτό είναι το πρώτο που διδάσκεται στην ανωτάτη μανατζερική;
Με αυτά και μ΄αυτά, αυτός που θα τολμούσε να απευθυνθεί εγγράφως και υπογράφων, συνυπολογίζοντας τη μικροφυσική των σχέσεων εξουσίας και την ανάγκη «προστασίας» των όντως απροστάτευτων, θα έπρεπε –αυτολογοκρινόμενος– να συντάξει, περίπου, αυτό:
Σας ενημερώνουμε και εγγράφως πως κάθε πρωί στην κλινική μας, σημειώνεται ————κλινοσκεπασμάτων.
«Επιστολή» που αναγκάζονται καθημερινά να «συντάξουν» άνθρωποι και άνθρωποι, που το έχουν πάρει απόφαση πως δεν γίνεται αλλιώς, καμιά φορά, παρά μόνον εκ των ενόντων και λαθραία, και μονάχα με διάφορα τεχνάσματα και άλλα, ένθερμα των σωμάτων, κόλπα, μπορεί κανείς να πορευτεί, σχεδόν με αξιοπρέπεια, ή να αντέξει, άνθρωποι που, υποδυόμενοι τους «υποτελείς» απέναντι σε διευθυντές και μάνατζερ, αντιστέκονται και βρίσκουν παράδρομους –κι ας αυτολογοκρίνονται, συχνά– με τον δικό τους τρόπο.
Γιατί στη μανατζερική μπορεί να διδάσκεται η «διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού» και ο «έλεγχος των ανθρώπινων πόρων» και ο «κώδικας των Δημοσίων Υπαλλήλων», όμως, όπως δείχνουν τα πράγματα, ούτε που αγγίζεται η ανωτάτη φουκωϊκή, την οποία πολλοί «υποτελείς» την γνωρίζουν απ΄ έξω και ανακατωτά, γιατί είναι, κυριολεκτικά, γραμμένη στο πετσί τους, όπου και αλογόκριτα γράφει: Όπου υπάρχει εξουσία, υπάρχει και αντίσταση.
Θα ήμασταν τόσο χαζοί, όσο ένας μάνατζερ, αν προσπαθούσαμε να ορίσουμε τη λέξη «αντίσταση» με όρους χιλιοπερπατημένους και διαβασμένους απ’ τα πλακάτ.
Γιατί αντίσταση, ίσως, είναι η διακριτική φιλαρέσκεια των γυναικών των εταιριών καθαρισμού ή το πώς καμιά φορά, μπαίνοντας στο θάλαμο, επιλέγουν να σχετιστούν, έξω από «τα καθήκοντά τους», με τους αρρώστους. Αντίσταση, ίσως, είναι τα γλαστράκια και τα διακοσμητικά με τα οποία μια προϊσταμένη φροντίζει το χώρο της και το γεγονός ότι στα μικρά διαλείμματα οι νοσηλεύτριες –πριν τα σκατά των αρρώστων– λένε, για λίγο, «τα δικά τους». Γιατί ευτυχώς, την ώρα που εμείς θεολογούμε περί Κράτους και Εξουσίας, που ασκείται από κάπου ψηλά και αναπόδραστα επί ορατών τε και αοράτων, εκείνες λιμάρουν τα νύχια τους κλέβοντας ένα λεπτό για να σκεφτούν τον έρωτά τους… Αντίσταση είναι όταν μια νοσηλεύτρια κάνει το σταυρό της και δακρύζει, τι δακρύζει; όταν κλαίει και εύχεται «να πάει καλά» αυτός που φεύγει για τη ΜΕΘ, επειδή έχει δυό παιδιά που περιμένουν κι ας ήταν ξεροκέφαλος και έχει αυτή τη γνήσια αγωνία- που οι άριστοι μάνατζερ θα την έβρισκαν περιττή και πολύ «λαϊκή» και οπωσδήποτε θα την λογόκριναν- μια αγωνία αληθινή και πέραν των καθηκόντων της θεραπευτική, μια καθαρή μορφή αντίστασης που την οδηγεί μαζί με άλλες, ένα πρωί, να κάνει σαν παιδί με τις αλοιφές για την κατάκλιση ή τα υποσέντονα, που κάποιος, κάποια «έμπασε παρανόμως» στο νοσοκομείο, κατά παράβαση των κωδίκων και πέραν των γραφειοκρατιών.
Και η γη εξακολουθεί να γυρίζει, επειδή αυτός ο κατάλογος της αλογόκριτης αντίστασης δεν έχει τέλος. Κι είναι κι αυτός ο γιατρός, από άλλο τμήμα, που προχθές ζήτησε να έρθει και ήρθε, μόνο και μόνο για να χτενίσει με την τσατσάρα του έναν κλινήρη συνάδελφό του που δεν μπορούσε, δεν μπορούσε, στην κατάσταση που ήταν να χτενιστεί και μπήκε στο θάλαμο μόνο και μόνο για τον χτενίσει με την τσατσάρα του και τον χτένιζε, ώρα πολλή, επειδή ο άλλος δεν μπορούσε.