συλλαμβάνεται από την «ΟΠΛΑ», και περνά
- Επιμέλεια Λ. Τηλιγάδας
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1901 στη Μπράιλα της Ρουμανίας. Πατέρας του ήταν ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, εφοπλιστής και γόνος παλαιάς οικογένειας ναυτικών με καταγωγή από την Άνδρο. Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος ήταν ένας υπερδραστήριος άνθρωπος ο οποίος υπήρξε ιδρυτής της Εθνικής Ατμοπλοΐας Ελλάδος ενώ την περίοδο 1917-1918 εκλέχθηκε βουλευτής της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου ο οποίος τον τοποθέτησε υπουργό Επισιτισμού. Η οικογένεια του Εμπειρίκου επέστρεψε στην Ελλάδα ένα χρόνο μετά τη γέννηση του μικρού Ανδρέα και εγκαταστάθηκε αρχικά στη Σύρο και έξι χρόνια αργότερα στην Αθήνα. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος σπούδασε Φιλοσοφία, αγγλική φιλολογία ενώ παρακολούθησε και μαθήματα οικονομικών στο πανεπιστήμιο.
Το 1926 ξέσπασε μια μεγάλη κόντρα ανάμεσα σε εκείνον και τον πατέρα του ο οποίος χρόνια νωρίτερα είχε χωρίσει με τη μητέρα του. Ο Εμπειρίκος έφυγε για το Παρίσι όπου αποφάσισε να ασχοληθεί με την δεύτερη μεγάλη του αγάπη, πέρα από την λογοτεχνία. Την ψυχανάλυση. Ο Εμπειρίκος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1931 και αφιερώθηκε τόσο στην λογοτεχνία χτίζοντας σιγά- σιγά ένα σπουδαίο όνομα αλλά και την ψυχανάλυση την οποία ασκούσε επαγγελματικά. Ταυτόχρονα, ο Εμπειρικός απέκτησε και μια ακόμα «αγάπη» η οποία, ωστόσο, θα έχει τραγικό τέλος. Γοητευμένος και ενθουσιασμένος από την Οκτωβριανή επανάσταση, ενστερνίστηκε σε μεγάλο βαθμό τον Μαρξισμό και δήλωνε κομμουνιστής. Έγραψε, μάλιστα, και έξι ποιήματα από τα οποία τα περισσότερα έμειναν ημιτελή.
Η αγάπη αυτή του Εμπειρίκου, ωστόσο, για τον κομμουνισμό, τον Μαρξισμό και την Οκτωβριανή Επανάσταση, έμελλε να διακοπεί απότομα και με τραγικό τρόπο. Ήδη λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Εμπειρίκος είχε αρχίσει σταδιακά να διαχωρίζει τη θέση του από τη «μητέρα ΕΣΣΔ» και τον κομμουνισμό όπως αυτός είχε εξελιχθεί. Μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο ο Εμπειρίκος δήλωνε πλέον «αριστερός» και όχι κομμουνιστής.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1944 και ενώ η Αθήνα συνταράσσεται από τα Δεκεμβριανά , ο Ανδρέας Εμπειρίκος συλλαμβάνεται από στελέχη της Οργάνωσης Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών, της ένοπλης πολιτοφυλακής που είχε ιδρύσει το ΚΚΕ. Ο λόγος της σύλληψης του Εμπειρίκου είναι η «μεταστροφή» του που τον χαρακτήρισε «ταξικό εχθρό», σε συνδυασμό με το γεγονός πως ήταν γνωστό άτομο και άρα θα δημιουργούταν αίσθηση στην κοινή γνώμη.
«Τον έπιασαν λόγω του ονόματός του και τον οδήγησαν στη Βοιωτία, μέσα από χιόνια και βουνά και περιπέτειες τρομερές και νομίζω ότι αυτό υπήρξε η πιο τραυματική εμπειρία της ζωής του», σημειώνει ο γιος του Λεωνίδας σε μια συνέντευξή του στο tvxg.gr. «Γιατί ο ίδιος υπήρξε αριστερός στα νιάτα του και το γεγονός ότι τον έπιασαν, θεωρεί ότι ήταν μια πολύ μεγάλη αδικία», συμπληρώνει.
Με την αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα (5.1.1945), ο Ανδρέας Εμπειρίκος οδηγείται με άλλους ομήρους που σχηματίζουν φάλαγγα στα Κρώρα (σημερινή Στεφάνη), με την αίσθηση ότι είναι προγραμμένος. Η επέμβαση όμως βρετανικών αεροπλάνων διασκορπίζει τη φάλαγγα κοντά στη Θήβα κι εκείνος κατορθώνει να δραπετεύσει. Στο Κακοσάλεσι (Αυλώνα) τον κρύβουν χωρικοί και από εκεί επιστρέφει ξυπόλητος στην Αθήνα με πληγές και κρυοπαγήματα στα πόδια σε κακή κατάσταση
«Είχε το αίσθημα μιας τεράστιας πικρίας, γιατί δεν ήξερε καν αν θα βγει ζωντανός από αυτό, δεν ήταν μια απλή ομηρία. Κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής, εκτελούσανε μερικούς από τους ομήρους, βάσει κριτηρίων δικών τους, της πολιτοφυλακής δηλαδή. Καταρχήν τους Τροτσκιστές, και μετά διαφόρους, που θεωρούσαν είτε συνεργάτες και στηρίγματα των Άγγλων ή άλλους. Δεν ήταν καθόλου δεδομένο αν θα άντεχε σε αυτή την πορεία, γιατί πήραν ανθρώπους, οι οποίοι δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένοι, με σκαρπίνια πόλεως κανονικά ή με χωρίς κανένα πανωφόρι, με μια κουβέρτα, με ό,τι τους έλεγαν να πάρουνε για να περάσουν την ανάκριση μια νύχτα στο τμήμα, στο τμήμα της ΟΠΛΑ, της πολιτοφυλακής. Τους κράτησαν και ορισμένους τους έφτασαν μέχρι την Άμφισσα, μέχρι τη Γκιώνα, μέχρι και παραπάνω».
Σε ό,τι αφορά στα δρομολόγια των ομήρων, μπορούμε να τα ανασυστήσουμε χάρη σε καταθέσεις και μαρτυρίες – 110 μαρτυρίες συνολικά 123 ατόμων συγκεντρώθηκαν από νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού, αμέσως μετά τον επαναπατρισμό των ομήρων.
Προκύπτει, λοιπόν, μια καθημερινή ροή 150-400 ομήρων από το Περιστέρι προς τη Βοιωτία μέσω Ασπρόπυργου και Πάρνηθας μεταξύ 19-27 Δεκεμβρίου και ξανά στις 2-5 Ιανουαρίου, αλλά και λιγότερο συστηματικές αποστολές από το Άσυλο της Κοκκινιάς, μέσω Μάνδρας, ή από την Αθήνα μέσω Αυλώνας και Σχηματαρίου – το άθροισμα των μέγιστων αριθμών, όπως αποτυπώνονται στις προαναφερθείσες αφηγήσεις για τις αρχικές διαδρομές των ομήρων, μας «δίνει», με επιφύλαξη, 3.800 άτομα.Τα δρομολόγια προς Βορράν είναι λίγο πολύ τυποποιημένα.
Οι όμηροι εγκαταλείπουν το Περιστέρι με τα πόδια προς τον Ασπρόπυργο, ανεβαίνουν την Πάρνηθα με επισταθμίες στα Κρώρα, στη σημερινή Στεφάνη, και στο Δαριμάρι, στη σημερινή Δάφνη, ή στους Μουσταφάδες, στη σημερινή Καλλιθέα. Από εκεί οι φάλαγγες συνεχίζουν για τη Θήβα, μέσω των χωριών Κριεκούκι, Νεοχωράκι ή Αμπελοχώρι. Οι όμηροι μετά φτάνουν στο Πυρί και ύστερα συνεχίζουν για Αλίαρτο, Λειβαδιά και ακόμη βορειότερα. Κάποιοι θα φτάσουν μέχρι τη Λαμία, στη Λαμία και στα Λουτρά Πλατυστόμου. Αρκετές εκατοντάδες σε άθλια κατάσταση θα οδηγηθούν μέχρι τη Λάρισα. Από την Κοκκινιά τώρα, οι όμηροι μεταφέρονται στη Μάνδρα και στη συνέχεια στη Θήβα, κάποιοι με αυτοκίνητα. Μικρότερες αποστολές από την Αθήνα έφτασαν στο Κακοσάλεσι, στον σημερινό Αυλώνα, μέσω Μπογιατίου, της σημερινής Άνοιξης, και Σχηματαρίου.
Αυτή η τραυματική εμπειρία είναι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο ο Εμπειρίκος θα συνθέσει την τριλογία «Τα χαϊμαλιά του έρωτα και των αρμάτων», μετατρέποντας τον φόβο του θανάτου σε οίστρο της ζωής (βλ. «Γραπτά…») και αναπτύσσοντας το πιστεύω του ότι ο ερωτισμός είναι η προϋπόθεση για την ενοποίηση των στοιχείων του κόσμου – άποψη που διατρέχει ολόκληρο το πεζογραφικό και ποιητικό έργο του. Οπως ο ίδιος αναφέρει στο ανέκδοτο ακόμη αυτοβιογραφικό «Λεξικό» του, ολοκληρώνει την «Αργώ ή Πλους αεροστάτου» τον φοβερό εκείνο Δεκέμβριο του 1944, «ενώ ηκούοντο νυχθημερόν πυκνοί πυροβολισμοί και οι εκρήξεις των οδομαχιών στην αιματοκυλισμένη Αθήνα, λίγες ημέρες πριν με συλλάβουν, τελείως άδικα…». Η «Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης» ολοκληρώνεται τον Ιούνιο του 1945 και η
Είναι χαρακτηριστικό ότι και στις τρεις ιστορίες αναδεικνύονται οι ατομικές δυνάμεις – θαυμαστές ή αβυσσαλέες, σωτήριες ή εγκληματικές – που αποδεσμεύει η ιμερική ενέργεια, και που θα απασχολήσουν τον Εμπειρίκο σε όλη του τη δημιουργική ζωή ως ποιητή, ως πεζογράφο, ως φωτογράφο, και φυσικά ως ψυχαναλυτή. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σε τούτη την τριλογία, όπως και στον «Μεγάλο Ανατολικό» που γράφεται αμέσως μετά (1945-1951), πρωταγωνιστούν με ποικίλα προσωπεία οι αγαπημένοι ήρωες του Εμπειρίκου: οι «της μη συμμορφώσεως άγιοι». Και μεταξύ τους, αυτός.