Αιτωλικοί Περίπατοι Α’ – Το ποτάμι, οι Λίμνες, οι Πολιτείες

Στη Συκιά, εκεί όπου ο δρόμος,
ξεκινώντας για το Βραχώρι,
χωρίζει τις Λίμνες τις αδερφάδες,
τη Λυσιμαχία και την Τριχωνίδα

 

γράφει ο Αθανάσιος Δημητρούκας
(με τη ματιά του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου)

 

Κάθε που ξαναβρίσκομαι στα χώματα της Αιτωλίας του νότου τ’ αγαπημένα, πληθαίνει ο παλιός καημός. Πληθαίνει κ’ η αναγάλλια μου. Το πρώτο αρμυρίκι, που θα σταθεί στο δρόμο μου, θα είναι την κάθε φορά και το πρώτο της δημιουργίας. Κ’ η ανάσα της λιμνοθάλασσας, γεμάτη φύκι κι αλάτι, που τόσο δυσαρεστεί τους ξένους λεπταίσθητους, είναι για μένα η αληθινή ανάσα του κόσμου τούτου. Τη γεύομαι με ηδονή. Ένα κομμάτι χώμα χρωστάει του ανθρώπου ο μεγάλος Θεός. Και τούτο το κομμάτι άλλο δεν είναι για μένα παρά μια φούχτ΄ από τη ακροθαλασσιά, από τη λιμνοθάλασσα, σε ώρα βραδυνή, υπνωμένη, κάτου από ένα λυπημένο φεγγάρι που ταξιδεύει απάνου στα πέτρινα γεφύρια με τις χαμηλές καμάρες. Εκεί υπάρχει πολλή γαλήνη. Ράθυμα νερά, βάλτοι και καλαμιές, αρμυρίκια και φύκια, ρηχά πλεούμενα, κ΄ η πλαγιά του βουνού του Ζυγού εδώ γυμνή, εκεί αριά δασωμένη, με τα καλύβια των βλάχων, με τα ξωκκλήσια και με τα βαθιά φαράγγια.

Το τοπίο της Αιτωλίας είν΄ ένα τοπίο ιδιόρρυθμο. Θα τ’ ονόμαζα με πολλή ευχαρίστηση «αντικλασσικό» . Και στην περίσταση τούτη θα πρέπει, βέβαια, να το πω, πως το τοπίο το κλασσικό το θαυμάζω, μα το τοπίο το αντικλασσικό τ΄ αγαπώ. Η Αττική είναι το πεύκο, το μάρμαρο και το γαλάζιο της θάλασσας και τ΄ουρανού. Η Αιτωλία είναι το πράσινο λιβάδι, η ανεκύμαντη λιμνοθάλασσα, το σπιτικό βουνό. Εκεί και η αρχαία πέτρα απομένει πέτρα, στην τύχη˙ κάτι θέλει, το αλλόκοτο, να σημαίνει. Μεγάλα ποτάμια τη διατρέχουν, που δεν τα έχει γνωρίσει η Αττική, βουνά, καθώς τ΄ Αραποκέφαλα, όπου ο πλατάνι γιγαντόκορμο ανεβαίνει από τους όχτους και τις κοίτες πλατιών χειμάρρων. Το χρώμα, το ύφος, το ήθος συνιστούν όχι μονάχα μια διαφορετική εικόνα, μια ύπαρξη διαφορετική. Είναι κάτι ζεστό, εγκάρδιο, μια πράξη φιλίας. Η φετεινή Λαμπρή έλαχε γεμάτη νεροποντές. Σύννεφα σκοτεινά ν’ αρμενίζουν στην Κυρά –Βγένα, χιόνια να λάμπουν στις ώρες της σύντομης αιθρίας, και τα μονωμένα σπιτάκια και τα καλυβάκια της βουνοπλαγιάς να δέρνονται αλύπητα από το μεγάλο νερό και να υπομένουν. Πόση μοναξιά – και καρτερία και γύμνια και φτώχια: Άλλο δεν σου απόμενε πια παρά να ανοίγεις αγκάλες νοερές κάθε τόσο και να τα περισκέπεις και να τα ζεσταίνεις τα καλυβάκια και τα σπιτάκια εκείνα. Άνοιξη βροχερή – δεν είναι πολύ δυσάρεστη υπόθεση για τον ασφαλισμένο ταξιδιώτη. Να πέφτει μαλακή στα λειβάδια με τα πράσινα στάχια και τις ζεστές παπαρούνες, να δροσίζει τις τριανταφυλλιές. Μα τόσο θλιβερές, που είναι οι μοναξιές! Εκείνοι οι άνθρωποι που κοιτάζουν από τα θαμπά παραθύρια, τα ζώα που υπομένουν ασάλευτα το νερό, η λάσπη που μεταμορφώνει το βηματισμό σε δοκιμασία!

Κ΄ ύστερα νάρχονται οι μέρες του ήλιου, οι σωστές λαμπριάτικες μέρες, τα κόκκινα τριαντάφυλλα να ντύνονται τα πιο εράσμια νιάτα τους, να λουλουδίζουν τα πάντα. Τούτη τη χρονιά, ίσως από τύχη, ίσως από ανάγκη, κανείς δεν το ξέρει, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, πρόσεξα τα λουλούδια της Αιτωλίας. Οι τριανταφυλλιές στα περιβόλια, στους φράχτες, στους αυλόγυρους, στα μπαλκόνια, στα παράθυρα. Ξανθές, υπέρυθρες πορφυρές, οι μεθυστικές τριανταφυλλιές. Πλασμένες, για να τις τρυγούν με τ΄ αγέρινα δάχτυλά τους τα νέα κορίτσια. Κ’ η ανυπόφερτη αγωνία, οι πολύανθες λεμονιές, οι πορτοκαλιές, κατάφορτες πυκνό φιλντισένιο λουλούδι. Αγωνία την ονομάζω αυτή την ευωδιά. Είναι μια ευφροσύνη που δεν περιγράφεται. Να πεις λοιπόν ποια είναι τα μεγάλα πράματα! Αυτά που δεν μπορείς να τα πεις. Πώς να την σωματώσεις στο λόγο την ανεκλάλητη ευδαιμονία, αυτόν τον έρωτα, που είναι πλασμένος από τρυφερότητα, από αγνότητα και λαγνεία; Κ’  ύστερα, οι ανθισμένες ακακίες, με τα λευκά τσαμπιά, που αγεροκρέμονται λυγερά και σχηματίζουν μικρές θολίες, όπου μπορείς να οσφρανθείς παραδείσους.

Στη Συκιά, εκεί όπου ο δρόμος, ξεκινώντας για το Βραχώρι, χωρίζει τις λίμνες τις αδερφάδες, τη Λυσιμαχία και την Τριχωνίδα, κακοζωισμένα παιδάκια πουλούσαν δέσμες νυμφαίες. Είταν τα λιμνιδίαιτα νούφαρα, εκείνα που έπλασαν με την ομορφιά τους τη δόξα ενός μεγάλου ζωγράφου, του Κλαυδίου Μονέ. Χοντροί και κατάχλωροι και καταστρόγγυλοι μίσχοι, άσπρα  σαρκωμένα πέταλα, σμάρια καμωμένα από φρέσκο χρυσάφι οι στήμονες. Πήρα μιαν αγκαλιά, άλλωστε για το τίποτε τα πουλούσαν τα παιδάκια εκείνα! Ακολουθούσε μακρύ ταξίδι. Τι να τα κάμω;  Είταν προορισμένα να μαραθούν, να πεθάνουν μέσα σε λίγες ώρες τα βελούδινά τους φορέματα, να πεθάνει η νερόχαρη ύπαρξή τους. Μα πώς να γίνει αλλιώτικα; Θα έπρεπε να σκοτώσω ένα μεγάλο κομμάτι από την ψυχή μου την ίδια, αν τα προσπερνούσα τα νούφαρα, καθώς ο αδιάφορος θεατής, το βασανιστικότερο θέλγητρο της ομορφιάς είναι που θέλεις να την αγγίξεις. Δεν το υπομένεις, με κανένα τρόπο, να τη θαυμάζεις και να την προσπερνάς. Είδατε, στα μουσεία, τις συστάσεις εκείνες, που απαγορεύουν το άγγιγμα: «Ne touchez pas!» Κι αν είσαι όλος αφή; Από κει και πέρα αρχίζει ένα μαρτύριο.

Η Αιτωλία του νότου είναι το τριφύλλι και στους βάλτους το ρύζι κ’ η ελιά και το κυπαρίσσι και το πλατάνι. Τα κοπάδια τα κατσίκια, που σκαρφαλώνουν στις ακροτοπιές και κοιτάζουν στοχαστικά την ολόγυρα πλάση. Τα κοπάδια τα πρόβατα, γεμάτα άνεση, χωρίς φιλυποψία, χωρίς ανησυχία. Μερικά γελάδια, που μεταμορφώνουν το τοπίο σε ολλανδέζικη σκηνογραφία. Τα καπνοτόπία, η τραγωδία! Αυτό το ευαίσθητο φύλλο που είναι ο καπνός, ένα ένα να το φροντίζεις, να το συμμαζεύεις, να το αρμαθιάζεις και να προσμένεις;. Ακαταμέτρητος μόχθος, φτωχή ανταπόδοση. Ίσαμε που να δώσεις τα χρωστιμιά, συχνά για τίποτε άλλο. Θα έλεγα: «φτωχοζωή» Είναι κάτι χειρότερο: η αδιάκοπη στέρηση.

Φωτογραφία: πηγές Αγίας Σοφίας