«Το Αιτωλικό χρειάζεται κάποιο απόθεμα αντοχής, για να το ζήσεις.»
(Με τη ματιά του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου)
- γράφει ο Αθανάσιος Δημητρούκας
Δρόμος γεμάτος, πολύτιμες αφορμές, αισθητικής ηδoνής, οδηγεί από το Αγρίνιο στο Αιτωλικό και στο Μεσολόγγι. Είναι ο δρόμος της κλεισούρας του Αρακύνθου. Την είπα κάποτε λαβωματιά, που σκίζει το βουνό σε δύο μεγάλα κομμάτια και δημιουργεί ένα καταπράσινο διάσελο, όπου το σκίνο ευωδιάζει και το πουρνάρι σκαρφαλώνει σε ύψη, όπου αντίλαλοι υποβλητικοί φαίνονται σα να πηγάζουν από πανάρχαιες, λησμονημένες φωνές. Κοντά στο άνοιγμα της κλεισούρας αυτής, προς το μέρος της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, βρίσκεται σφηνωμένο στη σπηλιά του και στον απόκρημνο βράχο του το εκκλησάκι της Αγίας – Λεούσας, της Παναγίας, που στέκει άγρυπνη απάνου στο μόχθο και στον ψυχικό κάματο του περαστικού. Πολύ συχνά από δημόσιες ή ιδιωτικές αφορμές, κόσμος πολύς συμμαζεύεται εκεί και γεμίζει φαιδρή διάθεση τη λαγκαδιά.
Λίγο πιο πέρα, λίγο πιο έξω η λιμνοθάλασσα λάμπει ολόχαρη και ακύμαντη ή ακινητεί συλλογισμένη κάτου από πυκνά φορτώματα μελαγχολικών συννέφων˙ δεν είναι παρά μια μεγάλη κούπα νερό, που την προστατεύουν ανασηκωμένα περίγυρά της ανάερα σχήματα μαλακών και κατάφυτων λόφων˙ το ανοιχτό της κομμάτι βρίσκεται προς τα νοτιοδυτικά., εκεί που το ένα νερό σμίγει με τ΄άλλο, κ΄ η λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού αδερφώνεται με τα τενάγη του Μεσολογγίου.
Ανάμεσα στην ειδυλλιακή αυτή έκταση του κοιμισμένου νερού βρίσκεται θεμελιωμένο σε νησάκι χτισμένο στενόχωρα από τη μια του άκρη στην άλλη το Αιτωλικό, πολιτεία μοναδική σ’ όλο το μάκρος και το πλάτος της ελληνικής γης. Την είπανε «μικρή Βενετία». Και δεν είναι πολλά χρόνια, που Αθηναίος λόγιος, περιηγητής τόπων και ανθρώπων, περνώντας από τα μέρη τούτα κ΄ έχοντας μέσα του ολοζώντανο το όραμα της φημισμένης πολιτείας του Αδριατικού, βρήκε την περίσταση να ειρωνευθεί την παρομοίωση. Είχε και δίκιο και άδικο. Γιατί τ’ όνομα της Βενετίας ξυπνάει στ’ ακουσμά του τη μνήμη αναρίθμητων νησιών και καναλιών, ναών και παλατιών θεμελιωμένων απάνου σε άφθονα νερά., πλατειών και περιστεριών και ξαναφέρνει στη γοητευμένη φαντασία γόνδολες και θησαυρούς αριστουργημάτων ικανών να θέλξουν και να ευφράνουν την ψυχή των γενεών˙ ενώ το Αιτωλικό βρίσκεται συμμαζωμένο πάνου στο ένα και μοναδικό νησάκι του, στη μέση της λιμνοθάλασσας, και δεν έχει παρά δύο πέτρινα γεφύρια, με γραφικές καμάρες, που τ’ απλώνει σα δύο μεγάλα χέρια, για να κρατηθεί από τις δύο αντικρινές στεριές, την ανατολική και τη δυτική.
Δεν έχει ούτε παλάτια ούτε πολύτιμες πινακοθήκες ούτε περίτεχνες εκκλησίες ˙ δεν έχει ούτε γόνδολες ˙ μοναχά τα προιάρια και τις γαϊτες, μικρά πλεούμενα χωρίς καρίνα, που σχίζουν ανάλαφρα τα νερά σαν ευκίνητα πουλιά. Μα δε παύει για τούτο ν’ αναδίνει την ποίηση, όλη τη ποίηση και να πλάθει τους οίστρους με τα μεγάλα φτερά. Είναι κάθε στιγμή ένα θέαμα ονείρου το αντίκρισμά του από τη δυτική και μάλιστα από την ανατολική στεριά, εκεί όπου απλώνει τα πόδια του ο Ζυγός, ανάμεσα σε πυκνά λιοστάσια και μποστάνια και περιβόλια ˙ μα και από τη δυτική του στεριά την πλημμυρισμένη από πορτοκαλιές και λεμονιές, από τον καταπράσινο λόφο του Άη – Θανάση, είναι πάλι θαυμαστή η θέα της πολιτείας.
Και θα είναι μια τύχη για τον περαστικό, αν φτάσει αντίκρυ στο Αιτωλικό την ώρα που ο φημισμένος ήλιος της λιμνοθάλασσας βασιλεύει με το γλυκύτερο από τα βασιλέματα, που μπορεί να δημιουργήσει. Τότε ο θόλος των Ταξιαρχών ανεβαίνει αστραφτερός απάνου από τη χαμηλόστεγη πολιτεία και τα νερά γεμίζουν θαυμαστούς κυματισμούς ασημόχρυσου φωτός κ’ οι τριανταφυλλιές ραβδώσεις που πέφτουν στη ράχη τους γίνονται νεροσυρμές απιθάνων παραδείσων.
Μα όλα τούτα τα βλέπει κανείς μονάχα σαν στέκεται στις αντικρινές στεριές ˙ μπορεί ακόμα να χαρεί παρόμοια θεάματα κι από τα παραλιακά ανοίγματα του νησιού. Μα δε θα αισθανθεί να τον συνεπαίρνει ο ίδιος οίστρος τις ώρες που θα ξοδεύει γυρνώντας ανάμεσα στα στενά και κακοχτισμένα δρομάκια του Αιτωλικού. Γιατί ο τόπος μέσα είναι στενόχωρος, ασυνάρτητος και απεριποίητος. Φαίνεται σαν κατασκεύασμα τύχης. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως δεν τον πονούν όσο πρέπει οι άνθρωποί του.
Γιατί, αν τον πονούσαν, το Αιτωλικό θα είχε γίνει από καιρό ένα κέντρο μεταρσιώσεων και ψυχικών ιάσεων και θα καταστάλαζαν εδώ σαν τα κοπάδια οι στοχαστικοί και οι κουρασμένοι, για να γεμίσουν την ύπαρξή τους με την απολυτρωτική ηρεμία που αναδίνουν οι στεριές και οι θάλασσες. Όπως γίνεται σε πολλούς τόπους πολύ συχνά, έτσι και στην πολιτεία τούτη της λιμνοθάλασσας το ανθρώπινο τοπίο αντιμάχεται το φυσικό. Και δεν είναι ένας τόπος πραγματικά φτωχός το Αιτωλικό.
Έχει την θάλασσα ανοιχτή σε κάθε συναλλαγή και κάθε επιχείρηση, τον ενάλιο πλούτο στη διάθεσή του, τη στεριά ολόγυρά του γονιμότατη. Μα δεν έχει ίσως αισθανθεί την ανάγκη να σταθεί στο ύψος της ομορφιάς, που το περιτριγυρίζει. Υπάρχουν νησάκια στην Ελλάδα πολύ κατώτερα, πολύ λιγότερο προικισμένα, που έγιναν παράδεισοι για τους περαστικούς. Το Αιτωλικό χρειάζεται κάποιο απόθεμα αντοχής, για να το ζήσεις.
Μια κακή προτομή θυμίζει την ηρωϊκή ύπαρξη του πολέμαρχου Λιακατά. Μπορεί να ξεκινήσει ο στοχαστικός ταξιδιώτης από το πρόσωπο τούτο, για ν΄ αναπλάσει μέσα του όλη την πολυώδυνη ιστορία της πολιτείας. Η περιπέτειά της είναι κυριότατα περιπέτεια του 21΄, παράλληλη προς την ιστορική τύχη του γειτονικού Μεσολογγίου. Γιατί και το Αιτωλικό υπήρξεν ένα κέντρο δραστήριας φιλοπατρίας σ’ αυτά τ’ ακρότατα κράσπεδα της δυτικής Στερεάς κ΄ έχει να παρουσιάσει περίλαμπρη παρακαταθήκη θυσίας και δόξας. Για κείνους που κατεβαίνουν από τα Γιάννενα, από την Άρτα, από τα πέτρινα στέρνα της Ακαρνανίας είναι το μοναδικό πέρασμα προς το Μεσολόγγι. Κ’ έτσι κατέβαιναν οι Τούρκοι και οι Αρβανίτες, σαν ορμούσαν να πνίξουν την επανάσταση της βορειοδυτικής Ελλάδας. Κ’είταν τα ταμπούρια του Αιτωλικού τα πρώτα αντίμαχα ταμπούρια, που έβρισκαν στο δρόμο τους. Έπρεπε να τα καταλύουν, για να χτυπήσουν ευκολότερα το Μεσολόγγι. Αυτή η γεωγραφική ανάγκη εδημιούργησε την ιστορική τραγωδία του Αιτωλικού.
Οι πρώτοι κάτοικοι του τόπου έχτισαν την πολιτεία τους στην αντικρινή στεριά. Μα οι καταδρομείς των εχθρών τους ανάγκασαν να συμμαζευτούν στη μέση της λιμνοθάλασσας. Τούτο έγινε το δέκατο έβδομο αιώνα. Κ’ έχουμε πηγές αξιόπιστες, σαν τη Χρονογραφία του Αναστασίου Γορδίου και μια προξενική έκθεση του 1764, που δείχνουν, πως το Αιτωλικό όχι μονάχα προόδευσε πολύ, μα και ξεπέρασε το Μεσολόγγι από την άποψη της εμπορική δραστηριότητας. Μα οι τύχες του στάθηκαν πικρές αιώνες ολόκληρους. Στις αρχές του δέκατου τέταρτου αιώνα βρισκόταν στα χέρια των Ελληνοαλβανών μπέηδων, που εξουσίαζαν με σκληρότητα τη δυτική Στερεά Ελλάδα.
Έπειτα έπεσε στα χέρια του άρχοντα της Κεφαλλωνιάς Καρόλου του Τόκκου κι αργότερα υποδουλώθηκε στους Βενετσιάνους. Όταν έγινε η αποτυχημένη ανταρσία των Ορλώφ, το Αιτωλικό κινήθηκε και τούτο, για να πληρώσει με την καταστροφή του από τους Τούρκους την ακοίμητη φιλοπατρία του. Αργότερα το βρίσκουμε στην εξουσία του Αλή Πασά. Υστερ΄ από την εξόντωση του Αλή, εκεί πήγε να ζήσει και να πεθάνει η κυρά Βασιλική, η όμορφη κόρη του Κονταξή. Στην επανάσταση, το σημείωσα ήδη, ακολούθησε λίγο ως πολύ την τύχη του Μεσολογγίου. Και ακριβώς με τις πολιορκίες, που έπαθε από τους Τούρκους, συνδέονται τα δύο θαυμάσια περιστατικά, που διατηρεί ακόμα στα χείλη και των γέρων και των νέων με κατανυκτική ευλάβεια η ντόπια παράδοση.
Το πρώτο περιστατικό αναφέρεται στην πολιορκία του 1823 από τον Ομέρ Βρυώνη. Ο Τούρκος πολέμαρχος, για ν΄αναγκάσει την πολιτεία να υποκύψει, έστρεψε τις ροές του νερού (το Αιτωλικό υδρεύεται πάντα από την ανατολική αντικρινή στεριά) κ΄ έριξε τον πληθυσμό σε φρικτή δίψα. Μα το θαύμα δεν άργησε να γίνει. Τούρκικη μπόμπα έπεσε στην εκκλησία των Ταξιαρχών, τρύπησε τη στέγη και το δάπεδο κι άνοιξε πηγάδι γεμάτο δροσάτο νερό. Οι κάτοικοι ήπιαν, δόξασαν το Θεό και διατηρούν ίσαμε σήμερα το πηγάδι, απόδειξη ολοφάνερη, στην εκκλησιά. Που ξαναχτίστηκε τελευταία κ΄ έγινε η ωραιότερη του Αιτωλικού.
Το δεύτερο από τα περιστατικά τούτα αναφέρεται στην πολιορκία του Κιουταχή, που έκοψε πάλι το νερό. Τότε, διηγείται η παράδοση, έπεσαν δυνατές βροχές˙ η λιμνοθάλασσα γέμισε γλυκό πόσιμο νερό στην επιφάνειά της κ΄ οι κάτοικοι πήραν κι αποθήκευσαν από τούτο. Ο Κιουταχής είδε, πως δεν κατόρθωνε να τους καταβάλει, χαλάρωσε την πολιορκία κ’ έδωσε την πολύτιμη ευκαιρία στους κατοίκους του Αιτωλικού να προσφέρουν τη βοήθειά τους στο δυστυχισμένο Μεσολόγγι.
Μα στην ιστορία της πολιτείας της λιμνοθάλασσας μνημονεύονται κι άλλες αξιοσημείωτες περιπέτειες του Αγώνα. Στα 1824 στήθηκε εκεί το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη. Τον ίδιο χρόνο, το Δεκέμβρη, στη μητρόπολη της Παναγίας έγινε συνέλευση των προκρίτων, που έβλεπαν με θλίψη το ξάναμμα του εμφυλίου σπαραγμού˙ πρόεδρος είταν ο Μαυροκορδάτος. Στις 23 Μαΐου του 1828 χτυπήθηκε βαριά στη δυτική ακροθαλασσιά του Αιτωλικού γενναιόκαρδος και μεγαλόψυχος Βρεταννός, ο Φραγκίσκος Άμπνεϋ Άστιγξ. Λίγες μέρες αργότερα πέθανε στη Ζάκυνθο όπου μεταφέρθηκε με την Καρτερία του, το πρώτο ατμόπλοιο που αυλάκωσε την ελληνική θάλασσα.