Η αγρινιώτικη εφημερίδα Πρωινά Νέα για τα «ρύζα» του κάμπου

Καλύβια Αγρινίου – Οι ορυζώνες του καλυβιώτικου κάμπου
και η σημαντική τους συμβολή στην τοπική οικονομία

  • Επιμέλεια κειμένου – έρευνα
    Γιώργος Πανταζόπουλος

Η αγρινιώτικη εφημερίδα Πρωινά Νέα σε ένα εκτενές αφιέρωμα για την ορυζοκαλλιέργεια στον κάμπο του Αγρινίου και ιδιαιτέρως στα Καλύβια και το Δοκίμι, έγραφε το 1963:

«ΟΡΥΖΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ: Σανίδα σωτηρίας διά τους παραγωγούς και όμως δεν προωθείται. …Προπολεμικά στον κάμπο του Αγρινίου (Εννοούμε στο ποτιστικό του τμήμα) καλλιεργούνταν κυρίως καλαμπόκια, τριφύλλια και μποστάνια. Καλλιέργειες φτωχές, μικρή στρεμματική απόδοση λόγω ελλείψεως  τεχνικών μέσων που σε συνδυασμό με τη ληστρική εκμετάλλευση των προϊόντων αυτών απ΄ το εμπόριο άφηνε μετά βίας για την κάθε αγροτική οικογένεια μηνιαίο εισόδημα περίπου 950 δρχ. κατά μέσο όρο ενώ το ελάχιστο όριο συντήρησης μιας 4-5μελούς οικογενείας δεν μπορούσε να ήταν μικρότερο από 2.000 δρχ. Οι γεωργοί μας, βουτηγμένοι ως το λαιμό στα χρέη, σε τράπεζες και τοκογλύφους, γυμνοί και σκελετωμένοι, τρύπωναν σαν τ’ αγρίμια τον περισσότερο καιρό κυνηγημένοι απ’ τα εντάλματα για ν’ αποφύγουν τη σύλληψη και τη φυλακή. Και ήρθε ο πόλεμος.  Οι γυμνοί και πεινασμένοι χωριάτες βγήκαν απ’ τις κρυψώνες τους, άρπαξαν το όπλο κι εκεί, στα βουνά της Αρβανιτιάς, το θρυλικό 2)39 Σύνταγμα Ευζώνων έγινε ο τρόμος και ο φόβος των Ιταλών.

Μετά την απελευθέρωση, λίγοι φωτισμένοι αγρότες, χωρίς τεχνικές γνώσεις και πείρα, χωρίς κρατική συμπαράσταση, βάλθηκαν να καλλιεργήσουν ρύζι. Οι άλλοι ξαφνιάστηκαν. Το ρύζι, όπως ήταν για το λαό είδος απλησίαστο, που σπάνια τους έκανε την τιμή ν’ αχνίση στο πήλινο πιάτο τους, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν πως ήταν είδος γεωργικό, που μπορούσε να καλλιεργηθή, σαν τ’ άλλα γεωργικά προϊόντα. Από δω ξεκινούσαν ένα σωρό ειρωνικά πειράγματα και σχόλια για τους τρελούς που καταπιάστηκαν να καλλιεργήσουν…. ρύζι! Μα το θαύμα έγινε. Το ρύζι φύτρωσε, μεγάλωσε κι έδωσε πλούσιους καρπούς! Κάπου 700 οκάδες το στρέμμα που το έπαιρναν οι έμποροι αναποφλοίωτο 7 και 8 δρχ. την οκά! Γεγονός συγκλονιστικό για τον κάμπο, εγερτήριο σάλπισμα, ανασκούμπωμα, ανέλπιστη σανίδα σωτηρίας!

Οι αγρότες ρίχτηκαν με τα μούτρα στην ορυζοκαλλιέργεια, που στα 1949 – 1950, γενικεύτηκε στον κάμπο του Αγρινίου.

Είναι αλήθεια πως το ρύζι, όπως και ο καπνός, απαιτεί  ειδικές γνώσεις και πείρα για ν’ αποδώσει, δουλειά με σύστημα κι επιστημονική.  Η πείρα γύρω απ’ τον καπνό, αποχτήθηκε από ένα – ενάμισι χρόνο σκληρής δουλειάς. Η πείρα για το ρύζι έλλειπε. Μα χάρις στην εργατικότητα και το δαιμόνιο των γεωργών μας, οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν, σε διάστημα δύο – τριών χρόνων. Αυτό είναι ένα δεύτερο θαύμα. Η ποικιλία του γλασσέ της περιφερείας Αγρινίου, έγινε η καλύτερη για τον κόσμο ολόκληρο!

Και για να αποδώσουμε τo δίκιο και την αλήθεια σε όλη της την πληρότητα, τονίζουμε πως αυτό το θαύμα, ήταν αποκλειστικό έργο των γεωργών.  Ή κρατική συμπαράσταση και συμβολή ήταν ανύπαρκτη. Πρό πέντε ετών, 20 περίπου χιλιάδες στρέμματα, καλλιεργούνταν με ρύζια στον κάμπο του Αγρινίου (Δοκίμι – Καλύβια). Στοιχεία επίσημα δέν υπάρχουν κι’ όσα δίδουμε πιό κάτω, τα συγκεντρώσαμε σποραδικά, προσπαθώντας να πλησιάσουμε όσο ήταν δυνατόν περισσότερο την πραγματικότητα.

Απ’ την έκταση των 20 χιλ. στρεμμάτων έβγαινε ποσότητα 5 – 6 χιλ. τόνοι αναποφλοίωτο ρύζι, με τιμή γύρω στις 4 – 5 δρχ. κατ’ όκάν, ήτοι πραγματοποιούνταν εισπράξεις 25 – 30 έκατ. δραχμών. Και περισσότερο συγκεκριμένα:

Η στρεμματική απόδοση κυμαίνονταν γύρω στις 400 όκάδες πού σημαίνει 1600 περίπου δραχμές είσπραξη το στρέμμα. Για μια άγροτική οικογένεια μέ 4 – 5 μέλη καί δικά της χωράφια, καλλιέργεια 40 στρεμ. ρυζιού, άφηνε 35 – 40 χιλιάδες το χρόνο. Αν σκεφτούμε δε πως, σύμφωνα μέ επίσημα στοιχεία, το ετήσιο εισόδημα της αγροτικής οικογένειας δεν ξεπερνούσε τις 11 χιλιάδες δρχ., βγαίνει μόνο του το συμπέρασμα, πως με την ορυζοκαλλειέργεια, ο αγροτικός πληθυσμός της περιφερείας Αγρινίου, γνώρισε μιά άνευ προηγουμένου οικονομική άνθηση.

Το γεγονός αυτό, είχε τεράστια κοσμογονική σημασία και σε τομείς πέρα άπ’ τον οικονομικό.

Με την ορυζοκαλλιέργεια οι αγρότες είδαν  για πρώτη φορά λεφτά στα χέρια τους.  Το γεγονός αυτό έλυσε μια σειρά προβλήματα:

    1. Βελτιώθηκαν  οι όροι διατροφής, ενδύσεως  και κατοικίας. Οι αγρότες απόχτησαν εμπιστοσύνη στη δουλειά και  τον εαυτό τους και δεν  ντρέπονταν να κάνουν την εμφάνισή τους στη πόλη. Τα χωριά νοικοκυρεύτηκαν και τα Καλύβια αίφνης έπαψαν να είναι το φτωχό λασποχώρι.  Στρώθηκαν οι δρόμοι, έγινε καινούριο κοινοτικό κατάστημα και άλλα κοινοφελή έργα. Το ίδιο και στα άλλα χωριά.
    2. Εγκαταλείφτηκε μια  για πάντα το ξυλάροτρο του Ησιόδου. Το όργωμα γίνεται με τρακτέρ, βαθύ νοικοκυρεμένο και στην κατάλληλη εποχή. Γενικεύεται ή χρήση των λιπασμάτων και των γεωργικών φαρμάκων.  Άμεσο αποτέλεσμα η άνοδος της στρεμματικής και ποιοτικής αποδόσεως όχι μόvo στά ρύζια μά γενικά σ’ όλες  τις καλλιέργειες.
    3. Κοραβάνια αγρότες άπ’ τά ορεινά διαμερίσματα τού Νομού κατακλύζουν τόν κάμπο βρίσκοντας εύκολη δουλειά. Στίς εποχές δε που ή δουλειά στούς όρυζώνες βρίσκεται στήν έντασί της οι δρόμοι των χωριών τις πρωίνές καί βραδυνές ώρες καταντάνε αδιάβατοι άπ’ τούς ξένους έργάτες. Οι επαγγελματίες κάνουν χρυσές δουλειές. Πρώτοι καί καλύτεροι οί χασάπηδες. Δέν είναι ύπερβολή. Το κρέας κατάντησε βασική τροφή χωριών. Και κάτι άλλο χαρακτηριστικό. Τά λαϊκά συγκροτήματα κάνουν κι’ αύτά χρυσές δουλειές. Μετά τή σκληρή δουλειά ή ψυχαγωγία γίνεται βασική άνάγκη κ΄ αυτή γιορτή καθημερινή.
    4. Οι άγορές των πόλεων γνωρίζουν μιά άνευ προηγουμένου άνθηση. Οι ρυζάδες άποτελούν τήν καλύτερη πελατεία τους.

Ώς έδώ τά πράγματα πήγαν κατ’ εύχήν. Δεν χρειάζονταν παρά ή συμπαράσταση τού Κράτους γιά να ολοκληρωθή καί μονιμοποίηθή ή καλιέργεια τού ρυζιού στον κάμπο καί νά προστατευτή το προϊόν απ’ τίς άρπαχτικές διαθέσεις τών άετονύχηδων πού άρχισαν νά έμφανίζωνται στήν περιοχή. Αντί γι’ αύτό έγινε το αντίθετο.

Κατ’ αρχήν επετράπη καί έπεκτάθηκε ή είσαγωγή ρυζιού άπ’ την Ιταλία, Αίγυπτο, Αμερική κλπ. Τό ξενικό ρύζι λόγω είδικών συνθηκών παραγωγής του (φτηνά λιπάσματα, άνώτερη στρεμματική άπόδοση, κλπ.) συναγωνίζονταν τό έλληνικό σέ τιμή (όχι και σε ποιότητα) καί έδωσε την δυνατότητα στο εμπόριο νά όργανώση με τήν άνεσή του τή ληστρική εκμετάλλευση με τήν πτώση τών τιμών. Μά τό έγκληματικότερο ήταν τό έξής: Άνθρωποι πού δέν είχαν καμμιά σχέση μέ τό γεωργικό επάγγελμα, γιατροί, δικηγόροι έπαγγελματίες κλπ . μέ μοναδικό προσόν τήν διάθεση άφθόνου χρήματος ρίχτηκαν στήν όρυζοκαλλιέργεια και τήν μετέτρεψαν άπό έπάγγελμα σε έπιχείρηση. Νοίκιασαν τά καλύτερα χωράφια σέ τιμές υψηλές κι άρχισαν νά καλλιεργούν 300- 400 στρέμματα ό καθένας παρ’ όλο πού τό Κράτος δέν έδωνε άδειες ορυζοκαλλιέργειας παρά μόνο γιά 20 στρέμματα. Οι άγρότες πέρασαν σέ δεύτερη μοίρα.

Τα τρακτέρ όργωναν πρώτα τίς μεγάλες καλλιέργειες πέρναγαν στις ενδιάμεσες τών 100-150 στρεμμάτων καί τελευταία χρησιμοποιούνταν άπ’ τούς μικρούς γεωργούς. Αυτό είχε σάν φυσική συνέπεια τήν καθυστέρηση μέ δυσμενείς επιπτώσεις στήν παραγωγή και απόδοση.

Δεύτερον. Γίνονταν έξαντλητική έκμετάλλευση τών χωραφιών μιά πού σκοπός ήταν τό εύκολο κέρδος. Ό κάμπος όλόκληρος σπέρνονταν μέ ρύζια, γιά πολλά χρόνια συνέχεια χωρίς νά ξεκουράζεται ένα τμήμα του μέ άλλες καλλιέργειες μέ αποτέλεσμα νά ξεπληθή ή γής άπ΄ τά συνεχή ποτίσματα.

Τρίτον.  Ό δικηγόρος, γιατρός ή μεγαλοεπιχειρηματίας είχε βέβαια μεσάνυχτα άπό καλλιέργεια καί δέν διέθετε τήν άνάλογη πείρα καί γνώσεις. Εμπιστεύονταν τήν επιτυχία στά λεφτά του. Μίσθωνε 2-3 επιστάτες κι’ όσους έργάτες τού χρειαζόντανε. Ή δουλειά μέ τόν τρόπο αυτόν γίνονταν κουτσουρεμένη, χωρίς σύστημα. Ή γής γιά νά σου δώση τούς καρπούς της χρειάζεται νά τήν πονέσης, νά σκύψης πάνω της μέ στοργή καί νά τήν ποτίσης άτσιγκούνευτα μέ τόν Ιδρώτα σου καί πολλές φορές μέ τό αίμα τής τής καρδιάς σου. Έπιμένωμε στό σημείο αυτό γιατί άπό προσωπική μας πείρα διαπιστώσαμε πώς μόνο ή προσωπική δουλειά φέρνει αποτελέσματα πού όλοκληρώνονται βέβαια όταν συνοδεύεται μέ τήν έφαρμογή τών έπιστημονικών μεθόδων, καλλιεργείας. Καί νά ή απόδειξη. Τά ρύζια δέν βοτανίζονταν κανονικά μέ αποτέλεσμα μέσα σέ λίγα χρόνια νά γιομίζουν τά χωράφια μουχρίτσες κι άλλα ζιζάνια.

Αποτέλεσμα αύτής τής τσαπατσουλιάς ήταν ή πτώση τής στρεμματικής άποδόσεως στίς 200 καί 150 όκάδες τό στρέμμα καί στή χειρότερη περίπτωση ή εγκατάλειψη όλοκλήρου ή τμήματος τής καλλιεργείας αθέριστης  μιας πού ή ρυζομουχρίτσα  είχε θριαμβεύση κι΄ εξαφανίση τό ρύζι.

Δεν είναι δε λίγοι οί επιχειρηματίες – έμποροι ορυζοκαλλιεργηταί πού καταστράφηκαν οίκονομικά άπό τέτοίες αίτίες.

Ή πτώση τής στρεμματικής άποδόσεως συνοδεύτηκε καί με τήν πτώση τής τιμής του προϊόντος πού όφείλονταν στήν επέκταση τής εισαγωγής ρυζιού άπ’ τό εξωτερικό άκριβώς τήν εποχή της συγκομιδής τής εγχωρίου παραγωγής καί στήν ασυδοσία των έμπόρων. Προστασία τού προϊόντος καί τιμή ασφαλείας ζητούσαν έναγωνίως οι όρυζοκαλλιεργητές, με εισαγωγές άπαντούσε ή Κυβέρνηση!

Όπως όλα τά άλλα γεωργικά προϊόντα έτσι καί το ρύζι μπήκε στον ίδιο φαύλο κύκλο πού όδηγούσε μέ μαθηματική άκρίβεια στήν πλήρη χρεωκοπία. Οι μκροί τώρα καλλιεργηταί τών 20 μέχρι 40 στρεμμάτων πού βασικό τους έπάγγελμα είχαν τήν γεωργία μή μπορώντας νά συναγωνιστούν στον ξέφρενο δρόμο τούς λίγους λεφτάδες περιορίστηκαν νά δουλέψουν στά λιγοστά περιθώρια πού άφιναν εκείνοι. Στά χωράφια πού περίσευαν, τελευταίοι στά όργώματα, τελευταίοι στίς πιστώσεις στήν Τράπεζα γιά καλλιεργητικά καί λιπάσματα.

Κι’ άρχιζε προπώληση του είδους στούς ατσίδες.  Έπαιρνες 1.000 δρχ. γιά νά όργώσης ή νά βοτανίσης αίφνης καί υπέγραψες γραμμάτιο γιά δύο χιλιάδες. Αν ή τιμή του ρυζιού είχε 4 δραχ. έσύ τό παρέδινες στον τοκογλύφο με εκατό τα εκατό τόκο για δάνειο  λίγων μηνών ή και ημερών!».

Η ορυζοκαλλιέργεια, όπως είπε χαρακτηριστικά κάποιος γεωργός, «όνειρο ήταν και πάει…»

 

Δείτε ΕΔΩ το Α Μέρος και το βίντεο που περιέχει

 

Πηγή: Γιάννη Γρ. Διονυσάτου: «Καλύβια Αγρινίου – Ιχνηλατώντας τον Καναδά» (2004) | «Πρωινά Νέα», Πολιτική- Οικονομική Εφημερίς εν Αγρινίω, Διευθυντής: Γεώρ-γιος Ι. Αναστασόπουλος, Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 1963 (Αρ. φύλλου 58) | «Η ΩΡΑ», Δημοκρατική Εφημερίς Δυτικής Ελλάδος (Αγρίνιο) Διευθυντής: Γεώργιος Ι. Αναστασόπουλος, Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 1965 (Αρ. φύλλου 174)
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί το 2ο μέρος της δημοσίευσης του «αρχείον Αγρινίου», Φεβρουάριος 2019 | Τεύχος 14 | σελ. 17
Φωτογραφία:

AgrinioStories